Ο κύριος Παντελής Τζορμπατζόγλου ήταν ένας μεσήλικας, ένας συνηθισμένος αστός, από αυτούς που τους χτύπησε πρώτους η κρίση. Κλασσική περίπτωση υπερδανεισμένου ανθρώπου, που προκειμένου να εξυπηρετήσει την μία κάρτα, έπαιρνε ένα δάνειο, και μετά άλλη μια κάρτα για να βγάζει τις δόσεις του δανείου και ούτω καθεξής. Και ποιός δεν είναι έτσι θα μου πείτε. Όμως ο κύριος Παντελής είχε μια κεφαλαιώδη διαφορά από όλους τους υπόλοιπους.
Από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να έχει αναστολές. Κάθε είδους. Και το σημείο αυτό ήταν η στιγμή που πήγε στο σουπερμάρκετ, για τα συνηθισμένα ψώνια της εβδομάδας. Στο ταμείο, και ενώ προσπαθούσε να στριμώξει, με παταγώδη αποτυχία ομολογουμένως, στην ίδια σακούλα κρακεράκια, μπακαλιάρους, φτηνά άφτερ σέηβ και σκυλοτροφές, ανακάλυψε έντρομος πως δεν έχει πάνω του τα 36 ευρώ και σαράνα λεπτά που του ζήτησε η ξινισμένη ταμίας. Έκανε πως ψάχνεται για λίγο, αλλά μόλις κατάλαβε πως δεν είχε νόημα κανένα σκηνοθετικό εύρημα, έδρασε αστραπιαία. Κοίταξε πίσω του. Κανείς. Κάτι γριές στα διπλανά ταμεία αγκομαχούσαν να σπάσουν τα νεύρα των άλλων γυναικών που δούλευαν εκεί, αλλά στο δικό του ταμείο, κανείς. Έβαλε τα τελευταία πράγματα μέσα στην πλαστική σακούλα, κούμπωσε το μπουφάν του, σήκωσε το γιακά, και τράβηξε μια ξεγυρισμένη μπουνιά στην ταμία, η οποία την βρήκε επιτυχώς στο δοξαπατρί και ευθύς σωριάστηκε με τη μούρη γεμάτη αίματα, πάνω στο κυλιόμενο πλαστικό διάδρομο του ταμείου. Άρπαξε τη σακούλα και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Συνέχισε χωρίς να κοιτάξει πίσω, μέχρι που μπήκε σπίτι του. Κλείδωσε.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως το γεγονός αυτό ήταν η αρχή του τέλους, αλλά ήταν.
Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, ο μπακαλιάρος, τα κρακεράκια, τα ρύζια και κάτι ξεχασμένες κονσέρβες (που από καιρό το περιεχόμενό τους είχε περάσει στο επέκεινα), είχαν εξαντληθεί. Το ίδιο και η ανέχεια του Παντελή Τζορμπατζόγλου. Λίγο πριν αρχίσει να φαντάζεται ως το πιο εύγευστο πρωινό το άφτερ σέηβ του, θυμήθηκε τη σκυλοτροφή. Άρχισε να τη μασουλάει με ανησυχητική βουλιμία. Το μικρό σακουλάκι μέχρι το ίδιο βράδυ είχε αδειάσει. Άνοιξε και το τελευταίο. Έβαλε μια μερίδα στον κακόμοιρο σκύλο που τον κοιτούσε μ’ αυτά τα τεράστια λυπημένα μάτια, το μετάνιωσε αυτόματα, του ξαναπήρε πίσω τη μισή κυριολεκτικά μέσα από το στόμα, έφαγε μερικά και κλείδωσε τη σακούλα με τα υπόλοιπα στο συρτάρι του κομοδίνου, για παν ενδεχόμενο. Κοιμήθηκε.
Ένας θεός ξέρει πως...
Την επομένη, έκανε τάχαμου κάποιες δουλειές στο σπίτι, περισσότερο για να ξεχαστεί. Έφαγε τις τελευταίες σκυλοκροκέτες. Ούτε για πρόγευμα δεν έφταναν φυσικά. Δεν κατάφερε καν να πιεί λίγο νερό για να γεμίσει το στομάχι του με υγρό. Κομμένο. Από την προηγούμενη. Αυτό το ανακάλυψε όταν άδειασε όλο το περιεχόμενο του γεμισμένου με κάθε λογής αηδία στομαχιού του στην λεκάνη της τουαλέτας, και το καζανάκι δεν λειτούργησε. Σκέφτηκε να γεμίσει έναν κουβά με νερό, καθότι η μπόχα ήταν τουλάχιστον δηλητηριώδης, αλλά μάταια. Κομμένο. Μέχρι το επόμενο πρωί, η μυρωδιά είχε κατακλύσει κάθε γωνία του σπιτιού, πράγμα που τον έκανε απλώς να την συνηθίσει.
Κοίταξε τον σκύλο. Ο σκύλος τον κοίταξε κι αυτός. Έπειτα άρχισε να γλείφει τις πατούσες του (ο σκύλος), όπως έκανε πάντα όποτε έτρωγε. Ο κύριος Παντελής άρχισε να γλείφει τα χείλη του. Το σκέφτηκε λίγο ομολογουμένως. Περί τα σαρανταπέντε δευτερόλεπτα. Όσο τα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων πάνω κάτω. Άρπαξε ένα μεγάλο πηρούνι από το συρτάρι της κουζίνας, αυτό που είχε για τα μακαρόνια τον παλιό καλό καιρό, και σχεδόν σαν σε ιεροτελεστία το κάρφωσε στα σπλάχνα του σκύλου. Μια απόκοσμη κραυγή ακούστηκε σε όλο το κτίριο, αλλά ο αιμοσταγής κύριος Παντελής δεν είχε άλλα περιθώρια. Άρχισε να κοπανάει με λύσσα το κεφάλι του άτυχου ζωντανού στο δάπεδο, μέχρι που το έλιωσε, απλώνοντας παντού κηλίδες αίματος, και γεμίζοντας το χώρο με λυωμένα μυαλά σκύλου. Ανακάθησε. Άναψε ένα από τα τελευταία του τσιγάρα και έτσι όπως ήταν βουτηγμένος μέσα στα αίματα έκανε μια τελευταία προσευχή για τον νεκρό πρώην φίλο του. Μετά άναψε απλά το γκαζάκι, έβαλε επάνω ένα σαγανάκι με λίγο βούτυρο, κι άρχισε να πετάει μέσα ορισμένα από τα άρτι τεμαχισμένα μέλη του πιστού τετράποδου. Το κρέας τσιρτσίριζε. Σχεδόν αηδιασμένος πέταξε μέσα στο σκεύος και τη γόπα από το τσιγάρο. Κωλομέρια σκύλου φλαμπέ. Μπλιαχ...
Το υπόλοιπο (πρώην) ζωντανό, κράτησε άλλες τρεις ημέρες. Ευτυχώς για τον εν δυνάμει δολοφόνο, το είχε καλοταϊσμένο, και έτσι του έβγαλε άλλες πέντε μερίδες. Μετά όμως;
Πέρασε μια μέρα ακόμα νηστικός. Το σπίτι είχε γίνει πλέον μόνιμος τόπος παραθερισμού και αναψυχής για κάθε συνομοταξία μύγας που υπήρχε στην πόλη. Πέραν τούτου, το στομάχι του ειδεχθούς πλέον ανθρώπου, παραγεμισμένο με κάθε λογής βρώσιμη αηδία, είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται εντόνως, υπό την μορφήν απαράμιλλης πρωτοτυπίας πορδών. Καθώς κανένα παράθυρο δεν ήταν ποτέ ανοιχτό, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου, έφτασε στο σημείο να μην αντέχει ούτε ο ίδιος τις μυρωδιές. Είχε όμως ένα μεγαλύτερο πρόβλημα να λύσει. Πεινούσε.
Το ίδιο βράδυ τρία έντονα χτυπήματα στην πόρτα τον έκαναν να συνέλθει από την σχεδόν κωματώδη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έτρεξε στο ματάκι της πόρτας. Ο Νικολάου! Έκανε τον αγουροξυπνημένο μέχρι να σκεφτεί κάτι:
- Ποιός είναι;
- Ο διαχειριστής είμαι κύριε Τζορμπατζόγλου.
- Ποιός;
- Ο Νικολάου. Ο διαχειριστής. Θέλω να σας μιλήσω.
- Μα είναι αργά!
- Είναι ανάγκη κύριε Παντελή. Έχουμε πρόβλημα. Όλοι οι ένοικοι διαμαρτύρονται.
- Για ποιό πράγμα;
- Για τη μπόχα! Αυτή που έρχεται από το διαμέρισμά σας. Ανοίξτε μου σας παρακαλώ!
- Μισό λεπτό...
Άρπαξε το πορτατίφ που είχε στο τραπεζάκι. Το ξεγύμνωσε από το περιττό ύφασμα και άνοιξε την πόρτα. Τη στιγμή που ο Νικολάου πέρναγε το κατώφλι, ο ένοικος του βρωμερού διαμερίσματος έκλεισε απότομα την πόρτα, και με λύσσα του έχωσε το φωτιστικό στο στόμα. 230 βολτ διαπέρασαν την ραχοκοκαλιά του άτυχου διαχειριστή, ο οποίος άρχισε να τραντάζεται από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ο σατανικός ένοικος πρόλαβε να τρέξει μέχρι την κουζίνα, να αρπάξει το μαχαίρι για το ψωμί και να ξαναγυρίσει στο σημείο που το θύμα του ξεροψηνόταν. Τον έριξε κάτω με μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά και με μια απότομη κίνηση του ξέσκισε το λαιμό με το μαχαίρι. Αίμα πιτσίλισε τα πάντα. Ένας πίδακας που έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν. Ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε μόλις περάσει το σημείο χωρίς γυρισμό!
Κατά βάθος ήταν πολύ τυχερός. Αφενός μεν ο κύριος Νικολάου ήταν δεόντως τροφαντός για να του βγάλει αρκετές μερίδες, και αφετέρου ήταν εργένης, πράγμα που σήμαινε πως κανείς δεν θα τον έψαχνε σύντομα. Κατάφερε να περάσει άλλες επτά ημέρες τρώγωντας ότι μπορούσε από το κουφάρι του πρώην διαχειριστή. Μην έχοντας νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό στο σπίτι, ήπιε κατά σειρά το απορρυπαντικό για τα πιάτα, το καθαριστικό του φούρνου, το σαμπουάν, την κόλλα στιγμής και στο τέλος απελπισμένος κυριολεκτικά άρχισε να πίνει τα ίδια του τα ούρα. Φυσικά τα βράδυα σφάδαζε από φριχτούς πόνους και ξέρναγε πρασινοκίτρινους αφρούς, αλλά τουλάχιστον ζούσε.
Η δολοφονία της κυρίας Αριέτας που ζούσε δίπλα ήταν πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Η γριά γυναίκα, έκανε το λάθος να του χτυπήσει για να ζητήσει λίγη ζάχαρη για το γλυκό που θα έφτιαχνε. Ο Τζορμπατζόγλου προτίμησε το σιτεμένο κρέας από άλλο ένα κακοψημένο κέϊκ, κι έτσι απλά της έφερε στο κεφάλι τον πλάστη που κρατούσε στο χέρι η γριά, πριν καν εκείνη προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει. Ανοιγμένο κρανίο κλπ. αίματα, μυαλά κλπ. κομματάκια, μερίδες κλπ. πέντε ημέρες ακόμα...
Την ίδια τύχη είχαν κατά σειρά: ο ταχυδρόμος, ο συντηρητής του ασανσέρ, ένας κούριερ και ο δικαστικός κλητήρας που είχε έρθει για να του επιδώσει ένα εξώδικο από μία τράπεζα. Τον τελευταίο τον απόλαυσε. Έτυχε να βρεί στην μέσα τσέπη του μπουφάν του ένα φλασκί με κονιάκ, κι έτσι όταν τον μαγείρευε “έσβηνε” το κρέας με λίγο ποτό. Του φάνηκε ο πιο νόστιμος από όλους. Οι τρίχες από το μουστάκι δεν τον ενόχλησαν ούτε λεπτό.
Ένα σχεδόν μήνα αργότερα, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε φτάσει στα όρια του. Είχε να φάει τρεις ημέρες. Το σώμα του ήταν γεμάτο φλύκταινες, και τα άκρα του είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Πληγές έτρεχαν πύον και αίμα σε όλο του το κορμί. Το σπίτι του μια ανεξάντλητη πηγή μικροβίων και ασθενειών. Το μυαλό του λάσπη. Βούρκος. Είχε ξεπεράσει τα όρια της τρέλλας, μέρες τώρα. Η πιο αρχέγονη όμως ανάγκη του ανθρώπου, η πείνα, δεν τον άφηνε να σκεφτεί πως είχε μεταμορφωθεί σε ένα ανθρωπόμορφο κτήνος, που έτσι κι αλλιώς δεν θα αργούσε να πεθάνει. Το άρρωστο μυαλό του έπρεπε να βρει μια λύση ακόμα. Και την βρήκε.
Κατάπιε μονορούφι δέκα γουλιές καθαρό οινόπνευμα και σωριάστηκε στα πλακάκια της κουζίνας. Κράτησε το πριόνι με το δεξί του χερί, το καλό, και χωρίς ίχνος μορφασμού άρχισε να πριονίζει το αριστερό του πόδι. Τα μάτια του έλαμπαν. “Κρέας”…
Το έφαγε ωμό. Δεν είχε νόημα πια. Αρκεί να έβαζε κάτι στο σάπιο του στομάχι. Αυτό του μαλάκωσε την πείνα για εκείνη την ημέρα. Κοιμήθηκε μέσα σε μια λίμνη από αίμα, ξερατά και περιττώματα. Δεν λιποψύχησε ούτε όταν ακρωτηρίασε και το άλλο του πόδι, ούτε όταν έφτασε η σειρά του αριστερού του χεριού. Έκοβε και έτρωγε, έκοβε και έτρωγε. Τύλιγε σφιχτά πανιά γύρω από το ακρωτηριασμένο του σώμα, για να συγκρατήσει το αίμα, αν και δεν είχε κανένα νόημα πλέον...
Σάββατο βράδυ.
Ένα σακατεμένο σώμα, με ένα χέρι κι ένα κεφάλι να κρέμεται στο πλάι, σερνόταν στο σιχαμερό δάπεδο της κουζίνας. Αφροί έβγαιναν από το στόμα του Παντελή Τζορμπατζόγλου και μόνο μια σκέψη τριγύριζε σε ότι είχε απομείνει από το μυαλό του. Πέταξε το πριόνι σε μια γωνία. Με τεράστιο κόπο κατάφερε να σηκώσει το δεξί του χέρι και να το φέρει στο ύψος του προσώπου του. Άνοιξε τα κατακόκκινα μάτια μου για μια τελευταία φορά. Μπροστά του δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα γεύμα. Τα σαπισμένα του δόντια φάνηκαν μέσα από ένα υστερικό γέλιο που έκανε το μεγαλύτερο θόρυβο εδώ και πολλές εβδομάδες σε αυτό το σπίτι της φρίκης. Έναν θόρυβο που ήταν αρκετός για να καλέσει κάποιος φιλήσυχος γείτονας την αστυνομία. Αυτό που αντίκρυσαν οι άντρες της Άμεσου Δράσης, δεν υπήρχε σε κανέναν εκπαιδευτικό σεμινάριο της Σχολής τους...
Μέσα σε έναν βούρκο από ακαθαρσίες, ξεραμένα αίματα, κόκκαλα, μαλλιά, ξερατά, σκουλήκια και κατσαρίδες, ένα κουλουριασμένο σώμα δίχως άκρα, είχε μείνει κοκκαλωμένο σε μια στάση περίεργη, που δήλωνε ξεκάθαρα την απεγνωσμένη προσπάθεια του τέρατος που κάποτε ονομαζόταν Παντελής Τζορμπατζόγλου, να φάει και το δεξί του χέρι. Πράγμα που σχεδόν είχε καταφέρει, αφού σταμάτησε μόνον όταν πια ο λαιμός του έσπασε, στην προσπάθεια να φτάσει τον ώμο του...
ΔΕΝ συνεχίζεται...
.
.
.
.
.
.
Από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να έχει αναστολές. Κάθε είδους. Και το σημείο αυτό ήταν η στιγμή που πήγε στο σουπερμάρκετ, για τα συνηθισμένα ψώνια της εβδομάδας. Στο ταμείο, και ενώ προσπαθούσε να στριμώξει, με παταγώδη αποτυχία ομολογουμένως, στην ίδια σακούλα κρακεράκια, μπακαλιάρους, φτηνά άφτερ σέηβ και σκυλοτροφές, ανακάλυψε έντρομος πως δεν έχει πάνω του τα 36 ευρώ και σαράνα λεπτά που του ζήτησε η ξινισμένη ταμίας. Έκανε πως ψάχνεται για λίγο, αλλά μόλις κατάλαβε πως δεν είχε νόημα κανένα σκηνοθετικό εύρημα, έδρασε αστραπιαία. Κοίταξε πίσω του. Κανείς. Κάτι γριές στα διπλανά ταμεία αγκομαχούσαν να σπάσουν τα νεύρα των άλλων γυναικών που δούλευαν εκεί, αλλά στο δικό του ταμείο, κανείς. Έβαλε τα τελευταία πράγματα μέσα στην πλαστική σακούλα, κούμπωσε το μπουφάν του, σήκωσε το γιακά, και τράβηξε μια ξεγυρισμένη μπουνιά στην ταμία, η οποία την βρήκε επιτυχώς στο δοξαπατρί και ευθύς σωριάστηκε με τη μούρη γεμάτη αίματα, πάνω στο κυλιόμενο πλαστικό διάδρομο του ταμείου. Άρπαξε τη σακούλα και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Συνέχισε χωρίς να κοιτάξει πίσω, μέχρι που μπήκε σπίτι του. Κλείδωσε.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως το γεγονός αυτό ήταν η αρχή του τέλους, αλλά ήταν.
Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, ο μπακαλιάρος, τα κρακεράκια, τα ρύζια και κάτι ξεχασμένες κονσέρβες (που από καιρό το περιεχόμενό τους είχε περάσει στο επέκεινα), είχαν εξαντληθεί. Το ίδιο και η ανέχεια του Παντελή Τζορμπατζόγλου. Λίγο πριν αρχίσει να φαντάζεται ως το πιο εύγευστο πρωινό το άφτερ σέηβ του, θυμήθηκε τη σκυλοτροφή. Άρχισε να τη μασουλάει με ανησυχητική βουλιμία. Το μικρό σακουλάκι μέχρι το ίδιο βράδυ είχε αδειάσει. Άνοιξε και το τελευταίο. Έβαλε μια μερίδα στον κακόμοιρο σκύλο που τον κοιτούσε μ’ αυτά τα τεράστια λυπημένα μάτια, το μετάνιωσε αυτόματα, του ξαναπήρε πίσω τη μισή κυριολεκτικά μέσα από το στόμα, έφαγε μερικά και κλείδωσε τη σακούλα με τα υπόλοιπα στο συρτάρι του κομοδίνου, για παν ενδεχόμενο. Κοιμήθηκε.
Ένας θεός ξέρει πως...
Την επομένη, έκανε τάχαμου κάποιες δουλειές στο σπίτι, περισσότερο για να ξεχαστεί. Έφαγε τις τελευταίες σκυλοκροκέτες. Ούτε για πρόγευμα δεν έφταναν φυσικά. Δεν κατάφερε καν να πιεί λίγο νερό για να γεμίσει το στομάχι του με υγρό. Κομμένο. Από την προηγούμενη. Αυτό το ανακάλυψε όταν άδειασε όλο το περιεχόμενο του γεμισμένου με κάθε λογής αηδία στομαχιού του στην λεκάνη της τουαλέτας, και το καζανάκι δεν λειτούργησε. Σκέφτηκε να γεμίσει έναν κουβά με νερό, καθότι η μπόχα ήταν τουλάχιστον δηλητηριώδης, αλλά μάταια. Κομμένο. Μέχρι το επόμενο πρωί, η μυρωδιά είχε κατακλύσει κάθε γωνία του σπιτιού, πράγμα που τον έκανε απλώς να την συνηθίσει.
Κοίταξε τον σκύλο. Ο σκύλος τον κοίταξε κι αυτός. Έπειτα άρχισε να γλείφει τις πατούσες του (ο σκύλος), όπως έκανε πάντα όποτε έτρωγε. Ο κύριος Παντελής άρχισε να γλείφει τα χείλη του. Το σκέφτηκε λίγο ομολογουμένως. Περί τα σαρανταπέντε δευτερόλεπτα. Όσο τα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων πάνω κάτω. Άρπαξε ένα μεγάλο πηρούνι από το συρτάρι της κουζίνας, αυτό που είχε για τα μακαρόνια τον παλιό καλό καιρό, και σχεδόν σαν σε ιεροτελεστία το κάρφωσε στα σπλάχνα του σκύλου. Μια απόκοσμη κραυγή ακούστηκε σε όλο το κτίριο, αλλά ο αιμοσταγής κύριος Παντελής δεν είχε άλλα περιθώρια. Άρχισε να κοπανάει με λύσσα το κεφάλι του άτυχου ζωντανού στο δάπεδο, μέχρι που το έλιωσε, απλώνοντας παντού κηλίδες αίματος, και γεμίζοντας το χώρο με λυωμένα μυαλά σκύλου. Ανακάθησε. Άναψε ένα από τα τελευταία του τσιγάρα και έτσι όπως ήταν βουτηγμένος μέσα στα αίματα έκανε μια τελευταία προσευχή για τον νεκρό πρώην φίλο του. Μετά άναψε απλά το γκαζάκι, έβαλε επάνω ένα σαγανάκι με λίγο βούτυρο, κι άρχισε να πετάει μέσα ορισμένα από τα άρτι τεμαχισμένα μέλη του πιστού τετράποδου. Το κρέας τσιρτσίριζε. Σχεδόν αηδιασμένος πέταξε μέσα στο σκεύος και τη γόπα από το τσιγάρο. Κωλομέρια σκύλου φλαμπέ. Μπλιαχ...
Το υπόλοιπο (πρώην) ζωντανό, κράτησε άλλες τρεις ημέρες. Ευτυχώς για τον εν δυνάμει δολοφόνο, το είχε καλοταϊσμένο, και έτσι του έβγαλε άλλες πέντε μερίδες. Μετά όμως;
Πέρασε μια μέρα ακόμα νηστικός. Το σπίτι είχε γίνει πλέον μόνιμος τόπος παραθερισμού και αναψυχής για κάθε συνομοταξία μύγας που υπήρχε στην πόλη. Πέραν τούτου, το στομάχι του ειδεχθούς πλέον ανθρώπου, παραγεμισμένο με κάθε λογής βρώσιμη αηδία, είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται εντόνως, υπό την μορφήν απαράμιλλης πρωτοτυπίας πορδών. Καθώς κανένα παράθυρο δεν ήταν ποτέ ανοιχτό, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου, έφτασε στο σημείο να μην αντέχει ούτε ο ίδιος τις μυρωδιές. Είχε όμως ένα μεγαλύτερο πρόβλημα να λύσει. Πεινούσε.
Το ίδιο βράδυ τρία έντονα χτυπήματα στην πόρτα τον έκαναν να συνέλθει από την σχεδόν κωματώδη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έτρεξε στο ματάκι της πόρτας. Ο Νικολάου! Έκανε τον αγουροξυπνημένο μέχρι να σκεφτεί κάτι:
- Ποιός είναι;
- Ο διαχειριστής είμαι κύριε Τζορμπατζόγλου.
- Ποιός;
- Ο Νικολάου. Ο διαχειριστής. Θέλω να σας μιλήσω.
- Μα είναι αργά!
- Είναι ανάγκη κύριε Παντελή. Έχουμε πρόβλημα. Όλοι οι ένοικοι διαμαρτύρονται.
- Για ποιό πράγμα;
- Για τη μπόχα! Αυτή που έρχεται από το διαμέρισμά σας. Ανοίξτε μου σας παρακαλώ!
- Μισό λεπτό...
Άρπαξε το πορτατίφ που είχε στο τραπεζάκι. Το ξεγύμνωσε από το περιττό ύφασμα και άνοιξε την πόρτα. Τη στιγμή που ο Νικολάου πέρναγε το κατώφλι, ο ένοικος του βρωμερού διαμερίσματος έκλεισε απότομα την πόρτα, και με λύσσα του έχωσε το φωτιστικό στο στόμα. 230 βολτ διαπέρασαν την ραχοκοκαλιά του άτυχου διαχειριστή, ο οποίος άρχισε να τραντάζεται από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ο σατανικός ένοικος πρόλαβε να τρέξει μέχρι την κουζίνα, να αρπάξει το μαχαίρι για το ψωμί και να ξαναγυρίσει στο σημείο που το θύμα του ξεροψηνόταν. Τον έριξε κάτω με μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά και με μια απότομη κίνηση του ξέσκισε το λαιμό με το μαχαίρι. Αίμα πιτσίλισε τα πάντα. Ένας πίδακας που έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν. Ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε μόλις περάσει το σημείο χωρίς γυρισμό!
Κατά βάθος ήταν πολύ τυχερός. Αφενός μεν ο κύριος Νικολάου ήταν δεόντως τροφαντός για να του βγάλει αρκετές μερίδες, και αφετέρου ήταν εργένης, πράγμα που σήμαινε πως κανείς δεν θα τον έψαχνε σύντομα. Κατάφερε να περάσει άλλες επτά ημέρες τρώγωντας ότι μπορούσε από το κουφάρι του πρώην διαχειριστή. Μην έχοντας νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό στο σπίτι, ήπιε κατά σειρά το απορρυπαντικό για τα πιάτα, το καθαριστικό του φούρνου, το σαμπουάν, την κόλλα στιγμής και στο τέλος απελπισμένος κυριολεκτικά άρχισε να πίνει τα ίδια του τα ούρα. Φυσικά τα βράδυα σφάδαζε από φριχτούς πόνους και ξέρναγε πρασινοκίτρινους αφρούς, αλλά τουλάχιστον ζούσε.
Η δολοφονία της κυρίας Αριέτας που ζούσε δίπλα ήταν πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Η γριά γυναίκα, έκανε το λάθος να του χτυπήσει για να ζητήσει λίγη ζάχαρη για το γλυκό που θα έφτιαχνε. Ο Τζορμπατζόγλου προτίμησε το σιτεμένο κρέας από άλλο ένα κακοψημένο κέϊκ, κι έτσι απλά της έφερε στο κεφάλι τον πλάστη που κρατούσε στο χέρι η γριά, πριν καν εκείνη προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει. Ανοιγμένο κρανίο κλπ. αίματα, μυαλά κλπ. κομματάκια, μερίδες κλπ. πέντε ημέρες ακόμα...
Την ίδια τύχη είχαν κατά σειρά: ο ταχυδρόμος, ο συντηρητής του ασανσέρ, ένας κούριερ και ο δικαστικός κλητήρας που είχε έρθει για να του επιδώσει ένα εξώδικο από μία τράπεζα. Τον τελευταίο τον απόλαυσε. Έτυχε να βρεί στην μέσα τσέπη του μπουφάν του ένα φλασκί με κονιάκ, κι έτσι όταν τον μαγείρευε “έσβηνε” το κρέας με λίγο ποτό. Του φάνηκε ο πιο νόστιμος από όλους. Οι τρίχες από το μουστάκι δεν τον ενόχλησαν ούτε λεπτό.
Ένα σχεδόν μήνα αργότερα, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε φτάσει στα όρια του. Είχε να φάει τρεις ημέρες. Το σώμα του ήταν γεμάτο φλύκταινες, και τα άκρα του είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Πληγές έτρεχαν πύον και αίμα σε όλο του το κορμί. Το σπίτι του μια ανεξάντλητη πηγή μικροβίων και ασθενειών. Το μυαλό του λάσπη. Βούρκος. Είχε ξεπεράσει τα όρια της τρέλλας, μέρες τώρα. Η πιο αρχέγονη όμως ανάγκη του ανθρώπου, η πείνα, δεν τον άφηνε να σκεφτεί πως είχε μεταμορφωθεί σε ένα ανθρωπόμορφο κτήνος, που έτσι κι αλλιώς δεν θα αργούσε να πεθάνει. Το άρρωστο μυαλό του έπρεπε να βρει μια λύση ακόμα. Και την βρήκε.
Κατάπιε μονορούφι δέκα γουλιές καθαρό οινόπνευμα και σωριάστηκε στα πλακάκια της κουζίνας. Κράτησε το πριόνι με το δεξί του χερί, το καλό, και χωρίς ίχνος μορφασμού άρχισε να πριονίζει το αριστερό του πόδι. Τα μάτια του έλαμπαν. “Κρέας”…
Το έφαγε ωμό. Δεν είχε νόημα πια. Αρκεί να έβαζε κάτι στο σάπιο του στομάχι. Αυτό του μαλάκωσε την πείνα για εκείνη την ημέρα. Κοιμήθηκε μέσα σε μια λίμνη από αίμα, ξερατά και περιττώματα. Δεν λιποψύχησε ούτε όταν ακρωτηρίασε και το άλλο του πόδι, ούτε όταν έφτασε η σειρά του αριστερού του χεριού. Έκοβε και έτρωγε, έκοβε και έτρωγε. Τύλιγε σφιχτά πανιά γύρω από το ακρωτηριασμένο του σώμα, για να συγκρατήσει το αίμα, αν και δεν είχε κανένα νόημα πλέον...
Σάββατο βράδυ.
Ένα σακατεμένο σώμα, με ένα χέρι κι ένα κεφάλι να κρέμεται στο πλάι, σερνόταν στο σιχαμερό δάπεδο της κουζίνας. Αφροί έβγαιναν από το στόμα του Παντελή Τζορμπατζόγλου και μόνο μια σκέψη τριγύριζε σε ότι είχε απομείνει από το μυαλό του. Πέταξε το πριόνι σε μια γωνία. Με τεράστιο κόπο κατάφερε να σηκώσει το δεξί του χέρι και να το φέρει στο ύψος του προσώπου του. Άνοιξε τα κατακόκκινα μάτια μου για μια τελευταία φορά. Μπροστά του δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα γεύμα. Τα σαπισμένα του δόντια φάνηκαν μέσα από ένα υστερικό γέλιο που έκανε το μεγαλύτερο θόρυβο εδώ και πολλές εβδομάδες σε αυτό το σπίτι της φρίκης. Έναν θόρυβο που ήταν αρκετός για να καλέσει κάποιος φιλήσυχος γείτονας την αστυνομία. Αυτό που αντίκρυσαν οι άντρες της Άμεσου Δράσης, δεν υπήρχε σε κανέναν εκπαιδευτικό σεμινάριο της Σχολής τους...
Μέσα σε έναν βούρκο από ακαθαρσίες, ξεραμένα αίματα, κόκκαλα, μαλλιά, ξερατά, σκουλήκια και κατσαρίδες, ένα κουλουριασμένο σώμα δίχως άκρα, είχε μείνει κοκκαλωμένο σε μια στάση περίεργη, που δήλωνε ξεκάθαρα την απεγνωσμένη προσπάθεια του τέρατος που κάποτε ονομαζόταν Παντελής Τζορμπατζόγλου, να φάει και το δεξί του χέρι. Πράγμα που σχεδόν είχε καταφέρει, αφού σταμάτησε μόνον όταν πια ο λαιμός του έσπασε, στην προσπάθεια να φτάσει τον ώμο του...
ΔΕΝ συνεχίζεται...
.
.
.
.
.
.
Labels: desperation, fiction, images, scripta manent
60 Comments:
Subscribe to:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Εξαιρετικός...
Επειδή τώρα βιάζομαι... θα το διαβάσω το βράδυ.. πάω να πάρω κεριά να φτιάξω ατμόσφαιρα...
Νέα σχόλια προσεχώς.. (χεστήκατε, το ξέρω αλλά είναι χρέος μου να ενημερώσω!)
τωρα νιωθω κατι αναγουλες
δε μπορω να πω οτι μου αρεσε γιατι δε μ αρεσουν τετοιου ειδους ιστοριες sorry!
ΟΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ!
Στο είδος αυτό βεβαίως βεβαίως..
Ένα θα σου πω... αύριο θα κάνω φασίνα..το σπίτι μου είναι σε χειρότερη κατάσταση από την κουζίνα του κυρ Παντελή... ευχαριστώ για την υπενθύμιση ..κινδυνεύει να πέσει η πολυκατοικία από τη μούχλα του ισογείου μου!
Υ.Γ. Περισσεύει λίγη χλωρίνη; Ήπια την τελευταία γουλιά της δικιάς μου χθές..
Υ.Γ.(2) Κι άλλο ένα θα σου πω... οι ιστορίες σου..είναι βγαλμένες από τη ζωή!!
(Αφήστε που διψάω και θέλω να πάω στην κουζίνα να βάλω ένα ποτήρι νερό αλλά επειδή μεσολαβεί διάδρομος από το γραφείο μέχρι εκεί , το σκέφτομαι. Να μην πω για τα διάφορα κρατσ κρουτσ που ακούω από το βάθος με echo και τις αδιόρατες φιγούρες που περνούν έξω από το παράθυρο) :)
εμετικές οι εικόνες. μου θύμισε την ταινία με τους επιζώντες του δυστυχήματος στις άνδεις ή εικόνες που μας λέγαν για την πολιορκία του μεσολογγίου..
οι πρώτοι άντεξαν, οι δεύτεροι έπεσαν ηρωικά
Την καληνύχτα μου.
Αν και στην αρχη συμπαθησα τον κυριο Τ.
2.Διαπιστωνουμε αλλη μια φορα οτι ο ανθρωπος ειναι ενα εν δυναμη κτηνος το οποιο η οικονομικη και ψυχικη εξαθλιωση μπορει να μεταλαξει σε κινουμενο αιμοσταγες μηχανημα κιμά.
Πολτοποιησης.
3.Το ιδιο συμβαινει και με το μυαλο μας οταν το αφηνουμε ελευθερο προς την κατηφορα του αυτοσχεδιου θυμου μας .
4.Αν πω οτι το αντεξα ..θα πω ψεματα .
5.Αν πω οτι θαυμασα την αντοχη σας
θα ειμαι περα για περα αληθινη.
(τώρα εγώ πως τα κατάφερα σε τέτοιου είδους ποστ να γράψω τέτοιου είδους σχόλιο, δεν το κατάλαβα)
Φοβερή κλιμάκωση-από την μπουνιά μέχρι την ανθρωποφαγία και την αυτοκαταστροφή.
Ένστικτο δυνατό αυτό της πείνας.Το "Μαγαδασκάρη" το είδατε;
Καλή βδομάδα να έχουμε!
(Spy, έχετε συνειδητοποιήσει πως η απότομη μαύρη στροφή σας συνετελέσθη μετά την σύλληψη του Spy Jr ? όλοι το περάσαμε αυτό το σοκ, εσείς όμως ξεχάσατε ν'ανάψετε και φλας..)
Μα που πάτε;;;;;;
Μη μ' αφήνετε μόνο μου, με τα τέρατα...
Βοήθειααααααααα.......
@ manetarius:
Δε χέστηκα καθόλου σας πληροφορώ. Ο κύριος Παντελής ναι, εγώ όχι.
@ ola kala:
Αν σας ενδιαφέρει το βαθύτερο νόημα (που όντως έχει), διαβάστε παρακαλώ το σχόλιο της talisker.
@ aura:
Να σας ζητήσω μια χάρη;
Μπορείτε να σταματήσετε να ΑΛΛΑΖΕΤΕ AVATAR ΚΑΘΕ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ;;;
Μπερδεύομαι και νομίζω πως έρχονται καινούργιοι αναγνώστες...
Ομολογώ!
(Τους αγαπάω πάρα πάρα πολύ. Ούτε στο πιο τρελλό μου όνειρο δεν θα μπορούσα να τους πειράξω. Για χάρη της αναγνωσιμότητας τα γράφω αυτά...)
@ ocean soul:
Καλό;
(το γιαουρτάκι λέω...)
@ manetarius:
Θα έλεγα πως οι ιστορίες είναι βγαλμένες από το στομάχι της ζωής, αλλά αυτό το πρόλαβε άλλος και δεν θέλω να είμαι λογοκλόπος.
(εμείς οι δύο κάποτε θα πρέπει να συνεργαστούμε...)
@ χνούδι:
Να προσέχετε με τον αναπτήρα, ειδικά αν έχετε γύρω σας έυφλεκτα αντικείμενα, όπως: ραγισμένες καρδιές, ημιτελείς συνθέσεις και παιδικά ερωτήματα.
Μα από την αρχή συμφώνησα μαζί σας. Αλλά από την άλλη, όσο περισσότερες λέξεις προσθέτεις για να φτιάξεις την ατμόσφαιρα που επιθυμείς, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να μην διαβαστεί. Βλέπετε άλλο το νετ, και άλλο ένα καλό βιβλίο.
@ neni:
ΟΛΟ;;;;;;;
Μα αυτή η ιστορία δεν είναι για μικρά παιδάκια σαν κι εσάς...
(μην διανοηθείτε να την μεταφέρετε στα χαριτωμένα αυτά πλασματάκια με τα οποία βολτάρετε στις παραλίες!)
@ talisker:
Αγαπημένη μου taly,
Δεν φαντάζεστε πόσο ΧΡΗΣΙΜΗ είναι η σημειολογική σας ανάλυση.
ΑΚΡΙΒΩΣ έτσι είχαν τα πράγματα μέσα στο μυαλό μου την ώρα που έγραφα την ιστορία.
Απλά δεν ήθελα να είμαι εγώ αυτός που θα το εξηγήσει κιόλας.
Σας ευχαριστώ.
Υπόχρεως...
@ αποτέτοιος:
(Μεταξύ μας κι εμένα με εκπλήξατε με το μακροσκελές του σχολίου σας, όσο και με το γεγονός πως καθήσατε και τα διαβάσατε όλα... Δεν έχω να σας πω τίποτε άλλο παρά το πόσο πολύ με συγκινείτε...)
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Ε, γούστα είναι αυτά...
Άμα θέλετε την επόμενη φορά, να σας μαγειρέψουμε αμελέτητα στρουθοκάμηλου στο φούρνο λεμονάτα με πατάτες.
Χαίρομαι που σας συναντώ, έστω κι έτσι..
Λυπάμαι που έχετε κλειστά τα σχόλια...
Καλωσήρθατε.
@ valisia:
Και βέβαια το είδα!
(δεν χάνω τέτοιες ταινίες εγώ...)
Προφανώς εκεί το ίδιο ένστικτο ήταν αρκετά πιο καλυμένο και απλοϊκά δοσμένο. Ευτυχώς τα δικά μου κείμενα δεν περνάνε από λογοκρισία.
@ gi gaga kouni beli:
Ειδικά από εσάς θα περίμενα κάτι παραπάνω. Στο Fight Club δεν σας μάθανε τίποτα;
Καλή Κυριακή προς το παρόν.
Για την εβδομάδα θα δούμε...
@ κ.κ.μοίρης:
Οφείλω να ομολογήσω πως η "αρχή του κακού" ήταν εμπνευσμένη από εσάς. Όσο για τα υπόλοιπα, μην ανησυχείτε. Μια θεματική εβδομάδα είναι, τίποτε παραπάνω.
Βέβαια ολοκληρώνεται με το επόμενο ποστ, το τρομακτικότερο όλων... αλλά μετά θα επανέλθουμε σε φυσιολογικούς ρυθμούς, ξέρετε, ακατάσχετη μπουρδολογία κλπ.
Λοιπόν θα μου πάρει χρόνο να σε διαβάσω..
Και θα πρέπει να κλείσω τη μουσική γιατί με φοβίζει λίγο..
hdd345f.
Ωχ! Kαι σας έχει φοβηθεί το μάτι μου εσάς...
@ mara lisha:
Mήπως να ξανάρθετε από εβδομάδα που θα έχουμε πιο light μενού;
@ hdd345f:
Tην ταμία να δείτε πως την ξάφνιασε...
@ wert01gf:
Tα κακόμοιρα...
Kαι δεν μου έχουν φταίξει και σε τίποτα να σκεφτείτε.
Aλλά η λογοτεχνία θέλει θυσίες...
Αντεξα και το διάβασα όλο αλλά έλεος πολύ σκληρός ,δεν λέω με προκαλέσατε και δεν μπόρεσα να σταματήσω να διαβάζω αλλά με φρικάρατε
Σελιτσάνος.
Πότε τελειώνει είπαμε αυτή η εβδομάδα του σφαξίματος και του αιματοκυλίσματος;
Άλλοι ...βαφτίζουν διάφορα μέρη του σώματος τους. Εγώ επιτέλους, χάρη στο post σας, βρήκα πως θα βαφτίσω το μυαλό μου. Παντελή Τζορμπατζόγλου.
Άλλωστε κάπως έτσι χορταίνω και εγώ και την πείνα του, μιας που πια το μυαλό μου, βρίσκεται σε φρικτή ανέχεια, σε απόλυτη κρίση, σε διαρκή ύφεση.
Ναι, και εμένα από την έλλειψη 36,40 Ευρώ,...σε ρήτρα σκέψης, ξεκίνησε η κρίση, κι όταν πια κανιβάλησα ότι βρισκόταν δίπλα μου, τώρα απλά το τρέφω με το αίμα της καρδιάς μου.
Την καλημέρα μου.
Και ας μην αντέχω τα σπλάτερ. Παιδιώθεν. Και δη πρωί-πρωί.
Δυο πράγματα θα σχολιάσω:
1ον τη φράση ανησυχητική βουλιμία που βρήκα ασυναγώνιστη και
2ον μα τον σκύλο του;;; Τι άνθρωπος είναι επιτέλους αυτός ο Παντελής Τζορμπατζόγλου;
Καλημέρα σας!
(αφού καταβρόχθισε τον ταχυδρόμο, γιατί δεν έτρωγε και τον γιο του;)
have a nice day...
(Η, "τον έφαγε η μοναξιά", "θα μας φαν τα δάνεια", "ανακύκλωση", "να τρώει ο τζορμπατζόγλου και του σκυλιού να μη δίνει", "ο κρόνος τρωει τα σκυλιά του", κοκ)
:ΡΡΡΡΡ
(Επίσης αυτό το κείμενο επρεπε να το γραψετε σήμερα, είναι καθαρά επετειακό και συμβολικό)
:)
αν και δεν εντέχω τα αίματα, βρήκα πολύ ενδιαφέρον το σημείο που τρώει τον εαυτό του... αυτοκαταστροφικός τύπος ο κ. Παντελής...
νομίζω ότι πραγματικά κοκκινήσατε το blog και όχι φυσικά από ντροπή...
την καλημέρα μου για μια εβδομάδα με λιγότερο αίμα... ελπίζω
όπως νομίζω αρκετοί εδώ μέσα.
ποιος όμως μπορεί να μας απαντήσει αν θα άντεξουμε αυτά που μας περιμένουν;
καλό απόγευμα.
υ.γ.: η ροή του κείμενου όταν το διάβαζα ήταν περιέργως αδιάκοπη.
μήπως όλοι κρύβουμε έναν κο. Παντελή μέσα μας;
υ.γ.2: δεν ξέρω αν θα ήθελα να υπάρχει συνέχεια, σίγουρα λυπάμαι τα όργανα της τάξης που μπήκαν μες στο διαμέρισμα...
μετά από αυτό μάλλον θα ζητήσουν πρόωρη σύνταξη!
Εγώ θα φάω τα σουβλάκια μου
Η διορατικότητά σας με τρόμαξε....
Καλημέρα :)
Αν και έχω διαβάσει πολλά ανατριχιαστικά , εντάξει , το τέλος ήταν "κάπως" αλλά εξαιρετικό.
Το διάβασα και στον γιό μου και απ'οτι φαίνεται το άντεξε περισσότερο απο εμένα..
Ελπίζω η οικονομική κρίση να μη μας κάνει να λειτουργούμε ως ορμέμφυτα κτηνώδους ,τόσο σωματικής όσο και ψυχικής,πείνας, κάποτε..
Καταπληκτικός :)
μου χαρισε μια ευχαριστη αναγνωση μερικων λεπτων, αλλα δε θα το μνημονευω και για παντα
Βασιλική Ανατριχίλα
Δικηγόρος του Κύριου Spy.
Κάτι απλήρωτες δόσεις με βρήκαν κατακούτελα (οταν το έγραφα) αλλά τώρα μου πέρασε. Μην ανησυχείτε.
@ λασπολόγος:
Τα σκουπίδια του γείτονα θα ήταν. Μην επηρεάζεστε...
@ Σελιτσάνος:
Ακόμα μαζεύει ελιές;
@ neni:
Με συγχωρείτε. Ενημερώθηκα ετεροχρονισμένα. Έχετε δίκιο...
Πως με καταλαβαίνετε;
Δεν μπορώ να κρυφτώ τελικά από εσάς;
(πιστέψτε με δεν θέλετε να μάθετε τι υποβόσκει...)
@ katerina:
Αγαπητή μου Κατερίνα,
μήπως να το δούμε λίγο πιο ψύχραιμα το ζήτημα; Απλή μυθοπλασία ήταν, που λέει και ο αποπάνω σας... με δόσεις πραγματικότητας βέβαια, αλλά...
@ elf:
Απελπισμένος.
Απλά.
(με συγχωρείτε για το σύντομον της απάντησης αλλά δεν επιδέχεται περεταίρω ανάλυση το θέμα).
@ apos:
Ε, όχι και στη θέση τους...!
15 τετράγωνα (οικοδομικά) παρακάτω έχουν πάει, αλλά μη σας στενοχωρήσω τώρα, ακόμα δεν ήρθατε...
Είναι αυτό το μόνιμο πρόβλημα που έχω βλέπετε...
Είμαι πολυλογάς. Ακόμα και καλημέρα να θέλω να σας πω νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω και γιατί είναι καλή...
θα το διορθώσω που θα μου πάει...
@ bright φω:
Η εβδομάδα ετούτη σαφώς θα έχει λιγότερο αίμα (έως καθόλου). Τέλειωσε το αφιέρωμα. Από την άλλη δεν σας εγγυώμαι ότι και τα αναίμακτα ποστ θα μπορείτε να τα αντέξετε...
@ deadend mind:
Κι όμως...
@ halias:
υ.γ.1: Δεν χρειάζεται να κρύβουμε κάποιον κύριο Παντελή. Κρύβουμε τα άγχη του και τα προβλήματά του...
Μα δεν το έκανα για να μη φάτε. Ίσα ίσα που νόμιζα πως θα σας άνοιγε και την όρεξη...
@ diva:
Από χθες προσπαθώ να μην χαρακτηρίσω το σχόλιό σας άσχετο, αλλά δεν...
Είστε σίγουρη ότι απαντήσατε στο σωστό ποστ;
(μη με βρίσετε, ρητορική ήταν η ερώτηση για να σας πω ότι δεν κατάλαβα...)
@ βιολιστής στη στέγη:
Κι εμένα. Ας ελπίσουμε να μην έχω ούτε κατ᾽ελάχιστον μαντικές ικανότητες...
@ wilma:
Ξέρετε πως η επιθυμία σας είναι διαταγή για μένα. Θα επανορθώσω as soon as possible.
Ελπίζω ο γιός σας να είναι ενός έτους και να μην κατάλαβε τίποτε, γιατί αλλιώς θα κουβαλάω τις τύψεις για σαράντα χρόνια...
@ fight back:
Ε, καλά... δεν κοστίζει και μια καλή κουβέντα!
Μ᾽αρέσει που σας ψήφισα και για Πρόεδρο του Internet...
@ Βασιλική Ανατριχίλα:
Κυρία Βασιλική σας ευχαριστώ πολύ για τις υπηρεσίες σας. Παρακαλώ να περάσετε την Παρασκευή από το λογιστήριο του blog να εισπράξετε την επιταγή σας.
Να με συγχωρείτε αγαπητοί συνιστολόγοι, κι εσείς οι υπόλοιποι, αλλά λόγω έκτακτων γεγονότων ο γράφων πήρε από την σημαία τριήμερη άδεια. Θα επανέλθουμε δριμύτεροι αύριο.
Χωρίς αίμα.
(για σπέρμα δεν εγγυώμαι...)
Επειδή δεν ξέρω αν κατάλαβα κάτι ειδικώς, ή γενικώς.
:(
δ
---
Αν δεν το έχετε ήδη, ψάξτε τα "Μάτια" του Jesus Ignacio Aldapuerta. Φαντάζομαι ότι θα σας ενθουσιάσει.
(εκδ. οξύ, 1997)
Στείλτε ένα σημάδι... ανησυχούμε (και δεν θέλω αηδίες..τύπου έχουμε και δουλειές)!
άξαφνα
(σαν αστραπόβροντο)
έλαμψε..ένας ακόμα συνειρμός..
ανθρώπινο κρέας..(ωμό σίγουρα)..ναι..έχει δοκιμαστεί οπωσδήποτε..
[ίσως τώρα να ησυχάσω..δε λένε πως οι εξομολογήσεις γαληνεύουν;]
Αλλα όχι το έλεγαν Λεωνίδα κανας θείος του θα 'ναι.
Πω πω αίμα και να σκεφτείς πόσοι πάνε από αναιμία...
Είναι κατάρα να έχεις διαβάσει πολύ.. Κάτι μου θυμίζει, αλλά όχι και τον τίτλο.
Άσχετο: ζηλεύω απίστευτα τις γραφιστικές σου εκφάνσεις :)
Δεν πειράζει.
Kαλή καρδιά.
@ kopoloso:
Maitre, εσείς;
Σας ευχαριστώ για την υπόδειξη.
Θα το ψάξω.
@ manetarius:
Συγγνώμη, αλλά έχουμε και δουλειές...
(ουπς...)
Nαι, και για γλυκό τη γυναίκα του.
Aυτή να δείτε πόσες μερίδες βγάζει...
@ diva:
Σας εννόησα.
Aλλά μήπως παραείναι περίεργοι έως ύποπτοι οι συνειρμοί σας;
@ thamnos:
Tο ξέρω. Δικός μου συμμαθητής ήταν. Όχι της αδερφής σου. Aλλά τον είχα άχτι τον μπούστη...
@ sadmanivo:
Σας διαβεβαιώ πάντως πως το κλοπυράιτ μου ανήκει.
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
κάπως το κατάφερα...
μπράβο που τα σκέφτεστε...
χαρά στο κουράγιο σας!
δεν είναι και το καλύτερό μου ομολογώ...
στα πιο λάιτ είμαι...
πειράζει που θέλω να...ξεράσω?
-κατά τα λοιπά, εύχομαι να μην προχωρήσετε στον ώμο του-