Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα official statements. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα official statements. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Και να, τώρα κάθομαι εδώ, με δεμένη τη γλώσσα και χωρίς σταγόνα μελάνι στην πένα μου. Χαζεύω ηλεκτρόνια φορτισμένα να περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες από μπροστά μου, κι ανήμπορος να αιχμαλωτίσω έστω κι ένα για να το περιεργαστώ, καταβροχθίζω λέξεις που ξέφυγαν από παντοδύναμες γλώσσες και σκάνε με φαντασμαγορικό τρόπο πάνω στους τοίχους μου και τους λερώνουν άτσαλα. Και δε χορταίνω.

Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.

Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.

Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.

Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.

Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.

Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.

Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…

Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.




.


Μια φορά ζούληξα τον αφαλό μου και νομίζω πως άκουσα μια κόρνα. Νταλίκας.

Μια άλλη (φορά) εκεί που έπινα το φασκόμηλό μου, εκεί ακριβώς όμως, πριν καθόταν ένας άλλος. Φοβερή σύμπτωση.

Υπήρξε και μια εποχή που έψαχνα κάθε μέρα να βρω έναν σκούρο γκρι φάκελο στο γραμματοκιβώτιό μου. Ο γείτονας είχε συνέχεια τέτοιους. Του έσπασα λοιπόν το δικό του, αλλά το είχε αδειάσει ο άθλιος. Το ίδιο βράδυ ήρθε και μου κόλλησε στην πόρτα μια τσιχλόφουσκα, πάνω στο “ματάκι”, κι έτσι όταν την επόμενη ήρθαν να μου κατασχέσουν τα έπιπλα, εγώ νόμιζα ότι ήταν το γιγάντιο ροζ καλαμάρι και άνοιξα ο βλάκας. Τώρα κάθομαι στα πλακάκια και παγώνει ο κώλος μου.

Κάποτε επίσης -για πολύ καιρό- ντρεπόμουν τόσο, που μια μέρα φόρεσα ένα χαρτοκιβώτιο στο κεφάλι για να πάω μέχρι το φαρμακείο. Φυσικά κουτούλησα στην πρώτη κολώνα που βρέθηκε μπροστά μου και τελικά πήγα στο νοσοκομείο. Για επίσκεψη. Ήταν ένας θείος μου εκεί, που είχε πέτρα (στα δόντια) και είχε μπει για εγχείρηση. Πήγα να του κάνω παρέα. Με το χαρτοκιβώτιο. Δεν κατάλαβε μία απ’ όσα του έλεγα. Άφησα το χαρτοκιβώτιο κι έφυγα.

Σας έχω πει πως το αγαπημένο μου χρώμα είναι το βαθύ πορτοκαλί;
Πολύ βαθύ όμως. Σχεδόν άπατα.



.



Ώρες ώρες ένιωθα πραγματικά ευλογημένος.

Κατάφερα να έχω μια καταπληκτική πορεία στη ζωή μου. Με την έννοια της καριέρας, των απολαβών και ότι άλλο αυτά τα δύο συνεπάγονται. Έφτιαξα από το μηδέν πολλά και ξεχωριστά πράγματα στην πιο δημιουργική μου ηλικία. 25 με 40. Κατάφερα να έχω απανωτές επαγγελματικές και προσωπικές επιτυχίες, να φτιάξω ένα σπίτι και μια ζωή από το μηδέν. Οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί, χωρίς ακίνητα, χωρίς αυτοκίνητα- κάτι σακαράκες θυμάμαι μια ζωή τον πατέρα μου να οδηγεί- μα με έμαθαν πώς να στέκομαι όρθιος. Κατάφερα πολλά για τα μέτρα μου. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου χαρίστηκε.

Έμαθα να ζωγραφίζω να παίζω μουσική, ύστερα να γράφω, λόγια και μουσική, έμαθα τη γραφιστική, δεκάδες προγράμματα στους υπολογιστές, την τέχνη των πωλήσεων, την τέχνη της διοίκησης, ούτε που θυμάμαι πια τι έχω μάθει. Στο πεζοδρόμιο, στη ζωή μέσα, όχι στα θρανία. Μόνος μου. Κάθε στόχο που έβαζα τον κατακτούσα, φτύνοντας αίμα, χύνοντας ιδρώτα, ξενυχτώντας και κοπιάζοντας, ξοδεύοντας, κάνοντας λάθη, δουλεύοντας ασταμάτητα, ξεχνώντας πολλές φορές ακόμα και να ζω.

Κάποτε κατάφερα να έχω ένα σπίτι που δεν του έλειπε τίποτα. Κατάφερα να έχω ρούχα και παπούτσια άφθονα, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, υπολογιστή, laptop, κινητά... όλα όσα οι πρώιμες στερήσεις και η καταναλωτική μου μανία με έκαναν να θέλω να αποκτήσω. Βοήθησα όσο μπορούσα τους γονείς μου, την οικογένειά μου. Ήμουν αυτός που στα δύσκολα, όλοι ρωτούσαν τι έπρεπε να γίνει, ήμουν “αυτός που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν”.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η ζωή καμιά φορά έχει διαφορετική άποψη.

Ο φόβος μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου με πολλούς τρόπους, πριν αρκετά χρόνια. Άρχισα να φοβάμαι, χωρίς εμφανή λόγο και αιτία, πως θα έχανα κάποιο δικό μου πρόσωπο, από αρρώστια ή από ατύχημα. Δε συνέβη ποτέ μέχρι τώρα κάτι τέτοιο αλλά εγώ φοβόμουν. Άρχισα να φοβάμαι με το παραμικρό για την υγεία μου. Δεν πήγαινα ποτέ σε γιατρό για οτιδήποτε, μην τυχόν και η διάγνωση αφορούσε κάτι άλλο, ανίατο. Έβγαζα παρανυχίδα και νόμιζα πως είχα καρκίνο του δαχτύλου. Άρχισα να φοβάμαι για τη δουλειά μου, μην τη χάσω, μη χάσω το εισόδημά μου, μη χάσω όλα αυτά που αυτό μου προσέφερε. Φοβόμουν μη χάσω την κοπέλα μου, τους φίλους μου, το κινητό μου, τα κλειδιά μου, τα αρχεία μου από τον υπολογιστή, τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου... ΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!
Φοβόμουν που… φοβόμουν!

Αρρώστησα. Είχα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Σοβαρά συμπτώματα. Μου κοβόταν η ανάσα. Πνιγόμουν. Το στήθος μου βάραινε και πονούσε η καρδιά μου. Βράδια ολόκληρα. Δεν έτρωγα, κρύωνα και ίδρωνα ταυτόχρονα. Τα σωματικά μου υγρά ανεξαρτητοποιήθηκαν και αποφάσιζαν δικές τους πορείες. Οι κρίσεις πανικού έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Πήρα χάπια, πήρα άδεια, πήρα τον πούλο…

-------------------------------------------------------------------------------------------

Μια μέρα όλα άρχισαν να συμβαίνουν ανάποδα. Όλα.

Έχασα τη δουλειά μου. Αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου. Το πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις. Απέτυχα. Έμεινα από χρήματα, ενώ είχα φτιάξει και μια ωραιότατη συλλογή από δάνεια και πιστωτικές. Τότε τα δίνανε με το τσουβάλι. Κι εγώ χρωστούσα με το τσουβάλι. Έτρεξα για δουλειά, έψαξα, ζήτησα, απορίφθηκα, στενοχωρήθηκα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, εγκατέλειψα, ξαναπροσπάθησα, παραιτήθηκα, βαρέθηκα, αηδίασα, αλλά... αλλά... δεν φοβήθηκα...!
Τι διάολο;


Τα κανάλια και οι ειδήμονες είχαν αρχίσει ήδη να προειδοποιούν για τη κρίση από το εξωτερικό και τις παρενέργειές της, αλλά ποιος έδινε σημασία;

Έκανα το βιογραφικό μου φέιγ-βολάν και το μοίρασα παντού. Τίποτα. Ζήτησα δανεικά από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, αγνώστους, όλους. Κάποιοι με βοήθησαν. Όχι αυτοί που περίμενα. Άλλοι. Παράξενο.

Έκανα ένα παιδί. Έπρεπε να φάει, να πλυθεί, να ντυθεί, να πάει σε γιατρούς, να κάνει εμβόλια, να φάει, να ξαναφάει. Ζητιάνεψα δουλειές. Δέχτηκα να τις κάνω με το ένα τρίτο των χρημάτων απ’ ότι παλιότερα. Η γυναίκα μου φοβόταν, οι γονείς μου φοβόνταν, οι γονείς της φοβόνταν, όλοι φοβόνταν. Εγώ… εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να βρω λύσεις, να δώσω απαντήσεις και δεν είχα τίποτε από τα δύο πρόχειρο. Με κοίταζαν όλοι στα μάτια, ρουφάγανε εικασίες από το βλέμμα μου, υπέθεταν τις κινήσεις μου, μάντευαν τις σκέψεις μου και φοβόνταν.

Ύστερα άρχισαν τα τηλεφωνήματα από τις τράπεζες. Κάθε μέρα. Όλο και πιο πολλά. Οι απειλές εκτοξεύονταν ευθέως: “…ή αυτό ή θα κινηθούμε νομικά εναντίον σας!” Το “αυτό” δεν υπήρχε ως επιλογή. Άρα τι έμενε; Ένας ατέλειωτος νομικός μαραθώνιος που κανείς δεν ήξερε πού και πότε θα τελείωνε. Σύντομα, οι εισπρακτικές εταιρίες αντικατέστησαν τις τράπεζες, η κρίση είχε έρθει για τα καλά κι είχε στρογγυλοκαθίσει στην πλάτη της Ελλάδας, ή έτσι μας έλεγαν τουλάχιστον, οι εταιρίες μαζεύτηκαν, οι δουλειές μειώθηκαν δραματικά, οι εισπρακτικές στο ρόλο του ιεροεξεταστή έκαιγαν ανθρώπους στην πυρά ή τους απειλούσαν γι αυτό. Μας απειλούσαν. Η χαραμάδα της πόρτας γέμιζε από εξώδικα και διαταγές πληρωμής. Τα μάζευα βιαστικά για να μη γίνω ρεζίλι στους γείτονες… Τα δικαστήρια δεν άργησαν να έρθουν.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Νόμος.

Δεν έμεινα έτσι.
Επειδή πιστεύω στο παραπάνω ρηθέν, κι επειδή αποφάσισα ότι υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να φοβάμαι κι όχι οι τζάμπα απειλές, έτρεξα, διάβασα, ενημερώθηκα, βρήκα μια δικηγόρο πιο μάγκα κι από τους μάγκες, έμαθα τα όπλα τους κι άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου. Χρησιμοποίησα όσα δικονομικά μέσα προσέφεραν οι νόμοι τους υπέρ μου, για να πάρω αναβολές, να κάνω ανακοπές, αναστολές, αναδιαρθρώσεις, ανασκολοπίσεις, ότι γινόταν. Τα κατάφερα και τα καταφέρνω ακόμα. Είναι πόλεμος αυτό. Ή αυτοί ή εγώ. Και σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν σε παίρνει να πας φοβισμένος.

Κατάφερα να μετασχηματίζω σε δικό μου concept, κάθε αναποδιά που συνέβαινε. Προσποιούμαι ότι εγώ φρόντισα να γίνουν έτσι τα πράγματα και ψάχνω για το παρακάτω. Το βρίσκω, το στολίζω, το συμμαζεύω και το χρησιμοποιώ. Κι όταν τρώω σφαλιάρες από αναπάντεχα γεγονότα, τα βαφτίζω μέρος του concept, και προσπαθώ να τα εντάξω στη φαρέτρα μου. Δεν μου κόβεται η ανάσα πια: ο χαμένος δε φοβάται να χάσει και κάτι ακόμα. Έχω-λεφτά-ξοδεύω, δεν-έχω-λεφτά-δεν-ξοδεύω. Απλό αν το σκεφτείς. Και τι έγινε που μπήκαμε στον Τειρεσία; Δεν πέθανε κανείς από χρέη, ούτε στο δρόμο μείναμε. Ακόμα. Ψωμί να έχουμε να φάμε, γάλα για το παιδί επίσης. Να το ντύσουμε εκείνο. Για μένα χέστηκα. Κι ας έχω τρία χρόνια να αγοράσω πουκάμισο - και τα παλιά μια χαρά μου κάνουν.

Υπάρχουν ακόμα βράδια, που καθισμένος μπροστά στη σιωπή του υπολογιστή μου νιώθω το ταβάνι να πλησιάζει ασφυκτικά, μια τεράστια μπότα προσπαθεί να με πατήσει στο στήθος. Δικαστικοί κλητήρες και εισαγγελείς ουρλιάζουν στ’ αυτιά μου, οι τράπεζες ανοίγουν με λοστούς τα παράθυρά του σπιτιού, κι εισβάλλουν μέσα όλοι οι φόβοι του κόσμου μαζεμένοι, σα στρατός ανίκητος . Χάος επικρατεί στους νευρώνες μου. Ηλεκτροσόκ. 400Watt. Ξανά. Και ξανά. Και μετά πάλι ζωντανός. Όρθιος. Οριακά χαμογελαστός. Παίρνω μια τεράστια γόμα, σβήνω αυτό το κακοφτιαγμένο σκηνικό, ξαπλώνω δίπλα στη γυναίκα μου, την αγκαλιάζω, και ελπίζω πως την άλλη μέρα θα σηκωθώ και πάλι ολόκληρος, δυνατός, όρθιος.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Is this real or what?

Οι ειδήσεις ξερνάνε καθημερινά απειλές και τρόμο. Τα διεθνή μέσα μάς βομβαρδίζουν με εικόνες βιβλικών καταστροφών και αποδεκατισμένων ή (στην καλύτερη) ασφυκτικά καταπιεσμένων πληθυσμών. Αδρά πληρωμένοι ρήτορες εξιστορούν σενάρια βιβλικού χάους, όλα γύρω μας ουρλιάζουν: “Μην κουνηθείς, μην αντιδράσεις, ισχύει αυτό που θα σου πούμε εμείς και μόνο, μην έχεις απορίες, μην κάνεις ερωτήσεις, η τηλεόραση είναι εκεί ·για σένα, ο καναπές είναι ωραίο πράγμα, πάρε έναν καινούργιο με 28.000 άτοκες δόσεις, βολέψου εκεί, γίνε ένα με αυτόν, μη ξανασηκωθείς, άντε μπες και λίγο στο facebook να ξεδώσεις, τυχερέ, έβγαλε καινούργιο DVD η Τζούλια... Like, Like, Like…”

Οι Σάξονες το λένε καλύτερα:
Choose a life!



Η ανάρτηση αυτή έγινε στα πλαίσια της “Ημέρας ενάντια στο φόβο".
Δείτε περισσότερα εδώ:
http://grfear.blogspot.com/



.



25 πράγματα που πρόλαβα
να κάνω μέχρι σήμερα στη ζωή μου:

  1. Να ταξιδέψω πολύ.
  2. Να πω τη γνώμη μου όποτε ήθελα χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες.
  3. Να γράψω τουλάχιστον ένα ποίημα.
  4. Να γράψω τουλάχιστον ένα τραγούδι.
  5. Να ζωγραφίσω τουλάχιστον έναν πίνακα.
  6. Να πω σε μια γυναίκα “σ’ αγαπάω” ουρλιάζοντας στη μέση της Κηφισίας.
  7. Να πω στη γυναίκα μου “σ’ αγαπάω” με όλους τους σιωπηλούς τρόπους του κόσμου (και μερικούς ηχηρούς…)
  8. Να παντρευτώ.
  9. Να κάνω ένα πραγματικά υπέροχο παιδί.
  10. Να κλάψω από ευγνωμοσύνη γι αυτό.
  11. Να κλάψω από ανησυχία γι αυτό.
  12. Να λαχταρίσω για τη ζωή πολλών ανθρώπων γύρω μου.
  13. Να ανακουφιστώ που πάντα στο τέλος ήταν ζωντανοί.
  14. Να κυλιστώ για ώρες σ’ ένα γρασίδι αμέριμνος.
  15. Να περπατήσω για ώρες σε μια αμμουδιά μόνος μου, πλήρης.
  16. Να χτυπηθώ και να βραχνιάσω σε μια κερκίδα γηπέδου.
  17. Να δω ζωντανά τους περισσότερους θρύλους της μουσικής που μου αρέσει.
  18. Να στηριχτώ σ’ έναν φίλο μου και να μην πέσω.
  19. Να στηρίξω έναν φίλο μου και να μην πέσει.
  20. Να ράψω ένα κοστούμι ακριβώς στα μέτρα μου.
  21. Να μάθω να σιδερώνω τα πουκάμισά μου μόνος μου.
  22. Να φτιάξω την καλύτερη φασολάδα στα Βαλκάνια.
  23. Να φτιάξω μια ωραία διαφήμιση και να τη δω μετά από χρόνια, τυχαία σ’ ένα περιοδικό, και να χαζογελάω σα μικρό παιδί.
  24. Να κοιμηθώ γυμνός σε μια έρημη παραλία.
  25. Να μείνω γυμνός χωρίς ντροπή, μπροστά σε ανθρώπους που έβλεπαν μόνο τα ρούχα μου μέχρι τώρα.

5 πράγματα που δεν έκανα ποτέ
(and Im proud of it):

  1. Δεν αδίκησα ενσυνείδητα ποτέ και κανέναν, με όποιο κόστος κι αν είχε αυτό.
  2. Δεν σκότωσα ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Και τα μυρμήγκια έχουν δικαιώματα.
  3. Δε στέρησα σε κανέναν μια μικρή ή μεγάλη χαρά, όποτε είχα την ευκαιρία να την προσφέρω.
  4. Δεν κώλωσα να πω “ναι” ή “όχι” εκεί που όλοι οι άλλοι θα έκαναν το αντίθετο.
  5. Δε δάγκωσα ποτέ το χέρι που με τάιζε. Σε όποιον κι ανήκε.

10 πράγματα που σκοπεύω να κάνω πριν πεθάνω
(γύρω στα 125 μου…):

  1. Να πάω ένα ταξίδι 3 μηνών.
  2. Να οδηγήσω με 250χλμ./ώρα τη μηχανή μου σε μια καλοστρωμένη πίστα.
  3. Να φάω όση σοκολάτα υπάρχει σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το σπίτι μου.
  4. Να πω “σ’ αγαπώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζονται.
  5. Να πω “σ’ ευχαριστώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζομαι.
  6. Να μάθω στο παιδί μου τι σημαίνει “αντίληψη” και να ελπίζω να το εκτιμήσει και να τη χρησιμοποιήσει σωστά.
  7. Να μάθω να κάνω τη γυναίκα μου να λαχταράει από χαρά σε όλες τις ηλικίες.
  8. Να μάθω να συγχωρώ ευκολότερα.
  9. Να μάθω μουσική.
  10. Να μάθω να πετάω.

3 πράγματα που αισθάνομαι

κάθε δευτερόλεπτο που αναπνέω:

  1. Ευγνωμοσύνη για ό,τι μου έδωσαν οι γονείς μου.
  2. Μια απέραντη αγάπη για τη γυναίκα μου και μια απροσμέτρητη για την κόρη μου.
  3. Μια ανατριχίλα για ό,τι μου ξεσηκώνει την καθημερινότητα
    και με κάνει να αισθάνομαι ακόμα ζωντανός…

43 πράγματα σε 43 χρόνια!
Δεν τα λες και λίγα.

Άντε, να με χαίρεστε, και του χρόνου σπίτια μας!







.

Προσοχή: Ακολουθεί ποστ-κόλαφος!



Εν μέσω αντικαπνιστικού παραληρήματος, επικείμενου χειμώνα και καταιγίδας μειώσεων, στερήσεων και απαγορεύσεων, σου προτείνουμε πέντε καλούς λόγους για να συνεχίσεις ακάθεκτος το τσιγάρο. Ναι, σωστά διάβασες! Κάτι σαν πληρωμένες απαντήσεις (για τον εαυτό σου και τους άλλους) απέναντι στους ξενέρωτους αντικαπνιστές που ξεφύτρωσαν τώρα τελευταία, όχι από άποψη -καθ’ όλα σεβαστή- αλλά από φόβο για τα πρόστιμα. Σαν τα σπασικλάκια στο σχολείο που δεν ακολουθούσαν την τάξη στην κοπάνα για να μην πάρουν απουσία και τους μαλώσει ο δάσκαλος.
Αν καπνίζεις, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς γιατί, βρες εδώ πέντε τρανταχτά άλλοθι για τον εαυτό σου και τους άλλους. Γιατί τους λόγους για να το κόψεις τους ξέρεις καλά και μόνος σου (κι είναι παραπάνω από πέντε)…

1. Γιατί δεν χωράς σε στερεότυπα
Πήρες απολυτήριο απ’ το Λύκειο. Πτυχίο απ’ το Πανεπιστήμιο. Απολυτήριο απ’ τον στρατό. Δεν χρωστάς στην εφορία (λέμε τώρα), ζητάς αποδείξεις κι από τους ψιλικατζήδες, ανακυκλώνεις τα κουτάκια της μπίρας, χρησιμοποιείς μέσα μαζικής μεταφοράς, πήρες υβριδικό αυτοκίνητο, δεν πετάς σκουπίδια στις παραλίες (κυρίως επειδή δεν πας πλέον), ούτε αποτσίγαρα στον δρόμο. Δεν θάβεις ποτέ τους συναδέλφους σου στο αφεντικό, δεν πίνεις όταν οδηγείς-δεν οδηγείς όταν πίνεις, δεν κάνεις σεξ χωρίς προφυλακτικό, δεν κλέβεις το παγκάρι της εκκλησίας, δεν διαδίδεις ψευδείς ειδήσεις για κολλητούς σου για να τους φας την γκόμενα. Ναι, είσαι ο Mr. Perfect. Με σάρκα, οστά και ένα πακέτο τσιγάρα στην κωλότσεπη. Πειράζει;

2. Γιατί παραπέμπεις σε κακό παιδί!
Αν λέγαμε στους teddy-boys της δεκαετίας του εξήντα πως θα ‘ρθει μια μέρα που το να καπνίζεις ένα τσιγαράκι του Θεού, σε καθιστά αναρχοαυτόνομο στοιχείο που κινδυνεύει να συλληφθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά, να εκδιωχτεί από τον χώρο, να πληρώσει πρόστιμα, μέχρι και να γίνει αιτία να μπει λουκέτο στην επιχείρηση που υποθάλπει και ανέχεται την εγκληματική αυτή συμπεριφορά, θα μας έφτυναν κατάμουτρα και θα κατέβαζαν τα παντελόνια τους, κουνώντας περιφρονητικά τους κώλους τους δημοσίως.Σήμερα, ακόμα κι ο τελευταίος μπούλης μπορεί να λουστράρει την εικόνα του, κρατώντας και μόνο ένα πακέτο με τσιγάρα. Και είναι γνωστό, πως στις γυναίκες για κάποιο ακατανόητο λόγο αρέσουν τα “κακά παιδιά” οπότε αυξάνεις τις πιθανότητες να βάλεις τρίποντο. Ειδικά στην κατηγορία: “δεν-υπάρχουν-πια-αληθινοί-άντρες-σου-λέω”.

3. Γιατί είναι η τελευταία απόλαυση που σου απομένει!
Πρώτα έκοψες τα ακριβά εστιατόρια και τα ακριβά κρασιά. Μετά μείωσες τα ποτά που πίνεις κάθε βράδυ και σταδιακά και τις εξόδους. Στη συνέχεια, έκοψες τον καφέ από τα Starbucks και το καλό ντελιβεράδικο κάθε μέρα στο γραφείο και τρως κάτι φοιτητικά τελειωμένα σουβλάκια. Όσο για καινούργια ρούχα και gadgets, άσε καλύτερα. Αφήνεις τους άλλους να πάρουν το καινούργιο i-Pad, ενώ εσύ το χαζεύεις στη βιτρίνα του Multirama και σου τρέχουν τα σάλια σαν να βλέπεις μπακλαβά. Πόσες θυσίες πια;
Αν ένα πακέτο κοστίζει για παράδειγμα 3,40 €, κάθε τσιγάρο σου κοστίζει 0,17 € ανά μέσο όρο. Μην το σκέφτεσαι. Δεν θα βρεις πουθενά στον πλανήτη άλλη αντίστοιχη απόλαυση με 0,17 € όσο κι αν το ψάχνεις. Είναι το τελευταίο προπύργιο απόλαυσης που σου έχει απομείνει και θα το περιφρουρήσεις. Μέχρι θανάτου!

4. Γιατί σου αρέσει το τσιγάρο (έτσι απλά) !
Το τσιγάρο είναι γεύση. Και η γεύση είναι μια πρωταρχική αίσθηση που δημιουργεί μνήμη και ανάμνηση. Κι εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς τη γεύση του ψωμιού, της σοκολάτας, της μαρμελάδας, της πρώτης σου αγάπης και… της αγαπημένης σου μάρκας τσιγάρων. Δεν είναι τυχαίο που επιλέγεις ένα συγκεκριμένο χαρμάνι , ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην αγορά και απολαμβάνεις κάθε τσιγάρο σαν να ’ταν το πρώτο ή το τελευταίο σου.Εξάλλου, υπάρχουν δεκάδες πράγματα που κάνουν κακό στον οργανισμό μας, κι όμως κανένας δεν απαγόρευσε την πώλησή τους στα περίπτερα ή ακόμα και την κατανάλωσή τους από μικρά παιδιά: Επεξεργασμένες τροφές, συνθετικά σκευάσματα, κορεσμένα λίπη, μεταλλαγμένα τρόφιμα και η ύπουλη ζάχαρη που κρύβεται παντού. Δεν ξέρουμε πως μας χαλάνε; Φυσικά. Κι όμως συνεχίζουμε να τα απολαμβάνουμε επειδή, απλά, μας αρέσει.

5. Γιατί είσαι “Larger than Life”!
Μπορείς να φανταστείς τον Ζορμπά, τον James Bond, τον Elvis Presley, τον Jim Morrison ή ακόμα και τον Einstein ή τον Πουαρώ άκαπνους; Με τίποτα! Ένας ζωντανός θρύλος κατοικεί πάντα στο μυαλό μας, τυλιγμένος σε ένα ασπρόμαυρο και αρωματικό σύννεφο καπνού. Η γοητεία του ξεπηδάει μέσα απ’ το μισόκλειστο μάτι όταν φυσάει ηδονικά τον καπνό, το τίναγμα της στάχτης, τον τρόπο που ρουφάει την νικοτίνη, τον τρόπο που σβήνει το τσιγάρο…

Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να χωράς εσύ στη ζωή
αλλά να σε χωράει κι εκείνη.
Και να σου χαρίζεται με τους όρους τους δικούς σου.


(μίνι-διασκευή από εδώ)




.

Βέβαια, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, υπήρξα αισχρός συνομιλητής, καθώς έκανα προσπάθεια ακόμα και για να αναπνεύσω κάθε που προσπαθούσα να εκφέρω μια πρόταση, έπαιρνα αέρα ανάμεσα σε κάθε λέξη.

Γιατί, ξέρεις, με το να μιλάμε, ρισκάρουμε πάντα το ενδεχόμενο μιας μικρής ασφυξίας. Το να μιλάς είναι σαν να μη σε ενδιαφέρει αν πεθάνεις: λέξεις και λέξεις που τις προφέρουμε βγάζοντας τον αέρα που μας τροφοδοτεί, σπαταλώντας, εξαντλώντας το χρυσάφι του οξυγόνου.

Γι αυτό κι εγώ σωπαίνω τελευταία.
Φοβάμαι μην πεθάνω από υπερβολική φλυαρία.





.



Από το γραφείο τύπου της Προεδρίας του βλογ InnerScapes, εκδόθηκε το κάτωθι Δελτίο Τύπου, σήμερα Παρασκευή 09/06/2010:

Έπειτα από παρατεταμένες ενοχλήσεις στα οπτικά του νεύρα, κατά την ανάγνωση κειμένων διαφόρων βλόγερς (και άλλων συναφών απορριμμάτων) στην οθόνη του υπολογιστή του, η Αυτού Εξοχότης διαπίστωσε πως δυσκολεύεται ελαφρώς να κάνει focus σε κείμενα, αντικείμενα και παρακείμενα προς αυτόν. Μετά δε και από ορισμένες αδιαθεσίες που εμφανίστηκαν απροειδοποίητα (πράγμα απαράδεκτο στη διεθνή διπλωματία) υπό την μορφή ζαλάδων, σκοτοδινών, οραμάτων κλπ. ο προσωπικός του ιατρός του συνέστησε να επισκεφθεί ένα οφθαλμολογικό κέντρο.
Πράγματι, με πάσα μυστικότητα, ο μέγας βλόγερ διακομίστηκε σε κέντρο της επιλογής του, όπου όπως ανακοίνωσε ο θεράπων ιατρός κ. Σταύρακας (επιφανής επιστήμων, διδάκτωρ πανεπιστημίων του εξωτερικού), διαπιστώθηκε πως πάσχει από καλπάζουσα πρεσβυωπία, η οποία κατά την ώρα και ημέρα της εξέτασης, έφτανε στο ιλιγγιώδες νούμερο των 0,5 βαθμών (ανά μάτι).
Ο βλόγερ αρνήθηκε ευγενικά τη συνταγογράφηση γυαλιών πρεσβυωπίας -καθώς αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο ίματζ του και στο διεθνές του κύρος- και εξήλθε του οφθαλμολογικού κέντρου, αφού πρώτα κουτούλησε σε τέσσερεις κολώνες και χούφτωσε (κατά λάθος, λόγω των προβλημάτων όρασης) τη γραμματέα του ιατρού (πράγμα που δεν την χάλασε καθόλου, όπως φάνηκε αργότερα στις δηλώσεις που έκανε η ίδια στο STAR Channel).
Η Μεγαλειότης του, επιβιβάσθηκε στη λιμουζίνα που τον περίμενε και ο προσωπικός του σοφέρ τον μετέφερε στο Μέγαρο Spy, όπου και αναπαύεται προς ανάρρωσιν, κατόπιν απόφασης του ιδίου (όχι του σοφέρ).

Φήμες που ήθελαν τον μεγαλομέτοχο του ιστολογίου αυτού, να απέχει εδώ και καιρό από τα κοινά, εξ αιτίας του μυθιστορήματος που γράφει, της ολοκλήρωσης της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς που θα κυκλοφορήσει οσονούπω από την Virgin, καθώς και της σημαντικής ανάληψης καθηκόντων baby-sitting της κόρης του (έπειτα από την απόφαση της συζύγου του να επιστρέψει στην εργασία της και στην πολλά υποσχόμενη διεθνή καριέρα της), εξετάζονται ως αναληθείς και συκοφαντικές και το δικηγορικό γραφείο επιφανούς νομικού ετοιμάζει πυρετωδώς τις ανάλογες μηνυτήριες αναφορές.


(ανοίγει παρένθεση)
- Ρε καραγκιόζη, είσαι σοβαρός;
- Και τι θες να κάνω; Αφού έχω να πατήσω κανα δίμηνο εδώ μέσα;
- Μα δε θα σε πιστέψει κανείς!
- Πας καλά; Δεν έχεις ιδέα τι άλλο τους έχω σερβίρει τόσα χρόνια και τα χάψανε όλα αφιλοκερδώς…
- Θα φάμε ξύλο στο τέλος, στο λέω.
- Κι εγώ σου λέω πως θα γίνουμε διάσημοι. Κοντεύουμε τους 200 φανατικούς αναγνώστες, χωρίς να γράφουμε τίποτα, φαντάσου τι θα γίνει τώρα που θα βγάλουμε και βιβλίο!
- Σσσσσς! Δεν το ξέρει κανείς ακόμα! Θα μας κόψουνε το συμβόλαιο!
- Χέστηκα. Θα γράψω άλλο.
- Συμβόλαιο;
- Βιβλίο ρε βλήμα!
- Ααα…
- Ναι…

(κλείνει παρένθεση)





.


...ήταν Δευτέρα.
Οπότε (εκτός απροόπτου) λογικά σε λίγες ώρες θα ξημερώσει Τρίτη.
Τυχαίο;
Δε νομίζω...



.


συνειδητά, χαρούμενα, με έκπληξη,
κι έτρεξε μπουσουλώντας στην αγκαλιά μου.

Και τότε ένιωσα για πρώτη φορά το βάρος όλου του κόσμου
να μ’ αγκαλιάζει τρυφερά
και να μου ζητάει χωρίς φωνή,
να βρω τη δύναμη να το αντέξω.

.

(σημ. 1: Το παρακάτω κείμενο ΔΕΝ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. ΕΙΝΑΙ αληθινά γεγονότα)
(σημ. 2: Αποτελεί δε, επεξήγηση του προηγούμενου ποστ…)



Ήταν Απρίλης.
Μέρα δε θυμάμαι. Αλλά Απρίλης ήταν σίγουρα γιατί θυμάμαι πως επιστρέφαμε από ένα αισχρό τετραήμερο από τη Λίμνη Ευβοίας. Πάνε καμιά δεκαριά χρόνια τώρα, αλλά το θυμάμαι καθαρά. Σταματήσαμε σε μια παραλιακή ταβέρνα στη Νέα Αρτάκη να τσιμπήσουμε κάτι.

Με έπιασε κάπου ανάμεσα στο φαΐ και το γλυκό. Εκείνες τις στιγμές η μνήμη μου έπαθε μια ηλεκτροπληξία 8 εκατομμυρίων βολτ και θυμάμαι πλέον πολύ επιλεκτικά τα πράγματα. Το πρώτο που θυμάμαι καθαρά είναι αυτό το περίεργο πνίξιμο στο λαιμό μου. Σαν να είχα καταπιεί ένα τεράστιο πορτοκάλι. Αλλά δεν είχα. Καταπιεί. Ο φάρυγγάς μου έφραξε στιγμιαία και πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου. Σχεδόν αμέσως, και αφού το πορτοκάλι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, με έπιασε μια τρομερή δύσπνοια. Τρομερή. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Ναι.

Ένα αμόνι 750 κιλών είχε πέσει πάνω στο στήθος μου και δεν μ’ άφηνε να πάρω ανάσα. Οι αναπνοές μου έγιναν μικρές και κοφτές, σαν αποτυχημένο λαχάνιασμα. Όταν προσπάθησα να πάρω μια βαθιά αναπνοή δεν κατάφερα τίποτα, ούτε μέχρι τη μέση δεν έφτασε, και τότε ο τρόμος άρχισε να με περικυκλώνει με όλες του τις μορφές.
Οι παρέα μου ανησύχησε. Όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχω (μάταια) και εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω (επίσης μάταια). Λέξη δε μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Πρέπει να τους κοίταζα με το πιο τρομαγμένο βλέμμα που αντίκρισαν ποτέ εφόσον οι μόνες λέξεις που καταλάβαινα πως έβγαιναν από τα χείλη τους ήταν: γιατρός, ασθενοφόρο, νοσοκομείο, σοκ, και κάτι βρισιές…

Σε δέκα περίπου λεπτά σχεδόν τα πάντα ήταν στη θέση τους. Το αμόνι έγινε ατμός, το πορτοκάλι ήταν σαν μην υπήρξε ποτέ και το μόνο πράγμα που έκοβε βόλτες τριγύρω ήταν αυτή η ανεπαίσθητη μυρωδιά του τρόμου, που μένει μαζί σου για πάντα, για να σου θυμίζει ότι τον παντρεύτηκες πλέον…

Οι επόμενες μέρες, ήταν περίπου διακοσμητικές για όλους τους άλλους. Φυσικά δεν είπα τίποτα στην οικογένειά μου για να μην τους τρομοκρατήσω. Έκανα σιωπηλά ένα τουρ σε όλα τα νοσοκομεία της Αθήνας, και στους μισούς ιδιώτες παθολόγους, καρδιολόγους, πνευμονολόγους, πιστεύοντας ακράδαντα πως πεθαίνω σύντομα. Έμφραγμα, πνευμονική εμβολή, καρκίνος, AIDS, Έμπολα, τι σκατά; Ήμουν σίγουρος πως κάτι τέτοιο είχα. Αλλά, φευ! Καμία απολύτως εξέταση δεν έδειξε το παραμικρό. Οι φράσεις του τύπου “η καρδιά σας λειτουργεί απόλυτα φυσιολογικά, σαν μικρού παιδιού”, και “τα πνευμόνια σας είναι επιπέδου αθλητή” έγιναν τόσο συχνές στις γνωματεύσεις των γιατρών, που αποφάσισα πως όλοι τους είχαν πάρει πτυχίο σε νυχτερινό γυμνάσιο του Κιργιστάν. Άχρηστοι! Εγώ πέθαινα…

Όλως παραδόξως, μέρες, εβδομάδες και μήνες μετά, παρέμενα ακόμα ζωντανός. Τρόπος του λέγειν φυσικά, διότι το μυαλό μου δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από αυτό που μου είχε συμβεί, και από όλες τις υπόνοιες που είχα για το τι ακριβώς έπαθα, και από…
Ουπς!
Το μυαλό μου;
… ... ...

Πρέπει να είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε, όταν μια μέρα στη δουλειά, χωρίς καμία αφορμή, αιτία ή λογική εξήγηση, το τέρας ξαναήρθε. Απότομα, απειλητικά, ουρλιάζοντας και αφρίζοντας, άνοιξε την πόρτα με μια γροθιά και χώθηκε μέσα μου. Κύλησε στις φλέβες μου, πλημμύρισε τον εγκέφαλό μου, και κατέληξε σε μια υγρή, πηχτή μάζα, που έφραξε τα πνευμόνια, το λαιμό, το στόμα και τη μύτη μου. Πετάχτηκα (πάλι) από την καρέκλα μου -λες και αυτή είναι η πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία για τον τρόμο- και μαζί μου παρέσυρα, βιβλία, περιοδικά, πληκτρολόγια, ποτήρια κι ένα διαχωριστικό γραφείου. Ο τρόμος μου έγνεφε από ένα σκοτεινό βάθος της ψυχής μου “γεια σου”, χαμογελώντας σαρκαστικά και ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις προσωπικές μας αναμνήσεις από το περιστατικό στην Αρτάκη.

Μια ώρα περίπου αργότερα, ξεκινούσε ένα νέο τουρ σε γιατρούς, νοσοκομεία, κλπ. Ο τελευταίος -σοβαρός άνθρωπος- μου εξήγησε εξαιρετικά ψύχραιμα μπορώ να πω, πως ότι μου συνέβαινε ήταν συμπτώματα από διαταραχές άγχους. Και πως αν δεν μπορούσα μόνος μου να διαπιστώσω την αιτία τους ή την προέλευσή τους, καλό θα ήταν να επισκεφθώ ένα ψυχολόγ…
Άντε και γαμήσου” μουρμούρισα έξω από την πόρτα του, αφού του ακούμπησα τα ωραία μου ευρώ.

Ήταν όμως αναπόφευκτο. Χρειάστηκαν ακόμα πέντε έξι τέτοιες περιπτώσεις που ολοένα και πύκνωναν σε συχνότητα, μερικές συζητήσεις με ανθρώπους που είχαν βιώσει κάτι ανάλογο, η αδυναμία της ιατρικής επιστήμης να βρει οτιδήποτε επιλήψιμο που να προκαλεί αυτά τα συμπτώματα, και φυσικά ο γάμος μου με τον τρόμο που δεν μ’ άφηνε να ξεμυτίσω χαρούμενος από πουθενά, ώσπου με την πιο ξινισμένη και απαξιωτική φάτσα του κόσμου πέρασα την πόρτα μιας ψυχαναλύτριας που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Αλλά όχι τον συγκάτοικο…

Οι λεπτομέρειες εδώ δεν παίζουν κανένα ρόλο.
Στα σχεδόν πέντε χρόνια που έκανα ψυχανάλυση, έμαθα πολλά, κατανόησα ακόμα περισσότερα, απέκτησα διαφορετικές γωνίες θέασης των γεγονότων, διαφορετικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των καταστάσεων, ανακάλυψα νέες δυνάμεις μέσα μου, εγκατέλειψα πολλές φοβίες, έμαθα να καταλαβαίνω, έμαθα να κατανοώ πριν αποφασίσω…
Το μόνο που δεν μπόρεσα να αλλάξω ποτέ ως πρόσφατα, ήταν αυτή η αρρωστημένη συγκατοίκηση με τον νέο μου σύντροφο: τον τρόμο. Τον τρόμο όχι για κάτι συγκεκριμένο. Μάλλον με τον τρόμο του άγνωστου. Με τον τρόμο της πιθανότητας.
Όχι, όχι. Είχαμε δεσμευτεί. Κι εγώ τις δεσμεύσεις μου τις τιμώ!
… ... ...

Η χειρότερη ίσως μέρα της ζωής μου, ήταν πριν από τρία περίπου χρόνια, πρωί, καθημερινή, εγώ στο σπίτι σε ένα διάλλειμα από εντατική δουλειά πολλών ημερών.

Σας έχω πει πως ο εγκέφαλός μου είναι πιο έξυπνος από μένα;

Αφού προφανώς κατάλαβε (ο εγκέφαλός μου) πως τα κόλπα του δεν πιάνουν πλέον, και πως κάθε φορά που μου έστελνε αυτά τα βασανιστικά μηνύματα, εγώ αμυνόμουν με όλες τις δυνάμεις της λογικής μου και -έστω και επώδυνα- τα απέκρουα, αποφάσισε να μου επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις.
Μια ασφυκτική δύσπνοια εγκαταστάθηκε ξαφνικά στα πνευμόνια μου, τρομεροί πόνοι με σούβλιζαν στο στήθος στο ύψος της καρδιάς και πίσω στην πλάτη, το αριστερό μου χέρι μούδιασε και ένιωθα τσιμπήματα από πάνω μέχρι κάτω. Λαχάνιασα. Λαχάνιασα ακόμα πιο πολύ στην προσπάθειά μου να αναπνεύσω. Αυτό είχε σαν (φυσιολογικό) αποτέλεσμα να υπερ-οξυγονωθεί ο εγκέφαλος μου και να αρχίσω να ζαλίζομαι. Φοβήθηκα πολύ. Σωριάστηκα…

Τα απανωτά συμπτώματα, δεν επέτρεπαν στην λογική μου να αποβάλλει τις μαύρες σκέψεις που έκανα, και βοηθούσαν τον τρόμο να με κατακλύζει, να με παρασέρνει σε μια μαύρη τρύπα δίχως τέλος, να με αφήνει να κατρακυλάω στους πιο απαίσιους εφιάλτες μου. Όλες μου οι σωματικές λειτουργίες είτε έπαυσαν για λίγο, είτε παρέλυσαν. Τυλίχτηκα με τρεις κουβέρτες εφόσον έτρεμα και κρύωνα, ενώ είχε τουλάχιστον τριάντα βαθμούς θερμοκρασία. Έκανα εμετό. Κατουρήθηκα πάνω μου. Με τις τελευταίες -κατά τη γνώμη μου- δυνάμεις κατάφερα να τηλεφωνήσω στον ξάδερφό μου. Ήταν ένας από τους πολύ λίγους ανθρώπους στον κόσμο που καταλάβαιναν ακριβώς τι μου συμβαίνει.
Καβάλησε τη μοτοσυκλέτα του κι έφτασε στο σπίτι μου σε δέκα λεπτά. Ή σε δέκα αιώνες… δε θυμάμαι…

Αυτό που θυμάμαι, είναι πως ίσα που κατάφερα να συρθώ ως την εξώπορτα και να του ανοίξω. Σωριάστηκα ξανά μπροστά στα πόδια του. Εκείνος κατάλαβε. Έτρεξε στο ψυγείο, πήρε παγάκια και κρύο νερό και μου τα έριξε στον σβέρκο και στην πλάτη. Ρίγησα, τινάχτηκα. Με χαστούκιζε ενώ εγώ παραληρούσα και επαναλάμβανα πως θα πεθάνω. Με γύρισε μπρούμυτα, ανάσκελα, στο πλάι. Τίποτα.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι πως ήμουν γονατιστός μπροστά του και κλαψούριζα σαν μικρό παιδί. Έτρεμα. Ναι, σίγουρα έτρεμα. Και έκλαιγα, και ζαλιζόμουν και παρακαλούσα, και έκανα ξανά εμετό, και του έσφιγγα το χέρι, και…
Σκατά…

Κατάφερα να ακούσω μια φράση πριν βυθιστώ σε ένα στιγμιαίο σκοτάδι: “Συγγνώμη για αυτό που θα κάνω. Μη με μισήσεις. Είναι το μόνο που ξέρω…»

Πριν καταλάβω καν τι ακριβώς εννοούσε, τίναξε το χέρι του ανάμεσα στα λυγισμένα πόδια μου, μου άρπαξε τα γεννητικά όργανα, και με μια απότομη και αστραπιαία κίνηση το στριφογύρισε με δύναμη. Ούρλιαξα!

Όλες μου οι φλέβες τεντώθηκαν έτοιμες να σπάσουν, τα μάτια μου γούρλωσαν από τον φριχτό πόνο, τα χέρια μου ανέκτησαν ξανά τις δυνάμεις τους και σφίχτηκαν σε γροθιές έτοιμες να σκοτώσουν, αλλά ευτυχώς για όλους μας έχασα την ισορροπία μου και έπεσα ξανά κάτω. Μούγκριζα για ώρα, και σάλια έτρεχαν από το μισάνοιχτο στόμα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να σηκωθώ και να τον πνίξω. Εκείνος είχε κάνει ένα βήμα πίσω και μου ξαναζήτησε συγγνώμη.

Αν ήξερα πώς να λιποθυμάω, θα το είχα κάνει εκείνη τη στιγμή.
Κι αν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω θα το είχα κάνει μισή ώρα αργότερα, που ήμουν όρθιος, έξω στη βεράντα, μέσα σε έναν λαμπερό ήλιο, καπνίζοντας ήρεμα και συνειδητοποιώντας τι πραγματικά είχε συμβεί…
... ... ...

Κρίση πανικού. Ο ιατρικός όρος, που περιγράφει το αποτέλεσμα μιας σειράς συμπτωμάτων, που προκαλούνται αντίστοιχα από μια σειρά αιτιών. Ίσως μερικοί από εσάς να το έχετε ήδη βιώσει. Εμένα μου ξανασυνέβη.

Και μετά μου ξανασυνέβη.

Και πάλι…

Ώσπου συνειδητοποίησα πως μετά από κάθε τέτοια φορά, δεν ήμουν νεκρός. Πως όσο κι αν νόμιζα πως η αναπνοή μου έχει σταματήσει και τα πνευμόνια μου έχουν κλείσει, στην ουσία ανέπνεα κανονικά. Πως όσο κι αν με πόναγε το στήθος μου κι η καρδιά μου, δεν πάθαινα έμφραγμα. Πως όσο κι αν ο φάρυγγάς μου έκλεινε, κατάπινα κανονικά και όλο το οξυγόνο που χρειαζόμουν περνούσε από εκεί.

Πως όσο κι αν κινδυνεύεις να πεθάνεις, λίγο, πολύ ή καθόλου, ο φόβος του θανάτου είναι χειρότερος από τον ίδιο τον θάνατο.
... ... ...

Τώρα πια έμαθα να ξεγελάω εγώ τον εγκέφαλό μου.
Όχι, δεν έγινα πιο έξυπνος. Έγινα απλά πιο ευέλικτος, πιο πανούργος ίσως και εν τέλει πιο μάγκας. Κάθε φορά που μου επιτίθεται, στρίβω έναν διακόπτη μέσα μου, και σκέφτομαι πεταλούδες και λιβάδια καταπράσινα, ή συμφωνικές ορχήστρες που διευθύνω νοερά να παίζουν Vivaldi, ή το παιδί μου να μου χαμογελάει και τη γυναίκα μου να με αγκαλιάζει τρυφερά, ή…
…ή κάποιον που πεθαίνει πραγματικά δίπλα μου,
κι όχι εμένα που έχω πεθάνει ίσα με δώδεκα φορές μέχρι τώρα,
κι έχω αναστηθεί άλλες τόσες.

Αηδία κατάντησε πια…



(για να βοηθήσω λιγάκι: οι παράξενες ΔΕΝ είναι η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη)


.



Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που τους έχει βρει κάθε πιθανή κι απίθανη αναποδιά στον πλανήτη, κι εκείνοι ακόμα ατενίζουν τον βροχερό ορίζοντα χαμογελώντας. Αυτοί που φάγανε περισσότερες σφαλιάρες κι από τον Βέγγο σε όλες τις ταινίες του μαζεμένες, κι ακόμα κυκλοφορούν με γυμνό το σβέρκο και στητοί.


Μ’ αρέσουν αυτοί που έχουν ματωμένα γόνατα και γρατσουνισμένους αγκώνες κι ακόμα τρέχουν στους στίβους τους χωρίς επιγονατίδες. Ακόμα και τούτοι που κάνανε μπάνιο με τις ροχάλες του θεού, αλλά πάντα έβρισκαν μια καθαρή πετσέτα δίπλα τους και δεν βρωμούσε ποτέ ο ιδρώτας τους στα τρένα και στα λεωφορεία.

Σπάνιοι άνθρωποι μ’ αρέσουν. Δύσκολο να τους βρεις.

Συνήθως κρύβονται καλά ανάμεσά μας, κάνοντάς μας να νομίζουμε πως είναι ο διπλανός μας ή ο γείτονας, αυτός που μας σκουντάει για να προσπεράσει ή εκείνος που εφευρίσκει αναπηρίες για να καβατζώσει καλύτερη θέση στην ουρά της τράπεζας.


Όμως όχι. Εγώ έμαθα να τους ξεχωρίζω πλέον. Δεν μπορούν να μου κρυφτούν. Ξέρω καλά, πως είναι αυτοί που δίνουν μερικά ευρώ στο φίλο τους που έχει ανάγκη, ακόμα και τρεις μέρες πριν η τράπεζα τους πάρει το σπίτι λόγω παχυσαρκίας των χρεών τους. Αυτοί που δίνουν πρώτοι μια φιάλη αίμα, να υπάρχει για όποτε χρειαστεί και δεν περιμένουν να χρειαστεί για να υπάρξουν. Αυτοί που τους απέλυσαν από μια δουλειά, κι από δεύτερη κι από τρίτη, κι εκείνοι πάνε και ξεκινάνε μια δική τους, για να ‘χουνε την περηφάνια της επιλογής να παραιτηθούν μόνοι τους.

Είναι αυτοί που σκουντάνε πρωθυπουργούς στον ώμο και τους λένε “πάρε και τον δικό μου μισθό, αν είναι να σωθεί η χώρα” και μετά γυρνάνε με μια σακούλα ψώνια λιγότερη στο σπίτι. Είναι αυτοί, που αν βρεθείς στριμωγμένος μαζί τους σε ένα ασανσέρ, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, σου λένε ακόμα “καλημέρα” και σε κάνουν να μένεις μουγκός από αμηχανία και καχυποψία.
Αυτοί που πίστεψαν πως το να χαμογελάς είναι μεταδοτικό.



Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που σηκώθηκαν
περισσότερες φορές απ’ όσες έπεσαν.



Νιώθω λίγο μόνος εδώ πέρα τελευταία…





.

Πως κάποτε θα ερχόταν αυτή η μέρα...



Κλικ εδώ για Full Screen ανάλυση...

(ευχαριστίες εκ βάθους στον αποτέτοιο για το δώρο)



Κι όταν ξημέρωσε, προσπάθησε να σηκωθεί όπως πάντα από τον καναπέ, και να πάει να αναπληρώσει το χαμένο ύπνο του διημέρου, είδε όμως να βγαίνουν απαστράπτοντες απ’ το δωμάτιό του και να κατευθύνονται προς την έξοδο ο Γούντι Άλλεν, ο Τζίμης Πανούσης, ο Κάπταιν Τζακ Σπάρροου, ο ξάδερφός του ο Μένιος, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο Μίστερ Μπιν, ο Μπάτμαν, ο Λάρρυ Κινγκ, ο Νικ Κέιβ, ο Έλβις, ο Βάσκο ντε Γκάμα κι ο Τζάκσον Πόλλοκ,
και κατάλαβε μεμιάς πως πάλι σε λάθος ξενοδοχείο κατέληξε μετά το χθεσινοβραδινό όργιο κόκας, οπότε αποφάσισε να μην ξανακοιμηθεί ποτέ και ειδικά με εκείνα τα σκαρπίνια που τον χτυπάνε στον αστράγαλο.

Όλο μαλακίες έκανε τώρα τελευταία…


.



Έπειτα από ομόφωνη απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της οικογένειας Spy (την οποία πήρα μόνος μου) αποφασίστηκαν και δημοσιεύονται τα κάτωθι:

Φέτος ΔΕΝ θα στολίσουμε δέντρο. Θα στολίσουμε την μπέμπα.
(εκτός από τις οικολογικές μας ανησυχίες, το παιδί πρέπει να αλλάζει που και που παραστάσεις…)

Η μικρή λοιπόν θα φορέσει μια πράσινη πυτζάμα, θα της βάλουμε και στα μαλλιά ένα χρυσουλί glitter αγγελάκι, που μας περίσσεψε από κάτι μαλακίες δώρα που μας φέρανε πέρσι, και θα τη βγάλουμε στη γειτονιά να πει “αγκου γκλ γκλ μπα ντα ντα αντά μμμ ντιγκλ” (όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει: “τρίγωνα κάλαντα κλπ. κλπ.), μπας και μαζέψουμε κανένα φράγκο να πληρώσουμε τη ΔΕΗ.

Η γυναίκα μου θα φορέσει τα κέρατα του Rudolf και θα περιμένει στην γωνία τον Αϊ-Βασίλη να του δώσει τα μελομακάρονα που δεν μας πέτυχαν (οποιοσδήποτε συνειρμός θα θεωρηθεί κακεντρέχεια και θα αποβληθείτε από το βλογ).

Εγώ θα βάλω τα λαμπάκια στον κώλο μου και θα χοροπηδάω γύρω γύρω (και καλά έχουμε τα πιο hi-tech-flashing-moving λαμπάκια στη γειτονιά -θα πεθάνει ο γείτονας με τον ξεφούσκωτο Santa στο μπαλκόνι…)




Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις όλων των μάγων της εποχής εκείνης, η ζωή μου υπήρξε πάντα γραμμές. Ούτε κυκλάκια, ούτε τετραγωνάκια, ούτε ρόμβοι, τρίγωνα και τραπέζια.
Θυμάμαι πολύ καλά πως άρχισα να λύνω τις πρώτες μου εξισώσεις σε ηλικία 7 μηνών (περίπου), όταν προσπαθούσα να υπολογίσω πόση προσπάθεια χρειαζόταν να καταβάλω προκειμένου (από την ύπτια θέση στην οποία βρισκόμουν) να φτάσω τα ξύλινα -τότε- αυτοκινητάκια μου. 30-40 πόντους πιο πέρα. Ολόκληρο ταξίδι.

Αργότερα, οι σύντροφοί μου βαρέθηκαν να με βλέπουν να χαράζω γραμμές, τεθλασμένες και ευθείες -σπάνια καμπύλες- πάνω σε χάρτες, ώστε να κρατήσω στην πεπερασμένη αιωνιότητα της ζωής ενός μελανιού τους προορισμούς που κατάφερα να φτάσω, μα και αυτούς που σκόπευα. Μάταια ή όχι, αυτό είναι άλλο ποστ.

Μετά όταν ήμουν μεγάλος αρκετά καταλάβαινα τόσο καθαρά πως τα πάντα γύρω μας είναι νήματα που κινούνται από σκοτεινά, θολά και καθόλου ανιδιοτελή κέντρα, ώστε αποφάσισα να δημιουργήσω κι εγώ τα δικά μου, τα έκανα πολύχρωμα για να ξεχωρίζουν στη γενική μουντίλα, και παρορμητικά τελείως τα έμπλεξα με των άλλων, τόσο έντεχνα που η ζωή να μη μου φαίνεται μια αναγκαστική διαδικασία, αλλά ένα ατέλειωτο παιχνίδι όπου ο καθένας προσπαθεί να ξεμπλέξει όσα περισσότερα μπορεί, λες και κερδίζει αυτός που θα καβατζώσει τα περισσότερα. Όταν κάποιος έφτανε κοντά στους πανηγυρισμούς, πήγαινα κρυφά και με επιδέξιες κινήσεις το βράδυ τα έκανα όλα ξανά ένα κουβάρι, ποτέ δεν μου άρεσε η μοναξιά.

Όταν πέθανα, μπόρεσα επιτέλους να επιβεβαιώσω αυτό που πίστευα από πριν ακόμα γεννηθώ. Από κει ψηλά, όλα είναι -δεν φαίνονται, είναι- γραμμές. Που ακολουθούν τις πιο τολμηρές και εξωπραγματικές διαδρομές ή που είναι εντελώς προβλέψιμες σαν τη μοναδική λύση μιας εξίσωσης, αλλά πάντως γραμμές. Πάνω στα πιο ομιχλώδη, ερεβώδη, παλλόμενα ή στατικά, μονόχρωμα ή πολύχρωμα, απλά ή περίπλοκα φόντα της ζωής που επέλεξε ο καθένας, και αναγκαστικά ή όχι αλληλεπιδρά με του διπλανού του, αλλά πάντως γραμμές. Τελικά απλές.

Γιατί πόσα σημεία χρησιμοποιήσαμε τελικά
ώστε να ορίσουμε τις δικές μας, όταν ακόμη ζούσαμε;






.



Λοιπόν. Έχουμε και λέμε:

“Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες, συμπολίτες και συμπολίτισσες, ομοεθνείς και αλλοδαποί, κολλημένοι και πυροβολημένοι, εσείς που με ψηφήσατε αλλά κι εσείς που μ’ έχετε χεσμένο,

Όπως προφανώς έχετε διαπιστώσει και μόνοι σας, εάν δεν έχετε IQ μοτοποδηλάτου, το βλογ ετούτο υπολειτουργεί εδώ κι ένα διάστημα. Τι υπολειτουργεί δηλαδή, στα όρια της αποσύνθεσης είναι. Άμα κολλήσετε τη μούρη σας στην οθόνη θα σας πάρει και η μπόχα… Τέλος πάντων.
Επειδής είμαι φύσει και θέσει ανάποδος άνθρωπος δεν έκανα το αυτονόητο. Δεν άρχισα τις κλαψομουνιές του τύπου: «εδώ κλείνει ένας κύκλος…», «προσωπικοί λόγοι με αναγκάζουν να απέχω για ένα διάστημα…», «ήσασταν η καλύτερη παρέα που είχα ποτέ…» κλπ. κλπ. διότι δεν αντέχω τα σχόλια του τύπου: «Μην ανησυχείς, εσύ να είσαι καλά…», «Πάρε το χρόνο σου…», «Κι εμείς σε αγαπάμε…», «Η μπλογκόσφαιρα χάνει ένα αληθινό ταλέντο…», «Στ’ αρχίδια μας…» κλπ. κλπ.

Αντιθέτως, όπως διαπιστώσατε και από την έλλειψη του καταπληκτικότερου μπλε άβαταρ στα βλογ σας, σας έγραψα κανονικότατα στα παπάρια μου χωρίς προειδοποίηση, αφενός μεν διότι είμαι ανώτερος άνθρωπος και δεν σας έχω ανάγκη, αφετέρου δε διότι πιστεύω ακράδαντα πως όλα αυτά τα πάρε δώσε είναι πούτσες μπλε, προκειμένου να βρούμε γκόμενα/ο, και ως γνωστόν εγώ δεν έχω ανάγκη. Έχω ήδη τρεις (γκόμενες).

Anyway. Το θέμα είναι αλλού: Επέστρεψα.
Κι επειδή προβλέπω ρίγη συγκίνησης, ποτάμια δακρύων χαράς, και ομαδικές παρακρούσεις, σας προειδοποιώ: Επέστρεψα χειρότερος! Αν περιμένετε γλυκανάλατες ιστοριούλες, ροζ παραμυθάκια με νεράιδες ή ύμνους στην αγάπη και στην ανθρωπιά, να φύγετε, να πάτε αλλού!
Εδώ θα βρείτε πλέον μόνο ιστορίες από την κρύπτη, από τα μαύρα τρίσβαθα, μονόλογους εφιαλτικούς και διαλόγους εξωπραγματικά πραγματικούς, το σουρεαλισμό σε όλο του το μεγαλείο (ε, είμαι και ψώνιο, τι να κάνω;) εικόνες που θα λιώνουν στην ανάγνωση του κειμένου, και αλληγορίες που δεν θα εξηγούνται. Άμα τ’ αντέχετε, καλώς. Άμα όχι, και πάλι καλώς (για μένα μιλάω πάντα…)

Και τώρα που ξηγήθηκα μπορώ να πάω να κάνω κακά μου με την ησυχία μου.

Άντε, τα λέμε."




… …

… …

-
Τι είναι αυτό;
- Ποιο αυτό;
- Αυτό που γράφεις.
- Δελτίο Τύπου.
- Για πού;
- Για το βλογ φυσικά!


Μπαφ!

- Είσαι καλά μωρέ; Τι βαράς;
- Θα δημοσιεύσεις αυτό το έκτρωμα;;;

- Γιατί; Τι έχει; Η αλήθεια είναι.
- Διότι θα σου φύγει όλη η πελατεία μ’ αυτές τις αηδίες.
- Χέστηκα!
- Πάρε αυτό να δημοσιεύσεις.
- Τι είναι αυτό;
- ΚΑΝΟΝΙΚΟ Δελτίο Τύπου!
- Μα… αυτό είναι εντελώς ξενερουά! Ακόμα κι ο Πεταλωτής πιο συναρπαστικός είναι απ’ αυτή την μπαρούφα!

Μπαφ!

- Καλά… καλά… μη βαράς. Θα το βάλω.
(να δούμε τι θα καταλάβεις…)

“Αγαπημένοι μου φίλοι, (ποιος ήρθε;)
Συγχωρέστε το φτωχό, κι ελεήστε τον ακτήμονα, ήταν υπεράνω της θελήσεώς μου (αρχίδια μάντολες, μόνος μου τα’ αποφάσισα). Έλειψα για ένα μικρό χρονικό διάστημα (τι μικρό μωρέ; οι μισοί αναγνώστες μου φοράνε γυαλιά πρεσβυωπίας πλέον…), λόγω σοβαρότατων προσωπικών υποχρεώσεων (είχα πάει σ’ ένα σπα στο Βέλγιο), αλλά πλέον θα είμαι και πάλι μαζί σας (ε, ρε γέλια…), στην καθημερινή μας εκπομπή, να μοιραστούμε βάσανα και καημούς (τι;), χαρές και στενοχώριες (μπαρδόν;;), να ανταλλάσουμε σχόλια (αλλαξοκωλιές το λένε στο χωριό μου αυτό), και να επικοινωνούμε μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο εμείς ξέρουμε (μπλιάχ!), και που τόσο πολύ μου έλειψε (θα ξεράσω στην οθόνη!).
Καλώς σας βρίσκω και πάλι.»



(Αν δεν δείτε σημεία ζωής τις επόμενες τρεις ημέρες,
πάει να πει πως έχω πεθάνει από αηδία…)





.



Ίσως θα ‘πρεπε να το πάρω απόφαση επιτέλους.

Αυτό το δέντρο στην απέναντι μεριά του δρόμου δεν πρόκειται να φυτρώσει ποτέ. Για κάποιους είναι λογικό συμπέρασμα αυτό, μιας και δεν το φύτεψε ποτέ κανείς για να φυτρώσει, αλλά για μένα όχι. Και πως θα ήταν άλλωστε; Εδώ νομίζω ακόμα πως οι ηλίθιοι είναι λιγότεροι από εμάς τους κανονικούς…

Περιμένοντας λοιπόν -μάταια όπως πάντα- μια ανύπαρκτη σκιά να μετακινηθεί προς το μέρος μου, σύμφωνα με την τροχιά του ήλιου, παρατηρώ πως το χορτάρι στον κήπο είναι ακόμα άθικτο αν και κάθε βράδυ τα κοράκια από το διπλανό νεκροταφείο φωλιάζουν για ώρες εκεί, πιθανότατα συζητώντας για την έλλειψη φιλοξενίας από μέρους μου, μιας και ποτέ δεν τα φίλεψα ούτε ένα τόσο δα πτώμα από τις λέξεις μου. Αντιθέτως τους έκλεβα μονίμως μικρά κρωξίματα για να τα στριμώξω σε κάποιο ρεφραίν ή να τα βάλω κάτω από το μαξιλάρι μου να σηκωθεί λιγάκι -χρόνια τώρα ψάχνω μια πιο βολική θέση για να αποδημήσω με τη μέγιστη δυνατή υστεροφημία.

Μια μέρα (Τετάρτη πρέπει να ‘ταν, αν και εγώ πάντα νόμιζα πως ήταν Σεπτέμβρης), άρχισε να βρέχει τόσο δυνατά που έβλεπα παντού Κιβωτούς, ξέροντας εκ των προτέρων πως χωρίς ταίρι δεν θα ‘βρισκα ποτέ εισιτήριο για τον Παράδεισο, έτσι άρχισα να ανοίγω τρύπες με ένα πιρούνι σε κάθε μια απ’ αυτές, ώστε να μη σωθεί κανείς τελικά, αφού κι εγώ θα πέθαινα, τι μ’ ένοιαζε εν τέλει ο υπόλοιπος πληθυσμός αν δεν ήμουν εκεί να τον χαζεύω;

Από τότε μου ‘μεινε.
Κουσούρι.
Άνοιξα τρύπες σε όλα τα θεμέλια του σπιτιού μου, ίσα ίσα να χρειάζεται μια μικρή αμφιβολία για να καταρρεύσει, και μετά ξεσκονίστηκα κι έκανα πως δεν ήξερα τίποτα για όλα αυτά τα τριξίματα που ακούγονται κάθε βράδυ κάτω από το κρεβάτι. Κι άμα περνάει και κανένας ξέμπαρκος φόβος που και που για αρμένικη βίζιτα, του ανοίγω τρύπες και αυτουνού κι όλοι νομίζουν στη γειτονιά πως παράγω Έμμενταλ στο υπόγειο…

Τώρα πλέον ανοίγω τρύπες στα βλέφαρα μου,
μπας και δω επιτέλους που σκατά βλέπουν όλοι οι άλλοι τα χρώματα…





Κοιτάζω τις φωτογραφίες.
Τις κοιτάζω και δεν μπορώ να την αναγνωρίσω. Λέω “μα καλά, είναι δυνατόν; ήταν εμένα το παιδί μου έτσι πριν από τρεις μήνες;” Τις βάζω σε μια σειρά, τις τακτοποιώ σ’ ένα άλμπουμ και κάθομαι και ξεφυλλίζω αποβλακωμένος μέχρι να πάθω κατάθλιψη.
Το μαιευτήριο, η πρώτη μέρα στο σπίτι, η κούνια της, η πρώτη της βόλτα με καρότσι, η εκδρομή, τα παιχνίδια της, στο χωριό, ξανά πίσω, έξω με φίλους, η πρώτη της κρέμα, οι πρώτες της πόζες…

Κι όμως. Αυτή είναι. Η ίδια. Ο χρόνος που πέρασε τόσο λίγος κι όμως τόσο καταλυτικός επάνω της. Μάλλον και μέσα της. Ποτέ δε θα μάθουμε. Πριν από πέντε μήνες απλώς ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ, και τώρα κοντεύει να μου ρίξει χαστούκι όποτε γκρινιάζω. Ο χρόνος. Που την έκανε από μια κουκίδα σ’ ένα υπερηχογράφημα, κορίτσι για παντρειά μέσα σε 150 μέρες.

Μα για στάσου! Ο ίδιος χρόνος, ακριβώς ο ίδιος, δεν πέρασε και για μένα και για σένα και για όλους;
Ναι, μάλλον.
Όχι μάλλον, σίγουρα.
Άρα;
Άρα τι;
Άρα ΤΟΣΟ μεγάλωσα κι εγώ!
Φυσικά!
Όχι φυσικά, όχι φυσικά…
Φυσικότατα σε πληροφορώ. Αφύσικο θα ήταν να μην μεγάλωνες.
Μα εγώ κάθε πρωί στον καθρέφτη βλέπω την ίδια σκατόφατσα!
Κι ο καθρέφτης.
Τι;
Την ίδια βλέπει…
Τότε;
Προφανώς μεγαλώνεις μέσα σου.
Που μέσα μου; Τι λες τώρα;
Μέσα σου. Εσωτερικά. Το είναι σου. Πως το λένε;
Μα… μα… θα σκάσω! Δεν χωράμε παραπάνω εδώ μέσα!
Είσαι ηλίθιος.
Μπορεί, αλλά στ’ αλήθεια δεν έχει άλλο χώρο!
Βρε μανάρι μου, πώς να στο πω; Γερνάς.
Ώπα! Οξύμωρο!
Μπαρδόν;
Και “ΜΑΝΑΡΙ” και “ΓΕΡΝΑΣ” δεν πάνε μαζί .
Καλά μη φρικάρεις, για να σε καλοπιάσω στο ‘πα.
Ποιο απ’ τα δύο;
(τι μαλάκας…!)

Έτσι που λες… Κάπως έτσι. Αποφάσισα πως γερνάω. Κι αυτές οι αηδίες πως “τα χρόνια που περάσαν σ’ ομορφαίνουνε” τις έλεγε μόνο η Δήμου παλιά που τραγούδαγε ακόμα, μην ακούσω καμιά εξυπνάδα εδώ μέσα!


Το ότι προχθές διαπίστωσα (μόνος μου)
πως έχω ΚΑΙ πρεσβυωπία,
δεν έπαιξε απολύτως κανένα ρόλο
στην απόφασή μου.
(στο διάολο… ένα πράγμα δούλευε σωστά πάνω μου, πάει κι αυτό…)






.



Έλυσα μια μεγάλη απορία που είχα εδώ και πολλά χρόνια.
Μια απορία που με ταλάνιζε νύχτα – μέρα.
Τελικά ήταν απλό. Ακούστε:



Κι επειδή μερικές φορές τα απλά δεν τα καταλαβαίνουμε με την πρώτη,
ακούστε κι αυτό:



Είμαι τόσο συγκινημένος που ξέχασα ποια ήταν η απορία…






.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy