Το ξέρεις πως δεν σε κοιτάζω πια όπως σε κοίταζα...

Μπαίνεις στο σπίτι και σ’ ακολουθούν λουλούδια,
υάκινθοι, πεόνιες και αζαλέες.
Περπατάς στο πλάι μου και ψηλώνω από περηφάνια
κάθε φορά και πιο πολύ.
Ύστερα κάθεσαι δίπλα μου και βάφεται ο κόσμος μου ροζ,
και λιλά, και φούξια, και λευκό.
Κι όταν ντύνεσαι τα πρωινά,
μαζί σου ντύνονται οι δρόμοι που θα περπατήσεις
ομορφιά και γλύκα και γαλήνη.



Σ’ ακούω ν’ ανασαίνεις,
κι ευωδιάζει το δωμάτιό μας μύρο και λεβάντα.
Κι άμα ανατριχιάζεις,
στο δέρμα σου μεγαλώνουν στάχυα χρυσά και καλοκαιρινοί καρποί.
Μετά, μου μιλάς ψιθυριστά στ’ αυτί,
κι εγώ αγγέλους νομίζω πως ακούω, να σιγοπερπατάνε δίπλα μου
για να μη τρομάζω απο την τόση ομορφιά.

Και φορές φορές, κουρνιάζεις στην αγκαλιά μου
και δεν χωράει τίποτα άλλο.
Κλείνεις τα μάτια και μεγαλώνεις μέσα σου,
ό,τι επιθύμησα από τότε που σε ξέρω.
Σιωπάς για λίγο, κι όλου του Παραδείσου οι μουσικές
με στριμώχνουν πιο κοντά σου.


Κάποτε, με κοιτάς
με τα πιο λαμπερά μάτια που φαντάστηκε άνθρωπος,
και γίνομαι τόσο μικρός που αν με φυσήξεις
θα πετάξω στο δωμάτιο σαν χνούδι αέρινο
που χορεύει στον τρελλό ρυθμό της Άνοιξης,
ανήμπορο ν’ αντισταθεί στο πιο μεγάλο θαύμα...


Υπάρχεις, δίπλα μου και γύρω μου και μέσα μου,
κι αυτό μου φτάνει για όλους τους αιώνες που περίμενα...










.










.



Χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα, στη μια γωνιά του καναπέ, και κοιτώντας τις σκιές που χορεύουν στο ταβάνι, νανουρίζομαι από τις αισθησιακές κινήσεις τους, ξεχνώ πως είναι Ερινύες, θαρρώ πως είναι Νύμφες που ξέφυγαν από τις ρίζες που φυτρώνουν σε κοίτες λιμνών κι έτσι ξεγελώ ακόμα τον εαυτό μου, τόσο άθλιος είμαι.

Άλλοτε τις ακούω κιόλας να ψιθυρίζουν αρχαίους ρυθμούς, και η επιλεκτική μου διαίσθηση επιτρέπει μόνο στα σύμφωνα να διαπεράσουν τις πύλες της ακοής μου, και να μεταμορφωθούν σε κρουστά που κρατάνε το ίδιο τέμπο μέχρι να ξεψυχήσει κι ο τελευταίος ρωμαίος λεγεωνάριος της φάλαγγας που χρησιμοποιώ για τις σκοπιές, από αυτοάνοση επαναληπτικότητα.

Σήμερα, φόρεσα το θάρρος μου, πήρα μια σκάλα, σκαρφάλωσα στο τραπέζι κι από κει έκανα ένα σάλτο και βρέθηκα στο ταβάνι μαζί τους. Φυσικά δεν μπόρεσα ν’ αγκαλιάσω καμία, αλλά και μόνο το κυνηγητό έφτανε για να κουραστώ τόσο, ώστε να κοιμηθώ σχεδόν πλήρης, στο δάπεδο.

Έκανε ένα γαμημένο κρύο εκεί κάτω, όταν σηκώθηκα.

Και στο σπίτι μας είχαν κλέψει όλα τα σκεπάσματα...






.



Κατάπια γρήγορα γρήγορα το φτερό από το Boeing 747 και σκούπισα τα χείλη μου μ’ ένα πανί ιστιοφόρου. Έξω έβρεχε τραπεζοκαθίσματα και τίποτα δεν προμήνυε πως αυτός ο τύπος με τα άσπρα μούσια εκεί πάνω θα βαριόταν σύντομα. Έπρεπε να φύγω όμως. Είχα παρκάρει βέβαια στη Ζιμπάμπουε πάνω κάτω, οπότε μάλλον θα έπρεπε να πάρω το μετρό μέχρι την αφιλόξενη αυτή χώρα, κι από κει να ταξιδέψω οδικώς ως το Άλφα του Κενταύρου που ήταν ο τελικός μου προορισμός.

Οι τρεις φίλοι μου απόρησαν μ’ αυτήν την ξαφνική μου απόφαση. Ο Αμβρόσιος Μπηρς, ο Μπορίς Βιάν και ο Ντάγκλας Άνταμς παράτησαν βιαστικά στα πιάτα τους τον βροντόσαυρο που ξεκοκάλιζαν, κι ετοιμάστηκαν να πληρώσουν. Τους εξήγησα ήρεμα πως δεν χρειαζόμουν πλέον τη βοήθειά τους, αυτό ήταν ένα ταξίδι που έπρεπε να κάνω μόνος μου, κλπ, κλπ, κι έτσι συνέχισαν αμέριμνοι το γεύμα τους, περνώντας στο επόμενο πιάτο, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα πλυντήριο πιάτων πανέ με σως βατόμουρο, παπαρδέλες και εφημεριδοκροκέτες.

Τρεις αιώνες, εβδομηνταέξι χρόνια, οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες αργότερα, την ίδια ακριβώς ώρα, είχα μόλις παρκάρει την καλογυαλισμένη μου φριτέζα με την οποία ταξίδεψα, όταν δυο κοντοπίθαροι Γκουάγκα* με χτύπησαν με κάτι σκληρό στο κεφάλι, και λιποθύμησα μεμιάς. Στο ανακριτικό γραφείο του Μεγάλου Μπόγκολ** που με έσυραν για την καθιερωμένη ανάκριση, φάνηκε ξεκάθαρα πως το εγκληματικό όργανο ήταν ένα Κενταυριανό αγγούρι –που εκείνη τη στιγμή μασούλαγε αμέριμνα ο Μεγάλος Μπόγκολ- μιας και είχε επάνω τις τελευταίες δεκαέξι τρίχες του κεφαλιού μου.



«Αβα ζου γκουεμπρε λε βουμπα. Ντο!» είπε απότομα ο άρχων.
«Μα έχω ξανάρθει τόσες φορές! Δε με θυμάστε;» απάντησα έντρομος.
«Χλουπ» είπε ξερά.
«Ξέρετε, ψωνίζω από τον πλανήτη σας εδώ και ένα χρόνο περίπου, σας έχω κάνει μεγάλο τζίρο! Δείτε και τα τιμολόγιά σας» ψέλλισα.
«Βργρμπ...» (Σ.τ.Μ.: “Απορία ψάλτου βηξ”, δεν είναι καταχωρημένη στα διαγαλαξιακά λεξικά η λέξη αυτή, οπότε εικάζουμε ότι πρόκειται για κάτι παρεμφερές με το γήινο “Χμφ...”)
«Πρέπει να με ελευθερώσετε Μεγάλε Μπόγκολ» είπα με τα λιγοστά ψήγματα παρρησίας που είχα φυλαγμένα για τέτοιες δύσκολες ώρες, «ο αξιότιμος κύριος Φλυμπότραξ με περιμένει. Έχουμε κανονίσει το ραντεβού μας εδώ και εξηντατρία χρόνια, και γνωρίζετε καλά πως δεν του αρέσει καθόλου να τον στήνουν. Πολύ φοβούμαι πως θα δώσει το εμπόρευμα αλλού εάν καθυστερήσω...»
«Φαπ ντουντουμπι ουχε φαλα ποστ αμπα Άλφα Κενταύρου!» σχεδόν ούρλιαξε. «Χεμπρε βοζα μπλογκ! Ανα χουακαμα ουντε»

Πάγωσα στη θέση μου. Δεν ήξερα τι να πω...

«Φερμπεγκο ντουντα 112 σχόλια!» ολοκλήρωσε φωναχτά.
«Μα τι σημασία έχει αυτό; Δεν θέλετε πλέον να μου δίνετε εμπόρευμα;» απόρησα σχεδόν με αυθάδεια για τα Κενταυριανά δεδομένα. «Δεν σας πληρώνω ικανοποιητικά;»
«Εβεζουεζ μονα μπλογκ!» αποκρίθηκε θριαμβευτικά.
«Εσείς;;;»
«Χρεπ»
«Δι... δι... δικό σ..σ...σας μπ... μπλογκ;;;» ο τρόμος ήταν εμφανής στον τόνο της φωνής μου πλέον.
«Χρεπ»
«Και... και... τι θα... θα κάνουμε εμείς τότε; Πως θα...» δεν πρόλαβα να τελειώσω.
Με ένα μεγαλοπρεπές «αουγκρούγκρα» άνοιξε η πόρτα της μεγάλης αίθουσας, και τρεις χιλιάδες ραπανάκια, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του Μεγάλου Μπόγκολ, με άρπαξαν από τη ζώνη Αρμάνι που φορούσα, και με αστραπιαίες κινήσεις με πέταξαν τσουβαληδόν μέσα στην υπερηχητική φριτέζα μου. Έβαλαν ένα κέρμα στην γιγάντια ολοθερμική σφεντόνα της διαστημικής βάσης Σεντούριον, και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου ήμουν καθ’ οδόν προς τη Γη.

«Να σας καεί η καφετιέρα, παλιοκανάγιες!!!» ήταν η μόνη κατάρα που πρόφτασα να εκστομίσω πριν εξαφανιστώ στη δίνη του χωροχρόνου...



* Οι Γκουάγκα είναι οι ντόπιοι, αυτόχθονες του Άλφα του Κενταύρου. Κατοικούν στον πλανήτη αυτόν, από το Μπιγκ Μπάνγκ και δώθε.
** Ο Μεγάλος Μπόγκολ, είναι ένας Μπόγκολ που είναι μεγάλος. Όχι σε ηλικία. Σε μέγεθος. Για τον πασιφανή αυτόν λόγο, έγινε από μόνος του, με δημοκρατικές διαδικασίες, Αρχηγός της τοπικής Μ.Α.Κ.Ο.Α.Γ.Ε.Α.Π.Α. (Μαφία του Άλφα του Κενταύρου και Όποιου Άλλου Γράμματος Εμφανιστεί Αργότερα ως Πλανήτης του Αστερισμού)



Σε όσους απέμειναν να κοιτάζουν αζήτητα τσουρέκια και πολυκαιρισμένα σοκολατένια λαγουδάκια στις σβηστές βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων, Σάββατο βράδυ. Σε κείνους που γυρνούσαν με το ταξί τους σε παράξενους δρόμους, όχι για χρήματα μα για παρέα περισσότερο και κείνους που μέσα στο φωτισμένο τους περίπτερο, ακούγαν στο ραδιοφωνάκι τους τη λειτουργία ή μετρούσαν για εικοστή φορά τις κούτες με τα τσιγάρα. Σε όσους είχαν βάρδυα νυχτερινή σε κακοφωτισμένα εργοστάσια και σ’ όσους τριγυρνούσαν άσκοπα σε διαδρόμους νοσοκομείων. Σε σένα που φύλαγες σκοπιά σε μια αφιλόξενη παραμεθόριο, σε σένα που περίμενες ένα της τηλεφώνημα σε κάποιο κρατητήριο, σε σένα που σε νανούριζε άσκοπα η μηχανή κάποιου γκαζάδικου σε μια αγριεμένη θάλασσα, σε σένα που πετούσες πάνω από φωτισμένες πόλεις μπας και προφτάσεις, σε σένα που περίμενες σε άδειους από πελάτες πάγκους ερημωμένων αεροδρομίων...



...δε θέλω να πω Χριστός Ανέστη,
θα το ξέρεις, μάλλον, ήδη...

Θέλω να πω
Καλή Πατρίδα σύντροφε...


.



Αυτές τις αντίστροφες μετρήσεις πάντα τις σιχαινόμουν. Να φανταστείς ότι ανέκαθεν ευχόμουν ο εκφωνητής να κάνει σαρδάμ, και να μπερδέψει τα νούμερα, να δούμε τι θα γινόταν...

Προτιμώ να προσθέτω, παρά να αφαιρώ. Δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες, χρόνια... Στο κάτω κάτω, το άθροισμά τους μας κάνει ότι είμαστε, ούτε η αφαίρεσή τους ούτε η διαίρεσή τους.

Προσωπικά συνηθίζω να παίρνω την κιμωλία και να γράφω αλλόκοτες πράξεις πάνω σ’ αυτόν τον μαυροπίνακα της ζωής, μέχρι να μου σωθεί η κιμωλία. Και το μόνο που εύχομαι είναι αυτό να συμβεί αφού καταφέρω πρώτα να τον γεμίσω, να μπουκώσει πράξεις και θεωρίες, να μη μείνει καθόλου μαύρο, να γράψω ακόμα και στο ξύλινο πλαίσιο, να ξύσω τα τελευταία τρίματά της μαζί με τα δάχτυλά μου, στην τραχειά επιφάνεια του τοίχου. Μετά -και αν τα έχω καταφέρει- μπορεί να του ρίξω μια τελευταία ματιά, πριν ο δυνατός αέρας τα κάνει όλα σκόνη.

Μέχρι τότε, σας εύχομαι μετά τις 12 αύριο το βράδυ, να βρει ο καθένας σας αυτό που πραγματικά επιθυμεί, απτό ή άυλο...







.

Μετά από την αναπάντεχη συγκέντρωση εκατόνπενηνταδώδεκα κωλόγερων και χιλίων εφτακοσίων σκατόγριων στο προηγούμενο ποστ, αποφάσισα πως αποκλείεται να βγάλω γκόμενα από το βλογ...

Επιπροσθέτως η αισθητική μου τραυματίστηκε βαρύτατα, με τόσες ρυτίδες και πατσοκοιλιές, και λίγη ομορφιά τη χρειάζομαι, άγιες μέρες που ‘ναι.

Οπότε, λίγο πριν δοκιμάσω την τύχη μου στο Φέισμπουκ, είπα να κάνω μια ηρωική έξοδο, αποτίοντας φόρο τιμής, στο υπηρετικό προσωπικό μου, που όλο αυτό το διάστημα με βοήθησε να φέρω εις πέρας την δύσκολη αυτή αποστολή, του να φτάσω στον κολοφώνα της δόξας του το ταπεινό ετούτο βλογ.

Κυρίες και κύριοι,

Spy proudly presents:



Eleanor: Η προσωπική μου γυμνάστρια (personal trainer για τους ημιμαθείς).






Monika: Η κοπέλα που κάνει τις σκάλες.





Louise: Την πήρα για να καθαρίσει το υπόγειο. (είναι λίγο ντροπαλή αυτή)





Nadia: Ηλεκτρολόγος στην πατρίδα της.
Την πήρα για να μου αλλάξει τα φώτα. (τα κατάφερε!)





Lilly: Ξυλουργός. Την πήρα για να μου φτιάξει τα κεραμίδια.
Σκατά τα έκανε. Τελικά την χρησιμοποίησα αλλού.





Tatiana: Γεωπόνος. Βγήκε έτσι ντυμένη για να συμμαζέψει
λίγο τον κήπο κι έκτοτε αγνοείται η τύχη της.





Megan: Στρώνει τα σεντόνια. (είναι εμφανές πιστεύω)





Sophie: Μεγάλος μάστορας. Την πήρα για τα κουρτινόξυλα
και κόντεψε να κρεμάσει και το laptop στον τοίχο.
Χρειάστηκε να την αλυσσοδέσω για να το πάρω πίσω...





Kim: Ηθοποιός. Την προσέλαβα τότε που ήθελα να αυτοκτονήσω.
Μόλις την είδα να δοκιμάζει την τριχιά το μετάνιωσα.





Evelyn: Επιστήμων Βιολόγος. Έχει επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο
να κοιτάζει κάθε βράδυ αν έχει σκόνη το πάτωμα.
Ειδικά την ώρα που κάθομαι στον καναπέ.





Patricia: Την έκλεψα από την Apple.
Δοκιμάζει το iPod μου κάθε πρωί, να δει αν δουλεύει.





Nancy: Η βοηθός μου στα εικαστικά θέματα του βλογ.





Γερτρούδη: Η γνωστή νοσοκόμα μου. Εδώ λίγο πριν την εξαφάνισή της.





Rosemary: Καθαρίζει τις σίτες του αποροφητήρα όταν μπουκώνουν.





Victoria: Μου σιδερώνει τα πουκάμισα.
Μετά τα φοράει για να δει αν το έκανε καλά.
Της έχω πει ότι μου αρέσουν και τσαλακωμένα,
αλλά είναι σπουδαία νοικοκυρά και δεν θέλει ούτε να τ’ ακούει.







Και τέλος, κατόπιν έντονης απαίτησης (συν το ότι δεν μ’ αρέσει να αδικώ κανέναν), σας παρουσιάζω τον personal assistant της συζύγου μου.
Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, ο ένας, ο μοναδικός, ο άφταστος...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
...ο ημίθεος Νώντας!



(Σιγά μην κατάλαβα κι εγώ τι σημαίνει ο τίτλος, αλλά τι θέλετε;
Να ξοδέψω κανα μισάωρο να βρω πιο πιασιάρικο;)

Αυτό που θέλω να πως είναι πως η φράση “ιστορικές στιγμές”, που τόσοι και τόσοι από εμάς έχουμε χρησιμοποιήσει, έχει στην εξέλιξη του χρόνου και των εποχών, ένα ειδικό βάρος διαρκώς μειούμενο και όπως και να το κάνεις αυτό είναι κομμάτι ανησυχητικό.

Οι παππούδες μας φερ’ειπείν, έζησαν τις ιστορικές στιγμές (καλές ή κακές, δεν το εξετάζουμε τώρα) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, των Βαλκανικών, της Μικρασιατικής Καταστροφής, του τεράστιου κύματος προσφύγων της εποχής, την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης, και τόσων άλλων γεγονότων που έμελλε να σημαδέψουν γενιές ολόκληρες μετά, είτε αυτές το (ανα)γνωρίζουν είτε όχι.

Οι γονείς μας (λίγο έως πολύ) έζησαν τις ιστορικές στιγμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου, της Εθνικής Αντίστασης, της Δικτατορίας, του Πολυτεχνείου, της Μεταπολίτευσης, του Βιετνάμ και των παιδιών των λουλουδιών, των Beatles και των Rolling Stones, των μπουάτ και του Κάρολου Κουν, του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου...

Εμείς;
Οι (σχεδόν) “της μεταπολίτευσης καημένη γενιά”;

Εμείς δεν έχουμε να θυμηθούμε τη συμμετοχή μας σε γεγονότα που συντάραξαν τον πλανήτη και που άλλαξαν τη ροή της Ιστορίας, παρά μόνο σημαντικά, και άλλοτε συγκλονιστικά προσωπικά βιώματα, τα οποία εξ ανάγκης ύπαρξης οροσήμων, τα ονομάσαμε “ιστορικές στιγμές”. Αυτές υψώσαμε ως μπαρουτοκαπνισμένη σημαία, για να ‘χουμε να κοκκορευόμαστε στους νεώτερους ή στα παιδιά μας, πως ζήσαμε ή δημιουργήσαμε πρωτοφανούς ιστορικότητας γεγονότα.

Εμείς ζήσαμε τις ιστορικές στιγμές της “Αλλαγής” του ’81, αλλά και της ξεφτίλας του “βρώμικου ‘89” και ό,τι επακολούθησε, της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της λήξης του ψυχρού πολέμου (λες και τον νιώσαμε ποτέ...), των απανωτών διαστημικών αποστολών, της έξαρσης του AIDS και του Έμπολα (ποιός ήρθε;) της εισόδου μας στην ΕΟΚ και τις ηλίθιες διαμάχες για τις (έξω οι) “βάσεις του θανάτου”...

Ζήσαμε τις ιστορικές στιγμές του Νίκι Λάουντα και του Άυρτον Σένα, του Πελέ, του Κρόιφ, του Μπεκενπάουερ, του Μαραντόνα και του Ντασάεφ, τις ανεπανάληπτες στιγμές του Ευρωπαϊκού στο μπάσκετ του ’87, αλλά και του 2005, την πρώτη μας ανεκδιήγητη συμμετοχή σε Μουντιάλ το ’94 αλλά και την κωλοφαρδία του 2004, είδαμε από κοντά τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, δακρύσαμε με τον Μυγιάκη και τον Δήμα, ξεφτιλιστήκαμε με τον Αλέφαντο και τον Δανιήλ...

Ζήσαμε τις ιστορικές στιγμές του Rock in Athens το ’85 (λιώνοντας εκστασιασμένοι στο χώμα του Καλλιμάρμαρου, μπροστά στα πόδια των Clash, των Stranglers, των Depeche Mode, των Cure, στριμωγμένοι σε 80.000 κόσμου μέσα, και άλλες 20.000 έξω), ανατριχιάσαμε στους Pink Floyd στο κατάμεστο Ολυμπιακό στάδιο to ‘89, χτυπηθήκαμε στο Σπόρτινγκ με Nick Cave και Bauhaus, στο γήπεδο της ΑΕΚ με Rory Gallagher και Iron Maiden, στο ΡΟΔΟΝ με Steve Harley & Cockney Rebell, με Peter Hamill, με Ramones και Iggy Pop, και καταλήξαμε να σέρνουμε το σαρκίο μας ή το “πι” μας στις Μαλακάσες και στα Τάε Κβο Ντο...

Ζήσαμε τον Πουλικάκο και τους Σπυριδούλα, δακρύσαμε με τον Σιδηρόπουλο και τον Άσιμο, βρίσαμε και γελάσαμε με τον Τζιμάκο, μαζέψαμε κασσέτες του Χάρυ Κλυνν και δίσκους των Eagles και των Kansas, χορέψαμε τα πρώτα μας μπλουζ με “Holiday” και “Hotel California”, μας αγόρασε ο μπαμπάς μας ή θείος Νώντας Boney M και Abba, είδαμε τα “Τσακάλια” και τη “Λούφα και Παραλλαγή” και πήγαμε σκυφτοί με την τελευταία μας «γκόμενα» στο Safe Sex

Ζήσαμε τις ηρωικές στιγμές που ανεμίζαμε ό,τι μαλλιά είχαμε ή δεν είχαμε στους καθρέφτες της Ombre και της Crazy (thanks Pastaflora), περάσαμε ξεφτιλισμένα Χριστούγεννα στην Μπαρμπαρέλλα ή στην Boom Boom και την ABC στην Πατησίων, ήπιαμε καθαρό ουίσκυ ντροπαλοί στον Λώρα πριν η Μαβίλλη αποκτήσει συντριβάνι και γίνει κέντρο διερχομένων, ψάξαμε τα μπαράκια που παίζαν οι Last Drive και οι Φάντης Μπαστούνι, αράξαμε σε μια γωνιά του Memphis στο Χίλτον και φάγαμε το πρώτο βρώμικο της Αθήνας στην πλατεία από κάτω, σε καρότσι με ουρά μισής ώρας...

Περπατήσαμε στο Δισκάδικο της Αθηνάς στα ντουζένια του, και στο Μοναστηράκι στην παρακμή του, ψωνίσαμε απ’ το Remember κι απ’ τις αμερικάνικες αγορές, χαμουρευτήκαμε στο Πάρκο Ελευθερίας και στο γιαπί του Μεγάρου, είδαμε ταινίες στην ταράτσα του Βωξ με χάλια ήχο και τα Εξάρχεια να βράζουν, περπατήσαμε σε ένα άλλο Πασαλιμάνι και στην ίδια ανηφόρα του Λυκαβητού, φάγαμε τα γόνατά μας κάτω από ποδήλατα με χαρτονάκια από πακέτα τσιγάρων στις ακτίνες, και τα μούτρα μας κάτω από παπάκια και βέσπες, παίξαμε πρώτοι Space Invaders και Pac Man

Βασανιστήκαμε μερόνυχτα με DOS για να τυπώσουμε ένα ραβασάκι, και δεν φανταστήκαμε ποτέ πως θα κάνουμε μια μέρα ψυχανάλυση με Vista και Firefox, ποστ και κόμμεντς, τσατ και τουίττερ, με το κινητό στο mute και το iPod στο τέρμα...

Παιδί μου, σε τι κόσμο σε φέρνω...;
(γαμώ το MTV, τη Θώδη, τον Αυτιά και τον Ψιννάκη...)

Υ.Γ. Ας με συγχωρέσουν οι αξιότιμοι εκτός Αθηνών αναγνώστες.
Είμαι σίγουρος πως κι εκείνοι για κάτι θα έχουνε να κλαίνε.






.



O
καθηγητής Ντένις Κέρνελ μπήκε στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα δύο ώρες αργότερα, και αυτό που είδε ήταν κάτι που φοβόταν από καιρό. Ο Αιδεσιμότατος Τζάκσον ήταν νεκρός, εκεί στην τεράστια σάλα, και το σώμα του φριχτά παραμορφωμένο από την πτώση. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, για να μαντέψει τι είχε συμβεί. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δυο-δυο και έτρεξε στο δωμάτιο του Κλάιβ.

.........................................................

Η γοητευτική Λωρήν Ο’Κόννορ, σύντροφος του Ντένις Κέρνελ, μόλις είχε φτάσει στο Χάιμπριτζ. Το γεγονός ότι κανείς δεν απαντούσε στις κλήσεις της στο σπίτι την ανησύχησε βέβαια, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, όχι μόνο τι είχε ήδη συμβεί, αλλά και τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Σταμάτησε ένα ταξί κι έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες. Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε με ταχύτητα εκεί που ο εφιάλτης είχε ραντεβού με την όμορφη κοπέλα.

..........................................................

«Κλάιβ!» η φωνή του καθηγητή αντήχησε σε όλο το σπίτι, καθώς είχε μείνει να κοιτάζει το άδειο δωμάτιο και τα σπασμένα κάγκελα του πάνω ορόφου.

«Κλάιβ...!» προσπάθησε ξανά.

Δεν φαινόταν να υπάρχει καμία ένδειξη ζωής μέσα στο οίκημα. Ο επιφανής επιστήμονας μπήκε βιαστικά στο δωμάτιό του, άνοιξε το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου του, κι έβγαλε το καλογυαλισμένο και αχρησιμοποίητο περίστροφό του. Το έσφιξε στο χέρι του και βεβαιώθηκε πως είναι γεμάτο. Κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα με κατεύθυνση προς την κουζίνα. Κοντοστάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν επιβεβαίωση της αποφασιστικότητάς του, και μ’ ένα δυνατό τίναγμα η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το μόνο που πρόλαβε να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο που επικρατούσε στο χώρο, ήταν ένα περίπλοκο σύστημα από σχοινιά που κινήθηκαν όλα μαζί ρυθμικά με το άνοιγμα της πόρτας. Δυο τεράστια μαχαίρια, περίτεχνα δεμένα στις δύο άκρες ενός πλάστη, διέγραψαν μια ημικυκλική τροχιά και του έσκισαν την κοιλιά στα δύο.

Ο καθηγητής Κέρνελ δεν πρόλαβε καν να ουρλιάξει. Το όπλο του έπεσε στη στιγμή. Με τα δυο του χέρια προσπάθησε, πριν λυγίσει, να συγκρατήσει τα σωθικά του που ξετυλίγονταν μπροστά στα παγωμένα μάτια του μέσα σε μια λίμνη αίματος. Δευτερόλεπτα μετά, άφηνε την τελευταία του πνοή, μέσα σε σε φοβερούς σπασμούς, κουλουριασμένος στο δάπεδο πάνω στο ίδιο του το αίμα.

Μια σκιά σύρθηκε από την άκρη της κουζίνας, άλλαξε μορφές πάνω στα λερωμένα από το αίμα αντικείμενα του χώρου και βγήκε προς τους μεγάλους χώρους του ισογείου.

Ο Κλάιβ κροτάλισε τη γλώσσα του, και τα μάτια του γέμισαν πάλι μ’ εκείνο το απόκοσμο φως που τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με κτήνος παρά με άνθρωπο. Προχώρησε προς το πλάι της σκάλας, κι εκεί δίπλα στο πιάνο, έσκυψε και άνοιξε το μικρό ντουλάπι που υπήρχε στη βάση της. Έσυρε την καφέ δερμάτινη βαλίτσα, κάθισε ήρεμος στο πάτωμα, την έβαλε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να σκορπάει το περιεχόμενό της γύρω του. Ένα λαχάνιασμα ζωώδους έξαψης συνόδευε τις κινήσεις του. Ο χώρος γέμισε από φωτογραφίες, ημερολόγια, φτηνά κοσμήματα, και γυναικεία εσώρουχα. Ένα μικρό λευκό μαντήλι είχε κεντημένα στην μία γωνία τα αρχικά Λ.Κ.

Η κοφτή στριγκλιά της Λωρήν διέκοψε το σιωπηλό παραλήρημα του Κλάιβ. Η κοπέλα στεκόταν παγωμένη στην είσοδο του σπιτιού, ανήμπορη να κινηθεί, με το ένα της χέρι να σκεπάζει το στόμα της, για να μην ουρλιάξει κι άλλο, μπροστά στο απαίσιο θέαμα που αντίκριζε. «Ω, θεέ μου! Κλάιβ... τι... τι έκανες...;» Ο νεαρός μάζεψε αστραπιαία τα πράγματα που είχε απλώσει γύρω του και κουλουριάστηκε στα πόδια του πιάνου. Τα μάτια του είχαν πάρει πάλι εκείνο το εξωπραγματικό κόκκινο χρώμα.

«Ω, θεέ μου» επανέλαβε η κοπέλα κι έτρεξε προς την κουζίνα. Λύγισε πάνω από το άψυχο σώμα του καθηγητή Ντένις Κέρνελ και ξέσπασε σε λυγμούς.



Ο Κλάιβ είχε πλέον μεταμορφωθεί. Λίγα ανθρώπινα χαρακτηριστικά θύμιζαν πλέον πως κάποτε ήταν κι αυτός ένας κανονικός άνθρωπος σαν όλους τους υπόλοιπους. Μετά τα αποτρόπαια πειράματα του διάσημου καθηγητή, σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε κτήνος. Ένα μίγμα από χαρακτηριστικά αιλουροειδών, είχε πάρει τη θέση των δικών του. Τώρα πια, έμοιαζε περισσότερο με έναν άγριο μαύρο πάνθηρα. Τα άκρα του εξαιρετικά μυώδη και στιβαρά, ο λαιμός του μακρύς, το βάδισμα του αθόρυβο, το σώμα του καλυμμένο με τρίχωμα, οι αισθήσεις του οξυμένες σε υπέρτατο βαθμό. Πλησίασε την Λωρήν χωρίς εκείνη να τον καταλάβει. Σχεδόν ξέρασε τις λέξεις από μέσα του:

«Σήκω γλυκιά μου πριγκίπισσα». Η κοπέλα, σχεδόν υπνωτισμένη, αφέθηκε στις βουλές του. Ο Κλάιβ την έπιασε απαλά από την μέση και τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. Αργά αργά περπάτησαν μαζί ως το πιάνο και τη βοήθησε να κάτσει στο σκαμπό. Εκείνη δεν έκανε καμία προσπάθεια να αντισταθεί. Ίσα που κατάφερε να ψιθυρίσει:

«Μωρό μου... γιατί;»
«Πως μπορείς και με ρωτάς;» σχημάτισε τις λέξεις με δυσκολία ο Κλάιβ.
«Εσύ... εσύ... γιατί... έπρεπε να... τους σκοτώσεις;»
Εκείνος έβγαλε μια φρενιασμένη κραυγή που αντήχησε σε όλο το σπίτι κι έκανε τις χορδές του πιάνου να τρίξουν μπροστά τους.
«Ο άθλιος, με σκοτώνει εδώ και μήνες λίγο λίγο... Κοίτα με! Κοίτα πως έχω γίνει... ένα τέρας!»

Η κοπέλα δεν κούνησε καν το κεφάλι της. Άφησε τα χέρια της να πέσουν πάνω στα σκονισμένα πλήκτρα του πιάνου και παράταιρες νότες δόνησαν τον αέρα. Ο Κλάιβ της έπιασε τους καρπούς, τη βοήθησε να πάρει τη σωστή θέση και της ζήτησε ψιθυριστά: «Παίξε κάτι για μένα».

Εκείνη, σχεδόν υπνωτισμένη άρχισε να κινεί τα δάχτυλα της μηχανικά πάνω κάτω στο κλαβιέ. Παρά την κατάσταση σοκ στην οποία είχε πριν από λίγο περιέλθει, μια γνώριμη στον νεαρό μελωδία έβγαινε από το ανοιχτό πιάνο και χρωμάτιζε μελαγχολικά την ατμόσφαιρα.



Ο Κλάιβ είχε πλέον μεταμορφωθεί πλήρως. Ένα άγριο ζώο, που το μόνο που του είχε μείνει ήταν τα ένστικτα με τα οποία το προίκισε η φύση. Έκανε μερικές βόλτες γύρω από το πιάνο μέσα στο μισοσκόταδο, μυρίζοντας κάθε σπιθαμή του δαπέδου. Στάθηκε πίσω από τη Λωρήν, ενώ εκείνη με κλειστά μάτια επαναλάμβανε μηχανικά την ίδια μελωδία. Την μύρισε από κάτω χαμηλά στα λευκά της πόδια μέχρι ψηλά στο λαιμό. Αυτή η τόσο γνώριμη μυρωδιά του σώματός της τον γέμισε λαιμαργία και ένα άρρωστο γρύλισμα βγήκε από τον ουρανίσκο του. Την δάγκωσε στο αριστερό της πλευρό. Η κοπέλα δεν κινήθηκε. Έκοψε ένα κομμάτι σάρκας και το καταβρόχθισε λαίμαργα γλύφοντας ακόμα και το ζεστό αίμα που ανάβλυζε. Ύστερα έβαλε τα νύχια του μέσα στην ανοιχτή πληγή κι άρχισε να σκάβει με μανία τα σωθικά της. Βουτούσε τη γλώσσα του και δάγκωνε ένα ένα τα σπλάχνα της. Η Λωρήν ασάλευτη συνέχισε να παίζει.

Το κτήνος αργά και μεθοδικά ξέσκιζε τις σάρκες της και καταβρόχθιζε με λύσσα το φρέσκο κρέας. Λίγη ώρα αργότερα μπροστά στα διψασμένα μάτια του υπήρχε μόνο ένα πετσοκομμένο σώμα με δυο παρατεταμένα χέρια, ακίνητα πλέον. Τέντωσε το κορμί του και σηκώθηκε στα δύο πίσω πόδια του. Αργά και ήσυχα δάγκωσε το λεπτό λαιμό της κοπέλας και χωρίς προσπάθεια τον έκοψε στη μέση. Με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε το κεφάλι της πριν πέσει το πάτωμα και το έσφιξε στα κοφτερά του δόντια. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά το μόνο που θύμιζε την παρουσία της Λωρήν Ο’Κόννορ στον χώρο ήταν οι πιτσιλιές του αίματός της στο πιάνο.

..........................................................

Όση ώρα αντηχούσε στα αυτιά του ακόμα η αγαπημένη μελωδία, ο Κλάιβ έπαιρνε σιγά σιγά ξανά την ανθρώπινη μορφή του. Κατευθύνθηκε προς το άψυχο σώμα του Αιδεσιμότατου Τζάκσον κι έψαξε βιαστικά στις τσέπες του. Γρήγορα βρήκε το σημείωμα που αναζητούσε. Το ξεδίπλωσε και διάβασε ψιθυριστά:

«Συγγνώμη.
Καλύτερα να με ξεχάσεις για πάντα.
Ανήκω πλέον αλλού. Ολοκληρωτικά.»

Τις ίδιες ακριβώς λέξεις είχε διαβάσει σε ένα ολόιδιο σημείωμα αφημένο στο κομοδίνο του καθηγητή Ντένις Κέρνελ. Έσκισε τα δυο αυτά κομμάτια χαρτί και τα κατάπιε με μια αρρωστημένη όρεξη.

..........................................................

«Μητέρα...»
Έσπρωξε απαλά την πόρτα και περπάτησε μέχρι την παλιά κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο.
«Τέλειωσαν όλα... Μπορείς να είσαι ήσυχη πλέον. Δεν θα ξαναφύγω ποτέ...»

Η νεαρή γυναίκα, άπλωσε το χέρι της χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα της από το παράθυρο, κι έσφιξε το δικό του.

«Ω, Κλάιβ! Μου έλειψες αγάπη μου...»

Χάιδεψε την φουσκωμένη της κοιλιά
κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της...






.



Δεν αντέχω άλλο!
Δεν είναι ζωή αυτή!

Να προσπαθείς να συνεισφέρεις το μικρό σου λιθαράκι
στην ιστορία της Τέχνης,
και να 'χεις αυτόν
να σου αποδομεί τα ποστ με τόση ευκολία
που θα τη ζήλευαν ακόμα
κι ο Ζουράρις με τον Βέλτσο
μετά από τηλεποπτικό μαραθώνιο 22 ωρών,
σε πάνελ για την την κοσμοθεωρία
με το φιλοσοφικό όνομα "ουδέν εξ ουδενός"...

Αντίο σκληρέ κόσμε!
It was nice to meet you.

Ο Αιδεσιμώτατος Τζάκσον κατέβηκε με αργά βήματα από το βαγόνι.Κοίταξε ως το βάθος του σταθμού, κι ύστερα κοίταξε το μικρό χαρτί που κρατούσε στο χέρι: “Περπλ Άλλεϋ, Χάιμπριτζ, τελευταία οικία”. Το Χάιμπριτζ ήταν σίγουρα εδώ -το είχε δει στην ταμπέλα νωρίτερα- αλλά μέσα σ’ αυτό το πηχτό σούρουπο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ούτε μία σιλουέτα.
Διέσχισε το κτίριο του ερειπωμένου σταθμού με μια κάποια μυστικότητα. Η φήμη του τον κυνηγούσε, και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε εκείνη τη στιγμή, ήταν το να εξηγεί σε αγνώστους πώς βρέθηκε σε τούτη την ερημιά. Λίγο πριν την έξοδο, στα δεξιά του, μια σειρά μεταλλικών φοριαμών έστεκε σαν φάλαγγα στρατιωτική. Στάθηκε μπροστά στον τελευταίο κι έριξε μια κλεφτή ματιά τριγύρω. Κανείς. Έβγαλε την ασημένια αλυσίδα με το κλειδί από τη μέσα τσέπη του ράσου του και ξεκλείδωσε. Άρπαξε βιαστικά τη μικρή καφέ δερμάτινη βαλίτσα, κι εξαφανίστηκε λίγο πριν βγει ο σταθμάρχης για το απογευματινό του τσιγάρο.

Έσερνε βαριά τα βήματά του στο λασπωμένο δρόμο και η λαχανιασμένη του ανάσα άφηνε λευκά στιγμιαία συννεφάκια. Τα είχε τα χρόνια του πια, κι έτσι όπως προχωρούσε αποκαμωμένος έμοιαζε με μηχανή τρένου που αγκωμαχούσε στη μικρή ανηφοριά.

Κάποια στιγμή έφτασε. Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του επιβλητικού κτιρίου κι ένα ανεπαίσθητο ρίγος τον διαπέρασε. Διάβασε προσεκτικά στην ταμπέλα: “Δρ. Ντένις Κέρνελ, Καθηγητής Βιοχημείας”. Έσφιξε την ομπρέλα του στο χέρι και χτύπησε μ’ αυτήν την βαριά ξύλινη πόρτα. Εκείνη υποχώρησε ελάχιστα, κι ένα υγρό σκοτάδι ξεχύθηκε από μέσα. Ο Αιδεσιμώτατος Γκάπριελ Τζάκσον, ευγενής ως ήταν, περίμενε περί τα δύο λεπτά. Χτύπησε δυνατά άλλη μια φορά, μα το μόνο που συνέβη ήταν να ανοίξει περισσότερο η πόρτα. Στο πρώτο του βήμα το ξύλινο δάπεδο έτριξε ανατριχιαστικά κάτω από το βάρος του.

«Δόκτωρ Κέρνελ» είπε μεγαλόφωνα και ανιχνευτικά. «Είμαι ο Γκάμπριελ Τζάκσον, δόκτωρ Κέρνελ...» Η πιο ανησυχητική σιωπή του κόσμου έκανε τα αυτιά του ιερωμένου να πονέσουν. Παρόλο που τις τελευταίες τρεις ημέρες την αισθανόταν όλο και πιο διάχυτη γύρω του, η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να την αντέξει.

Το ισόγειο δεν είχε πολλούς χώρους. Μία τεράστια αίθουσα υποδοχής συγκοινωνούσε με την βιβλιοθήκη και το σαλόνι, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα. Από το σημείο που στεκόταν μπορούσε εύκολα να διακρίνει πως, αν και επαρκώς φωτισμένα από τις λάμπες του τοίχου, τα δωμάτια ήταν άδεια. Προχώρησε αργά προς την κουζίνα στο βάθος, με βήματα δυνατά, κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε και φωνάζοντας ακόμα μια φορά το όνομα του καθηγητή. Η κουζίνα ήταν σαφώς πιο σκοτεινή, και το μοναδικό κερί που έλιωνε πάνω στον πάγκο στο κέντρο της, έκανε τις σκιές των μαγειρικών σκευών που ήταν κρεμασμένα από την οροφή, να μοιάζουν απειλητικές. Γύρισε ξανά προς την είσοδο κι ανέβηκε σπό την ψυχρή μαρμάρινη σκάλα στον πάνω όροφο.

Εκεί τα πράγματα ήταν σαφώς διαφορετικά. Ένας μεγάλος στενός διάδρομος τύλιγε σα φίδι τον εξώστη. Από τη μια μεριά τα ξύλινα κάγκελα κι από την άλλη επτά πόρτες. Κλειστές. Όλες.

Το φως ήταν πιο λιγοστό εδώ πάνω κι ο Αιδεσιμώτατος Τζάκσον άναψε ένα κερί για να φωτίζει τα βήματά του. Η ίδια αποπνικτική σιωπή επικρατούσε σε όλο το μήκος του διαδρόμου. Το περισσό θάρος που είχε επιδείξει κατά την είσοδό του στο μυστηριώδες κτίριο, μάλλον τον είχε εγκαταλείψει, αλλά δεν μπορούσε πλέον να κάνει πίσω. Έπρεπε να τελειώσει το έργο του. Κόλλησε το αυτί του στην πρώτη πόρτα και αφουγκράστηκε. Κανένας ήχος. Κανένα σημάδι ζωής. Επανέλαβε μηχανικά την κίνηση αυτή άλλες δυο φορές. Όταν πλησίασε την τέταρτη πόρτα, την μεσαία σε όλον τον πάνω όροφο, το αίμα του πάγωσε. Από την σχισμή της πόρτας στο έδαφος, εκτός από ένα αμυδρό φως που τρεμόπαιζε, έβγαινε κι ένας παγωμένος αέρας. Ένας ήχος, σαν φίδι που σέρνεται ακούστηκε από μέσα.

«Κλάιβ» ψιθύρισε τόσο σιγά που μετά βίας άκουσε κι ο ίδιος τον εαυτό του.

Σιωπή.

Ο Γκάμπριελ Τζάκσον οπλίστηκε με τα τελευταία αποθέματα κουράγιου που είχε, κι άνοιξε απότομα την πόρτα. Φως σκόρπισε μονομιάς τριγύρω και φώτισε ακόμα και τις πιο σκοτεινές και βρώμικες γωνίες του διαδρόμου.

Ο χώρος μέσα, δεν θύμιζε δωμάτιο. Περισσότερο με εργαστήριο πειραμάτων έμοιαζε με όλους αυτούς τους δοκιμαστικούς σωλήνες, τα δοχεία με τα υγρά, τα καλά φυλαγμένα σε φορμόλη όργανα στα δοχεία τους. Κάγκελα που θύμιζαν μικρά κλουβιά ήταν αγκιστρωμένα στους τοίχους, και λουριά δερμάτινα διασκορπισμένα στο δάπεδο δημιουργούσαν ένα απόκοσμο σκηνικό από σκοτεινή ταινία. Ένας ξερός ήχος από την ντουλάπα στην άκρη του δωματίου, τρόμαξε τόσο τον αποφασισμένο ιερωμένο, που το κερί έπεσε από τα χέρια του και κύλησε μέχρι το παλιό κομό δίπλα στην πόρτα. Χρειάστηκε να γονατίσει για να το πιάσει.
Έτσι γονατιστά πλησίασε μέχρι την ντουλάπα. Την άνοιξε προσεκτικά έχοντας παρατεταμένη στο άλλο του χέρι την ομπρέλα του. Ένας σωρός από άδεια κουτιά και βάζα σκόρπισε στο πάτωμα, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να οδηγήσει τον άνθρωπο του Θεού, ένα βήμα πιο κοντά στο έμφραγμα.
«Κλάιβ» είπε αυτήν τη φορά πιο δυνατά, «Κλάιβ αγόρι μου, είσαι εδώ;» Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο γινόταν ολοένα και πιο κρύα και τα πόδια του είχαν παγώσει. Σύρθηκε γονατιστός όπως ήταν μέχρι το μεγάλο μεταλλικό κρεβάτι στο κέντρο του δωματίου. Εκεί, πάνω στα ξέστρωτα βρωμερά σκεπάσματα, έκλεισε τα χέρια του σαν χούφτα, έσκυψε, κι άρχισε να προσεύχεται μεγαλόφωνα σε μια ακατάληπτη γλώσσα.

Ένιωθε ήδη πως τα πάντα γύρω του άρχιζαν να στροβιλίζονται και να ίπτανται, προφανώς χαμένος μέσα σε μια ιεροτελεστική έκσταση, όταν αυτό που άκουσε τον έκανε να τιναχτεί όρθιος και να τεντώσει το γέρικο κορμί του.

Το πιάνο.

Το παλιό Steinway πιάνο δίπλα στη σκάλα!





Μια απόκοσμη μελωδία ακουγόταν από τον κάτω όροφο, κι έφτανε μέχρι βαθειά, στα πιο σκοτεινά σημεία του μυαλού του. Ο Αιδεσιμώτατος Γκάμπριελ Τζάκσον ένιωσε σε μια στιγμή να χάνεται ο κόσμος γύρω του. Το φως στο δωμάτιο χαμήλωσε απελπιστικά. Άρχισε να παραπατά προς τα πίσω, ενώ το βλέμμα του ήταν ακόμα καρφωμένο στο άδειο κρεβάτι. Προσπάθησε να κρατηθεί από την πόρτα, αλλά μάταια. Μια δύναμη, έξω από το σώμα του, τον έσπρωχνε με βία προς τα πίσω.

Τα παλιά ξύλινα κάγκελα δεν άντεξαν το βάρος του. Υποχώρησαν, και παρέσυραν μαζί τους και τον άτυχο ιερωμένο, στο κενό του μεγάλου χώρου υποδοχής. Το σώμα του συνεθλίβη πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι, και το κρανίο του άνοιξε στα δύο σκορπίζοντας το περιεχόμενό του ολόγυρα.

Ο εξωφρενικός ήχος του πιάνου άρχισε να χαμηλώνει...

.................................................................................................

Ο Κλάιβ σύρθηκε αργά αργά κάτω από το κρεβάτι. Μόλις σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν κανείς πια στο δωμάτιο, άρπαξε με αστραπιαία ταχύτητα τη μικρή βαλίτσα του ιερωμένου και ξαναχώθηκε στο σκοτάδι του.
Σχεδόν με λαιμαργία, έσκισε το καφέ δέρμα με τον σουγιά του, κι έμεινε να κοιτάζει με τα πελώρια, υγρά, κόκκινα μάτια του το περιεχόμενο...



(συνεχίζεται)



.

Μήνες παλεύω να βρω μια ωραία αφορμή γι αυτό το τραγούδι.
Τελικά αποφάσισα πως δεν χρειάζεται αφορμή.
Αν αγαπάς κάτι, το αγαπάς χωρίς προϋποθέσεις.

Το αφήνω λοιπόν εδώ πέρα, έτσι για να το βλέπω όποτε θέλω, για να θυμάμαι ό,τι μου θυμίζει, για να ανατρέχω με ευκολία σε ότι μου δείχνει -ξανά και ξανά- αυτό που είμαι, αλλά δεν υπήρξα ποτέ...

Έσκυψα κι έψαξα κάτω από τον καναπέ. Σήκωσα το χαλί και χτένισα το πάτωμα με το βλέμμα μου. Τίποτα. Κοίταξα στα σκουπίδια της κουζίνας, του μπάνιου, του γραφείου. Μέχρι και στον κάδο της γωνίας πήγα. Πουθενά. Έριξα μια ματιά στο πατάρι, στην αποθήκη, στο λεβητοστάσιο, στο σκοτεινό γκαράζ. Ψαχούλεψα τα πράγματα της γυναίκας μου, τα νεσεσέρ της, το δεύτερο συρτάρι στο κομοδίνο, ακόμα και το ράφι στο μπάνιο με τα καλλυντικά της. Τίποτα, τίποτα, τίποτα...

Άφησα για το τέλος το ψυγείο. Κοίταξα στην συντήρηση, στο καλάθι για τα λαχανικά, στα τάπερ με τα αλλαντικά και τα τυριά. Έκανα άνω κάτω την κατάψυξη. Η αποτυχία ήταν πλήρης και καθηλωτική.

Που στα τσακίδια
έβαλα την αυτοεκτίμησή μου σήμερα;




.



Ο εγκέφαλός μου είναι πιο έξυπνος από μένα.

Με ξεγελά διαρκώς. Σ’ αυτήν την ατέλειωτη παρτίδα σκάκι που παίζουμε, κοντά 25 χρόνια τώρα, εμφανίζει διαρκώς από τα μανίκια του άσσους, ντάμες και δεκάρια, και μου πετά στα μούτρα το ένα φλος ρουαγιάλ μετά το άλλο, εγώ προσπαθώ να του πω πως στο σκάκι δεν παίζουμε με χαρτιά, αλλά εκείνος μου κλέβει τις μάρκες σιγά σιγά μ’ αυτόν τον δόλιο τρόπο, και μ’ αφήνει ν’ αναρωτιέμαι αν το φουλ του άσσου είναι καλύτερο από ένα «Ρεν» ή αν το καρρέ του ρήγα είναι καλύτερο από ένα «Ματ».

Ο καργιόλης...

Τις προάλλες προσπαθούσα να χωρέσω τρεις ζωές σε μια βδομάδα. Δεν ήξερα πως γίνεται γιατί δεν πήγα σχολείο ποτέ μου. Το πάλευα όμως, δοκίμασα όλα μου τα κατσαβίδια, κατέβασα καινούργιο σόφτγουερ από το ίντερνετ, ήρθαν και κάτι φίλοι μου –μεγάλα λαμόγια, ξέρουν από νύχτα- να με βοηθήσουν, στο τέλος σχεδόν τα είχα καταφέρει, μου περίσσευαν μόνο κάτι καλοκαίρια και κανα δυο Χριστούγεννα, αλλά κάπως θα τα στρίμωχνα κι αυτά, και τότε...

...ήρθε ο καργιόλης, βγήκε μέσα από τη σκοτεινή ντουλάπα, ούτε που τον άκουσα, εξαφάνισε τα κατσαβίδια μου, έσβησε όλον τον σκληρό μου δίσκο, μέθυσε τους φίλους μου και πέσανε για ύπνο, με κοίταξε κατάματα –εγώ δεν τον αναγνώρισα, δεν θα πίστευα ποτέ ότι είναι αυτός, τόσο σπουδαία μάσκα φόραγε- πήρε τα καλοκαίρια και τα Χριστούγεννα, τα πάτησε με τη γροθιά του μέχρι που γίνανε λιώμα, και αργά και σαρκαστικά τα κατάπιε μέσα στο τεράστιο μαύρο στόμα του. Για πάντα.

Έκλεισε το βαρύ δέμα, το έπαιξε για λίγο στα χέρια του σαν να ‘ταν τραπουλόχαρτο, το έβαλε στο ένα μανίκι του, το έβγαλε από το άλλο, μου έκλεισε το μάτι και μου το πέταξε στα μούτρα.

Άπλωσε το χέρι του και μου πήρε άλλες είκοσι μάρκες, την ώρα που εγώ ακόμα κοίταζα πως θα προστατέψω τον πύργο μου και θα επιτεθώ με το άλογό μου.

Έφυγε γελώντας κι εκστομίζοντας απειλές “θα ξανάρθω” την ώρα που άναβε το τελευταίο μου τσιγάρο...

Ο εγκέφαλός μου είναι πιο έξυπνος από μένα.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy