Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα short truths. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα short truths. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Και να, τώρα κάθομαι εδώ, με δεμένη τη γλώσσα και χωρίς σταγόνα μελάνι στην πένα μου. Χαζεύω ηλεκτρόνια φορτισμένα να περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες από μπροστά μου, κι ανήμπορος να αιχμαλωτίσω έστω κι ένα για να το περιεργαστώ, καταβροχθίζω λέξεις που ξέφυγαν από παντοδύναμες γλώσσες και σκάνε με φαντασμαγορικό τρόπο πάνω στους τοίχους μου και τους λερώνουν άτσαλα. Και δε χορταίνω.

Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.

Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.

Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.

Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.

Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.

Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.

Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…

Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.




.



Κατάλαβες τώρα;

Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Αλλά ας τα ξαναπούμε άλλη μια φορά, είσαι λίγο βλαμένος εσύ αν θυμάμαι ακόμα καλά.

Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, παίρνεις όση περισσότερη φόρα μπορείς και κουτουλάς με μεγαλοπρέπεια πάνω στον τσιμεντένιο περίγυρο. Και δεξιά και αριστερά. Καλά ως εδώ; Ναι, θα κουτουλήσεις αναγκαστικά, όλοι κουτουλάνε. Αν δεν έπαιζε αυτόν τον ρόλο δεν θα ήταν εκεί. Σωστά;

Σηκώνεσαι ψιλοζαλισμένος, ξοδεύεις λίγο χρόνο -λίγο λέω, μη μας πάρει όλη μέρα- απορείς αναίτια (αλλά δεν πειράζει, θα σου περάσει κι αυτό, θέμα μνήμης είναι), μαζεύεις τα θραύσματα, τα θάβεις με μυστικιστική μεθοδολογία νομίζοντας πως κανείς δεν θα σε πάρει χαμπάρι, ξαναγυρνάς στο σημείο εκκίνησης, και...

Εδώ θέλω την προσοχή σου: φτάνεις πρώτα στην άκρη της περιοχής σου για να πάρεις όση φορά είναι ανθρωπίνως δυνατόν -είναι σημαντικό αυτό, μην το ξεχνάς- τεντώνεις τους μουδιασμένους σου μύες παριστάνοντας πως η αλτικότητά σου είναι στα ντουζένια της, και κάνεις το σπριντ της ζωής σου. Ναι, ξέρω. Κι άλλες φορές το έκανες, ή μάλλον έτσι νόμιζες, αλλά φευ! αυτό εδώ τώρα είναι το άλμα της ζωής σου κακομοίρη, μη χαζεύεις, άκου με προσεκτικά: τρέχεις ανελέητα γρήγορα, σκάβεις με το τρεχαλητό σου το χώμα από κάτω, και σκας πάνω στον πέτρινο τοίχο που ήταν από την αρχή πίσω σου (την τύφλα μου μέσα!) με όση περισσότερη δύναμη μπορείς. Μην τρελαίνεσαι. Ο τοίχος θα αντέξει. Αποκλείεται να έκανε λάθος ο κατασκευαστής. Εσύ πάλι... δεν είμαι και πολύ σίγουρος αλλά όπως σε βλέπω καλά θα τα πας. Μάλλον. Λίγη ζαλάδα, κάτι μώλωπες, δυο τρία κατάγματα, θα ζήσεις. Ανάπηρος ξε-ανάπηρος θα ζήσεις γιατί όπως και να ‘χει πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Και το τέλος είναι απέναντι.

Οπότε; Τι έμεινε; Μπράβο παληκάρι μου! Καλά το είπες. Το “απέναντι”. Μόνο που δεν είναι απέναντι. Είναι μπροστά, ε; Μην μπερδεύεσαι. Από εδώ ξεκινάνε όλα, να, εδώ που στεκόμαστε τώρα. Όλα τα άλλα είναι γελοίες υπεκφυγές, αλλά θα σου κάνω το χατήρι να τα παραβλέψω κι αυτή τη φορά γιατί σέβομαι τις αμφιβολίες σου. Για τελευταία φορά όμως.

Εδώ που είσαι τώρα λοιπόν είναι εύκολα τα πράγματα. Ούτε φόρα χρειάζεσαι, ούτε αυτοσυγκέντρωση, ούτε τίποτα. Κουνάς λίγο το κοκκαλωμένο σου πόδι και περνάς στην άλλη πλευρά. Απλό, έτσι; Ένα γαμημένο μικρό βηματάκι. Φυσικά και θα το κάνεις. Και ακριβώς τη στιγμή που πρέπει θα πρόσθετα, διότι και γι αυτό φρόντισε η νομοτέλεια των επιλογών σου. Ναι, ναι... Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, ξέρεις καλά τι λέω, αλλά αν θες σώνει και καλά κουβέντα θα την κάνουμε στην άλλη πλευρά. Οκ; Θα είμαι εκεί και θα πίνω τσίπουρα. Αν θα με βρεις εύκολα; Πού να ξέρω ρε φίλε; Εξαρτάται. Απ’ το αν θα περάσεις όρθιος, απ’ το αν θα ζαλίζεσαι, απ’ το αν έχεις μάτια στον κώλο, πού να ξέρω; Αλλά πάντως εσύ αυτά θα κάνεις. Στα σίγουρα. No other options available. Γκέγκε;

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ε;
Άντε, πάμε τώρα!


[
photo]


.



















- Συγγνώμη, μήπως έχετε ώρα;
- Τυφλός είσαι;
- Γιατί το λέτε αυτό;
- Διακόσια ρολόγια έχω μπροστά μου! Δε μπορείς να δεις μόνος σου;
- Μα… μα… το καθένα δείχνει διαφορετική ώρα…
- Ε, και;
- Ποιά είναι η… σωστή;
- Όλες! Διάλεξε όποια γουστάρεις.
- Και πώς θα καταλάβω αν είναι η σωστή;
- Κάποια στιγμή όλες είναι σωστές.
- Ναι, αλλά πώς θα καταλάβω πότε ήρθε η στιγμή αυτή;
- Όταν έρθει θα το καταλάβεις…
- Είστε σίγουρος;
- Μην ανησυχείς. Κανείς δεν την έχασε μέχρι τώρα…


[Photo]
.



Ώρες ώρες ένιωθα πραγματικά ευλογημένος.

Κατάφερα να έχω μια καταπληκτική πορεία στη ζωή μου. Με την έννοια της καριέρας, των απολαβών και ότι άλλο αυτά τα δύο συνεπάγονται. Έφτιαξα από το μηδέν πολλά και ξεχωριστά πράγματα στην πιο δημιουργική μου ηλικία. 25 με 40. Κατάφερα να έχω απανωτές επαγγελματικές και προσωπικές επιτυχίες, να φτιάξω ένα σπίτι και μια ζωή από το μηδέν. Οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί, χωρίς ακίνητα, χωρίς αυτοκίνητα- κάτι σακαράκες θυμάμαι μια ζωή τον πατέρα μου να οδηγεί- μα με έμαθαν πώς να στέκομαι όρθιος. Κατάφερα πολλά για τα μέτρα μου. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου χαρίστηκε.

Έμαθα να ζωγραφίζω να παίζω μουσική, ύστερα να γράφω, λόγια και μουσική, έμαθα τη γραφιστική, δεκάδες προγράμματα στους υπολογιστές, την τέχνη των πωλήσεων, την τέχνη της διοίκησης, ούτε που θυμάμαι πια τι έχω μάθει. Στο πεζοδρόμιο, στη ζωή μέσα, όχι στα θρανία. Μόνος μου. Κάθε στόχο που έβαζα τον κατακτούσα, φτύνοντας αίμα, χύνοντας ιδρώτα, ξενυχτώντας και κοπιάζοντας, ξοδεύοντας, κάνοντας λάθη, δουλεύοντας ασταμάτητα, ξεχνώντας πολλές φορές ακόμα και να ζω.

Κάποτε κατάφερα να έχω ένα σπίτι που δεν του έλειπε τίποτα. Κατάφερα να έχω ρούχα και παπούτσια άφθονα, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, υπολογιστή, laptop, κινητά... όλα όσα οι πρώιμες στερήσεις και η καταναλωτική μου μανία με έκαναν να θέλω να αποκτήσω. Βοήθησα όσο μπορούσα τους γονείς μου, την οικογένειά μου. Ήμουν αυτός που στα δύσκολα, όλοι ρωτούσαν τι έπρεπε να γίνει, ήμουν “αυτός που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν”.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η ζωή καμιά φορά έχει διαφορετική άποψη.

Ο φόβος μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου με πολλούς τρόπους, πριν αρκετά χρόνια. Άρχισα να φοβάμαι, χωρίς εμφανή λόγο και αιτία, πως θα έχανα κάποιο δικό μου πρόσωπο, από αρρώστια ή από ατύχημα. Δε συνέβη ποτέ μέχρι τώρα κάτι τέτοιο αλλά εγώ φοβόμουν. Άρχισα να φοβάμαι με το παραμικρό για την υγεία μου. Δεν πήγαινα ποτέ σε γιατρό για οτιδήποτε, μην τυχόν και η διάγνωση αφορούσε κάτι άλλο, ανίατο. Έβγαζα παρανυχίδα και νόμιζα πως είχα καρκίνο του δαχτύλου. Άρχισα να φοβάμαι για τη δουλειά μου, μην τη χάσω, μη χάσω το εισόδημά μου, μη χάσω όλα αυτά που αυτό μου προσέφερε. Φοβόμουν μη χάσω την κοπέλα μου, τους φίλους μου, το κινητό μου, τα κλειδιά μου, τα αρχεία μου από τον υπολογιστή, τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου... ΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!
Φοβόμουν που… φοβόμουν!

Αρρώστησα. Είχα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Σοβαρά συμπτώματα. Μου κοβόταν η ανάσα. Πνιγόμουν. Το στήθος μου βάραινε και πονούσε η καρδιά μου. Βράδια ολόκληρα. Δεν έτρωγα, κρύωνα και ίδρωνα ταυτόχρονα. Τα σωματικά μου υγρά ανεξαρτητοποιήθηκαν και αποφάσιζαν δικές τους πορείες. Οι κρίσεις πανικού έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Πήρα χάπια, πήρα άδεια, πήρα τον πούλο…

-------------------------------------------------------------------------------------------

Μια μέρα όλα άρχισαν να συμβαίνουν ανάποδα. Όλα.

Έχασα τη δουλειά μου. Αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου. Το πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις. Απέτυχα. Έμεινα από χρήματα, ενώ είχα φτιάξει και μια ωραιότατη συλλογή από δάνεια και πιστωτικές. Τότε τα δίνανε με το τσουβάλι. Κι εγώ χρωστούσα με το τσουβάλι. Έτρεξα για δουλειά, έψαξα, ζήτησα, απορίφθηκα, στενοχωρήθηκα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, εγκατέλειψα, ξαναπροσπάθησα, παραιτήθηκα, βαρέθηκα, αηδίασα, αλλά... αλλά... δεν φοβήθηκα...!
Τι διάολο;


Τα κανάλια και οι ειδήμονες είχαν αρχίσει ήδη να προειδοποιούν για τη κρίση από το εξωτερικό και τις παρενέργειές της, αλλά ποιος έδινε σημασία;

Έκανα το βιογραφικό μου φέιγ-βολάν και το μοίρασα παντού. Τίποτα. Ζήτησα δανεικά από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, αγνώστους, όλους. Κάποιοι με βοήθησαν. Όχι αυτοί που περίμενα. Άλλοι. Παράξενο.

Έκανα ένα παιδί. Έπρεπε να φάει, να πλυθεί, να ντυθεί, να πάει σε γιατρούς, να κάνει εμβόλια, να φάει, να ξαναφάει. Ζητιάνεψα δουλειές. Δέχτηκα να τις κάνω με το ένα τρίτο των χρημάτων απ’ ότι παλιότερα. Η γυναίκα μου φοβόταν, οι γονείς μου φοβόνταν, οι γονείς της φοβόνταν, όλοι φοβόνταν. Εγώ… εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να βρω λύσεις, να δώσω απαντήσεις και δεν είχα τίποτε από τα δύο πρόχειρο. Με κοίταζαν όλοι στα μάτια, ρουφάγανε εικασίες από το βλέμμα μου, υπέθεταν τις κινήσεις μου, μάντευαν τις σκέψεις μου και φοβόνταν.

Ύστερα άρχισαν τα τηλεφωνήματα από τις τράπεζες. Κάθε μέρα. Όλο και πιο πολλά. Οι απειλές εκτοξεύονταν ευθέως: “…ή αυτό ή θα κινηθούμε νομικά εναντίον σας!” Το “αυτό” δεν υπήρχε ως επιλογή. Άρα τι έμενε; Ένας ατέλειωτος νομικός μαραθώνιος που κανείς δεν ήξερε πού και πότε θα τελείωνε. Σύντομα, οι εισπρακτικές εταιρίες αντικατέστησαν τις τράπεζες, η κρίση είχε έρθει για τα καλά κι είχε στρογγυλοκαθίσει στην πλάτη της Ελλάδας, ή έτσι μας έλεγαν τουλάχιστον, οι εταιρίες μαζεύτηκαν, οι δουλειές μειώθηκαν δραματικά, οι εισπρακτικές στο ρόλο του ιεροεξεταστή έκαιγαν ανθρώπους στην πυρά ή τους απειλούσαν γι αυτό. Μας απειλούσαν. Η χαραμάδα της πόρτας γέμιζε από εξώδικα και διαταγές πληρωμής. Τα μάζευα βιαστικά για να μη γίνω ρεζίλι στους γείτονες… Τα δικαστήρια δεν άργησαν να έρθουν.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Νόμος.

Δεν έμεινα έτσι.
Επειδή πιστεύω στο παραπάνω ρηθέν, κι επειδή αποφάσισα ότι υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να φοβάμαι κι όχι οι τζάμπα απειλές, έτρεξα, διάβασα, ενημερώθηκα, βρήκα μια δικηγόρο πιο μάγκα κι από τους μάγκες, έμαθα τα όπλα τους κι άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου. Χρησιμοποίησα όσα δικονομικά μέσα προσέφεραν οι νόμοι τους υπέρ μου, για να πάρω αναβολές, να κάνω ανακοπές, αναστολές, αναδιαρθρώσεις, ανασκολοπίσεις, ότι γινόταν. Τα κατάφερα και τα καταφέρνω ακόμα. Είναι πόλεμος αυτό. Ή αυτοί ή εγώ. Και σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν σε παίρνει να πας φοβισμένος.

Κατάφερα να μετασχηματίζω σε δικό μου concept, κάθε αναποδιά που συνέβαινε. Προσποιούμαι ότι εγώ φρόντισα να γίνουν έτσι τα πράγματα και ψάχνω για το παρακάτω. Το βρίσκω, το στολίζω, το συμμαζεύω και το χρησιμοποιώ. Κι όταν τρώω σφαλιάρες από αναπάντεχα γεγονότα, τα βαφτίζω μέρος του concept, και προσπαθώ να τα εντάξω στη φαρέτρα μου. Δεν μου κόβεται η ανάσα πια: ο χαμένος δε φοβάται να χάσει και κάτι ακόμα. Έχω-λεφτά-ξοδεύω, δεν-έχω-λεφτά-δεν-ξοδεύω. Απλό αν το σκεφτείς. Και τι έγινε που μπήκαμε στον Τειρεσία; Δεν πέθανε κανείς από χρέη, ούτε στο δρόμο μείναμε. Ακόμα. Ψωμί να έχουμε να φάμε, γάλα για το παιδί επίσης. Να το ντύσουμε εκείνο. Για μένα χέστηκα. Κι ας έχω τρία χρόνια να αγοράσω πουκάμισο - και τα παλιά μια χαρά μου κάνουν.

Υπάρχουν ακόμα βράδια, που καθισμένος μπροστά στη σιωπή του υπολογιστή μου νιώθω το ταβάνι να πλησιάζει ασφυκτικά, μια τεράστια μπότα προσπαθεί να με πατήσει στο στήθος. Δικαστικοί κλητήρες και εισαγγελείς ουρλιάζουν στ’ αυτιά μου, οι τράπεζες ανοίγουν με λοστούς τα παράθυρά του σπιτιού, κι εισβάλλουν μέσα όλοι οι φόβοι του κόσμου μαζεμένοι, σα στρατός ανίκητος . Χάος επικρατεί στους νευρώνες μου. Ηλεκτροσόκ. 400Watt. Ξανά. Και ξανά. Και μετά πάλι ζωντανός. Όρθιος. Οριακά χαμογελαστός. Παίρνω μια τεράστια γόμα, σβήνω αυτό το κακοφτιαγμένο σκηνικό, ξαπλώνω δίπλα στη γυναίκα μου, την αγκαλιάζω, και ελπίζω πως την άλλη μέρα θα σηκωθώ και πάλι ολόκληρος, δυνατός, όρθιος.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Is this real or what?

Οι ειδήσεις ξερνάνε καθημερινά απειλές και τρόμο. Τα διεθνή μέσα μάς βομβαρδίζουν με εικόνες βιβλικών καταστροφών και αποδεκατισμένων ή (στην καλύτερη) ασφυκτικά καταπιεσμένων πληθυσμών. Αδρά πληρωμένοι ρήτορες εξιστορούν σενάρια βιβλικού χάους, όλα γύρω μας ουρλιάζουν: “Μην κουνηθείς, μην αντιδράσεις, ισχύει αυτό που θα σου πούμε εμείς και μόνο, μην έχεις απορίες, μην κάνεις ερωτήσεις, η τηλεόραση είναι εκεί ·για σένα, ο καναπές είναι ωραίο πράγμα, πάρε έναν καινούργιο με 28.000 άτοκες δόσεις, βολέψου εκεί, γίνε ένα με αυτόν, μη ξανασηκωθείς, άντε μπες και λίγο στο facebook να ξεδώσεις, τυχερέ, έβγαλε καινούργιο DVD η Τζούλια... Like, Like, Like…”

Οι Σάξονες το λένε καλύτερα:
Choose a life!



Η ανάρτηση αυτή έγινε στα πλαίσια της “Ημέρας ενάντια στο φόβο".
Δείτε περισσότερα εδώ:
http://grfear.blogspot.com/



.



25 πράγματα που πρόλαβα
να κάνω μέχρι σήμερα στη ζωή μου:

  1. Να ταξιδέψω πολύ.
  2. Να πω τη γνώμη μου όποτε ήθελα χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες.
  3. Να γράψω τουλάχιστον ένα ποίημα.
  4. Να γράψω τουλάχιστον ένα τραγούδι.
  5. Να ζωγραφίσω τουλάχιστον έναν πίνακα.
  6. Να πω σε μια γυναίκα “σ’ αγαπάω” ουρλιάζοντας στη μέση της Κηφισίας.
  7. Να πω στη γυναίκα μου “σ’ αγαπάω” με όλους τους σιωπηλούς τρόπους του κόσμου (και μερικούς ηχηρούς…)
  8. Να παντρευτώ.
  9. Να κάνω ένα πραγματικά υπέροχο παιδί.
  10. Να κλάψω από ευγνωμοσύνη γι αυτό.
  11. Να κλάψω από ανησυχία γι αυτό.
  12. Να λαχταρίσω για τη ζωή πολλών ανθρώπων γύρω μου.
  13. Να ανακουφιστώ που πάντα στο τέλος ήταν ζωντανοί.
  14. Να κυλιστώ για ώρες σ’ ένα γρασίδι αμέριμνος.
  15. Να περπατήσω για ώρες σε μια αμμουδιά μόνος μου, πλήρης.
  16. Να χτυπηθώ και να βραχνιάσω σε μια κερκίδα γηπέδου.
  17. Να δω ζωντανά τους περισσότερους θρύλους της μουσικής που μου αρέσει.
  18. Να στηριχτώ σ’ έναν φίλο μου και να μην πέσω.
  19. Να στηρίξω έναν φίλο μου και να μην πέσει.
  20. Να ράψω ένα κοστούμι ακριβώς στα μέτρα μου.
  21. Να μάθω να σιδερώνω τα πουκάμισά μου μόνος μου.
  22. Να φτιάξω την καλύτερη φασολάδα στα Βαλκάνια.
  23. Να φτιάξω μια ωραία διαφήμιση και να τη δω μετά από χρόνια, τυχαία σ’ ένα περιοδικό, και να χαζογελάω σα μικρό παιδί.
  24. Να κοιμηθώ γυμνός σε μια έρημη παραλία.
  25. Να μείνω γυμνός χωρίς ντροπή, μπροστά σε ανθρώπους που έβλεπαν μόνο τα ρούχα μου μέχρι τώρα.

5 πράγματα που δεν έκανα ποτέ
(and Im proud of it):

  1. Δεν αδίκησα ενσυνείδητα ποτέ και κανέναν, με όποιο κόστος κι αν είχε αυτό.
  2. Δεν σκότωσα ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Και τα μυρμήγκια έχουν δικαιώματα.
  3. Δε στέρησα σε κανέναν μια μικρή ή μεγάλη χαρά, όποτε είχα την ευκαιρία να την προσφέρω.
  4. Δεν κώλωσα να πω “ναι” ή “όχι” εκεί που όλοι οι άλλοι θα έκαναν το αντίθετο.
  5. Δε δάγκωσα ποτέ το χέρι που με τάιζε. Σε όποιον κι ανήκε.

10 πράγματα που σκοπεύω να κάνω πριν πεθάνω
(γύρω στα 125 μου…):

  1. Να πάω ένα ταξίδι 3 μηνών.
  2. Να οδηγήσω με 250χλμ./ώρα τη μηχανή μου σε μια καλοστρωμένη πίστα.
  3. Να φάω όση σοκολάτα υπάρχει σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το σπίτι μου.
  4. Να πω “σ’ αγαπώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζονται.
  5. Να πω “σ’ ευχαριστώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζομαι.
  6. Να μάθω στο παιδί μου τι σημαίνει “αντίληψη” και να ελπίζω να το εκτιμήσει και να τη χρησιμοποιήσει σωστά.
  7. Να μάθω να κάνω τη γυναίκα μου να λαχταράει από χαρά σε όλες τις ηλικίες.
  8. Να μάθω να συγχωρώ ευκολότερα.
  9. Να μάθω μουσική.
  10. Να μάθω να πετάω.

3 πράγματα που αισθάνομαι

κάθε δευτερόλεπτο που αναπνέω:

  1. Ευγνωμοσύνη για ό,τι μου έδωσαν οι γονείς μου.
  2. Μια απέραντη αγάπη για τη γυναίκα μου και μια απροσμέτρητη για την κόρη μου.
  3. Μια ανατριχίλα για ό,τι μου ξεσηκώνει την καθημερινότητα
    και με κάνει να αισθάνομαι ακόμα ζωντανός…

43 πράγματα σε 43 χρόνια!
Δεν τα λες και λίγα.

Άντε, να με χαίρεστε, και του χρόνου σπίτια μας!







.

Προσοχή: Ακολουθεί ποστ-κόλαφος!



Εν μέσω αντικαπνιστικού παραληρήματος, επικείμενου χειμώνα και καταιγίδας μειώσεων, στερήσεων και απαγορεύσεων, σου προτείνουμε πέντε καλούς λόγους για να συνεχίσεις ακάθεκτος το τσιγάρο. Ναι, σωστά διάβασες! Κάτι σαν πληρωμένες απαντήσεις (για τον εαυτό σου και τους άλλους) απέναντι στους ξενέρωτους αντικαπνιστές που ξεφύτρωσαν τώρα τελευταία, όχι από άποψη -καθ’ όλα σεβαστή- αλλά από φόβο για τα πρόστιμα. Σαν τα σπασικλάκια στο σχολείο που δεν ακολουθούσαν την τάξη στην κοπάνα για να μην πάρουν απουσία και τους μαλώσει ο δάσκαλος.
Αν καπνίζεις, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς γιατί, βρες εδώ πέντε τρανταχτά άλλοθι για τον εαυτό σου και τους άλλους. Γιατί τους λόγους για να το κόψεις τους ξέρεις καλά και μόνος σου (κι είναι παραπάνω από πέντε)…

1. Γιατί δεν χωράς σε στερεότυπα
Πήρες απολυτήριο απ’ το Λύκειο. Πτυχίο απ’ το Πανεπιστήμιο. Απολυτήριο απ’ τον στρατό. Δεν χρωστάς στην εφορία (λέμε τώρα), ζητάς αποδείξεις κι από τους ψιλικατζήδες, ανακυκλώνεις τα κουτάκια της μπίρας, χρησιμοποιείς μέσα μαζικής μεταφοράς, πήρες υβριδικό αυτοκίνητο, δεν πετάς σκουπίδια στις παραλίες (κυρίως επειδή δεν πας πλέον), ούτε αποτσίγαρα στον δρόμο. Δεν θάβεις ποτέ τους συναδέλφους σου στο αφεντικό, δεν πίνεις όταν οδηγείς-δεν οδηγείς όταν πίνεις, δεν κάνεις σεξ χωρίς προφυλακτικό, δεν κλέβεις το παγκάρι της εκκλησίας, δεν διαδίδεις ψευδείς ειδήσεις για κολλητούς σου για να τους φας την γκόμενα. Ναι, είσαι ο Mr. Perfect. Με σάρκα, οστά και ένα πακέτο τσιγάρα στην κωλότσεπη. Πειράζει;

2. Γιατί παραπέμπεις σε κακό παιδί!
Αν λέγαμε στους teddy-boys της δεκαετίας του εξήντα πως θα ‘ρθει μια μέρα που το να καπνίζεις ένα τσιγαράκι του Θεού, σε καθιστά αναρχοαυτόνομο στοιχείο που κινδυνεύει να συλληφθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά, να εκδιωχτεί από τον χώρο, να πληρώσει πρόστιμα, μέχρι και να γίνει αιτία να μπει λουκέτο στην επιχείρηση που υποθάλπει και ανέχεται την εγκληματική αυτή συμπεριφορά, θα μας έφτυναν κατάμουτρα και θα κατέβαζαν τα παντελόνια τους, κουνώντας περιφρονητικά τους κώλους τους δημοσίως.Σήμερα, ακόμα κι ο τελευταίος μπούλης μπορεί να λουστράρει την εικόνα του, κρατώντας και μόνο ένα πακέτο με τσιγάρα. Και είναι γνωστό, πως στις γυναίκες για κάποιο ακατανόητο λόγο αρέσουν τα “κακά παιδιά” οπότε αυξάνεις τις πιθανότητες να βάλεις τρίποντο. Ειδικά στην κατηγορία: “δεν-υπάρχουν-πια-αληθινοί-άντρες-σου-λέω”.

3. Γιατί είναι η τελευταία απόλαυση που σου απομένει!
Πρώτα έκοψες τα ακριβά εστιατόρια και τα ακριβά κρασιά. Μετά μείωσες τα ποτά που πίνεις κάθε βράδυ και σταδιακά και τις εξόδους. Στη συνέχεια, έκοψες τον καφέ από τα Starbucks και το καλό ντελιβεράδικο κάθε μέρα στο γραφείο και τρως κάτι φοιτητικά τελειωμένα σουβλάκια. Όσο για καινούργια ρούχα και gadgets, άσε καλύτερα. Αφήνεις τους άλλους να πάρουν το καινούργιο i-Pad, ενώ εσύ το χαζεύεις στη βιτρίνα του Multirama και σου τρέχουν τα σάλια σαν να βλέπεις μπακλαβά. Πόσες θυσίες πια;
Αν ένα πακέτο κοστίζει για παράδειγμα 3,40 €, κάθε τσιγάρο σου κοστίζει 0,17 € ανά μέσο όρο. Μην το σκέφτεσαι. Δεν θα βρεις πουθενά στον πλανήτη άλλη αντίστοιχη απόλαυση με 0,17 € όσο κι αν το ψάχνεις. Είναι το τελευταίο προπύργιο απόλαυσης που σου έχει απομείνει και θα το περιφρουρήσεις. Μέχρι θανάτου!

4. Γιατί σου αρέσει το τσιγάρο (έτσι απλά) !
Το τσιγάρο είναι γεύση. Και η γεύση είναι μια πρωταρχική αίσθηση που δημιουργεί μνήμη και ανάμνηση. Κι εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς τη γεύση του ψωμιού, της σοκολάτας, της μαρμελάδας, της πρώτης σου αγάπης και… της αγαπημένης σου μάρκας τσιγάρων. Δεν είναι τυχαίο που επιλέγεις ένα συγκεκριμένο χαρμάνι , ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην αγορά και απολαμβάνεις κάθε τσιγάρο σαν να ’ταν το πρώτο ή το τελευταίο σου.Εξάλλου, υπάρχουν δεκάδες πράγματα που κάνουν κακό στον οργανισμό μας, κι όμως κανένας δεν απαγόρευσε την πώλησή τους στα περίπτερα ή ακόμα και την κατανάλωσή τους από μικρά παιδιά: Επεξεργασμένες τροφές, συνθετικά σκευάσματα, κορεσμένα λίπη, μεταλλαγμένα τρόφιμα και η ύπουλη ζάχαρη που κρύβεται παντού. Δεν ξέρουμε πως μας χαλάνε; Φυσικά. Κι όμως συνεχίζουμε να τα απολαμβάνουμε επειδή, απλά, μας αρέσει.

5. Γιατί είσαι “Larger than Life”!
Μπορείς να φανταστείς τον Ζορμπά, τον James Bond, τον Elvis Presley, τον Jim Morrison ή ακόμα και τον Einstein ή τον Πουαρώ άκαπνους; Με τίποτα! Ένας ζωντανός θρύλος κατοικεί πάντα στο μυαλό μας, τυλιγμένος σε ένα ασπρόμαυρο και αρωματικό σύννεφο καπνού. Η γοητεία του ξεπηδάει μέσα απ’ το μισόκλειστο μάτι όταν φυσάει ηδονικά τον καπνό, το τίναγμα της στάχτης, τον τρόπο που ρουφάει την νικοτίνη, τον τρόπο που σβήνει το τσιγάρο…

Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να χωράς εσύ στη ζωή
αλλά να σε χωράει κι εκείνη.
Και να σου χαρίζεται με τους όρους τους δικούς σου.


(μίνι-διασκευή από εδώ)




.


Και τότε μου ήρθε μια υπέροχη ιδέα.

Ξεκόλλησα ένα-ένα όλα τα πλήκτρα από μπροστά μου, χωρίς να τα πληγώσω, τα ανακάτεψα στη χούφτα μου και έμεινα για λίγη ώρα εκεί να απολαμβάνω αυτό το παράδοξο κροτάλισμα του πλαστικού που σπαρταρούσε λες κι ένιωθε πως ψυχορραγεί.

Έπειτα, με απαλές και προσεκτικές κινήσεις έβγαλα από πάνω τους όλα τα γράμματα και τους αριθμούς και τα σημεία στίξης, κι άφησα τα άψυχα πλαστικά κυβάκια σε μια γωνιά. Κράτησα το ευαίσθητο, μόλις χειρουργημένο, αλφάβητο για λίγο μέσα στα κλειστά μου χέρια, σαν για να το ζεστάνω και να το κρατήσω στη ζωή. Κατόπιν πήρα μια βαθιά ανάσα και φύσηξα ήρεμα όλον τον αέρα μέσα στη χούφτα μου.

Εκείνα άρχισαν να σαλεύουν διστακτικά.

Μόλις τελείωσα το τσιγάρο μου έσβησα όλα τα φώτα, άναψα μια λάμπα πετρελαίου και κατέβηκα στο υπόγειο κρατώντας τον πολύτιμο θησαυρό μου σφιχτά. Κατευθύνθηκα προς την κάβα.


Τα άφησα εκεί, δίπλα στο παλιά κρασιά και τις υπέργηρες αράχνες. Είμαι σίγουρος ότι θα ωριμάσουν όμορφα και θα μου χαρίσουν λέξεις μεθυστικές και προτάσεις χορταστικές. Θα ανακατευτούνε μόνα τους σ’ ένα ζωηρό αλλά σιωπηλό scrabble
, θα χοροπηδήσουν πάνω στα αβερνίκωτα ξύλα, θα κάνουν κούνια κρεμασμένα από τους υπέρβαρους ιστούς της οροφής και όταν έρθει η ώρα που θα τα χρειαστώ θα βρουν -πιστεύω- μόνα τους το δρόμο της επιστροφής.

Μια φορά κάποιος μου είχε πει:
“Όποιος έχει δει να αδειάζουν όλα, σχεδόν γνωρίζει από τι γεμίζουν όλα.”




.

Βέβαια, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, υπήρξα αισχρός συνομιλητής, καθώς έκανα προσπάθεια ακόμα και για να αναπνεύσω κάθε που προσπαθούσα να εκφέρω μια πρόταση, έπαιρνα αέρα ανάμεσα σε κάθε λέξη.

Γιατί, ξέρεις, με το να μιλάμε, ρισκάρουμε πάντα το ενδεχόμενο μιας μικρής ασφυξίας. Το να μιλάς είναι σαν να μη σε ενδιαφέρει αν πεθάνεις: λέξεις και λέξεις που τις προφέρουμε βγάζοντας τον αέρα που μας τροφοδοτεί, σπαταλώντας, εξαντλώντας το χρυσάφι του οξυγόνου.

Γι αυτό κι εγώ σωπαίνω τελευταία.
Φοβάμαι μην πεθάνω από υπερβολική φλυαρία.





.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται, κλπ. κλπ.

(ανοίγει παρένθεση…

- Ποιος είναι πάλι αυτός ο μαλάκας;
- Ξέρω ‘γω; Ο καινούργιος θα ‘ναι…
- Καλά, και τι στυλάκι είναι αυτό; Δεν του είπανε που ήρθε;
- Ε, εντάξει μωρέ το παλικάρι, δεν ήξερε…
- Και δεν ρώταγε;
- Γιατί; Εσύ ρώτησες για να ‘ρθεις;
- Εγώ ήρθα κατά λάθος και ξέμεινα!
- Ναι, ενώ εμείς γουστάραμε εκ πεποιθήσεως…
- Καλά… άκλαυτος θα πάει κι αυτός.
- Έχουμε αρχίσει και μου θυμίζουμε επικίνδυνα τους κωλόγερους στο Muppet Show…
- Μην ανησυχείς. Αυτοί είναι μαριονέτες.
- Γιατί, εμείς τι είμαστε δηλαδή;
- Εμείς έχουμε προσωπικότητα ρε! Έχουμε υπόσταση, ελεύθερη βούληση, αποφασιστικότητα, γνώμη!
- Αγόρι μου τα έχεις παίξει τελείως. Άλλους περιγράφεις τόση ώρα…
- Τι εννοείς;
- Εννοώ πως ΚΑΙ εμείς είμαστε παγιδευμένοι σ’ αυτό εδώ το κωλόμπαρο, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, περνάμε τη ζωή μας τσουλώντας αργά πάνω στις προκαθορισμένες ράγες που άλλοι έστρωσαν για μας, στην καλύτερη ξύνουμε λίγο επιφάνεια και αμέσως μαζευόμαστε για να μην πάθουμε τίποτα εγκαύματα, παραληρούμε ασύστολα για το πώς θα θέλαμε να είναι η ζωή μας, και χλευάζουμε αυτό που δεν μπορούμε να αποφύγουμε πια. Pathetic σου λέω! Άστα…
- Γιατί δηλαδή; Αυτός εδώ τώρα είναι καλύτερος που κόβει βόλτες με τη φάτσα χιλίων καρδιναλίων;
- Δε ξέρω. Αλλά τουλάχιστον έχει τρία κανονάκια να ξοδέψει. Άμα μαλακιστεί και δεν τη βγάλει την πίστα δικό του πρόβλημα.
- Άρα εμείς… πάει… κολλήσαμε εδώ… εγώ δεν έχω άλλα κανονάκια.
- Ας προσέχαμε. Τώρα μόνο σ’ αυτόν μπορούμε να ελπίζουμε.
- Τον σκατόφλωρο! Κοίτα βλέμμα!
- Ναι αλλά μόνο κάποιος τόσο αγνός και με τόση άγνοια κινδύνου μπορεί να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων.
- Κι εμείς το θέλουμε τώρα αυτό;
- Μ’ αρέσει που είχες και άποψη!
- …
- Παπάρα!
- Κωλόγερε!
- Θες μια μπύρα ακόμα;
- Φέρε…

κλείνει η παρένθεση)

Ηλίθιε!
Εκτός από την πιάτσα θα μας χαλάσεις και το μπαρ!


*(όλες οι φωτογραφίες της σειράς είναι από εδώ)


.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Και ναι, κάθεται σ’ αυτό το ίδιο μπαρ που πριν εσύ έπινες αμέριμνος τις μπύρες σου, και ναι, κάθεται στο ίδιο ακριβώς τραπέζι, έτσι απλά, σαν ένδειξη χλευασμού, και ναι, αυτό εκεί που βλέπεις μπροστά του είναι η καρδιά σου! Σε λίγο θα την κόψει σε μικρά συμμετρικά τετράγωνα κομματάκια και θα την φάει σε μια αργή ιεροτελεστία, σκορπώντας τρόμο και δέος, αηδία και ανατριχίλα.

Δεν έχει κανένα νόημα το τι αισθάνεται. Μπορεί και τίποτα. Δεν το ‘χει ανάγκη αυτό. Είναι νικητής. Είναι ο επόμενος και δικαιωματικά μπορεί να απολαύσει νηφάλιος και την τελευταία ακόμα μπουκιά από το αναιμικό παρελθόν σου, να ξεδιψάσει με το τελευταίο απόσταγμα του αίματός σου, να καπνίσει ανενόχλητος χίλια τσιγάρα τινάζοντας τις στάχτες σου στο τασάκι, στο πάτωμα, στο διάστημα…

Τα ρούχα του και τα εμφανώς μισοκρυμμένα τατουάζ του δείχνουν εύστοχα στους γύρω ποιος είναι τ’ αφεντικό πλέον, και τους κάνει να σιωπούν από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση σου (ή να λέγαμε καλύτερα “όταν βρεθούν στη θέση σου”;)

Μη δίνεις σημασία στο κερί που σιγολειώνει μπροστά του. Συμβολικό είναι και αυτό. Αλλά εδώ που τα λέμε, και να ‘θελες να δώσεις σημασία μήπως θα μπορούσες; Δεν υπάρχεις πια, είσαι απλώς μια φευγαλέα ανάμνηση κι αυτό μόνο και μόνο επειδή καλλιέργησες έντεχνα την υστεροφημία σου, ξοδεύοντας προσεκτικά και τα τελευταία σου σεντς -ως συνήθως- σε λάθος επένδυση.

“Η ζωή είναι αβέβαιη,
γι αυτό φάε πρώτα το επιδόρπιό σου…”


Στα είχανε πει μικρέ μαλάκα! «Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενώ εσύ είσαι απασχολημένος με το να κάνεις σχέδια», «Όταν εσύ κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει»… κι ένα κάρο ακόμα κοινοτυπίες που τις περιφρόνησες μεγαλόπρεπα. Δικαίωμά σου. Εμάς δε μας σκέφτηκες όμως;

Ηλίθιε!

Μας έκανες να φοβόμαστε να ξαναμπούμε σε τέτοιο μπαρ.






.



Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και πουθενά να δώσει εξηγήσεις. Εξάλλου μόνη ήρθε σ’ αυτήν την κηδεία και μόνη θα φύγει. Εσύ είσαι πλέον ανίκανος να κάνεις έστω και βήμα.

Έχει φύγει από το μαγαζί -ή μάλλον εσύ έφυγες και πλέον η ύπαρξή του δεν είχε νόημα. Εδώ είναι το τελευταίο σημείο που θα μπορούσες να την δεις αν ήσουν ακόμα ζωντανός.

Είναι εξωφρενικά απίθανο να μάθεις τι αισθάνεται πλέον. Πόνο, οίκτο, ευχαρίστηση; Μπορεί και τίποτα. Μην έχεις την παραίσθηση βέβαια πως αισθάνεται ελεύθερη. Ελεύθερη ήταν πάντα και δεν σημαίνει τίποτα καινούργιο για αυτήν το γεγονός της αποδέσμευσης. Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για σένα, αλλά για σένα μάλλον δεν θα ξαναπούμε τίποτε άλλο.

Τα ρούχα της δεν θα προκαλέσουν κανέναν σήμερα, το άρωμά της διάφανο, σχεδόν ανύπαρκτο, λίγο σαπούνι θα μύριζε κάποιος μόνο (αν μπορούσε να την πλησιάσει), αλλά και μόνο η διασταύρωση του βλέμματός του με το δικό της είναι ιδιαίτερα αποτρεπτικό στοιχείο. Ποιος αντέχει πόκερ με το διάβολο χωρίς μάρκες;

Θα αφήσει σε λίγο τα λουλούδια που κρατάει απαλά και ψυχρά, πάνω σε ότι θα μπορούσε να θυμίζει πως την είχες κάποτε δική σου, θα σταθεί για λίγο ακίνητη δίπλα σου χωρίς να ψιθυρίσει την παραμικρή συλλαβή, θα ατενίσει τον ορίζοντα, καράβια θα χάνονται στο βάθος και αερόστατα θα βυθίζονται στα σύννεφα, χωρίς εσένα μέσα, θα βγάλει την κουκούλα της -το κρύο που σε συνοδεύει σ’ αυτό το ταξίδι είναι δικό σου, όχι δικό της- και θα περπατήσει αγέρωχη όπως πάντα για να χαθεί σε ένα κινηματογραφικό
fade out τίτλων τέλους. Για σένα φυσικά.

Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου,
η ζωή το λέει πεταλούδα…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, μα δεν τους πίστεψες! Γαντζώθηκες σφιχτά γύρω της σαν φρεσκοπλυμένο πουκάμισο σε λείο σώμα, στριμώχτηκες σε όσα δρομολόγια θεώρησες πως περνάνε από το μυαλό της, βυθίστηκες στους ωκεανούς των ματιών της χωρίς σωσίβιο, χωρίς φωτοβολίδα ή σφυρίχτρα -λίγο χρόνο ν’ αφιέρωνες μόνο στις οδηγίες χρήσεως τώρα θα ήταν άλλος στη θέση σου, κι εσύ θα έγραφες νηφάλιος επικήδειους για να διαβάζουν όσοι δεν δώσανε ραντεβού με τις παραλίες.

Ηλίθιε! Νόμιζες στ’ αλήθεια πως βρισκόσουν σε μπαρ;





.




Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Κάθεται σε κάποιο σκοτεινό τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού και σε κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών σου, τόσο ευθεία που κοντεύουν να πάρουν φωτιά. Όχι οι δικές σου. Οι δικές του. Έτσι όπως τον κοιτάς τρομαγμένος νιώθεις πως είναι το μόνο πράγμα που δεν καίει πάνω του ακόμα. Ίσως να έχεις δίκιο.

Καπνίζει βαρύ καπνό. Οι αναθυμιάσεις μπερδεύονται σαδιστικά με τη βαριά κολώνια του και κάνουν την ατμόσφαιρα τριγύρω αποπνικτική. Δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε οίκτο, ούτε ευχαρίστηση. Σε κάνει εύκολα να πιστέψεις πως μπορείς να σωθείς -είναι βλέπεις αυτό το χαμόγελο που νομίζεις πως ξεχωρίζεις μέσα από τις πυκνές τούφες του καπνού- αλλά εσύ ξέρεις με κάποια ανεξακρίβωτη σιγουριά πως είναι εκεί για σένα και δεν πρόκειται να φύγει μόνος..

Η γραβάτα του είναι δεμένη σφιχτά, καλύτερα κι από θηλιά, και το πουκάμισό του άψογα ατσαλάκωτο. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ‘ταν και αλλιώς; Μπορεί να μην περίμενες ποτέ πως θα ‘χει αυτή τη φάτσα, αλλά πάντα ονειρευόσουν μια ηρωική ή έστω αξιοπρεπή έξοδο και η συνοδεία του θα σου την προσφέρει μεγαλόπρεπα.

Ημερολόγιο δεν έχει. Δεν το χρειάζεται. Και αυτό που νόμιζες πως φύλαγε για σένα ξέρεις καλά πως ήταν μια βολική αυταπάτη. Μια ηρωική Hasselblad έχει, με θαμμένες μέσα της όλες σου τις νίκες και τις ήττες και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα την κληρονομήσει κάποιος άφρων νεανίας που θα θεωρήσει πως με το αντίτιμό της θα εξαγοράζει υστεροφημία -είναι βλέπεις, που (όπως κι εσύ) θα τον γνωρίσει πολύ αργά στη ζωή του, λίγο πριν τη στιγμή που δεν θα μπορέσει να ξαναμπεί εδώ μέσα.

Τα μάτια του -δυο άγριες χοάνες που ξερνάνε πυκνή άβυσσο- ζωγραφίζουν σαδιστικά την απόσταση ανάμεσά σας και σε κοκαλώνουν στη θέση σου. Σε λίγο θα σηκωθεί απότομα, σκορπίζοντας γύρω του τις τελευταίες σου μάρκες που του χάρισες άθελά σου, και θα έρθει να σ’ ακουμπήσει σκληρά στον ώμο με το παγωμένο του χέρι. Θα ισορροπήσει επιβλητικά μπροστά σου και η σκιά του θα απλωθεί σαν τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα σε σένα και κάθε τι έμβιο γύρω σου. “Έλα” θα σου πει και θα ‘ναι ο χειρότερος ήχος που άκουσες ποτέ, θα ανατριχιάσεις, θα σηκωθείς, και θα ζυγίζεις χίλια κιλά.

“Άμα πάρεις λάθος τρένο,
όπου και να κατέβεις πάλι λάθος θα είσαι…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, τους πίστεψες κιόλας, αλλά όχι! Εσύ εκεί, σκαρφάλωνες μόνιμα στο λάθος βουνό, με λάθος παπούτσια και στόχευες τη λάθος κορυφή. Κατρακύλα τώρα σ’ αυτόν τον απύθμενο βυθό, κι αν νομίσεις έστω και για μια στιγμή πως η στολή σου δε θα σχιστεί και θα βγεις αλώβητος στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάτσε λίγο να σου πούμε και γι άλλα θαύματα. Εσύ θα κερδίσεις μάταιες ελπίδες κι εμείς θα χάσουμε την ώρα μας.

Ηλίθιε!
Όλοι θα στραβοπατήσουμε σ’ αυτό το μπαρ, που έχει μόνο έξοδο.






.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Κάθεται σε κάποιο σκοτεινό τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού και σε κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών σου, τόσο ευθεία που κοντεύουν να πάρουν φωτιά. Οι δικές σου. Οι δικές της πάγωσαν εδώ και καιρό, όταν ένα τρένο γεμάτο ματαιωμένες προσδοκίες πέρασε από πάνω της και το μόνο που τις άφησε ατσαλάκωτο είναι το βλέμμα.

Θα ήθελε να καπνίζει βαρύ καπνό, να την καίει μέχρι κάτω, χαμηλά στην κοιλιά, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε οίκτο, ούτε ευχαρίστηση. Σε κάνει εύκολα να πιστέψεις πως μπορείς να την σώσεις, σχεδόν απ’ οτιδήποτε, κι είσαι έτοιμος να της προσφέρεις το παλτό σου για να πατήσει πάνω στις λάσπες (άχρηστο βέβαια, οι αποχετεύσεις κάνουν καλή δουλειά πλέον) ή τη συντροφιά σου (επίσης άχρηστο: στο τραπέζι επάνω έχει ότι χρειάζεται για την υπόλοιπη ζωή της) ή έστω να της ανάψεις το τσιγάρο -έτσι όπως το κρατάει εκείνο σου ψιθυρίζει: “έλα, δωσ’ μου ζωή, άσε με να λιώσω στο χέρι της”- μάταια όμως, το τσιγάρο αυτό έχει ανάψει τόσες φορές, κι έχει σβήσει άλλες τόσες πάνω σε σμπαραλιασμένους εγωισμούς άλλων αρσενικών που θα ‘ταν τουλάχιστον αυτοκαταστροφικό εκ μέρους να προσπαθήσεις έστω.

Το φερμουάρ του μπουφάν της είναι προσεκτικά κατεβασμένο έως το σημείο που αρχίζουν οι προσδοκίες, κι εξίσου προσεκτικά ανεβασμένο έως εκεί που απαγορεύεται να κάνεις ένα βήμα έστω: θα χαθείς σε μια άβυσσο πιο σκοτεινή κι απ’ το μυαλό σου. Ναι. Υπάρχουν χαράδρες που ακόμα και τύποι σαν κι εσένα φοβούνται να διασχίσουν.

Στο ημερολόγιο της είναι θαμμένα πτώματα αδύναμων αντρών, λέξεις που δεν αποτυπώθηκαν ποτέ σε χαρτί, ιδρώτες που στέγνωσαν πάνω της πριν καν κυλήσουν σ’ αυτούς που μοιράστηκαν ένα σεντόνι μαζί της για μια βραδιά.

Τα μάτια της -άθραυστα κρύσταλλα- χαράζουν καλύτερα κι από διαμάντι την απόσταση ανάμεσά σας και σε κοκαλώνουν στη θέση σου. Σε λίγο θα φύγει, σκορπίζοντας πίσω της τόση θλίψη που θα μπορούσαν γραφούν δεκάδες ευπώλητα βιβλία γι αυτήν, αλλά εκείνη δεν θα την νοιάζει. Θα ισορροπήσει επιδέξια πάνω στις ατσάλινες γόβες της και μέσα στην ησυχία που θα κάνουν όλοι -δήθεν αδιαφορώντας για αυτό το απόκοσμο πλάσμα, που θα μπορούσε να τους ανατρέψει κοσμοθεωρίες μόνο με τη σιωπή της- θα χαράξει στο ξύλινο δάπεδο το πιο εκκωφαντικά σιωπηλό αντίο, πιέζοντας με την καλογυμνασμένη της γάμπα τη γόβα, κι αφήνοντας πίσω της τόσες σπίθες που θα άναβαν όλο το πακέτο με τα Pall Mall, κι όχι μόνο αυτό που κρατούσε για να σου πει: έλα.

“Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες,
παρά για κάτι που δεν έκανες…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, τους πίστεψες άλλωστε, το γράφουν όλες οι μαρκίζες της ζωής σου, αλλά όχι! Εσύ εκεί, θα ψοφήσεις μια μέρα πάνω σ’ εκείνη τη μπάρα, σαν δηλητηριασμένη κατσαρίδα, προσπαθώντας να πείσεις τους πάντες πως δε σε νοιάζει.

Ηλίθιε!
Όλοι περάσαμε απ’ αυτό το μπαρ, με τις γυναίκες
ταραντούλες.






.



Από το γραφείο τύπου της Προεδρίας του βλογ InnerScapes, εκδόθηκε το κάτωθι Δελτίο Τύπου, σήμερα Παρασκευή 09/06/2010:

Έπειτα από παρατεταμένες ενοχλήσεις στα οπτικά του νεύρα, κατά την ανάγνωση κειμένων διαφόρων βλόγερς (και άλλων συναφών απορριμμάτων) στην οθόνη του υπολογιστή του, η Αυτού Εξοχότης διαπίστωσε πως δυσκολεύεται ελαφρώς να κάνει focus σε κείμενα, αντικείμενα και παρακείμενα προς αυτόν. Μετά δε και από ορισμένες αδιαθεσίες που εμφανίστηκαν απροειδοποίητα (πράγμα απαράδεκτο στη διεθνή διπλωματία) υπό την μορφή ζαλάδων, σκοτοδινών, οραμάτων κλπ. ο προσωπικός του ιατρός του συνέστησε να επισκεφθεί ένα οφθαλμολογικό κέντρο.
Πράγματι, με πάσα μυστικότητα, ο μέγας βλόγερ διακομίστηκε σε κέντρο της επιλογής του, όπου όπως ανακοίνωσε ο θεράπων ιατρός κ. Σταύρακας (επιφανής επιστήμων, διδάκτωρ πανεπιστημίων του εξωτερικού), διαπιστώθηκε πως πάσχει από καλπάζουσα πρεσβυωπία, η οποία κατά την ώρα και ημέρα της εξέτασης, έφτανε στο ιλιγγιώδες νούμερο των 0,5 βαθμών (ανά μάτι).
Ο βλόγερ αρνήθηκε ευγενικά τη συνταγογράφηση γυαλιών πρεσβυωπίας -καθώς αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο ίματζ του και στο διεθνές του κύρος- και εξήλθε του οφθαλμολογικού κέντρου, αφού πρώτα κουτούλησε σε τέσσερεις κολώνες και χούφτωσε (κατά λάθος, λόγω των προβλημάτων όρασης) τη γραμματέα του ιατρού (πράγμα που δεν την χάλασε καθόλου, όπως φάνηκε αργότερα στις δηλώσεις που έκανε η ίδια στο STAR Channel).
Η Μεγαλειότης του, επιβιβάσθηκε στη λιμουζίνα που τον περίμενε και ο προσωπικός του σοφέρ τον μετέφερε στο Μέγαρο Spy, όπου και αναπαύεται προς ανάρρωσιν, κατόπιν απόφασης του ιδίου (όχι του σοφέρ).

Φήμες που ήθελαν τον μεγαλομέτοχο του ιστολογίου αυτού, να απέχει εδώ και καιρό από τα κοινά, εξ αιτίας του μυθιστορήματος που γράφει, της ολοκλήρωσης της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς που θα κυκλοφορήσει οσονούπω από την Virgin, καθώς και της σημαντικής ανάληψης καθηκόντων baby-sitting της κόρης του (έπειτα από την απόφαση της συζύγου του να επιστρέψει στην εργασία της και στην πολλά υποσχόμενη διεθνή καριέρα της), εξετάζονται ως αναληθείς και συκοφαντικές και το δικηγορικό γραφείο επιφανούς νομικού ετοιμάζει πυρετωδώς τις ανάλογες μηνυτήριες αναφορές.


(ανοίγει παρένθεση)
- Ρε καραγκιόζη, είσαι σοβαρός;
- Και τι θες να κάνω; Αφού έχω να πατήσω κανα δίμηνο εδώ μέσα;
- Μα δε θα σε πιστέψει κανείς!
- Πας καλά; Δεν έχεις ιδέα τι άλλο τους έχω σερβίρει τόσα χρόνια και τα χάψανε όλα αφιλοκερδώς…
- Θα φάμε ξύλο στο τέλος, στο λέω.
- Κι εγώ σου λέω πως θα γίνουμε διάσημοι. Κοντεύουμε τους 200 φανατικούς αναγνώστες, χωρίς να γράφουμε τίποτα, φαντάσου τι θα γίνει τώρα που θα βγάλουμε και βιβλίο!
- Σσσσσς! Δεν το ξέρει κανείς ακόμα! Θα μας κόψουνε το συμβόλαιο!
- Χέστηκα. Θα γράψω άλλο.
- Συμβόλαιο;
- Βιβλίο ρε βλήμα!
- Ααα…
- Ναι…

(κλείνει παρένθεση)





.



Είμαι πολύ μπερδεμένος.


Έχω μια κόρη, που πριν καλά-καλά καταλαγιάσει μέσα μου η αγωνία της γέννας της και του αν όλα θα πάνε καλά, έγινε ενός έτους σήμερα, κι έχω ήδη αρχίσει τη συλλογή από αγωνίες για το αν θα μεγαλώσει καλά.


Η ζωή σε φέρνει όμως πάντα σε μια ισορροπία, ακόμα κι αν δεν επιλέγεις εσύ τη στιγμή που θα συμβεί αυτό. Σε κολλάει στον τοίχο, νύχτα με κρύο και γυμνό, και σε φέρνει αντιμέτωπο με τις ζυγαριές σου, ψιθυρίζοντάς σου σατανικά πως αν δεν τα καταφέρεις θα γλιστρήσεις σίγουρα προς τη μια μεριά, και δεν έχει ιδέα που θα βρεθείς…

Το τελευταίο διάστημα, είχα μεγάλη αγωνία για έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, για έναν Άντρα -το κεφαλαίο “άλφα” δεν μπήκε κατά λάθος- που τιμούσε με την ύπαρξή του το κατακρημνισμένο μας είδος, για έναν Λεβέντη -και βάλτε δίπλα στη λέξη αυτή όσες ερμηνείες λεξικών θέλετε, πάλι δεν θα φτάνουν- για έναν Άνθρωπο, που γιγαντώθηκε στα μάτια μου από τα πολύ μικρά παιδικά μου χρόνια, κι έμεινε εκεί σκαρφαλωμένος για πάντα, κι εγώ μικρός, νέος, έφηβος, ενήλικος, μεσήλικας πλέον, τον κοιτούσα ακόμα από χαμηλά, με ένα σεμνό δέος και μια άσβεστη αγάπη.

Δεν την έχω πια. Μια αγωνία λιγότερη…

Καλό ταξίδι νονέ μου…
Εκεί που πας, να μου φιλήσεις τον παππού και τη γιαγιά, και την άλλη τη γιαγιά, και τη κυρία Ρενάτε , και όλους όσους σε πρόλαβαν.

Και να κάνετε παρέα νονέ.
Μέχρι να ξανασμίξουμε όλοι , να μην είσαι μόνος.
Κι αν καμιά φορά κοιτάς και προς τα κάτω, να ξέρεις πως όσο είμαι εδώ, εγώ θα κοιτάω πάντα προς τα πάνω για να σε αντικρίζω, γιατί ψηλά είναι η θέση σου στην καρδιά μου και στο μυαλό μου.



(σημ. 1: Το παρακάτω κείμενο ΔΕΝ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. ΕΙΝΑΙ αληθινά γεγονότα)
(σημ. 2: Αποτελεί δε, επεξήγηση του προηγούμενου ποστ…)



Ήταν Απρίλης.
Μέρα δε θυμάμαι. Αλλά Απρίλης ήταν σίγουρα γιατί θυμάμαι πως επιστρέφαμε από ένα αισχρό τετραήμερο από τη Λίμνη Ευβοίας. Πάνε καμιά δεκαριά χρόνια τώρα, αλλά το θυμάμαι καθαρά. Σταματήσαμε σε μια παραλιακή ταβέρνα στη Νέα Αρτάκη να τσιμπήσουμε κάτι.

Με έπιασε κάπου ανάμεσα στο φαΐ και το γλυκό. Εκείνες τις στιγμές η μνήμη μου έπαθε μια ηλεκτροπληξία 8 εκατομμυρίων βολτ και θυμάμαι πλέον πολύ επιλεκτικά τα πράγματα. Το πρώτο που θυμάμαι καθαρά είναι αυτό το περίεργο πνίξιμο στο λαιμό μου. Σαν να είχα καταπιεί ένα τεράστιο πορτοκάλι. Αλλά δεν είχα. Καταπιεί. Ο φάρυγγάς μου έφραξε στιγμιαία και πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου. Σχεδόν αμέσως, και αφού το πορτοκάλι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, με έπιασε μια τρομερή δύσπνοια. Τρομερή. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Ναι.

Ένα αμόνι 750 κιλών είχε πέσει πάνω στο στήθος μου και δεν μ’ άφηνε να πάρω ανάσα. Οι αναπνοές μου έγιναν μικρές και κοφτές, σαν αποτυχημένο λαχάνιασμα. Όταν προσπάθησα να πάρω μια βαθιά αναπνοή δεν κατάφερα τίποτα, ούτε μέχρι τη μέση δεν έφτασε, και τότε ο τρόμος άρχισε να με περικυκλώνει με όλες του τις μορφές.
Οι παρέα μου ανησύχησε. Όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχω (μάταια) και εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω (επίσης μάταια). Λέξη δε μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Πρέπει να τους κοίταζα με το πιο τρομαγμένο βλέμμα που αντίκρισαν ποτέ εφόσον οι μόνες λέξεις που καταλάβαινα πως έβγαιναν από τα χείλη τους ήταν: γιατρός, ασθενοφόρο, νοσοκομείο, σοκ, και κάτι βρισιές…

Σε δέκα περίπου λεπτά σχεδόν τα πάντα ήταν στη θέση τους. Το αμόνι έγινε ατμός, το πορτοκάλι ήταν σαν μην υπήρξε ποτέ και το μόνο πράγμα που έκοβε βόλτες τριγύρω ήταν αυτή η ανεπαίσθητη μυρωδιά του τρόμου, που μένει μαζί σου για πάντα, για να σου θυμίζει ότι τον παντρεύτηκες πλέον…

Οι επόμενες μέρες, ήταν περίπου διακοσμητικές για όλους τους άλλους. Φυσικά δεν είπα τίποτα στην οικογένειά μου για να μην τους τρομοκρατήσω. Έκανα σιωπηλά ένα τουρ σε όλα τα νοσοκομεία της Αθήνας, και στους μισούς ιδιώτες παθολόγους, καρδιολόγους, πνευμονολόγους, πιστεύοντας ακράδαντα πως πεθαίνω σύντομα. Έμφραγμα, πνευμονική εμβολή, καρκίνος, AIDS, Έμπολα, τι σκατά; Ήμουν σίγουρος πως κάτι τέτοιο είχα. Αλλά, φευ! Καμία απολύτως εξέταση δεν έδειξε το παραμικρό. Οι φράσεις του τύπου “η καρδιά σας λειτουργεί απόλυτα φυσιολογικά, σαν μικρού παιδιού”, και “τα πνευμόνια σας είναι επιπέδου αθλητή” έγιναν τόσο συχνές στις γνωματεύσεις των γιατρών, που αποφάσισα πως όλοι τους είχαν πάρει πτυχίο σε νυχτερινό γυμνάσιο του Κιργιστάν. Άχρηστοι! Εγώ πέθαινα…

Όλως παραδόξως, μέρες, εβδομάδες και μήνες μετά, παρέμενα ακόμα ζωντανός. Τρόπος του λέγειν φυσικά, διότι το μυαλό μου δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από αυτό που μου είχε συμβεί, και από όλες τις υπόνοιες που είχα για το τι ακριβώς έπαθα, και από…
Ουπς!
Το μυαλό μου;
… ... ...

Πρέπει να είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε, όταν μια μέρα στη δουλειά, χωρίς καμία αφορμή, αιτία ή λογική εξήγηση, το τέρας ξαναήρθε. Απότομα, απειλητικά, ουρλιάζοντας και αφρίζοντας, άνοιξε την πόρτα με μια γροθιά και χώθηκε μέσα μου. Κύλησε στις φλέβες μου, πλημμύρισε τον εγκέφαλό μου, και κατέληξε σε μια υγρή, πηχτή μάζα, που έφραξε τα πνευμόνια, το λαιμό, το στόμα και τη μύτη μου. Πετάχτηκα (πάλι) από την καρέκλα μου -λες και αυτή είναι η πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία για τον τρόμο- και μαζί μου παρέσυρα, βιβλία, περιοδικά, πληκτρολόγια, ποτήρια κι ένα διαχωριστικό γραφείου. Ο τρόμος μου έγνεφε από ένα σκοτεινό βάθος της ψυχής μου “γεια σου”, χαμογελώντας σαρκαστικά και ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις προσωπικές μας αναμνήσεις από το περιστατικό στην Αρτάκη.

Μια ώρα περίπου αργότερα, ξεκινούσε ένα νέο τουρ σε γιατρούς, νοσοκομεία, κλπ. Ο τελευταίος -σοβαρός άνθρωπος- μου εξήγησε εξαιρετικά ψύχραιμα μπορώ να πω, πως ότι μου συνέβαινε ήταν συμπτώματα από διαταραχές άγχους. Και πως αν δεν μπορούσα μόνος μου να διαπιστώσω την αιτία τους ή την προέλευσή τους, καλό θα ήταν να επισκεφθώ ένα ψυχολόγ…
Άντε και γαμήσου” μουρμούρισα έξω από την πόρτα του, αφού του ακούμπησα τα ωραία μου ευρώ.

Ήταν όμως αναπόφευκτο. Χρειάστηκαν ακόμα πέντε έξι τέτοιες περιπτώσεις που ολοένα και πύκνωναν σε συχνότητα, μερικές συζητήσεις με ανθρώπους που είχαν βιώσει κάτι ανάλογο, η αδυναμία της ιατρικής επιστήμης να βρει οτιδήποτε επιλήψιμο που να προκαλεί αυτά τα συμπτώματα, και φυσικά ο γάμος μου με τον τρόμο που δεν μ’ άφηνε να ξεμυτίσω χαρούμενος από πουθενά, ώσπου με την πιο ξινισμένη και απαξιωτική φάτσα του κόσμου πέρασα την πόρτα μιας ψυχαναλύτριας που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Αλλά όχι τον συγκάτοικο…

Οι λεπτομέρειες εδώ δεν παίζουν κανένα ρόλο.
Στα σχεδόν πέντε χρόνια που έκανα ψυχανάλυση, έμαθα πολλά, κατανόησα ακόμα περισσότερα, απέκτησα διαφορετικές γωνίες θέασης των γεγονότων, διαφορετικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των καταστάσεων, ανακάλυψα νέες δυνάμεις μέσα μου, εγκατέλειψα πολλές φοβίες, έμαθα να καταλαβαίνω, έμαθα να κατανοώ πριν αποφασίσω…
Το μόνο που δεν μπόρεσα να αλλάξω ποτέ ως πρόσφατα, ήταν αυτή η αρρωστημένη συγκατοίκηση με τον νέο μου σύντροφο: τον τρόμο. Τον τρόμο όχι για κάτι συγκεκριμένο. Μάλλον με τον τρόμο του άγνωστου. Με τον τρόμο της πιθανότητας.
Όχι, όχι. Είχαμε δεσμευτεί. Κι εγώ τις δεσμεύσεις μου τις τιμώ!
… ... ...

Η χειρότερη ίσως μέρα της ζωής μου, ήταν πριν από τρία περίπου χρόνια, πρωί, καθημερινή, εγώ στο σπίτι σε ένα διάλλειμα από εντατική δουλειά πολλών ημερών.

Σας έχω πει πως ο εγκέφαλός μου είναι πιο έξυπνος από μένα;

Αφού προφανώς κατάλαβε (ο εγκέφαλός μου) πως τα κόλπα του δεν πιάνουν πλέον, και πως κάθε φορά που μου έστελνε αυτά τα βασανιστικά μηνύματα, εγώ αμυνόμουν με όλες τις δυνάμεις της λογικής μου και -έστω και επώδυνα- τα απέκρουα, αποφάσισε να μου επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις.
Μια ασφυκτική δύσπνοια εγκαταστάθηκε ξαφνικά στα πνευμόνια μου, τρομεροί πόνοι με σούβλιζαν στο στήθος στο ύψος της καρδιάς και πίσω στην πλάτη, το αριστερό μου χέρι μούδιασε και ένιωθα τσιμπήματα από πάνω μέχρι κάτω. Λαχάνιασα. Λαχάνιασα ακόμα πιο πολύ στην προσπάθειά μου να αναπνεύσω. Αυτό είχε σαν (φυσιολογικό) αποτέλεσμα να υπερ-οξυγονωθεί ο εγκέφαλος μου και να αρχίσω να ζαλίζομαι. Φοβήθηκα πολύ. Σωριάστηκα…

Τα απανωτά συμπτώματα, δεν επέτρεπαν στην λογική μου να αποβάλλει τις μαύρες σκέψεις που έκανα, και βοηθούσαν τον τρόμο να με κατακλύζει, να με παρασέρνει σε μια μαύρη τρύπα δίχως τέλος, να με αφήνει να κατρακυλάω στους πιο απαίσιους εφιάλτες μου. Όλες μου οι σωματικές λειτουργίες είτε έπαυσαν για λίγο, είτε παρέλυσαν. Τυλίχτηκα με τρεις κουβέρτες εφόσον έτρεμα και κρύωνα, ενώ είχε τουλάχιστον τριάντα βαθμούς θερμοκρασία. Έκανα εμετό. Κατουρήθηκα πάνω μου. Με τις τελευταίες -κατά τη γνώμη μου- δυνάμεις κατάφερα να τηλεφωνήσω στον ξάδερφό μου. Ήταν ένας από τους πολύ λίγους ανθρώπους στον κόσμο που καταλάβαιναν ακριβώς τι μου συμβαίνει.
Καβάλησε τη μοτοσυκλέτα του κι έφτασε στο σπίτι μου σε δέκα λεπτά. Ή σε δέκα αιώνες… δε θυμάμαι…

Αυτό που θυμάμαι, είναι πως ίσα που κατάφερα να συρθώ ως την εξώπορτα και να του ανοίξω. Σωριάστηκα ξανά μπροστά στα πόδια του. Εκείνος κατάλαβε. Έτρεξε στο ψυγείο, πήρε παγάκια και κρύο νερό και μου τα έριξε στον σβέρκο και στην πλάτη. Ρίγησα, τινάχτηκα. Με χαστούκιζε ενώ εγώ παραληρούσα και επαναλάμβανα πως θα πεθάνω. Με γύρισε μπρούμυτα, ανάσκελα, στο πλάι. Τίποτα.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι πως ήμουν γονατιστός μπροστά του και κλαψούριζα σαν μικρό παιδί. Έτρεμα. Ναι, σίγουρα έτρεμα. Και έκλαιγα, και ζαλιζόμουν και παρακαλούσα, και έκανα ξανά εμετό, και του έσφιγγα το χέρι, και…
Σκατά…

Κατάφερα να ακούσω μια φράση πριν βυθιστώ σε ένα στιγμιαίο σκοτάδι: “Συγγνώμη για αυτό που θα κάνω. Μη με μισήσεις. Είναι το μόνο που ξέρω…»

Πριν καταλάβω καν τι ακριβώς εννοούσε, τίναξε το χέρι του ανάμεσα στα λυγισμένα πόδια μου, μου άρπαξε τα γεννητικά όργανα, και με μια απότομη και αστραπιαία κίνηση το στριφογύρισε με δύναμη. Ούρλιαξα!

Όλες μου οι φλέβες τεντώθηκαν έτοιμες να σπάσουν, τα μάτια μου γούρλωσαν από τον φριχτό πόνο, τα χέρια μου ανέκτησαν ξανά τις δυνάμεις τους και σφίχτηκαν σε γροθιές έτοιμες να σκοτώσουν, αλλά ευτυχώς για όλους μας έχασα την ισορροπία μου και έπεσα ξανά κάτω. Μούγκριζα για ώρα, και σάλια έτρεχαν από το μισάνοιχτο στόμα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να σηκωθώ και να τον πνίξω. Εκείνος είχε κάνει ένα βήμα πίσω και μου ξαναζήτησε συγγνώμη.

Αν ήξερα πώς να λιποθυμάω, θα το είχα κάνει εκείνη τη στιγμή.
Κι αν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω θα το είχα κάνει μισή ώρα αργότερα, που ήμουν όρθιος, έξω στη βεράντα, μέσα σε έναν λαμπερό ήλιο, καπνίζοντας ήρεμα και συνειδητοποιώντας τι πραγματικά είχε συμβεί…
... ... ...

Κρίση πανικού. Ο ιατρικός όρος, που περιγράφει το αποτέλεσμα μιας σειράς συμπτωμάτων, που προκαλούνται αντίστοιχα από μια σειρά αιτιών. Ίσως μερικοί από εσάς να το έχετε ήδη βιώσει. Εμένα μου ξανασυνέβη.

Και μετά μου ξανασυνέβη.

Και πάλι…

Ώσπου συνειδητοποίησα πως μετά από κάθε τέτοια φορά, δεν ήμουν νεκρός. Πως όσο κι αν νόμιζα πως η αναπνοή μου έχει σταματήσει και τα πνευμόνια μου έχουν κλείσει, στην ουσία ανέπνεα κανονικά. Πως όσο κι αν με πόναγε το στήθος μου κι η καρδιά μου, δεν πάθαινα έμφραγμα. Πως όσο κι αν ο φάρυγγάς μου έκλεινε, κατάπινα κανονικά και όλο το οξυγόνο που χρειαζόμουν περνούσε από εκεί.

Πως όσο κι αν κινδυνεύεις να πεθάνεις, λίγο, πολύ ή καθόλου, ο φόβος του θανάτου είναι χειρότερος από τον ίδιο τον θάνατο.
... ... ...

Τώρα πια έμαθα να ξεγελάω εγώ τον εγκέφαλό μου.
Όχι, δεν έγινα πιο έξυπνος. Έγινα απλά πιο ευέλικτος, πιο πανούργος ίσως και εν τέλει πιο μάγκας. Κάθε φορά που μου επιτίθεται, στρίβω έναν διακόπτη μέσα μου, και σκέφτομαι πεταλούδες και λιβάδια καταπράσινα, ή συμφωνικές ορχήστρες που διευθύνω νοερά να παίζουν Vivaldi, ή το παιδί μου να μου χαμογελάει και τη γυναίκα μου να με αγκαλιάζει τρυφερά, ή…
…ή κάποιον που πεθαίνει πραγματικά δίπλα μου,
κι όχι εμένα που έχω πεθάνει ίσα με δώδεκα φορές μέχρι τώρα,
κι έχω αναστηθεί άλλες τόσες.

Αηδία κατάντησε πια…



(για να βοηθήσω λιγάκι: οι παράξενες ΔΕΝ είναι η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη)


.



Είπα να γράψω ένα κείμενο.

Που θα μιλάει για σπασμένα τακούνια πάνω σε υγρά πεζοδρόμια. Για σακατεμένα βήματα σε ανύπαρκτα λιθόστρωτα και ματαιωμένες ελεημοσύνες σε σκοτεινά σοκάκια. Ένα κείμενο που θα πυροβολεί κουκούτσια στους περαστικούς και θα ξερνάει σπινθήρες από τα σωθικά του σα μάταιη προσπάθεια απεγκλωβισμού σε αμερικάνικη φτηνή ταινία.

Είπα να γράψω ένα κείμενο,
με ρήματα ζητιάνους, επίθετα κακοτράχαλα, γρατσουνισμένες αντωνυμίες και απαρέμφατα ορφανά. Με τέλος, αλλά χωρίς αρχή και μέση -οι επίλογοι πάντα μου ταίριαζαν καλύτερα. Ένα κείμενο με μουσαμά τυλιγμένο πρόχειρα για να μην κρυώνει, κι εφημερίδες μέσα στα παπούτσια του, με μια δανεική ζεστή σοκολάτα σε πλαστικό στο ένα χέρι και μια πατερίτσα βρώμικη στο άλλο, να περιμένει στα φανάρια πουλώντας χαρτομάντιλα.

Είπα να γράψω ένα κείμενο,
όρθιο, κόκκινο, μεταλλικό, παγωμένο και σκληρό, που να γελάει μόνο του στο σκοτάδι, να φοβίζει τα μικρά παιδιά κρυμμένο στις γωνίες και να μουγκρίζει βράζοντας από πόνο κάθε φορά που το ξύνεις. Ένα κείμενο ανάπηρο πολέμου, χωρίς δική του θέση στο πεζοδρόμιο, που θα βρωμάει ιδρώτα κι αλκοόλ και γράσο και όπιο. Χωρίς εικόνα στον καθρέφτη για να μου θυμίζει τις φορές που δεν υπήρξα. Ένα κείμενο με πυρετό και άσθμα και άδειο πιάτο μπροστά του. Είδος προς εξαφάνιση σε γηροκομείο βιβλίων.

Μα δε μου βγήκε.

Κάτι ήχοι μου βγήκαν,
που όταν τους έβαλα σε μια σειρά για να τους ματαιώσω ή να τους ξορκίσω, αυτοί που μ’ αγαπούσαν τ’ ονόμασαν τραγούδι. Κάποιοι άλλοι δεκανίκι, κάποιοι θόρυβο και μερικοί ακόμα φύγανε πριν βάλω καν μια τελεία. Ένας κάθεται ακόμα μέσα στο κρύο και το κοιτάει απορημένος, με τα αυτιά του να ματώνουν σε κάθε ρεφραίν.

Να,
εδώ το έχω:



Να μου το προσέχετε παρακαλώ.
Το αγαπάω σαν τις ουλές μου.

(Στίχοι-Μουσική-Ενορχήστρωση: SPY, Φωνητικά: Δήμητρα Μαστορίδου)



.



Ως εκ τούτου, δεν είχε τίποτε πλέον να πει στον ψυχαναλυτή του.
Τον ευχαρίστησε θερμά για τη μέχρι τώρα βοήθειά του, του ορκίστηκε πως χωρίς αυτόν θα ήταν έναν αιώνα ακόμα πίσω, και τον αντάμειψε με κάτι χαλασμένους κουραμπιέδες που φύλαγε από πέρσι τα Χριστούγεννα για ώρα ανάγκης.

Βγήκε βιαστικά από την κεντρική είσοδο του κτιρίου, και σήκωσε το χέρι στο πρώτο ταξί που πέρασε από μπροστά του. Μόλις κάθισε στη θέση του συνοδηγού έριξε μια κλεφτή ματιά στη φάτσα του ταξιτζή, και μόνο τότε ένιωσε πραγματική ανακούφιση: αυτός εδώ θα τον καταλάβαινε απόλυτα και χωρίς πολλές πολλές ερωτήσεις.

- “Που πάμε κύριε;”
- “Στο Άλφα του Κενταύρου. Ξέρετε που είναι;”
- “Μα φυσικά!” αποκρίθηκε ο συμπαθής οδηγός με το πράσινο δέρμα.
- “Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας θίξω, δεν το ξέρουν όλοι βλέπετε…”
- “Παρακαλώ, τι λέτε τώρα; κανένα πρόβλημα!”
- “Μόνο, αν θέλετε, ακολουθήστε τη διαδρομή Κρόνος - Πλούτωνας - Νέφος του Όορτ, και μετά την Ανδρομέδα στρίβουμε δεξιά στα φανάρια. Από ‘κει δεν έχει κίνηση τέτοια ώρα και δεν κινδυνεύουμε να τρακάρουμε και το διαστημόπλοιο της γυναίκας μου πουθενά. Δεν θα άντεχα τη γκρίνια της τέτοια ηλιόλουστη μέρα” έδωσε τις οδηγίες του καθώς άνοιγε το ταπεράκι του για να φάει ένα μικρό χαριτωμένο κοάλα με μοτσαρέλλα, ντομάτα και βασιλικό.
- “Χμμ… αντιλαμβάνομαι πως ταιριάζουμε εμείς οι δύο. Από ‘κει ακριβώς θα πήγαινα κι εγώ” κροτάλισε με τη φιδίσια κίτρινη γλώσσα του ο συμπαθής οδηγός, ενώ πυροδοτούσε τους φουλαρισμένους με βότκα πυραύλους του οχήματος.
- “Ξέχασα να συστηθώ πριν. Να με συγχωρείτε” απάντησε μπουκωμένος, αλλά καθόλου ενοχλημένος από την συμφωνία απόψεων που διέβλεπε. “Ζμπέγκου Γκα Φόλμπρογκλντ. Εμπορικός αντιπρόσωπος των Κενταυριανών με ειδικότητα στις κυβερνητικές εξαγγελίες και τις αθλητικές ειδήσεις.”
-“Γκρατς. Φλόμπι Γκρατς. Χάρηκα κύριε.” Απάντησε χαμογελαστά η τεράστια σαύρα που κρατούσε το τιμόνι του οχήματος. Είστε έτοιμος;

-“
Γεννήθηκα έτοιμος!χρησιμοποίησε μια κλεμμένη ατάκα στα γρήγορα.


Βζζζζζίιιιννννν….!








.



Μα ποιος είσαι επιτέλους;” του φώναξα.
“Είμαι ο βήχας που σε ξεραίνει κάθε πρωί, είμαι ο πονόδοντός σου, το ψαροκόκαλο που σου κάθισε στο λαιμό πρόπερσι κι ακόμα σε γρατσουνάει. Είμαι η πιο παράφωνη μελωδία στα τρύπια σου αυτιά και η μπόχα που αναδύει το σαπισμένο σου δόντι…”
“Μα, τι λες;” ίσα που πρόλαβα να πω πριν συνεχίσει.
“Είμαι η απάντηση σε κάθε ερώτηση που δεν έκανες ποτέ, το ξινισμένο σου χαμόγελο, είμαι η τελευταία φορά που χτύπησες τα γόνατά σου στο χώμα. Είμαι το τέρας κάτω απ’ το κρεβάτι σου.”
“Δεν… όχι… δεν… εγώ…” κοντοστάθηκα προσπαθώντας να ζυγίσω την κατάσταση.
“Είμαι τα χάπια σου που μόλις τελειώσανε και θα πεθάνεις από πανικό.”
Όχι!” χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι.
“Είμαι ο μαύρος σκύλος που σου γαβγίζει γλιστρώντας στα σάλια του, το τρακάρισμα στο μπροστινό σου αμάξι και η κηδεία του περιπτερά Τετάρτη μεσημέρι.”
Όχι! Όχι! Όχι!

“Είμαι τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλάκι. Είμαι ο εμετός σου και οι σαράντα βαθμοί πυρετός που σε λιώνουν. Είμαι κάθε σου πονοκέφαλος, ακόμα κι αυτός που θα ‘χεις σε λίγο. Είμαι το αίμα που φτύνεις και που χέζεις! Είμαι ο Η1Ν1. Εσύ με ρώτησες!
Αααααα!!!” προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά…
“Είμαι ο Gummy Bear που θα σου καταστρέψει το παιδί.”
Σταμάτα!
“Είμαι αυτός που σου πηδάει τη γυναίκα όποτε παίζεις πόκερ.”
Σταμάτα! Δεν υπάρχεις!” άφριζα πλέον.
“Χα! Υπάρχω και το ξέρεις.”
Δεν υπάρχεις!” επέμενα.
“Υπάρχω! Τσίμπα με και θα δεις”, μου άπλωσε το χέρι.

Τον τσίμπησα με τη μεγαλύτερη λύσσα που βγήκε ποτέ από μέσα μου.

Κι έτσι ήσυχα όπως είχε έρθει, εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι,
αφήνοντας με να κοιτάζω μια ερμητικά κλεισμένη πόρτα εδώ και ώρες

κι αυτή την κοκκινίλα στο μπράτσο μου…





.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy