κι είπα τρυφερά "καληνύχτα" στον αγαπημένο μου διακόπτη.
(zzz zzz... ... ...)
.
Με τα λεφτά των άλλων (που λέει και μια ψυχή..)
19 ασχολήθηκαν... by Spy στις: 7/22/2010 04:14:00 π.μ.Ούτε λέξη δεν θα πρόσθετα στο κείμενο αυτό.
Ας είναι καλά ο αμετανόητος που μ' έβγαλε απ' τον κόπο...
.
Labels: brain-fuck, desperation, do-it-yourself splatter, other blogs
Άναψα βιαστικά ένα τσιγάρο. Ο δεσμοφύλακας πίσω μου κοιτούσε αμέριμνος την απεραντοσύνη που άπλωνε μπροστά μας η θάλασσα και χαμογελούσε, με τα σαπισμένα δόντια του να τρίζουν σε κάθε ριπή του ανέμου. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες σαν τη δική μου και τίποτα δεν του προξενούσε έκπληξη πια. Εμένα αντίθετα, τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.
Τράβηξα μια τζούρα καπνού τόσο βαθιά που ένιωσα ένα απαλό κάψιμο σε όλη τη διαδρομή από τον φάρυγγα έως το στομάχι. Η σκάλα μπροστά μου, τσιμεντένια, βαριά, ατελείωτη, με κορόιδευε απλώνοντας τα σκαλοπάτια της στα μούτρα μου ειρωνικά, σαν τις πρώτες απορρίψεις στην εφηβεία, όταν Εκείνη θέλοντας να τρέξεις από πίσω της τη στιγμή ακριβώς που θα κοιτάνε οι φίλες της, σου έλεγε ένα “δε μπορώ” ξοδεύοντας όλη της τη λαγνεία στο πως θα κάνει την αλήθεια πιο ψεύτικη για να σκυλιάσεις μέχρι όσο δεν πάει. Έτσι ακριβώς. Τόσο συμπαγής και τόσο απότομη. Και τόσο προβλέψιμη.
«Πολύ το σκέφτεσαι. Δεν είναι πόκερ.» Έφτυσε τις λέξεις.
Η καύτρα από το τσιγάρο ακούστηκε μέσα στην παγωμένη σιωπή, σαν χίλια μικρά κλαδάκια που σπάνε απαλά κάτω από το βάρος του πέλματος μιας αρκούδας, ενώ εγώ μετρούσα πλέον τον χρόνο με τζούρες. Ο αέρας δεν βοηθούσε και πολύ. Δημιουργούσε ένα γαμημένο fade-out στην πρόσκαιρη αναλαμπή του τσιγάρου μέσα σ’ αυτό το πηχτό σκοτάδι και μου χάλαγε το μέτρημα. Έβρισα από μέσα μου. Είπα απ’ έξω μου:
«Ο χρόνος σου έχει χάσει πια την αξία του.»
«Τι εννοείς;» έκανε πως δεν κατάλαβε.
«Οι νεκροί έχουν λιγότερα δικαιώματα κι απ’ τους σκλάβους. Βούλωσ’ το!»
Δεν με κοίταξε καν. Μια στιγμιαία χαραμάδα στα μαύρα σύννεφα, έφερε λίγο φως στο χαρακωμένο του πρόσωπο, κι έτσι όπως γύρισα απότομα είδα όλες τις άθλιες σκέψεις να έχουν θρονιάσει για τα καλά στη σιχαμένη του μούρη. Έσφιξα τη γροθιά μου μέχρι που μάτωσε η παλάμη.
Έφτυσε δυνατά στο ξεραμένο χώμα δίπλα του κι έσκυψε κι άλλο το κεφάλι από περιφρόνηση και παραίτηση ταυτόχρονα.
«Το διασκεδάζεις καριόλη; Σου αρέσει η αναμονή;»
Ποτέ δεν θα μάθαινε την απάντησή μου. Τον άρπαξα από τη νιτσεράδα τόσο άγαρμπα που το ένα μανίκι μου έμεινε στο χέρι. Με το άλλο, του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι που τον έκανε να φτύσει αίμα και χολή. Την ώρα που λύγιζαν τα γόνατά του τον άρπαξα γρήγορα, και λυσσαλέα τον πέταξα με δύναμη πάνω στη σκάλα. Κρακ. Ακούστηκαν τα κόκαλά του να σπάνε. Τα γλιτσιασμένα σκαλοπάτια έκαναν το σώμα του να κατρακυλήσει με θόρυβο όλη τη διαδρομή ως κάτω, και μια άμορφη μάζα σωριαζόταν τώρα στα πόδια μου. Μυαλά και αίματα λέρωναν το χώμα γύρω τους, αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου.
Αναγκάστηκα να πατήσω πάνω στο διαλυμένο κορμί του προκειμένου να αρχίσω την ανάβαση, κι αυτή η αίσθηση της γλίτσας, του πλαστικού και της σάρκας του μου έφερε αναγούλα. Ο αναπτήρας κροτάλισε στο χέρι μου κι έδωσε ζωή σε ένα ακόμη τσιγάρο. Τζούρα. Κάψιμο. Στομάχι. Το έσβησα σχεδόν αμέσως πάνω του, στο μέρος της καρδιάς, κουμπώθηκα κι ανέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Ένας απαλός και ύπουλος ήχος από φρεσκογυαλισμένα σκαρπίνια μ’ έκανε να κοιτάξω προς τα πάνω. Ο επόμενος δεσμοφύλακας είχε ήδη εμφανιστεί.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, τσέκαρα το περίστροφο στο πανωφόρι μου, και συνέχισα. Άλλος ένας. Και ίσως μετά κι άλλος. Στ’ αρχίδια μου. Όπως ξαναείπα τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.
Τον κοίταξα κατάματα χωρίς φόβο. Εκείνος πάλι όχι.
………………………………………………………………………………….
(ίσως και να συνεχίζεται, θα δείξει…)
.
Labels: do-it-yourself splatter, domestic madness, gourmet, journeys
κι ας έλειψα κάποιες φορές.
( ή κάποιες ώρες…
ή κάποιες μέρες…)
ήμουν πάντα εδώ.
Labels: do-it-yourself splatter, First, gourmet, journeys
- Ακόμα εδώ είσαι;
- Ναι.
- Καλά, εσύ δεν είχες πει “αντίο και καλή τύχη”;
- Ναι.
- Και μετά ήρθε ένας άλλος που μας έμοιαζε πολύ.
- Ναι.
- Και μετά εξαφανίστηκε…
- Ναι.
- Και τώρα είσαι ΠΑΛΙ εδώ;
- Ναι.
- …
- …
- Μπορείς να κάνεις λίγο πιο ‘κει; Θέλω να ξυριστώ.
- Ναι.
………………………………………………..
(παφ, παφ…)
- Θα μείνεις καιρό;
- Όχι.
- (παφ…) Έχεις κάπου να πας;
- Όχι.
- Αλλά δε σε νοιάζει, ε;
- Όχι.
- Το φαντάστηκα… (παφ, παφ…)
- …
- Μήπως σε ενοχλεί ο καπνός;
- Όχι.
- (παφ…)
- …
- Έτσι είναι όλοι; Εννοώ… σαν κι εμάς τους δύο;
- Όχι.
- Δηλαδή είμαστε τόσο ξεχωριστοί;
- Όχι.
- Μάλιστα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είμαστε καν δύο, έτσι;
- Όχι.
- Το φαντάστηκα (παφ, παφ…)
- …
- Ο άλλος ξέρεις πότε θα έρθει;
- Όχι.
- (παφ…) Καλά, στ’ αρχίδια μου κιόλας… (παφ, παφ…)
- …
(παφ, παφ…)
………………………………………………..
- Νομίζεις ότι έχουμε καμία τύχη εμείς οι δύο μαζί;
- Ίσως…
- Εννοώ, θεωρείς πιθανή μια αρμονική συμβίωση;
- Ίσως…
- Μ’ αρέσει η σιγουριά της άποψής σου!
- …
- Κουράστηκα.
- …
- Άμα πάω να κοιμηθώ θα με αφήσεις λίγο;
- Ίσως…
- Ή θα χοροπηδάς πάλι πάνω στο λιωμένο μου μυαλό;
- Ίσως…
- Δεν υπάρχει ρε πούστη μου κανένας τρόπος να σε καλοπιάσω;
- Ίσως…
- Και...;
- …
- Θα μου τον πεις;
- Ίσως…
- Ποιος είναι;
- …
- Ναι…;
- …
- Εντάξει λοιπόν. Θα αυτοσχεδιάσω.
- …
- Πως θα σου φαινόταν μια κλωτσιά στ’ αρχίδια; Θα έπιανε τόπο;
- Ίσως…
- Αλλά, πάλι… μάλλον θα πονέσω κι εγώ, ε;
- Ίσως…
- Άμα σου αγοράσω καινούργιο πουκάμισο; Θα μ’ αφήσεις ήσυχο;
- Ίσως…
- Μπα... θέλω κάτι πιο σίγουρο.
- …
- Τι θα έλεγες για μια ψυχανάλυση δωρεάν; Σ’ αρέσει;
- Ίσως…
- Αύριο; Ίδια ώρα εδώ; Βολεύει;
- Ίσως…
- ΟΚ. Θα σε περιμένω
- Το ξέρω.
- …
- …
Επιτέλους!
Ένας καλλιτέχνης που μπόρεσε να αποδώσει με ακρίβεια τη ψυχοσύνθεσή μου.
Σα να με βλέπω μπροστά μου...
(δυναμώστε ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ το volume!)
by: tmarchant
.
“Να σέβεσαι πάντα τους φόβους των άλλων” μου είχε πει.
Ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερός μου κι είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι, κάτι παραπάνω θα ήξερε. Ήταν κι αυτό το βαθύ βλέμμα του που όταν σου μίλαγε χανόσουν μέσα του και σε απορροφούσε, κάνοντας τα λόγια του ν’ ακούγονται στο κεφάλι σου στεντόρεια, σα φωνή θεού.
“Μην παίξεις ποτέ με το φόβο ενός ανθρώπου. Μην τον υποτιμήσεις.
Μην τον περιγελάσεις, μήτε να τον αγνοήσεις. Ποτέ.”
Αυτό το “ποτέ” με στοίχειωνε από τότε. Λες και ήξερε πως θα το ‘κανα και με μάλωνε προκαταβολικά. Αλλά εγώ δεν είχα τέτοιο σκοπό. Κάθε του συμβουλή ήταν για μένα ευαγγέλιο. Μια εντολή που όφειλα να υπακούσω ευλαβικά. Νόμος.
“Να σέβεσαι πάντα τους φόβους των άλλων”
Και τώρα;
Τι στο διάολο έπρεπε να κάνω;
Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια στο μικροβιολογικό εργαστήριο, είχαν δει τα μάτια μου κάθε λογής αντίδραση στις ενέσεις. Άνθρωποι σφίγγονταν, μάτωναν τα χείλη τους, άλλοι χτυπιόντουσαν, φώναζαν ή κατάπιναν βουβά ένα τεράστιο μουγκρητό. Μερικοί σε κοιτούσαν στα μάτια παρακαλετά, λες κι αν τους λυπόσουν θα μίκραινε η βελόνα και δεν θα πονούσαν, άλλοι κοιτούσαν στο πάτωμα, στο παράθυρο, στα φώτα της αίθουσας ή διάβαζαν τις ετικέτες από τα φάρμακα για να ξεχαστούν.
Αυτή η κοπέλα όμως ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση.
Παρόλο που το χαρτί το έγραφε καθαρά “Γενική Αίματος”, μπήκε μέσα αποφασιστικά, κλώτσησε την πόρτα πίσω της και ούρλιαξε ξεκάθαρα μέσα στο αυτί μου:
“Μη διανοηθείς να με τρυπήσεις, πέθανες!” με τρόπο που δεν σου άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το αν το εννοεί…
Τη ρώτησα ψύχραιμα αν ήταν σίγουρη για την εξέταση, κι έγνεψε καταφατικά ενώ τα μάτια της πετούσαν ακόμη σπίθες.
“Ξέρετε… δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι για να πάρουμε αίμα, για αυτό αν θέλετε… ε… “
“Αν με τρυπήσεις, Π-Ε-Θ-Α-Ν-Ε-Σ!” επανέλαβε τονίζοντας κάθε γράμμα ξεχωριστά. “Να βρεις άλλον τρόπο!”
… … … …
Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια με έχουν κάνει ιδιαίτερα εφευρετικό στις δύσκολες περιπτώσεις. Μπορεί ετούτη εδώ να ξεπερνούσε κάθε βαθμό δυσκολίας, αλλά δε γεννήθηκε ακόμα ο άνθρωπος που θα με βγάλει άχρηστο στη δουλειά μου.
Την οδήγησα ευγενικά σε ένα πιο “ιδιαίτερο” δωμάτιο, την έβαλα να καθίσει σε μια άνετη πολυθρόνα και της έδωσα ένα περιοδικό να χαζέψει. Λίγη απαλή μουσική έκανε την ατμόσφαιρα πιο χαλαρωτική. Ύστερα μετακινήθηκα προσεκτικά και σχεδόν αθόρυβα, ώσπου έφτασα από πίσω της. Όταν ήμουν πλέον εκτός οπτικού της πεδίου, σήκωσα χωρίς δισταγμό το βαρύ τσεκούρι και το κατεύθυνα με όλη μου τη δύναμη πάνω στον κατάλευκο σβέρκο της.
Το κεφάλι της έπεσε ακαριαία στο πάτωμα με έναν γλοιώδη γδούπο, και άπλετο αίμα πλημμύρισε το χώρο. Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό γυάλινο δοχείο της δειγματοληψίας, το πλησίασα στον ανοιχτό λαιμό της και το άφησα να γεμίσει με το αίμα που πεταγόταν από τις ορφανές της αρτηρίες ,στο τέμπο με το οποίο σπαρταρούσε ακόμα η καρδιά στο ακρωτηριασμένο σώμα.
“Άει στο διάολο, μαλάκω!” μουρμούρισα την ώρα που τοποθετούσα το καπάκι, αλλά γρήγορα ξαναπήρα το καθημερινό μου ύφος, άλλαξα ρόμπα, κλείδωσα βιαστικά το δωμάτιο του γιατρού χωρίς να με δει κανείς και κατευθύνθηκα ψύχραιμος προς την ρεσεψιόν.
“Το δείγμα της κυρίας Ιωάννου” είπα με το πιο ουδέτερο και βαρετό ύφος του κόσμου στην Μαριάννα, που ως συνήθως προσπαθούσε να εξηγήσει στο τηλέφωνο σε κάποιον δύσμοιρο πώς να έρθει στο εργαστήριό μας. Μου έκλεισε το μάτι, πήρε το μικρό μπουκαλάκι και αφού σημείωσε κάτι πάνω του το έβαλε μαζί με δεκάδες άλλα στον πάγκο πίσω της.
Βγήκα στην αυλή για να καπνίσω το καθιερωμένο μου τσιγάρο.
Ζέστανα τα χέρια μου σε μια αχνιστή κούπα καφέ, και η μόνη λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό όσο έψαχνα τον αναπτήρα μου ήταν:
“Μαλάκω! ε, μαλάκω!”
…
.
Labels: do-it-yourself splatter, domestic madness, gourmet
Η (όχι και τόσο) μικρή, πικρή ιστορία του μοναχικού Νόρμαν
32 ασχολήθηκαν... by Spy στις: 12/24/2009 10:36:00 μ.μ.“Η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται”.
Αν δεχτούμε -έστω και προσωρινά- πως οι παροιμίες ισχύουν, η σημερινή μέρα μύριζε από ένα μίλι πως θα ήταν η χειρότερη στη σύντομη ζωή του Νόρμαν.
Αρχικά συνειδητοποίησε πως ξύπνησε ολομόναχος. Κοίταξε δίπλα του, δεξιά, αριστερά, κανείς. Παρόλο που θα ορκιζόταν πως το προηγούμενο βράδυ όταν έσβησαν τα φώτα είχε σίγουρα συντροφιά. Βέβαια. Έπειτα ήταν κι αυτή η απρόσμενη ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι, αυτή του τύπου: “η ηρεμία πριν την καταιγίδα”. Με το εγκεφαλικό παραλίγο να δώσουν ραντεβού, όταν ανακάλυψε πως όχι απλά ήταν μόνος, αλλά κι αυτό ακόμα το προστατευτικό που είχε πάντα μαζί του, αυτό που από τόσες κακοτοπιές τον είχε προφυλάξει τις τελευταίες ημέρες, είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
Έκανε να σηκώσει το ευαίσθητο κεφάλι του, γνωρίζοντας καλά πως αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη κίνηση για τύπους στην κατάστασή του, αλλά προφανώς δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Ίσα που πρόλαβε να μισο-δει πως ούτε οι γείτονες δεν ήταν εκεί. Για πρώτη ίσως φορά αντίκρυσε το αληθινό πρόσωπο του φόβου. Για πρώτη ίσως φορά άρχισε να αντιλαμβάνεται τον όρο “απόλυτη μοναξιά”. Και οι γιορταστικές αυτές ημέρες δεν ήταν κι ότι καλύτερο για ασκήσεις θάρρους.
Προσπάθησε να συνέλθει. “Για να στοχεύσεις σωστά που θέλεις να φτάσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις που βρίσκεσαι τώρα”. Το είχε διαβάσει σε ένα χαρτί στον τοίχο, που είχε κι άλλα μικρότερα κείμενα αλλά δεν έφτανε να τα διαβάσει. “Μάλιστα” είπε με ψεύτικη ψυχραιμία στον εαυτό του. Εκείνος δεν του απάντησε.
Η μνήμη του γύρισε πίσω, σ’ έναν ακαθόριστο γι αυτόν χρόνο, όπου όμως κατάφερε να θυμηθεί καθαρά τα πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν. Άρχισε να θυμάται ακόμα και τις συζητήσεις τους:
- Εσείς θα πάτε πουθενά αυτές τις μέρες;
- Είσαι τρελός; Με τέτοιο κρύο έξω;
- Δεν έχετε μεταφορικό μέσον;
- Φυσικά και όχι. Και τα παιδιά όπως βλέπεις είναι πολυ μικρά για δύσκολα ταξίδια.
- Χμ... ναι... (έκανε καθώς χάιδευε το απαλό, σχεδόν κατάλευκο, παιδικό κεφαλάκι που ήταν δίπλα του)
- Εδώ σπίτι λοιπόν.
- Εσείς; (έστρεψε από την άλλη, ρωτώντας τον κ. Μπρένταν)
- Όχι αγόρι μου (του έκανε συγκαταβατικά εκείνος). Είμαι πολύ γέρος πια. Μόνο σηκωτό μπορούν να με πάρουν από δω...
“Ωραία” σκέφτηκε, χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. “Τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνος...” άρχισε τα πυροσβεστικά κόλπα για τις αυταπάτες του.
Ήταν όμως! Πλέον. Μόνος.
Και ήξερε βαθιά μέσα του πως (όσα λεφτά κι αν ξόδεψε στην ψυχανάλυση) το τέλος ήταν κοντά, κι αυτό δεν ήταν αυταπάτη ούτε απλή φοβία. Οι μαύρες σκέψεις άρχισαν να τον παρασέρνουν σ’ ένα τρελό ντελίριο κι ήταν σχεδόν σίγουρος πως η γνώριμή του κρίση πανικού, του χτυπούσε την πόρτα.
Αυτό όμως που πραγματικά χτυπούσε και ο Νόρμαν δεν μπορούσε προσωρινά να δει, ήταν τα παπούτσια Του στο πάτωμα. Δεν τα έσερνε όπως έκανε συνήθως Εκείνος. Τα χτυπούσε, που σήμαινε με απλά λόγια πως όχι απλώς βιαζόταν αλλά πως ήταν και αποφασισμένος. Αποφασισμένος για όλα.
Προσπάθησε. Η αλήθεια να λέγεται. Προσπάθησε πραγματικά.
Δοκίμασε να κρυφτεί στα άπειρα σκεπάσματα που είχε γύρω του. Τίποτα. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Δοκίμασε να σηκωθεί, να φύγει από όποια έξοδο έβρισκε πρώτη, αλλά γρήγορα θυμήθηκε πως και δεν μπορούσε να σηκωθεί και η μόνη έξοδος ήταν αυτή από την οποία ερχόταν Εκείνος. Δοκίμασε ακόμα και να μεταλλαχτεί. Το είχε δει σε κάτι ταινίες -χωρίς να ξέρει πως είναι επιστημονικής φαντασίας- αλλά φυσικά δεν κατάφερε τίποτα. Ήταν ο ίδιος ο Νόρμαν αυτοπροσώπως και αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει με καμία δύναμη πάνω στη Γη. Δοκίμασε ακόμα και να βάλει μόνος του τέρμα στη ζωή του για να μη βιώσει το φριχτό μαρτύριο ενός αργού θανάτου, αλλά χωρίς χέρια αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο...
Εκείνος μπήκε φουριόζος στην κουζίνα. Ήπιε βιαστικά μια χούφτα φάρμακα μ΄ένα ποτήρι κρύο νερό κι έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω. Ο Νόρμαν κουλουριάστηκε. Το ψυγείο άνοιξε κι έκλεισε σχεδόν ταυτόχρονα. Τίποτα εκεί. Το ίδιο και το ντουλάπι δίπλα από την καφετιέρα. Η καρδιά του Νόρμαν κόντευε να σπάσει, και σχεδόν το κατάφερε όταν άκουσε εκείνο το άθλιο και απόκοσμο:
“Αχά!!!”
Το χέρι Του απλώθηκε λαίμαργα και σχεδόν έκρυψε τον ήλιο από τα μάτια του μοναχικού μας φίλου. Αμέσως μετά τυλίχτηκε γύρω του και με μια κίνηση τον σήκωσε ψηλά στον αέρα. Ο Νόρμαν έκλεισε σφιχτά τα μάτια, κι η τελευταία του σκέψη στη σύντομη αυτή ζωή του ήταν να είναι όμορφα και γαλήνια εκεί που θα πάει. Όπως εδώ. Σαν παράδεισος. Όλα κατάλευκα, απαλά, γαλήνια, σχεδόν ζαχαρένια. Σχεδόν Παράδεισος...
Με μια γρήγορη και απρόσκοπτη κίνηση του χεριού Του, ο μοναχικός Νόρμαν κατέληξε στο στόμα και πολύ σύντομα στο στομάχι Του. Εκεί, διαλυόμενος στα εξ ων συνετέθη, δεν πρόλαβε καν να βρει το χρόνο να σκεφτεί αν η ελπίδα του θα έβγαινε αληθινή. Σχεδόν αστραπιαία είχε γίνει ένα με όλους τους άλλους εκεί.
Μια άμορφη πλέον μάζα από αλεύρι, βούτυρο, αμυγδαλόψυχα, ζάχαρη, κονιάκ, συμιγδάλι και ξύσμα πορτοκαλιού.
Ένα θλιβερό συνονθύλευμα από κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Σ’ ένα υγρό και σκοτεινό νεκροταφείο
για την οικογένεια και τους φίλους του...
.
Labels: 2009, concepts, desperation, do-it-yourself splatter, fiction, gourmet
Labels: desperation, do-it-yourself splatter, short truths
Καμιά φορά όταν βρέχει πολύ, ένα μικρό ρυάκι σχηματίζεται έξω από την πόρτα μου, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου να το συγκρατήσω εκεί, με άχρηστα ξεσκονόπανα και λειωμένες κουρελούδες που σφηνώνω στην χαραμάδα, εκείνο ατίθασο παρακάμπτει κάθε εμπόδιο, με κυνηγάει ανηλεώς μέσα στο σπίτι, κι όταν καταφέρνω αποκαμωμένος να φτάσω στο τελευταίο μου καταφύγιο -το κρεβάτι- το νερό σκαρφαλώνει πιο γρήγορα από μένα, μπαίνει από τα ρουθούνια μου και πλημμυρίζει όλες μου τις αρτηρίες, με κάνει άξιο για ρεκόρ στο βιβλίο Γκίνες: ο πρώτος άνθρωπος με περιεκτικότητα νερού στο σώμα του άνω του 97%, αλλά το κακό είναι πως όταν πάω να δώσω αίμα για κάποιον συγγενή που το χρειάζεται με διώχνουν με τις κλωτσιές από τα νοσοκομεία…
Τουλάχιστον άμα κάποια μέρα διψάσω στην έρημο,
θα κόψω τις φλέβες μου.
.
Labels: brain-fuck, do-it-yourself splatter, short truths
...δεν ήταν καθόλου απόκοσμη αρχικά
-ακόμα και αισθησιακή θα την έλεγες-
το ακροατήριό της την χάζευε πάντοτε μαγεμένο από τις μελωδίες που ξεπηδούσαν χορεύοντας εξωτικά, μέσα από τις παλλόμενες φωνητικές της χορδές.
Έως ότου μια μέρα κάπνισε τριάντα έξι ολόκληρα ραπανάκια μέσα σε μια ώρα.
Φυσικά άλλαξε επάγγελμα αμέσως.
Άρχισε να ηχογραφεί τρέιλερ για first-class splatters.
Με τα χρήματα που αποκόμισε μπόρεσε ευτυχώς να διορθώσει το τεράστιο πρόβλημα που είχε.
Έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλλου πάραυτα.
.