Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα baby. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα baby. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μας φέρανε μια παιδική φουσκωτή πισίνα για την κόρη μας και την βάλαμε στην αυλή να κάνει κανένα μπάνιο το παιδί.
Λέω να πάω να τη δηλώσω, τώρα με το νομοσχέδιο για τους ημιυπαίθριους, μπας και μας περάσουνε για προνομιούχους και έχουμε χειρότερα πιο μετά...



Μαλακία,ε;




.


συνειδητά, χαρούμενα, με έκπληξη,
κι έτρεξε μπουσουλώντας στην αγκαλιά μου.

Και τότε ένιωσα για πρώτη φορά το βάρος όλου του κόσμου
να μ’ αγκαλιάζει τρυφερά
και να μου ζητάει χωρίς φωνή,
να βρω τη δύναμη να το αντέξω.

.

Ο μπαμπάς έλειψε για λίγο.
Ήταν ταξίδι. Αλλά γύρισε πάλι. Είδες;


Δεν ήταν τόσο επικίνδυνο όσο νόμιζα.
Να, εδώ είμαι, με όλα μου τα χέρια και όλα μου τα πόδια. Αυτό που έχω πάνω στο λαιμό μου είναι κεφάλι και το στήθος μου κουνιέται επειδή αναπνέω. Ναι μωράκι μου μικρό… Είμαι εδώ τώρα δίπλα σου για να μη φοβάσαι.


Θέλεις να σου πω μια ιστορία για να κοιμηθείς;




Εκεί που πήγα λοιπόν, είδα πολλά ωραία αλλά και παράξενα πράγματα, είχανε χρώματα και μυρωδιές και γεύσεις. Δεν ήταν πάντοτε όμορφα, αλλά ξέρεις γλυκό μου κι εσύ όταν μεγαλώσεις θα μάθεις πως οι εκπλήξεις σε κρατάνε ζωντανή, και κάνουν το μυαλό σου να δουλεύει.
Που λες, είδα έναν τεράαααστιο ιπποπόταμο να χορεύει βαλς τόσο ωραία που ντράπηκαν όλες οι σχολές χορού και κλείσανε. Είδα ένα αερόστατο πολύχρωμο και παραφουσκωμένο, που όμως το είχανε καρφώσει στο χώμα κι αυτό αργοπέθαινε από κατάθλιψη. Χε, χε, πήγα ένα βράδυ λοιπόν, σσς… μη μας ακούσει κανείς, καήκαμε… πήγα ένα βράδυ που λες και ξερίζωσα όλα τα καρφιά από το έδαφος και μεμιάς το αερόστατο έφυγε μακριά κουνώντας μου το τεράστιο καπέλο που φορούσε για να με ευχαριστήσει.
Δεν ήταν εύκολο αυτό ξέρεις. Α, όλα κι όλα! Ο μπαμπάς έβαλε όλη του τη δύναμη, γιατί τα καρφιά είχανε ρίζες βαθιές, είχανε γίνει ένα με το χώμα κι είχανε αγκαλιάσει όλα τα ζωάκια που ζούνε κάτω από την επιφάνεια της γης, τα μυρμηγκάκια, τα σκουληκάκια, τα φιδάκια τα μικρά, τις σαυρούλες, τα ποντικάκια και τους δικαστικούς επιμελητές…

Είδα ψηλά στον ουρανό, ένα μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε, όλα τα πουλιά του κόσμου που μαζεύτηκαν εκεί που ήμουν, χόρεψαν έναν τρελό χορό, μαγευτικό, και μετά τα καημένα έπεφταν ένα ένα στη γη κάτω και σκοτώνονταν, μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Κι έτσι εσύ τώρα δεν θα μάθεις τι θα πει κελάιδισμα κανονικό, παρεκτός από τη φωνούλα της μαμάς σου αγάπη μου…

Είδα τρένα τεράστια, με άπειρα βαγόνια να ξεδιπλώνονται σα φίδια στις έρημες επαρχίες, και να κατεβάζουν τους επιβάτες τους στη μέση του πουθενά, ενώ περνάγανε από τις αποβάθρες σα δαιμονισμένα, λες και δεν θα ξαναεμφανιστούν σταθμάρχες ποτέ…


Είδα… είδα…
Θέλεις να σου πω κι άλλα ψυχή μου, ή βαρέθηκες;
Θα σου πω.

Είδα ένα χοντρούλη κλόουν που ήτανε λυπημένος, επειδή το τσίρκο που δούλευε έφυγε, ένα βράδυ που αυτός κοιτούσε το φεγγάρι αγκαλιά με την κοπέλα του, σ’ ένα παγκάκι στον Θερμαϊκό. Αλλά του έδωσα μια κουρδιστή μπαλαρίνα (σαν κι αυτή που σου πήρα για να κοιμάσαι τα βράδια, που κάνει γκλιν γκλον…) κι αυτός τη χάρισε στην κοπέλα του και χαμογέλασαν τόσο πλατιά κι οι δυο τους, που απλώθηκε στην παραλία ένα στρώμα γαλήνης κι ευτυχίας, κι όλοι οι άνθρωποι ξάπλωσαν επάνω του και κοιμήθηκαν ήρεμοι εκείνο το βράδυ, έχοντας αφήσει τις ελπίδες τους σε καλά χέρια.

Έπειτα ήμουν σ’ ένα τεράστιο καταπράσινο λιβάδι κι είδα εκεί παπαρούνες χιλιάδες κατακόκκινες κι ανάμεσά τους φράουλες και κυκλάμινα και νάνους και ξωτικά. Και τότε πέταξε από πάνω μας ένας πανέμορφος πελαργός κι άφησε στον καθένα από μια ευχή, που την είχε τυλίξει σε τούλια κι οργαντίνες και την είχε δέσει με κορδέλες ροζ και φούξια. Άνοιξα κι εγώ τη δική μου λαίμαργος και πεινασμένος μα βρέθηκα σ’ ένα μέρος σκοτεινό μωρό μου, που δεν είχε τοίχους πουθενά και δεν τελείωνε, κι από το βάθος άκουγα μοναχά σειρήνες και κλαδιά που σπάνε, κι είδα μέσα στο μισοσκόταδο μια σκάλα, στενή και ραγισμένη, ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό, δεν είχα που αλλού να πάω και φοβόμουν κι έτσι άρχισα να τρέχω προς το μέρος της, κι εκείνη σαν να απομακρυνόταν ολοένα κι εγώ έτρεχα ακόμα πιο γρήγορα, κι εκείνη, κι εγώ, κι εκείνη…
και μια μέρα χτύπησα δυνατά τα πόδια μου στη γη και τινάχτηκα πέρα μακριά και την έφτασα και γαντζώθηκα πάνω της κι ανέβαινα κι ανέβαινα… και κάποια μέρα έφτασα και είδα το σπίτι μας κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πάλι καρδιά μου, κι έβγαλα το κλειδί από τη μέσα τσέπη μου -πάντα στη μέσα τσέπη να το βάζεις φως μου κι εσύ, για να μην το χάσεις και δεν έχεις που να λυτρωθείς τα βράδια- κι άνοιξα την πόρτα μας και πλύθηκα κι έτρεξα κοντά σου αγαπούλα μου να σ’ αγκαλιάσω και να σε φιλήσω.

Μωρό μου γλυκό…

Γιατί με κοιτάς μ’ αυτά τα τεράστια μάτια…;



Δε σου άρεσε ματάκια μου το παραμύθι;



Αγάπη μου;



Νεραϊδούλα μου…



Μην κλαις ψυχή μου. Όχι, όχι… μην κλαις…
Ψέματα ήταν όλα! Ένα παραμύθι. Ναι αγάπη μου, ένα παραμύθι…
Μην κλαις.

Φοβήθηκες κορίτσι μου; Ε;




Συγγνώμη αγαπούλα μου, συγγνώμη.
Ο μπαμπάς δε ξέρει ακόμα να λέει ωραία παραμύθια.
Μάλλον…
Θα μάθει όμως. Θα μάθει!
Στο υπόσχομαι ζωή μου!

Και θα έρχομαι κάθε βράδυ δίπλα στο μαξιλαράκι σου
και θα σου λέω τις πιο όμορφες ιστορίες
και θα τραγουδάμε μαζί
και θα φωνάζουμε τις νεράιδες
να σου κρατάνε συντροφιά όλο το βράδυ
κι όταν θα γαληνεύεις φως μου
θα σβήνω όλον τον κόσμο από γύρω σου…

για να μην κάνει θόρυβο και σε ξυπνήσει…

…ελπίδα μου εσύ, μοναδική.









Έλυσα μια μεγάλη απορία που είχα εδώ και πολλά χρόνια.
Μια απορία που με ταλάνιζε νύχτα – μέρα.
Τελικά ήταν απλό. Ακούστε:



Κι επειδή μερικές φορές τα απλά δεν τα καταλαβαίνουμε με την πρώτη,
ακούστε κι αυτό:



Είμαι τόσο συγκινημένος που ξέχασα ποια ήταν η απορία…






.

- Γεια σας γιατρέ μου.

- Καλημέρα κύριε Spy.

- Έχω ένα πρόβλημα.

- Πείτε μου.

- Το παιδί μου…

- Ναι;

- Μιλάει

- Α, μα αυτό είναι θαυμάσιο!

- Ε, ξέρετε γιατρέ, είναι μόλις δύο μηνών…

- Γκχμ, ναι… ε… και τι ακριβώς λέει;

- Λέει: “αγκου, αγκου, αααϊιι, γκλγκλ, γκλ, αγκαά…”

- Mμμ, ναι…

- Λέει και κάτι άλλα που δεν τα θυμάμαι.

- Ναι, κοιτάξτε: δεν είναι κάτι ανησυχητικό αυτό. Μπορεί να πρόκειται περί ενός παιδιού-θαύματος!

- Φυσικά και πρόκειται περί τέτοιου, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.

- Και που είναι;

- Το θέμα είναι ότι μιλάει σε μια αγελάδα!

- Αγελάδα;

- Ναι γιατρέ μου…

- Μην ανησυχείτε κύριε Spy. Πολλά παιδιά αναπτύσσουν από νωρίς μια έντονη κοινωνικότητα, και όπως καταλαβαίνετε τους είναι σχετικά εύκολο, έως και ευχάριστο θα έλεγα, να επικοινωνούν με αθώα άκακα ζωάκια, τα οποία…

- Εεε, συγγνώμη γιατρέ…

- Παρακαλώ;

- Δεν είναι κανονική αγελάδα.

- Και τι είναι;

- Αγελάδα - κουδουνίστρα!

- Ααα, μάλιστα…

- Καταλάβατε;

- Πως; Πως;...

- Μπορώ να κάνω κάτι γιατρέ μου;

- Ναι… βέβαια… θέλετε να κάνετε αυτόν εδώ τον μπάφο που μου έχει περισσέψει;

- Α, χίλια ευχαριστώ! Είστε άγιος άνθρωπος!

- Τα παραλέτε…


[παφ, παφ, πουφ…]



[παφ, παφ, πουφ…]







.



- Λοιπόν...
Τώρα ο μπαμπάς θα σου πει ένα ωραίο παραμύθι.
Εντάξει κουκλίτσα μου;
- Αγκού... γλγλγλ...
- Λοιπόν...
Ε...
Ναι! Ήταν που λες μια φορά κι έναν καιρό η Χιονάτη και οι οκτώ Νάνοι και μια καργιόλα μάγισσα και ένας τρέντυ πρίγκηπας και... ε... και... ο... ο Σρεκ! Ναι. Αυτοί ήταν. Άντε καληνύχτα τώρα. [Σμουτς]
- Ουάαααα...!!!
- Τι; Δε σ’ άρεσε;
- Ουάαααα...!!!
- Καλά, καλά. Ηρέμησε. Ήταν λοιπόν όλοι αυτοί, και ζούσαν σ’ ένα κωλόσπιτο μέσα σ’ ένα δάσος οι οκτώ Νάνοι, και κόβανε ξύλα από το δάσος για να φτιάξουν ένα φράγμα και να παράγουν φτηνή ηλεκτρική ενέργεια, και να την πουλάνε μετά στη %#$=%&+*ΔΕΗ, και να μας την πουλάει μετά εμάς η ΔΕΗ με 800% καπέλο, και να πληρώνουμε κι ένα σκασμό Δημοτικά Τέλη, που ούτε έναν τενεκέ στη γωνία δεν έχουν βάλει οι παλιοπούστηδες για τα σκουπίδια, κι αυτή τη λάμπα στη γωνία έχει να την αλλάξει ο γαμωδήμαρχος από πριν εκλεγεί, και... και... τι λέγαμε; Α, ναι! Και μια μέρα είχε πάει να πάρει σερβιέτες αυτή η μαλάκω η Χιονάτη, και χάθηκε μέσα στο δάσος (μα καλά, ποιος τα γράφει αυτά τα παραμύθια; έχει σερβιέτες στο δάσος;) και τη βρήκανε οι Νάνοι, και της είπαν: «άκου να δεις μωρή, άμα θες να σε σπιτώσουμε, θα μας πλένεις, θα μας μαγειρεύεις, θα καθαρίζεις το σπίτι, θα φροντίζεις τον κήπο, κι άμα είμαστε και στα ντουζένια μας θα μας κάνεις και καμιά πίπα, νταξ;» και η βλαμμένη δέχτηκε γιατί δεν ήξερε τι σημαίνει «ντουζένια», κι άρχισε να τα κάνει όλα αυτά... και... ε, γκχμ... ζήσαν αυτοί καλ...
- Ουάαααα...!!!
- Ωρεπούστημου!
- Ουάαααα...!!!
- Γαμώ τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν!
Λοιπόν: Κι εκεί που ήσαντε μια μέρα που λες, ανάμεσα σε κάτι παρτούζες κι ένα παστίτσιο που έφτιαχνε η βλαμμένη, ψιλοπείνασε κι άρπαξε ένα μήλο και το χλαπάκιασε, αλλά το μήλο είχε κάτι φυτοφάρμακα, γιατί η καργιόλα η μάγισσα που λέγαμε παραπάνω, θυμάσαι; μπράβο, αυτή λοιπόν, ήτανε μεγάλη σκρόφα και ήξερε πως ο πρίγκηπας θα ερωτευόταν τη Χιονάτη κι όχι την κόρη της την... την... ε... την Σταχτοπούτα που ήταν κοντή, χοντρή, με καμπούρα, με σπυριά στη μούρη και μια κρεατοελιά σα σπαλομπριζόλα στο λαιμό της, κι αποφάσισε να σκοτώσει τη μαλάκω την ασπρουλιάρα και έβαλε τα δηλητήρια μέσα στο μήλο, που σίγουρα αυτό θα διάλεγε η άλλη η ηλίθια ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και... ουφ! τέλος πάντων, το έφαγε και ψόφησε, και οι εννιά Νάνοι δεν πήρανε χαμπάρι μία, γιατί είχανε βρει την Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος και πηδιόσαντε όλοι μαζί, και τότε ήρθε αυτός ο φλώρος ο πρίγκηπας, και τη φίλησε και η μαλάκω ξύπνησε, κι έπαθε κι ένα εγκεφαλικό μόλις τον είδε, και πηδιόσαντε κι αυτοί, και η μάγισσα κόντεψε να πεθάνει από το κακό της γιατί κανείς δεν πηδιόσαντε μαζί της, και... και...
- Χρρρ... ζζζ...
- Κοιμήθηκε το κουκλί μου!
- [από το βάθος] Αγάπη μουουουου...
- Τι;
- Κοιμήθηκε η μικρή;
- Φυσικά μωρό μου! Της διάβασα ένα παραμύθι!
- Ωραία. Μπορείς να έρθεις λίγο που σε θέλω;
- Τι;
- Σκύψε λίγο βρε μωρό μου, να μη σηκώνομαι από τον καναπέ γιατί είμαι κουρασμένη...
- Ναι αγάπη μου. Τι θέλεις; Πες μου...

Μπαφ!*

*(έτσι και με ξαναβαρέσει μπροστά στο παιδί θα την απολύσω, σας το λέω...)









.



Το μεγάλο κιτρινοπράσινο ανθρωπόμορφο τέρας μούγκρισε και η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια του. Φωτιές βγήκαν από τα βρωμερά του ρουθούνια και κατάκαψαν όλη τη βλάστηση τριγύρω. Μια βροντερή κλανιά συμπλήρωσε την ειδυλλιακή σκηνή.

Η πριγκίπισσα Αλίσια χέστηκε κυριολεκτικά από το φόβο της. Χέστηκε μάλιστα τόσο πολύ που το κατάλευκο μεταξωτό αέρινο φόρεμά της μετατράπηκε μεμιάς σε ένα σιχαμένο καφέ πατσαβούρι. Μια ενεξέλεγκτη μπόχα απλώθηκε στον αέρα.

Ο ευγενικός και θαρραλέος ιππότης Μπιμπιρλάνος μόλις είχε φτάσει στο σημείο, πάνω στο περήφανο άτι του, τον Παναή, (ο οποίος ήταν κρυφαδερφή αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να καλπάζει κανονικά στα κακοτράχαλα βουνά και να χέζει ασύστολα μέσα στις αλέες του κάστρου), όταν αντίκρισε το σιχαμένο τέρας να στρώνει το τραπέζι για να κατασπαράξει με την ησυχία του την πριγκίπισσα. Με μια απότομη κίνηση έβγαλε από τη θήκη του το αστραφτερό του σπαθί, με το οποίο είχε ξεκοιλιάσει δεκάδες δράκους και τέρατα και νεράιδες (κατά λάθος), και με άλλη μία απότομη κίνηση έπεσε από τον περήφανο Παναή, καθώς η πολυποίκιλτη πανοπλία του μάγκωσε κατά λάθος στα χαλινάρια του αλόγου την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να εντυπωσιάσει την Αλίσια, με ένα διπλό τόλουπ ξεπεζέματος.

Ωϊμέ!

Συμφορά!
Ο καημένος ιππότης έπεσε τόσο άγαρμπα στο έδαφος που το αστραφτερό κλπ. σπαθί του έχοντας πρώτα σφηνωθεί στη σχισμή δύο μικρών βράχων, του χώθηκε τόσο βαθειά στον κώλο, που η σκωληκοειδίτιδα του βγήκε από τα αυτιά. Το άψυχο σώμα έγειρε απότομα και το κεφάλι του δίσμοιρου ευγενούς, τσακίστηκε στα προαναφερθέντα βράχια. Σύντομα ένα χυλός από λιωμένα μυαλά, πηχτά αίματα και κατακρεουργημένα εντόσθια σχημάτισε μια αηδιαστική λίμνη γύρω από τον Παναή, ο οποίος εμφανώς ενοχλημένος ρεύτηκε μεγαλόπρεπα, και αποχώρησε από τη σκηνή καπνίζοντας έναν μπάφο, που είχε στρίψει νωρίτερα στους βασιλικούς στάβλους.

Το δείλι βάφτηκε σκατί, και μια σαστισμάρα επικράτησε ανάμεσα στα μοναδικά ζωντανά πλάσματα της ιλαροτραγωδίας, ώσπου ξάφνου...

[τακ, τακ...]

- Αγάπη μου;
- Ναι;
- Τι κάνεις εκεί;
- Γράφω.
- Τι ακριβώς γράφεις γλυκέ μου;
- Ένα παραμυθάκι...
- Για ποιόν αγάπη μου;
- Ε, για ποιόν άλλον; Για την κόρη μου φυσικ...

Μπαφ!*

*(ουδέν σχόλιον...)







.

Δεν είναι ότι δεν έχω άλλες λέξεις.
Δεν είναι ότι κουράστηκα να γράφω.
Αλλά, να...
Δε βρήκα ποτέ πιο όμορφες και ταιριαστές για μένα λέξεις, απ' αυτές:




"Η λέξη ευγνωμοσύνη εφευρέθηκε από κάποιον άντρα που απεγνωσμένα προσπαθούσε να εκφράσει, με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε η γλώσσα και οι εκφράσεις του προσώπου του, μερικές εκατοντάδες συναισθήματα, μικρότερα (όσο ένα στιγμιαίο ανατρίχιασμα στον κρύο αέρα) ή και πολύ μεγαλύτερα (όσο ένα στόμα που θα κατάπινε την υδρόγειο σφαίρα σαν δισκίο παρακεταμόλης) προς μια γυναίκα.

Το ζητούμενο βέβαια δεν ήταν να της αποδείξει τον έρωτα του με τεράστια υγρά λόγια από latex (που όπως όλοι γνωρίζουν, το μέγεθος τους είναι ανάλογο του κενού αέρος που κρύβουν μέσα τους) ή να φουσκώσει σαν πλουμιστό πτηνό επιδεικνύοντας θεϊκές ικανότητες, υψηλή νοημοσύνη και ανυπέρβλητη δύναμη.

Αυτό θα ήταν εύκολο.

Το δύσκολο ήταν να στέκεται αμέτοχος, σχεδόν ανήμπορος, μπροστά στο θαύμα της ζωής. Να παρακολουθεί σαν υπέρβαρος συνταξιούχος το reality show που θα του αλλάξει τη ζωή με όλα του τα όπλα πεπερασμένα και σκουριασμένα από καιρό. Ένας κούφιος πολεμιστής που θα πέθαινε στη θέα της κομμένης του παρανυχίδας.

Για μένα όμως τα πράγματα είναι εύκολα. Όλα αυτά έχουν απο καιρό ειπωθεί. Γενναιότεροι πολεμιστές έχουν βουρκώσει κι αγκαλιαστεί ανήμποροι να κάνουν κάτι άλλο. Ευρηματικοί και κοινοί ποιητές έχουν χτίσει ουρανοξύστες από ψυχικό μπετόν, κάτω απ’ το βάρος της υπέρτατης συγκίνησης της νέας ζωής. Μια μανιέρα για τους δυνατούς που δεν έμαθαν ποτέ τι θα πει πόνος.

Ευγνωμοσύνη νοιώθω.
Και θα κρατώ αυτό το πουγγί που είναι γεμάτο με τον πόνο και την αγωνία σου στην αγκαλιά μου ανήμπορος για πάντα."



Το κείμενο είναι του Dr.Uqbar από το εξαιρετικό blog: "Που είναι η πανοπλία μου;"
photo by angeloflight











.



Έτσι είναι αυτά.
Άμα δεν τα προλάβεις όσο είναι μικρά, μετά... τρέχα να συμμαζεύεις.

Ας όψεται.
Δε μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να είμαι συγκινημένος και περήφανος.
Το τέκνο μου και τα πρώτα του βήματα στο web!


What a day for me!





.



Σήμερα έχουμε γεννέθλια.
Το παιδί μου γίνεται μιας εβδομάδας.
Κι επειδή μεγάλωσε πια κι αντιλαμβάνεται τον κόσο γύρω του, αποφασίσαμε από κοινού (με το παιδί), να γράψει το πρώτο του ποστ. Μάλιστα!

Το παιδί ΜΟΥ λοιπόν έγραψε, μετά από ώριμη σκέψη:


Ξηρττκφββξ8υ , ,λμμδψς


Παρακαλώ να προσέξετε ιδιαίτερα, τη χρήση κεφαλαίου γράμματος στην αρχή της φράσης, τη χρήση αριθμού (κάτι θα συμβολίζει αυτό το 8, δε μπορεί...) και ειδικότερα την εκτεταμένη χρήση σημείων στίξης! 2 (ολογράφως: ΔΥΟ!) κόματα κυρίες και κύριοι. ΔΥΟ ολόκληρα κόματα (για τους κακεντρεχείς να συμπληρώσω σε αυτό το σημείο πως δεν έχει μάθει ακόμα συντακτικό, είμαστε ακόμα στην αλφάβητο, εντάξει;) μέσα σε μια φράση!

Κυρίες και κύριοι αντιλαμβάνεστε πλέον, πως έχουμε μπροστά μας ένα μοναδικό φαινόμενο: το ποστ που γράφτηκε από τον νεαρότερο άνθρωπο στον πλανήτη! Κατόπιν τούτου, και εφόσον συζητήσαμε διεξοδικά (με το παιδί ξαναλέω, όχι με τη μάνα του) την ανάγκη του για έκφραση και επικοινωνία, σας ανακοινώνουμε επισήμως πως σε πολύ λίγες ημέρες, η κόρη μου θα είναι ο νεαρότερος άνθρωπος all over the Universe με δικό του βλογ (λεπτομέρειες οσωνούπω).


Πάω να κάνω κακά μου τώρα...












.



- Τι είναι αυτό;
- Το παιδί!
- Καλά, μαλάκας είσαι; Και πως το κρατάς έτσι;
- Αγάπη μου... για να το πλύνω...
- Και ποιος σου είπε ότι πρέπει να το κρτάς έτσι για να το πλύνεις;
- Ε... είχα δει εσένα μια φορά που έπλενες ένα κοτόπουλ...

Μπαφ !*

*(άσχημο χόμπυ βρήκαμε...)










.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy