Τι κι αν έχει λιακάδα;
Εγώ τα πρωινά δεν είμαι εδώ.

Άμα δείτε κάποιο βράδυ περισσότερο φως
απ’ αυτό που ρίχνει η λάμπα του δρόμου,
χτυπήστε μου απαλά την πόρτα, να βγω.

Έχω καιρό να πιω καφέ την ώρα που τυπώνονται οι εφημερίδες.

και μου 'λειψε η μυρωδιά απ’ αυτό το μελάνι
που εντυπώνεται πιο βαθειά και από ένα τατουάζ στο μπράτσο,
πιο ανεξίτηλα κι από ένα “μείνε” την ώρα των αποχωρισμών...
.
.
.
.
.
.




Όλα άρχισαν απ’ αυτήν την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου –ή μάλλον, γιατί να κλείνω τα μάτια ακόμα και στο χείλος της καταστροφής;- όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί, βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική. Πλην όμως αγαπόυσα πάντα τους συνανθρώπους μου και αυτό είναι μία από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου –και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους- σ’ αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου. Και παρ’ όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, για την οποία τόσα ωραία κεφάλια έπεσαν πάνω στο ικρίωμα, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο ωραίο.

Ενώ λοιπόν ήμουν από μια τίμια και αξιοπρεπή οικογένεια, δεν μου αρκούσε, ήθελα κι ένα καινούργιο σακάκι –ακούστε διαστροφή! Ο αγαπητός φίλος Ιουστίνος προσεφέρθη τότε να μου δώσει ένα δικό του παλιό –φυσικά σε αντάλλαγμα θα του ήμουν ευγνώμων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστον μιας ζωής (ή και δύο αν ήταν περισσότερο απαιτητικός). Τι να ‘κανα; Δέχτηκα. Διότι και το να ‘σαι συνέχεια απελπισμένος προσβάλλεις το Θεό. Ή να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Ύστερα από χρόνια, λόγου χάρη, συναντάς κάποιον που σου αφάνισε τη ζωή: κάθεται σ’ ένα παγκάκι έρημος, γέρος, ένα ερείπιο. Σου έρχονται δάκρυα. Τον κοιτάζεις χωρίς μίσος, με απροσποίητη συμπόνια μάλιστα. «Πως μας ξεγέλασε και τους δυο η ζωή» σκέφτεσαι. Αλλά ας μην λοξοδρομούμε, μιλούσαμε για ένα σακάκι, κι εδώ έχω υποχρέωση να το φωνάξω πως ένα σακάκι είναι ένα ένδυμα εγκληματικό, όπως ακριβώς λέμε: ένα ένδυμα επίσημο –αποφάσισα λοιπόν να μην το δεχτώ. Όμως την ώρα που έλεγα «όχι, δεν θέλω» καθώς ήταν μισοσκόταδο, προσπάθησα με τα δάχτυλα, τάχα τυχαία, να το αγγίξω κάπως, να δω την αξία του υφάσματος και φυσικά τη φθορά, μπορεί να είμαι υπερήφανος αλλά θέλω να ξέρω τι χάνω, έτσι είμαι πλασμένος, δεν μπορώ να εθελοτυφλώ· -ίσως γι’ αυτό γίνομαι αντιπαθητικός.

Θυμάμαι μια μέρα στο λεωφορείο, απέναντί μου καθόταν μια γυναίκα μαραμένη, άσχημη, «τι θέλει και ζει;» αναρωτήθηκα εντελώς αυθόρμητα, τα πόδια της γυμνά –ήταν Ιούλιος- πανάθλια, απ’ αυτά τα πόδια που διηγούνται πάντοτε πράγματα θλιβερά ακόμα και το μεσημέρι, έκανα λοιπόν αυτές τις σκέψεις όταν η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε με πόνο σαν να μου ΄λεγε «τι σας έφταιξα», είχε ακούσει τις σκέψεις μου κι αυτό συμβαίνει πάντα στους δυστυχισμένους, τα καταλαβαίνουν όλα αμέσως –από τότε όταν βλέπω κάτι το απελπιστικό φροντίζω να κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις, λόγου χάρη, όταν τρώω στα βρώμικα οινομαγειρεία και βλέπω τον ατμό από τις κατσαρόλες τον παρομοιάζω με τον Χριστό που αναλήπτεται, και τότε τι σημασία να δώσεις στις μύγες που διεκδικούν το τραπέζι σου; αντίθετα τις παρακολουθείς με σεβασμό και τους αφήνεις στο πιάτο σου και το μικρό μερίδιό τους, ας φάνε κι αυτές, σκέφτεσαι, αφού δεν υπάρχει για κανέναν σωτηρία.

Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, μάλλον όχι, τέλος πάντων ήταν μια άγια μέρα που έπρεπε να τη σεβαστώ, αλλά εγώ τι έκανα; πήγα στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου, και, ώ των μυστηρίων, ενώ εκείνη είχε πεθάνει το σπίτι ήταν ακόμα εκεί «η δεσποινίς Λουίζα πέθανε» λέω στο θυρωρό, «ναι, πέθανε» μου λέει, «αχ, του λέω θριαμβευτικά, βλέπεις πόσο οι άνθρωποι συμφωνούν κατά βάθος;» τον αγκάλιασα και τον φίλησα –κι ύστερα με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά σοβαρός, ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αντρέψω όλες τις κατηγορίες- χαμηλώνεις το βλέμμα σου, άρα είσαι ένοχος, λένε, τι ένοχος, βρε τιποτένιοι, που εγώ κοιτάζω πάντα κάτω μήπως βρω κανένα πανηντάδραχμο, δηλαδή, γιατί όχι; είμαι τόσο πολυάσχολος ή τόσο τυφλός κι όποιος χτυπάει μια πόρτα χτύπους τελικά θα θερίσει, γέγραπται, γιατί, βέβαια, το βλέπετε, εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα

μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να ΄ναι μια νύχτα...






Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Αφήγηση: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Τραγούδι: Β. Παπακωνσταντίνου



Μια παλιά τρακαρισμένη λιμουζίνα ήρθε και με πήρε.
Φρέναρε απότομα μπροστά στο σπίτι μου, άνοιξα την πόρτα, μπήκα μέσα, φύγαμε. Χωρίς πολλά πολλά. Στη θέση του οδηγού δεν έβλεπα ποιός ήταν. Όχι βέβαια για κάποιον περίεργο λόγο, απλά κοιτούσα μόνο έξω.

Σταμάτησε σε ένα ξεχαρβαλωμένο περίπτερο στην παραλιακή. Ο οδηγός βγήκε, πήρε κάτι, ξαναγύρισε. Χωρίς να με κοιτάξει μου πέταξε στη μούρη ένα πακέτο τσιγάρα. «Κάπνισε» μου είπε ξερά. Κάπνισα.

Μετά σταμάτησε έξω από ένα σπίτι που φάνηκε κάπως οικείο. Βγήκε πάλι. Πάτησε ένα κουδούνι, το προτελευταίο από πάνω. Σε λίγο κατέβηκε η ανηψιά μου, μπήκε μέσα στη λιμουζίνα, της έδωσα όλα τα παιχνίδια μου από τον πόλεμο, που παραδόξως βρήκα στο δίπλα κάθισμα, κι ένα ζεστό φιλί στο κούτελο. Έφυγε χαμογελώντας.

Δεν απόρησα ούτε για μια στιγμή. Αυτός φαινόταν να ξέρει καλά τι κάνει, κι εγώ αισθανόμουν μια ζεστή σιγουριά. Χάζευα μόνο τα χαλασμένα φώτα του δήμου που τρεμοπαίζανε σε κάτι καχεκτικές κολώνες, καθώς απομακρυνόμασταν. Η θάλασσα στο πλάι έκανε θόρυβο. Κόντευα να αποκοιμηθώ.

Σταμάτησε πάλι με ένα ακόμα πιο απότομο φρενάρισμα, που μ’ έφερε να ερωτοτροπώ με το προσκέφαλό του. Γύρισε αποτομα προς τα πίσω και μου έριξε μια δυνατή μπουνιά στα δόντια. Έφτυσα λίγο αίμα, αλλά επάνω μου, όχι στο κάθισμα, για να μη φάω κι άλλο ξύλο. Το έκρυψα κάτω από το μανίκι μου.

Στα λιμανάκια ακριβώς τελείωσε η βενζίνη. Περίεργο. Η λιμουζίνα σύρθηκε μέχρι την άκρη του χωματόδρομου και σταμάτησε απαλά αυτή τη φορά μέσα στο μισοσκόταδο. Εκείνος βγήκε. Μου άνοιξε την πόρτα και περίμενε. Εγώ έδεσα καλύτερα τον κόμπο της γραβάτας μου, σαν να ‘παιζε ρόλο πως θα με δούνε, κι έσβησα ένα ακόμα τσιγάρο στο ξερό χώμα.

«Μέχρι εδώ» είπε ξερά.

«Ξέρω» αποκρίθηκα πράος, προσποιούμενος πως ήξερα.

«Τώρα πρέπει να πετάξεις» διέταξε.

«ΞΕΡΩ!» φώναξα. Ψέμματα.

Στο διάολο κι οι οδηγίες χρήσεως! Τσαλάκωσα το χαρτί αλλά το έβαλα στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου, τέτοιος ήρωας υπήρξα. Πλησιάσαμε και οι δύο αθόρυβα στην άκρη των βράχων. Τον χτύπησα απαλά στην πλάτη σαν να τον χαιρετούσα. Εκείνος, αλύγιστος, έγειρε μπροστά κι έπεσε κατακόρυφα στο αχανές μαύρο. Σε λίγο διαμελίστηκε με κρότο κάτω χαμηλά, σαν να μου έδειχνε την απόσταση.

«Πάμε» είπα από μέσα μου,
και πέταξα πάνω απο ένα τεράστιο ποίημα.


.
.
.
.
.
.

- Πάμε;
- Και δεν πάμε;
- Τα ‘χεις πάρει όλα;
- Τα ‘χω.
- Και τη βενζίνη;
- Ναι.
- Και τα στουπιά;
- Και τα στουπιά.
- Α...
- Ναι.
- Και τα φτυάρια;
- Τα πήρα.
- Γάντια πήρες;
- Πήρα.
- Στη γυναίκα σου τι είπες;
- Ότι πάμε στο καζίνο.
- Ποιοι πάμε;
- Εμείς οι δύο!
- Σε πίστεψε;
- Πφφφ...
- "Πφφφ" είχες πει και την προηγούμενη φορά.
- Και;
- Και τηλεφωνούσε στη δικιά μου, τρεις τα χαράματα, να τη ρωτήσει αν ξέρει τίποτα Βουλγάρες που να μας κάνουν παρέα.
- Ναι;
- Τι ναι μωρέ μαλάκα;
- Ήξερε;
- (παφ!)
- Τι βαράς ρε πούστη μου;
- Είσαι ηλίθιος.
- Σοβαρά; Να πάρεις τότε άλλον μαζί σου.
- ...
- Μαλάκα...
- Τα κλειδιά του αυτοκινήτου;
- Τα ‘χω.
- Χοντρό μπουφάν πήρες; Κάνει κρύο εκεί.
- Πήρα.
- Γάντια;
- Με ρώτησες!
- Α... Έχω λίγο άγχος...
- Φαίνεται.
- Δεν το ‘χω ξανακάνει.
- Δουλειά είναι. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
- Ναι, η ντροπή είναι το πρόβλημα μου...
- Ε, τότε;
- Οινόπνευμα πήρες;
- Ναι.
- Αναπτήρα;
- Ναι.
- Τσιγάρα έχεις;
- Δεν καπνίζω βρε μαλάκα!
- Α, ναι...
- Μας έπρηξες. Πάμε;
- Χμ... ναι...
- Άντε!
- Το τηλέφωνο του, το έχεις;
- Ποιανού;
- Του... του... “εργοδότη” ρε μαλάκα...
- Όχι. Το έχει πάντα μαζί του. Δεν μου το δίνει.
- Βρήκες ώρα για χιούμορ...
- Πάμε;
- ...
- Δεν θα αλλάξει τίποτα σε 10 λεπτά!
- Καλά... Πάμε.

..................................................................

(πάνε)

..................................................................

(πάνε ακόμα)

..................................................................

(κάποια στιγμή...)


- Εδώ;
- Ναι, γιατί τι έχει;
- Όχι, τίποτα. Καλά είναι.
- Ε, άντε σβήσε τ’ αμάξι.
- Δεν πιστεύω να περάσει κανείς τέτοια ώρα.
- Ρε μαλάκα, κοίτα ΠΟΥ είμαστε!
- ... ναι...
- Και είναι τέσσερεις τα ξημερώματα!
- ...
- Λες να περάσει κανένας αγρότης να πάει να ποτίσει;
- Ξέρω ‘γω; Έχει φοβηθεί το μάτι μου.
- Κατέβα!
- Κατεβαίνω.


(κατέβηκαν)


- Να κάνουμε ένα τσιγάρο πρώτα;
- Αφού δεν καπνίζω ρε βλήμα!
- Καλά. Θα κάνω εγώ για σένα.
- Πολύ αποφασιστικό σε βλέπω...
- Αφού σου είπα έχω άγχος! Δεν το ‘χω ξανακάνει.
- Σκέψου τα φράγκα.
- Αυτά σκέφτομαι.
- Και τα παιδιά σου...
- Κι αυτά.
- Και τη φουκαριάρα τη μάνα σου...
- Ε, άιντε και γαμήσου ρε μαλάκα! (παφ)
- Πω, πω, από χιούμορ σκίζεις...
- Σκάσε γιατί θα φας κι άλλη!
- ...
- ...
- Το ΄κανες το τσιγάρο;
- Μια τελευταία τζούρα.
- Τελείωνε! Κοντεύει να ξημερώσει.
- Τέλειωσα. Πάμε.
- Πάμε.
- ...
- ...
- Ναι...;
- Τι;
- Τι τι μωρέ μαλάκα;
- Τι με κοιτάς;
- Που πάμε;
- Ω, μ' έναν πούστη που μπλέξαμε!
- Τι;
- Πάρε τα φτυάρια από το πίσω κάθισμα.
- ΟΚ.
- Και τα μπιτόνια με τη βενζίνη.
- ΟΚ.
- Και τα υπόλοιπα. Όλα. Τράβα σε κείνον εκεί το βράχο δίπλα, κι άρχισε να σκάβεις. Ετοίμασέ τα όλα όπως είπαμε.
- Κι εσύ τι θα κάνεις ρε έξυπνε;
- Καλά, μαλάκας είσαι;
- Όχι.
- ΕΓΩ, θα πάρω το ΠΤΩΜΑ απ’ το πορτ μπαγκάζ και θα το φέρω εκεί!
- Α...
- Ηλίθιε!
- ...
- Ζώον!
- ...
- ...
- ...
- Τι;
- Ε...
- Τι;;;!!!
- Νομίζω πως έκανα μαλακία...
- Τι μαλακία;;;
- Ε... το... ε, το... πτώ... το πτώμα...
- Τι το πτώμα;
- Ε... δεν είναι στο πορτ μπαγκάζ...
- Τι λές μωρέ μαλάκα;;;
- Ναι...
- Και ΠΟΥ είναι;;;
- ... μη βαρέσεις...
- ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΡΕ;
- Στο πεζοδρόμιο. Ξέχασα να το φορτώσω...
- ...
- Σόρρυ ρε...
- Τι σόρ... τι... μη σου γαμ... ρε πούστ...
- Σόρρυ ρε φίλε, το ξέχασα...
- Ρε μαλάκα! Τα φτυάρια θα θάβαμε;;; Τι ξέχασες; Το σημαντικότερο;
- ...
- Σε ποιο πεζοδρόμιο το ξέχασες ρε ηλίθιε; Του μαγαζιού σου;
- ... τς...
- Σε ποιό; Του βενζινάδικου;
- Ε, όχι...
- Μη μου πεις! Του σπιτιού σου;
- ...
- Τι;
- ... όχι...
- Ε, ΠΟΥ στο διάολο το ξέχασες ρε μαλάκα το πτώμα;
- Στο... πεζοδρόμιο... του...
- Ναι;
- Του... σπιτιού σου...
- ΤΟΥ ΠΟΙΑΝΟΥ;;;
- Σόρρυ...
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααααα!!!!!!!!!
- Ούτε ‘γω την έχω ξανακάνει τη δουλειά... Μπερδεύτηκα...
- Δεν είναι δυνατόν! ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ...
- Έλα ρε φίλε, μην κάνεις έτσι. Θα βρούμε μια λύση...
- ΓΑΜΩ την πουτάνα την κρίση, για επάγγελμα που διάλεξα, γαμώ!
- Ε, ρε φίλε, ήταν καλά τα φράγκα που έδινε ο Μεγάλος.
- Άντε γαμήσου κι εσύ ρε μαλάκα!
- Έλα ρε, εντάξει, ηρέμησε.
- ...
- Μπάμπη;
- ...
- Μπάμπη;
- ...
- Που πας ρε μαλάκα;
- ...
- Μα... τι κάνεις;
- ...
- Ρε Μπάμπη; Που το πας το φτυάρι;
- ...
- Μπάμπη!!! Τι κάνεις;;;
- ...
- Ρε Μπάμπ...

(ΓΚΝΤΟΥΠ!)

- ---
- ...
- ---

(μπιπ, μπιπ, μπιπ, ... ... ... ... ... μπιπ)

- Ναι;
- Εγώ.
- Λέγε.
- Εντάξει.
- Όλα;
- Ναι.
- Ίχνη;
- Κανένα.
- ...
- Εεε... συγγνώμη...
- Τι;
- Τα, ε.. τα... χρήματα...;
- Θα σου τα αφήσω σε δέκα λεπτά στο γραμματοκιβώτιο.
- Σε ποιό γραμματοκιβώτιο;
- Στο πεζοδρόμιο, έξω από το σπίτι σου! Που αλλού;
- Ε... μήπ...;
- Εκεί δεν είπαμε; Γειά!!!
- ...
- ---
- Ω, ρε πούστη μου...



.
.
.
.
.
.
.
.
.

"Ξημερώνει ακόμα μια μουντή μέρα. Στα τζάμια που εμποδίζουν το νοτιά, κυλάνε οι σταγόνες που θέλησαν να εισβάλουν στο σπίτι σου. Ακόμα μια εισβολή που πρέπει να της αντισταθείς. Ποια από τις μελαγχολίες που σε κυνηγάνε άραγε, να εξολοθρεύσεις πρώτα;

Ασφυκτικά κλεισμένος στο μικρόκοσμό σου αδυνατείς να ακούσεις κάτι παραπάνω, εκτός από τις φωνές της προηγούμενης βραδυάς. Τριγυρίζουν απρόσκλητες στο κεφάλι σου και ενισχύουν το αίσθημα της μοναξιάς που σε κατακλύζει ξυπνώντας σε άδειο κρεβάτι...

Γιόρτασες το πνεύμα του «Αγίου αυτών που αγαπάνε» αλλά μια ερώτηση σε τριγυρίζει... «Αρκεί το φιλί για να γίνει ο βάτραχος πρίγκηπας, αν είναι από τη φύση του δύσπιστος;»

Δεν είχες ξαναδεί τόσους πολούς «μόνους» να χορεύουν στο ρυθμό των πάρτι του «μαζί». Τρόμαξες! Ηπιες πολύ για να συμμετέχεις στο παιχνίδι, ελπίζοντας ότι έτσι θα πείσεις τον εαυτό σου πως γιορτάζεις. Προσπαθείς να τραγουδήσεις πιο δυνατά από τη μουσική, μήπως και ξεχαστείς.

Μήπως έτσι δεν ένιωσες την Πρωτοχρονιά που άνοιξες τα μάτια σου; Εκανες όλα αυτά που «πρέπει» για να περάσεις καλά. Δεν κάθισες σπίτι, βρέθηκες με κόσμο πολύ, έβαλες το καλύτερο χαμόγελό σου για να σε βρεί η νέα χρονιά... Εγινε η θετική αποτίμησή σου αλλά στο τέλος έμεινες με τις αντιστάσεις και τους όρκους σου κλεισμένος πίσω από τα τείχη που ύψωσες.
Η μυρωδιά της γιορτής εξατμιζόταν από το κορμί σου.

Οταν τα φώτα της γιορτής πέσουν, κάποιοι θα μείνουν μόνοι. Δύσπιστοι και μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ! Κι ας το ξεγελάσουν πρόσκαιρα. Ετσι είσαι, αφού έτσι νιώθεις... Επεσες στην παγίδα.

Φαντάζεσαι και σκηνοθετείς τη ζωή σου κάπως, και αυτήν την προσδοκία την μετατρέπει η ζωή σε απαίτηση, που μόνο αν υλοποιηθεί αισθάνεσαι ότι θα μπορείς να περνάς καλά.

Πόσες νεκρές επετείους θα γιορτάσεις ακόμα, παρέα με τους πολλούς αλλά χωρίς τον εαυτό σου; Πόσα μεθύσια ακόμα θα «χτίσεις» μεθοδικά μόνο και μόνο για να δεις τον εαυτό σου διπλό και τριπλό στον καθρέφτη του ασανσέρ και να νιώσεις την επίφαση της συντροφικότητας;

Στην πραγματικότητα κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος. Μόνος μένει αυτός που δεν ξέρει τι έχει. Τον εαυτό του, την ψυχή του, την καρδιά του, την σκέψη του, τις μνήμες του, την μυρωδιά αυτών που τον σκέφτονται... Στην αύρα μιας και μόνης ζωής μπορούν να στριμωχτούν τόσες μα τόσες πολλές διαστάσεις, όσες χαρές και συγκινήσεις!

Αν το «εγώ» σου συμπεριλαμβάνει ό,τι θεωρείς οικογένειά σου, αν έχεις έστω και ένα φιλικό σου πρόσωπο που είναι σάκος του μποξ και καθρέφτης σου, τότε χρειάζεσαι Χριστούγεννα με φώτα, επίορκους αγίους και δώρα για να σε ενώσουν μαζί τους; Αλλωστε πόσοι νομίζεις μπορούν να σε αντέξουν;

Κάθε μέρα κάτι σημαίνει! Και είναι μοναδική, όπως η στιγμή που αντικρύζεις το πρώτο σου παιδί! Δεν θα έχεις την ευκαιρία να την επαναλάβεις! Ακόμα και τη μέρα που εκείνος ο ανόητος σου «έφαγε» το φτερό του καινούργιου σου αυτοκινήτου κι ας επιθυμείς διακαώς να το ξεχάσεις! Ομορφη είναι και η μέρα που έπεσες από τη σκάλα και φόρεσες κολάρο! Και ξέρεις γιατί; Γιατί μετά από ότι σου συνέβη βγήκες νικητής, γονιός, ζωντανός! Γιατί συνέβη σε σένα και ήσουν εκεί να το ζήσεις! Δεν χρειάζεται καμία γιορτή να σου θυμίζει ότι ζεις!

«Ανάσταση» είναι κάθε πρωινή ηλιαχτίδα που τρυπάει τις κουρτίνες, κάθε μπουκιά φαγητού που δοκιμάζεις, κάθε χαμόγελο της μανάβισας της γειτονιάς, κάθε φιλί που με ανιδιοτέλεια σου χαρίζει ένα παιδί, κάθε μουσική που σου ξυπνάει συναισθήματα και κάθε τραγούδι που πιστεύεις πως γράφτηκε μόνο για σένα.

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία, από το να είσαι υγιής και ζωντανός και να χαίρεσαι την κάθε μέρα μόνο και μόνο επειδή βλέπεις το φως και ακούς τις φωνές των παιδιών της γειτονιάς. Κι αν χρειαστείς βόηθεια να είσαι σίγουρος ότι κάποιος θα χαρεί να σου την προσφέρει. Αρκεί να ξέρεις να τη ζητήσεις.
Ζήτα την προστασία του και δώσ’ του τη δική σου!

Παράξενα σχήματα κάνουν τα σύννεφα σήμερα στη Θεσσαλονίκη..."



Σπύρος Σαρανταένας
Περιοδικό “
CITY·231
Θεσσαλονίκη,
Φεβρουάριος 2004




.
.
.
.
.
.

Άλλα είχα σκοπό να γράψω σήμερα, αλλά μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο. Από κλικ σε κλικ σε κλικ του κλικ, ω κλικ, σκόνταψα πάνω σ' αυτό, και άρχισα να χορεύω πρωινιάτικα μόνος μου.

Θαυμάστε!




.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy