Μια μέρα ξύπνησα μισός.
Δε ξέρω ποιό κομάτι ακριβώς έλλειπε, αλλά την ώρα που σηκωνόμουν από το κρεβάτι ένιωθα πως μου είχαν μείνει 40 κιλά σάρκας μόνο, κι οι σκέψεις που με κατακλύζουν κάθε πρωί υπολειτουργούσαν, οι μισές ήταν στο γραφείο τους κι εργάζονταν κανονικά, οι υπόλοιπες προφανώς θα είχαν κατέβει για πορεία στο Σύνταγμα ή για καφέ στην παραλία.

Τι στο διάολο; είπα με μισή φωνή.

Έφτιαξα έναν καφέ στα γρήγορα αλλά κι αυτόν μισό τον ήπια. Προφανώς έριξα κάποια λίτρα νερό επάνω μου, σε κάποιο ακαθόριστο κομάτι του εαυτού μου, αλλά όχι όλο το νερό της μπανιέρας. Το υπόλοιπο εξερευνούσε νωχελικά τα πλακάκια του δαπέδου σε μια κυκλική πορεία προς το σιφόνι.
Φόρεσα ένα μπατζάκι κι ένα μανίκι κι έκανα αδέξιες κινήσεις με τη ζώνη μέχρι να καταφέρω να τη φορέσω στο λαιμό. Το ένα μου παπούτσι έμεινε παρακαταθήκη στο ντουλάπι να διηγείται ιστορίες απ’ τον πόλεμο στα υπόλοιπα.

Δεν ήταν δύσκολο να βάλω μπροστά το αμάξι. Δύσκολο ήταν να σημαδεύω ταυτόχρονα με το ένα πόδι και το γκάζι και το αμπραγιάζ, και να κρατάω το τιμόνι με τα δόντια, καθώς όταν έπρεπε να πάρω κλειστή στροφή το κεφάλι μου σχεδόν ακουμπούσε τα γόνατά μου. Έστω κι έτσι τα μισοκατάφερα. Βγήκα στον κεντρικό δρόμο, όπου τα πράγματα νόμιζα πως θα ‘ταν πιο εύκολα, αλλά φευ. Η οδήγηση μεν ήταν πιο υποφερτή (δεν είχε και τόσες στροφές και η κίνηση με οδηγούσε με σταθερή ταχύτητα στον προορισμό μου), αλλά το θέαμα από την άλλη ήταν λίγο παράξενο, για να μην πω τρομακτικό. Άνθρωποι αλλόφρονες κουτούλαγαν μεταξύ τους και πάνω σε τοίχους και κολώνες ορισμένοι, καθώς με ένα μόνο μάτι δεν μπορούσαν να ζυγίσουν εύκολα ούτε τις αποστάσεις ούτε τις κατευθύνσεις. Οι χαρτοφύλακές τους, μισάνοιχτοι, ξερνούσαν από τα σωθικά τους συμβόλαια, προσφορές, σημειώσεις και σερβιέτες, που μετά από έναν τρελλό χορό στον αέρα, έβρισκαν κάποιο σημείο στο πεζοδρόμιο να ξαποστάσουν, κι εκεί κουτσά σκυλιά, σα μεθυσμένα, τα κατουρούσαν ανηλεώς, αφού μεμιάς λες κι εξαφανίστηκαν όλες οι κολώνες από αυτό το μέρος του δρόμου, και μείναν μόνο στο απέναντι, που όμως δεν είχε ούτε ανθρώπους, ούτε συμβόλαια, ούτε σκυλιά.

Τι στο διάολο;

Τα φανάρια είχαν εξαφανιστεί (προφανώς) αλλά μόνο στη δική μας λωρίδα κυκλοφορίας. Τα υπόλοιπα είχαν κολλήσει για πάντα στο κόκκινο, κι έτσι απερίσπαστοι οδηγούσαμε σε μια ετέλειωτη ευθεία, ο ένας πίσω από τον άλλο για ώρες. Το αμάξι βέβαια έκανε ένα φριχτό θόρυβο, καθώς σερνόταν όλο το πίσω μέρος του που δεν είχε ρόδες, αλλά δε με ένοιαζε και πολύ. Ήμουν αρκετά εντυπωσιασμένος που οδηγούσα κάμπριο, αφού εγώ δεν είχα αγοράσει ποτέ μου τέτοιο.

Η Συγγρού είχε μιάμιση λωρίδα κυκλοφορίας. Ξέρετε. Μία για τα αυτοκίνητα και μία για... ποδηλάτες. Που και που στη λωρίδα τους χωνώταν και κανένας ηλίθιος με μισή μοτοσυκλέτα, κι εκείνοι μη μπορώντας να κρατήσουν εύκολα ισορροπία στη μία ρόδα του ποδηλάτου, σάστιζαν και σωριάζονταν στο δρόμο. Τότε ερχόταν εκείνο το μηχάνημα του Δήμου με τις στρογγυλές βούρτσες μπροστά, που καθαρίζει τις άκρες των δρόμων, αλλά σακαταμένο όπως ήταν κι αυτό, χωρίς βίδες και χωρίς γρανάζια, μόλις έβαζε μπροστά εκσφενδονίζονταν με μανία οι βούρτσες, σαν να τις είχε πετάξει κάποιος γιγάντιος μηχανικός δισκοβόλος, κι αφού διέγραφαν μια ημικυκλική πορεία, κατευθύνονταν με λύσσα στα παράθυρα του “Interco” (το “ntinental” προφανώς είχε πάει για βρούβες).

Παράτησα το άθλιο μηχάνημα που οδηγούσα κι ανέβηκα με το ένα πόδι, κουτσό όλες τις σκάλες που οδηγούσαν μέχρι τη μέση του πέμπτου ορόφου. Εκεί ανάμεσα στα μπετά είχε σφηνώσει η πόρτα μου, μισή στον τέταρτο, μισή στον πέμπτο. Αμφιταλαντεύτηκα. Αποφάσισα να πάω εκεί που ήξερα (στον πέμπτο) και την έσπασα με το ένα χέρι για να μπω. Αυτό που είδα και διαπίστωσα δεν ήταν κι ότι καλύτερο για την ήδη κατακρεουργημένη μου ψυχολογία. Τα μισά γραφεία είχαν λιώσει κι είχαν χυθεί στο πάτωμα μαζί με ότι κουβαλούσαν στις πλάτες τους, δημιουργώντας μια περίεργη γλίτσα από ξύλο, πλαστικό, χαρτιά και λιωμένο σίδερο. Δεν ήταν εύκολο το κουτσό μέχρι να φτάσω στο δικό μου, το οποίο ευτυχώς έστεκε ακόμα αρτιμελές, ή έτσι νόμιζα μάλλον. Πάνω στα γέρικα πόδια του στήριζε την επιφάνεια που ακουμπούσαν κάποτε τα κομπιούτερ μου και τα χαρτιά μου, μόνο που τώρα η μισή είχε βυθιστεί σε μια χαοτική μαύρη τρύπα, παρασύροντας μαζί της τη μια οθόνη, τις προσφορές, μερικούς ραπιτογράφους και τα πλήκτρα από το “g” και πέρα. Μου είχαν μείνει μόνο τα άχρηστα. Το “q”, το “w”, το “d”, το “x”, το “z”, το “@”, το “#”, το “$”, το “%”, το “<”, το “ω”, το “ψ”, το “φ”, το “ζ”, το “ε”, το “5”, το “3” και κάποια ακόμα που δε με ενδιέφεραν ποτέ.

Διάσπαρτα πόδια, χέρια, κεφάλια και ρούχα, που κάποτε ήταν οι συνάδελφοί μου, με καλημέρισαν με μισό χαμόγελο (αλλά αυτό το είχα συνηθίσει έτσι κι αλλιώς).

Κατάρρευσα. Δεν ήξερα πως να δουλέψω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπάθησα να πάρω τη γυναίκα μου στο τηλέφωνο αλλά μάταιο ήταν κι αυτό. Τα πλήκτρα από το 6 και μετά είχαν ακολουθήσει τους παραπάνω συνεδέλφους τους στη μαύρη τρύπα.

Το πάνω μισό της πόρτας υποχώρησε εντελώς, όταν ξαφνικά μπήκε μέσα στο γραφείο ένα περίεργο σώμα (ανθρώπινο;) με δύο πόδια αλλά χωρίς χέρια κι ένα κεφάλι κολλημένο στη μέση του. Το κεφάλι είχε μόνο στόμα κι ένα μάτι. Ούτε μύτη ούτε αυτιά ούτε τίποτε άλλο. Μόνο όταν μίλησε, κατάλαβα ότι κάποτε ανήκε στον έναν από τους δύο πελάτες μου.
- Τελειώσαμε, μου είπε.
- Τι εννοείτε; απάντησα σαστισμένος ακόμα.
- Δε μπορούμε να κάνουμε μισές δουλειές. Τελειώσαμε.
- Μα...
- Μην επιμένεις, δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν έχει νόημα. Πέρνα αύριο από το ερείπιό μας να πάρεις τα μισά σου λεφτά.
- Και μετά;
- Μετά τίποτα. Μισή δουλειά, μισά λεφτά. Μετά ότι μας φωτίσει ο Θε...
- Καλά, ήταν η μόνη λέξη που βρήκα πρόχειρη.

Έφυγε. Ή μάλλον, έπεσε από τη μισογκρεμισμένη πια σκάλα. Στο έδαφος διαμελίστηκε εντελώς. Στ’ αρχίδια μου πλέον. Είχα άλλα θέματα που έπρεπε να λύσω. Μάζεψα το μισό κουράγιο που μου είχε απομείνει και με θάρρος κατευθύνθηκα προς το μεγάλο meeting room στο βάθος. Ο διάδρομος δεν ήταν ακριβώς όπως τον θυμόμουν. Μάλλον με τσιμεντένιο έμενταλ έμοιαζε, αφού τρύπες διάσπαρτες έχασκαν παντού αποκαλύπτοντάς μου τον καινούργιο κόσμο της γειτονιάς. Παράγκες αρτιμελείς έστεκαν περήφανα δίπλα σε λυγισμένους ουρανοξύστες και κτίρια που είχαν εμβολιστεί από τις κολώνες της ΔΕΗ. Οι μισοί δρόμοι είχαν σκαρφαλώσει σε ταράτσες και δέντρα και υπόλοιποι βυθίστηκαν μια για πάντα στην αιωνιότητα. Άνθρωποι; Ε, δεν μπορούσες να τους πεις έτσι ακριβώς αλλά ναι, κυκλοφορούσαν κάποιες περίεργες φιγούρες που έτρωγαν τα μούτρα τους σε όποιο εμπόδιο βρίσκονταν μπροστά τους.

Προχώρησα αποφασιστικά. Έφτασα στο μεγάλο χώρο και σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα. Λάθος πολυθρόνα. Υποχώρησε κι αυτή μαζί μου, κι έμεινα στο δάπεδο αγκαλιά με το ένα της μπράτσο, να προσπαθώ να μην παρασυρθώ από τον αέρα που λυσσομανούσε πάνω από το κεφάλι μου. Το ταβάνι είχε δώσει τη θέση του σε έναν εξαίσιο πρασινομυξί ουρανό. Ευτυχώς από τη μισοδιαλυμένη βιβλιοθήκη, είχε πέσει το τηλεκοντρόλ στο δάπεδο κι έτσι μπόρεσα να το τραβήξω με το μοναδικό μου πόδι κοντά μου. Με προσμονή παιδιού πάτησα το “ON” ελπίζωντας να έχει ρεύμα το κτίριο.

Είχε.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα μαύρης σιωπής και λίγα χιόνια, εμφανίστηκε μια ανθρωπόμορφη παρουσιάστρια στην οθόνη. Το υπέροχο ξανθό της μαλλί έπεφτε νωχελικά πάνω στον μοναδικό της ώμο, ενώ το υπόλοιπο σκέπαζε αυτό που κάποτε ήταν πρόσωπο και τώρα απλώς μια περιοχή παραμορφομένου δέρματος γύρω από ένα στόμα.
Το στόμα είπε:

~o Πεί~~μα πο~ διεξ~~~ται ~δω κ~~ είκ~~ι ~~έρε~ απέ~~χε τ~~ικά!
Οι ~πιστή~ο~ες τ~υ κ~ντρ~~ CERN δεν ~~τάφε~~ν να ολ~~~ηρώ~ουν τι~ έρ~υ~~ς ~ους. Ο αν~ιδρασ~~~ας α~~τ~ναχτ~~ε με κυρ~~λ~κτ~κα ~~ρόβλ~πτ~ ~~οτελ~~ματ~ για ~ην Α~θρω~ότη~α!
Κυρ~~ς ~αι ~ύρ~οι το π~όγρ~~μά ~ας δι~κόπτ~τα~ ~ια πά~τα!




.
.
.
.
.

Αφιερωμένο σε δύο πραγματικούς μαιτρ
της εξωσωματικής (μπαρδόν, εξωπραγματικής εννοούσα) εμπειρίας
ενός απογεύματος σε σούπερ-μάρκετ.

Σ' αυτόν και σ' αυτόν.

Που έγραψαν αυτό και τούτο και τ' άλλο.



.
.
.
.
.
.



Υπάρχουν άνθρωποι που λένε “θέλω” και εννοούν “στ’ αρχίδια μου”.

Άλλοι που λένε “καταλαβαίνω” και εννοούν “τι ώρα είναι το ματς;

Άλλοι που λένε “μπορώ” και εννοούν “η βοήθεια του κοινού που είναι;

Μερικοί ακόμα λένε “βοήθεια...” και εννοούν “μου πιάνεις το αλάτι;

Κάποιοι λίγοι λένε “είμαι” και εννοούν “έχω”.



Καμιά φορά λέω “εγώ” και εννοώ “εμείς”.

Κυρίως όμως λέω “εγώ” και εννοώ “εγώ”.

Τι μαλάκας...



(μη μου απαντήσετε, ξέρω)

Τι μαλάκας...


.
.
.
.
.
.



Μερικές φορές,
βλέπω σιδερένιες βέργες στα περβάζια των κτιρίων
“not pigeons friendly buildings”

βλέπω αφίσες σκισμένες
που δεν πρόλαβαν να κάνουν απόσβεση

Μερικές φορές,
βλέπω ηλικιωμένους να χάνουν τα λεωφορεία
το ένα μετά το άλλο, σαν από χόμπυ

και φαντάρους να αποχαιρετούν
σε σιδηροδρομικούς σταθμούς ανύπαρκτες ερωμένες

Μερικές φορές,
βλέπω ένα κοκαλιάρικο σκυλί,
να με βλέπει να απομακρύνομαι από τα φανάρια

κι έναν βιολιστή,
να χαζεύει παράλυτος τη σπασμένη του χορδή

Άλλες φορές,
δε βλέπω τίποτα

βάζω την ομπρέλα μπροστά
να μη με μαστιγώνει η βροχή που έρχεται πεινασμένη...


.
.
.

Tις χωρίζουν 19 ολόκληρα χρόνια.
Στο ΟΑΚΑ και οι δύο.
Οι μοναδικές δύο συναυλίες που γέμισαν
ΟΛΟ το διαθέσιμο (πλην σκηνής και backstage) στάδιο.*
Τις χωρίζει μια ολόκληρη γενιά αν το καλοσκεφτείς.

Με λίγα λόγια τις χωρίζουν, κουλτούρες, ήθη, ακούσματα,
κοινωνικά status, επαναστάσεις original αλλά και του κώλου,
dress codes, δημοσιότητα, έπαρση, ανάγκες του κόσμου,
δίψα, πολιτικές, παγκοσμιοποίηση, τιμές εισητηρίων,
κι άμα δε βαριόμουν θα 'γραφα και πέντε έξι παραγράφους ακόμα...

Πόσοι άραγε απ' αυτούς που είχαν ανατριχιάσει στην πρώτη
έριξαν τα μούτρα τους και στάθηκαν στην ουρά για τη χθεσινή;
Εγώ πάντως ναι.

Απλά για να θυμηθώ τη διαφορά
ανάμεσα σε αυτό και αυτό...

(Καλός μαλάκας είμαι κι εγώ...)
.
.
.
.
* Οι Stones δεν το γέμισαν όλο.
.
.
.
.

Ο Κινέζος προφανώς δεν ήταν, ούτε φαινόταν για κινέζος. Ήταν ένας θηριώδης Σέρβος ονόματι Σλόμποταν, ίσαμε δυο μέτρα ύψος και άλλα τόσα πλάτος, πολλά κυβικά ο τύπος, δε σ’ έπαιρνε να του κάνεις πουστιά, κι εγώ είχα υπερβεί τα εσκαμμένα. Κινέζο τον φωνάζανε στην πιάτσα, γιατί του άρεσαν περισσότερο οι εξ ανατολής πιτσιρίκες που φιλοξενούσε στην κωλοέπαυλή του.


(Τρεις εβδομάδες νωρίτερα)

- Εσύ Στέκας ακούσει εμένα, σε γαμήσω.
- Σλόμπο, σου είπα ότι θα σε πληρώσω κανονικά. Θέλω λίγο χρόνο.
- Κρόνο ντεν έχει. Λεφτά μου τώρα, σε γαμήσω.
- Ηρέμησε ρε μεγάλε, θα τα πάρεις τα λεφτά σου.
- Λεφτά τώρα, όχι τώρα, αντίο μαμά σου, κλαίει κηντεία, σε γαμήσω σε κώλο.
- Δε θα σου τα φάω ρε φίλε, μπέσα. Απλά ξέμεινα ο μαλάκας.
- Μαλάκα εσύ, εγώ μαλάκα όχι, κάνω ντουλειά μου, φέρω πουτανάκια γκαμήσει εσύ παρέα σου, λεφτά ντώσε, πληρώσω πουτανάκια, κρατήσω ντώσω στα παιντί δουλεύουν εμένα, όχι λεφτά, σε γαμήσω όρτιο.
- Ναι ρε πούστη μου, γαμώ τη γραμματική σου μέσα! Θα στα δώσω τα κωλολεφτά. Σε ένα μήνα. Δώσε μου λίγο χρόνο. Τόσο καιρό με ξέρεις που ψωνίζω από σένα.
- Στέκας όχι εντάκζει. Γαμήσω.
- Άσε με κάτω ρε Σλόμπο, μου έχεις σκίσει το μπουφάν.
- Σκίσεις κώλο σου, είναι μικρό, πονάω, αλλά γαμήσω. Γκουφάλα.
- Ρε Σλόμπο... άσε με... θα κάνω ότι θες!
- ...
- Αλήθεια σου λέω. Ότι μου ζητήσεις. Και τα φράγκα θα σου δώσω και όλα. Άσε με ρε πούστη μου...
- Κσανασκεφτώ κόλπο...
- Τι κόλπο;
- Σκάσε!
- Σκάω...
- Χμ...
- Έλα ρε Σλόμπο, άσε με...
- Ακούσει τι τέλω, εσύ φτιάξεις εμένα κόλπο, σε γαμήσω
- Λέγε ρε, ότι θέλεις.
- Πρέπει να φύγκω Ελλάντα. Μπζάχνει μαφία Αλμπανός, σκοτώσει.
- ...
- Εσύ βοήθεια εμένα, εγκώ ξεχάσει μπουστιά.
- Δε σου έπαιξα πουστιά ρε φίλε, απλώς θ...
- Σκάσε! Ξεχάσει μπουστιά, εσύ φύγκει κύριο είσαι, εγώ όχι γαμήσω. Κάνεις ντουλειά. Γκρήγκορα. Γκια μένα.
- Ότι θες ρε φίλε. Ότι θες. Πες μου.


Μου είπε. Δε μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου, μ’ αυτά που άκουγα. Ο αθεόφοβος είχε σκεφτεί το ΑΠΟΛΥΤΟ κόλπο για να εξαφανίσει τα ίχνη του, και να αρχίσει να κάνει αλλού δουλειές με άλλο όνομα.
Θα σκηνοθετούσαμε λέει το θάνατό του.
Θα βρίσκαμε ένα γαμημένο πτώμα. Θα το πηγαίναμε στο γαμώσπιτό του. Εκεί θα του γδέρναμε το δέρμα από τα δάχτυλα, να κρατήσουμε τα αποτυπώματα. Θα του αφαιρούσαμε όλα τα γαμωδόντια. Ο Σλόμπονταν θα έβγαζε τα δικά του και θα τα φυτεύαμε στο γαμημένο πτώμα, θα έγδερνε κι αυτός τα δάχτυλά του ή έστω κάποια. Θα λούζαμε το πτώμα με γαμωβενζίνη και θα του βάζαμε φωτιά, ίσα που να αρπάξει, ίσα που να του κάψει την γαμημένη επιδερμίδα, και τη μούρη. Μετά θα σβήναμε την κωλοφωτιά, και θα την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια.

Κάποιο “καρφί” θα το σφύριζε στον Αλβανό που τον κυνηγούσε. Εκείνος θα ερχόταν στο σπίτι του Σλόμποταν με το στρατό του, πριν τους μπάτσους, θα διαπίστωνε τη γαμημένη τη δολοφονία, και θα την έκανε. Θα άραζε στο γαμώσπιτό του περιμένοντας τις ειδήσεις. Κάποια στιγμή οι μαλάκες οι μπάτσοι, θα επιβεβαίωναν την ταυτότητα απο τα μοναδικά στοιχεία που θα είχαν, τα αποτυπώματα και τα γαμωδόντια. Ο Αλβανός θα ηρεμούσε. Ο Σλόμπονταν θα είχε πάρει τις γαμημένες τις κινέζες πουτανίτσες του και θα ταξίδευε ήδη για τίποτε Φίτζι ή Αζόρες.

Για Σέρβος γορίλλας δεν τα σκέφτηκε κι άσχημα. Μια χαρά σχέδιο ήταν. Κι εγώ ο μαλάκας, είχα μπλέξει τόσο άσχημα που δε μπορούσα να κάνω πίσω. Έπρεπε να βρω ένα πτώμα ακριβώς στα μέτρα και στα κιλά του Σλόμπο. Έπρεπε να το κουβαλήσω μέχρι το σπίτι του. Έπρεπε να βρω ένα “καρφί” που θα “σφύραγε” τα νέα στον Αλβανό. Έπρεπε να βρω κι έναν μαλάκα που θα έκανε το “έγκλημα”. Σιγά μην πήγαινα εγώ.


(μία εβδομάδα νωρίτερα)

- Πως σε λένε;
- Ντίντα, κύριο.
- Θες λεφτά ρε;
- Εγκώ ντουλέψει, γκια σένα, ότι τέλει. Κάνεις τούμπλα, κάνεις μπετά, κάνεις μπογκιατζή, κάνεις τζάκια, κάνεις μελεμέτι, ότι τέλει κύριο. Καλή ντουλειά, εγκώ πατρίντα μου, μάστορα...
- Ναι, ναι, ναι...
- Αλήτεια σε λέω. Μάστορα εγκώ, φωνάξεις μάστρο-ντίντα, χου, χου, χου, μάστρο εγκώ σου φτιάκζει μπρύσες, ντουλάπα, ατοκίνητο μπάρει μπροστά κάλασε, εγκώ φτιάκζει όλα...
- Άκου χαμούρη. Στ’ αρχίδια μου. Δε θέλω όυτε αυτοκίνητο, ούτε βρύσες ούτε τίποτα. Μια δουλίτσα θα κάνεις δέκα λεπτά, θα πάρεις πεντακ... τρ... διακόσα ευρώ. Ντάξει;
- Τι κάνει εγκώ, κύριο, πάρει λεφτά;
- Θα σε βρω την άλλη Παρασκευή εδώ στο ίδιο μέρος και..
- Ίντιο μέρος.
- Ναι, και θα έρθω να σε πάρω με τα αμάξι...
- Ατοκίνητο...
- Ναι μωρέ γαμημένε. Αυτό. Θα πάμε σε ένα σπίτι μαζί να...
- Σπίτι, σντάζει μπρύση σου;
- ΟΧΙ μωρέ μαλάκα... ΣΚΑΣΕ επιτέλους!
- Σκάσε...
- Θα σου δείξω ένα σπίτι. Θα πας στον τρίτο όροφο. Η πόρτα θα είναι ανοιχτή.
- Κάλασε μπόρτα;
- ΑΑΑΑΑααααρρρργκγκγκ...!!!
- Μπω, μπω...
- ΔΕ ΧΑΛΑΣΕ Η ΜΠΟΡΤΑ! Θα είναι ανοιχτή για να μπείς μέσα. Στο μπάνιο θα βρείς ένα πτώμα.
- Τι είναι μπτώμα;
- Πτώμα ρε γαμίδι, πτώμα. Πεθαμένος.
- Ααα... πεταμένος! Εγκώ πετάκσει σκουπίντια τέλει.
- (θα τον γαμήσω...) Άκου Ντίντι, καλέ μου άνθρωπε...
- Ντίντα μάστορα, Ντίντα...
- Ναι, εντάξει. Ντίντα. Πτώμα είναι άντρας σαν κι εμένα, όχι ακριβώς, πιο ψηλός λίγο και πιο γεμάτος, άντρας, άνθρωπος, κατάλαβες; Πέθανε όμως ο μαλάκας και είναι πτώμα.
- Μπτώμα από ντουλειά! Κσέρει! Εγκώ λέει γκυναίκα κάτε βράντυ γκυρίζω, είσαι μπτώμα αγκάπη μου, γκάνεις μπάνιο...
- (ΜΠΑΦ!) Σκάσε ρε πούστη μου! ΣΚΑΣΕ!
- Σκάσε...
- Μπτώμα είναι καπούτ. Κατάλαβες; ΚΑΠΟΥΤ! Όχι αναπνέει. Όχι ζει. Όχι τρώει. ΚΑΠΟΥΤ! Μόρτο! Ντέντ! Τέζα!
- Ντέζα...
- Ναι, ντέζα... Στ’ αρχίδια μου! Πας μέσα, πας στο μπάνιο, πτώμα στη μπανιέρα, ξέρεις μπανιέρα;
- Γκζέρει.
- Ωραία. Πάρεις πετρέλαιο, βάλεις λίγο λίγο μέσα, και θα ανάψεις φωτιά.
- Φωτιά μπτώμα;
- Ναι. Λίγο. Μετά από δύο λεπτά, θα πάρεις πετσέτα, σβήσεις φωτιά. Λίγο μόνο φωτιά. Όχι πολύ. Κατάλαβες;
- Λίγκο φωτιά, λίγκο μπετζέτα, λίγκο μπάνιο. Όλα κάλασε σπίτι σου; Εγκώ φτιάκσει, μάστορα...
- Ω, ρε πούστη μου! Σκατά θα τα κάνεις!
- Κάλασε και λεκάνη σκατά; Εγκώ φτιάκσει...
- Άσε θα στο ζωγραφίσω καλύτερα...
- ...
- (μαλάκα)...


Μετά από έξι ώρες, δεκαπέντε σφαλιάρες και πενήντα ευρώ ο πακιστανοϊνδοταϋλανδέζος μάλλον κατάλαβε. Υποθέτω. Μάλλον. Δεν υπήρχε καμιά πολυτέλεια για επαγγελματίες τώρα. Η οικονομική μου κατάσταση ήταν στο μείον άπειρο, κι έπρεπε να βρω και φράγκα για να αγοράσω πτώμα.

Θεωρητικά τα είχα οργανώσει όλα όσο καλύτερα γινόταν, τηρουμένων των συνθηκών. Θα περίμενα έξι μέρες να τελειώσει ο “Κινέζος” τις γαμωδουλειές του, και θα σκηνοθετούσαμε την τέλεια δολοφονία. Όλοι θα πίστευαν πως κάποιος ανταγωνιστής την έκανε τη δουλειά. Είχε πολλούς. Μετά θα ξεμπέρδευα κι εγώ με το χρέος μου, θα ξεμπέρδευε κι αυτός με τον Αλβανό, και θα πηγαίναμε ο καθένας σπίτι του ή στο διάολο. Στ’ αρχίδια μου.
Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;


(σήμερα)


- Αρχίδια.
- Τι αρχίδια;
- Δε θα πιάσει.
- Γιατί;
- Τι γιατί ρε φίλε; Έχεις δει ποτέ μπριζόλα σκύλου;
- ...
- Δε μοιάζει με το τίποτα σου λέω. Όλο κόκαλα είναι ο γαμήδης.
- Μη μιλάς έτσι για το σκύλο μου...
- Ναι, αυτό σε μάρανε! Εσύ τον δολοφόνησες ρε μαλάκα.
- Αλλά τον αγαπούσα...
- Ναι.
- Τι θα κάνουμε;
- Ξέρω ‘γω;
- Στο ψυγείο έχει καθόλου κρέας;
- ...
- Τι κοιτάς ρε γαμιόλη; Άντε να δεις!
- Καλά ντε! Πάω.
- ...
- ...
- ...
- Έχει ένα κοτόπουλο στην κατάψυξη.
- ...
- Και κάτι μπιφτέκια. Τέσσερα. Της μάνας σου.
- Της δικιάς σου!
- (βρήκες την ώρα...) Τι να κάνω;
- Πάρτα.
- Όλα;
- Όλα!
- ...
- ...
- Και;
- Βάλτα σε μια σακούλα και ρίξτα στο πορτ μπαγκάζ, μαζί με τ’ άλλα. Πάω λίγο στο φαρμακείο. Σε πέντε λεπτά θα είμαι πίσω και φεύγουμε.
- Στο φαρμακείο;
- Ναι.
- Τι θες από το φαρμακείο;
- Θα δεις.


(πριν από 20 λεπτά)


- Τα έχουμε όλα;
- Ναι.
- Ωραία. Όπως τα είπαμε, εντάξει;
- Ε, εντάξει...
- Τι;
- Είσαι σίγουρος ρε φίλε;
- Ναι. Αρκεί να κάνεις ότι σου είπα.
- Δε ξέρω... φοβάμαι.
- Τι φοβάσαι μωρέ μαλάκα. Απλό είναι.
- ...
- Πάμε τα κρέατα επάνω. Τα βάζουμε στη μπανιέρα. Κατεβαίνω και σε περιμένω στ’ αμάξι με αναμένη τη μηχανή. Φοράς τα γάντια. Ρίχνεις το οξύ πάνω στα κρέατα...
- Ρε πούστη μου...
- Χαλάρωσε. Δεν είναι τόσο τρομερό όσο ακούγεται.
- Όχι. Είναι χειρότερο...
- Ρίχνεις το οξύ. Οι σάρκες θα αρχίσουν να παραμορφώνονται. Μη ρίξεις πολύ και λιώσει όλο το κρέας! Θέλουμε απλά να παραμορφωθεί. Να μην είναι αναγνωρίσιμο. Του χώνεις τη μασέλα του Κινέζου στο στόμα κι αφήνεις το δέρμα του, πάνω στα δάχτυλα. Ρίχνεις λίγο ακόμα, ίσα που να τα κολλήσει...
- Μαλάκα θα ξεράσω...
- Κρατήσου μωρέ μαλάκα! Έχεις κάνει χειρότερα. Τώρα θα κωλώσεις;
- ...
- Ρίξε και πάνω στο κοτόπουλο. Και στα μπιφτέκια. Και τον Κόν...
- Να ρίξω και λίγη πάπρικα;
- ...
- Καλά ντε...
- Ανακάτεψε όλα τα σκατά μαζί, μέσα στη μπανιέρα, κι εξαφανίσου. Θα σε περιμένω εδώ.
- Μαλάκα, μη φύγεις.
- Δε φεύγω ρε. Φίλοι είμαστε. Θα σε παράταγα;
- Φοβάμαι...
- Τελείωνε.


Δεν πήγαν όλα ΑΚΡΙΒΩΣ όπως στο σχέδιο. Και σε ποιά ταινία πάνε δηλαδή; Κουβαλήσαμε όλα τα κρέατα χωρίς να μας δει κανείς. Εγώ κατέβηκα. Ο μαλάκας έμεινε επάνω. Όταν ήμουν έτοιμος του έκανα μια αναπάντητη. Αυτός άνοιξε το δοχείο με το οξύ κι άρχισε να λούζει τη μάζα. Το οξύ μύριζε έντονα. Πολύ. Ο μαλάκας ζαλίστηκε. Έκανε εμετό πάνω στο πτώμα, στα μπιφτέκια και στον Κόναν. Ζαλίστηκε κι άλλο. Το δοχείο ανοιχτό, του ανακάτευε τα σωθικά η μυρωδιά. Δεν άντεξε άλλο. Λιποθυμώντας γλίστρησε κι έπεσε στη μέσα στη μπανιέρα.

Μετά από δύο λεπτά εμφανίστηκε ο Ντίντα.
(Ρε πούστη μου! Τον είχα ξεχάσει αυτόν τον μαλάκα!)
Δεν τον πρόλαβα. Ανέβηκε τρέχωντας τις σκάλες και χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα. Ο ηλίθιος είδε τον δικό μου και νόμισε πως αυτός ήταν το “μπτώμα”… Του αδειάζει ένα λίτρο πετρέλαιο πάνω του κι ανάβει ένα σπίρτο.

Σε δέκα δευτερόλεπτα είχε λαμπαδιάσει όλο το μπάνιο. Σε δύο λεπτά όλο το σπίτι. Στα επόμενα δέκα όλο το κτίριο. Ο Σλόμποταν που κρυβόταν στο υπόγειο, δεν πρόλαβε να βγεί. Φλόγες ξεχύνονταν από παντού. Προφανώς έγινε στάχτη πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβη.

Εγώ, αποχαυνωμένος από την εξέλιξη είχα βγει από το αμάξι, και χάζευα προς τον τρίτο, ακίνητος. Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπά στον ώμο, την ώρα που από το βάθος ακούγονταν οι σειρήνες της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας.


- Εντάξει;
- Εντάξει.
- Σίγουρα;
- Σίγουρα.
- Είσαι στρέϊτ τελικά.
- Μμμ...
- Τα υπόλοιπα είναι στο λογαριασμό σου. Όπως συμφωνήσαμε.
- Ναι...
- Κοίτα να εξαφανιστείς για λίγες μέρες.
- Ναι...
- Αν και... έτσι πουτάνα που τα έκανες κανείς δε θα βγάλει άκρη. Χα, χα, χα...
- ...
- Την κάνω.
- Μμμ...
- Κι όποτε χρειαστείς δουλειά, ξέρεις που θα με βρείς.
- Ξέρω...


Ο Αλβανός μπήκε στη Μερσεντέ, μαζί με τα τσιράκια του κι εξαφανίστηκε. Άναψα ένα τσιγάρο. Τράβηξα την πρώτη τζούρα τόσο άγρια, που νόμιζα πως θα μου κάψει το μεδούλι. Στο δρόμο επικρατούσε νεκρική σιγή. Και γλίτσα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει και η άσφαλτος αντανακλούσε τα κακοφωτισμένα κτίρια.

Έφυγα.



(τέλος)
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy