Για την καινούργια χρονιά που μας έρχεται θα ήθελα:
- Να μου φέρεις ένα μεγάλο μαύρο πιάνο με ουρά (Steinway κατά προτίμηση)
- Να μου φέρεις απεριόριστη έμπνευση μπας και τα κονομήσω επιτέλους από την τέχνη
- Να σταματήσουν οι διαμάχες στο Κονγκό και στο Πακιστάν
- Να ξαναβγάλουν δίσκο οι Pink Floyd και να μην είναι και μάπα
- Να απαγάγουν οι εξωγήινοι τον Χατζηγιάννη και τον Πλούταρχο
- Να σταματήσει η μάνα μου να μου τη λέει που δεν πήρα πτυχίο (πήρα!)
- Να σταματήσει ο σκύλος μου να τρώει το λάστιχο για το πότισμα
- Να ανατιναχτεί ο πομπός του Λάμψη FM και του STAR
- Να μείνει άνεργος ο Βερύκιος και ο Αυτιάς (ναι, είμαι κακός, και;)
- Να εξοστρακιστεί κανένα μπαλκόνι (μαζί με τα κάγκελα και τις γλάστρες) στα μούτρα του Κούγια
- Να εφευρεθεί επιτέλους μια οδοντόβουρτσα που θα μου πλένει τα δόντια ενώ θα κοιμάμαι
- Να κοιμάμαι (περισσότερο)
- Να θυμάμαι (λιγότερο)
- Να αναστηθεί (αν είναι εύκολο) ο Χάρολντ Πίντερ
- Να σταματήσουν να με πληρώνουν με 28μηνες επιταγές
- Να συνεχίσουν (σε κάθε περίπτωση) να με πληρώνουν
- Να κατασκευασθεί ακόμα πιο απαλό χαρτί υγείας με άρωμα σοκοφρέτας
- Να μου κάνει κάποιος δώρο ένα iMac (αν είναι δύσκολο βολεύομαι και με iPhone)
- Να εξαφανιστεί ως δια μαγείας το glitter από όλον τον πλανήτη
- Να εξαφανιστεί ως δια μαγείας ο Μπους από τον πλανήτη (καραπανευκολούρα, ε;)
- Να υπογράψουν 15ετές συμβόλαιο στον Ολυμπιακό, ο Ντιόγο, ο Μπελούτσι, ο Γκαλλέτι, ο Λέτο και ο Αβραάμ
- Να υποβιβαστεί (αν είναι εύκολο σε παρακαλώ σε όλα τα αθλήματα) ο Παναθηναϊκός
- Να μου αναβαθμήσει αυτόματα ο ΟΤΕ τη γραμμή σε 80Mbps (δωρεάν!)
- Να μη βγάλει άλλο Ράμπο ή/και Ρόκυ ο Σταλλόνε
- Να απαγορευθούν δια νόμου τα παράθυρα στις ειδήσεις
- Να φυτρώσουν 12.000 δέντρα στη γειτονιά μου
- Να καούν όλα τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια του γείτονα (ε, το είπαμε πως είμαι κακός...)
- Να γεννηθεί σ’ έναν καλύτερο κόσμο το παιδί μου...
Α! Που ‘σαι;
Πιάσε, αν δεν βαριέσαι, και μια επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία...
Υ.Γ. Έτσι και μου φέρεις ελαφάκι τελικά, θα πω στο παιδί μου πως δεν υπάρχεις! Νταξ;
.
.
.
.
.
.
.
Labels: 2008, almost dreams, brain-fuck, desperation, heavy drugs, humour
Χιλιάδες λέξεις που γράψαμε, για να περιγράψουμε, να φανταστούμε, να ξορκίσουμε, να εξηγήσουμε. Λέξεις συχνές, σπάνιες, καινούργιες και μεταχειρισμένες, λέξεις βρώμικες και λέξεις μεταξένιες, άλλες που μας ξέφυγαν και άλλες που τις ψάχναμε ώρες...
Τόσες λέξεις για να φτιάξουμε τι;
Ένα απλό περίγραμα, μια καρικατούρα, ένα πλαίσιο να κινηθούμε, ράγες να τροχιοδρομήσουμε. Λέξεις με το κιλό ή μετρημένες σε μια αέναη προσπάθεια να δείξουμε ή να δειχθούμε. Λέξεις που μας βάρυναν ή που μας έδωσαν φτερά, κι άλλοτε μας έκαναν αρεστούς ή βαρετούς ή απεχθείς ή μόνους...
Λέξεις, λέξεις, λέξεις...
...που θα γέμιζαν βιβλίο αν τις βάζαμε σε μια σειρά, αν τις δέναμε μεταξύ τους, αν τους φτιάχναμε ωραίο εξώφυλλο, αν είχαμε επιμελητές και διορθωτές. Και μια ωραία μέρα θα περνούσαμε από μια άδεια προθήκη βιβλιοπωλείου να μετρήσουμε απώλειες και κέρδη.
Μα όχι.
Εμείς τις ακουμπήσαμε εδώ, ευλαβικά να μας τις προσέχουν οι φίλοι, κι ίσως μια μέρα που θα ‘χουμε αποκάμει, ταπεινοί να έρθουμε να μαζέψουμε τη σοδειά...
.
.
.
.
.
.
Labels: 2008, brain-fuck, concepts, official statements, opinion, thoughts
Πήρα μια σιδερένια οδοντογλυφίδα, κι έβγαλα από το στόμα μου ένα τεράστιο ξύλινο αλογάκι, από αυτά που κουνιούνται μόνα τους στα στοιχιωμένα σπίτια τους χειμώνες και κάνουν τις σοφίτες να τρίζουν, το ακούμπησα ιδρωμένος στο δάπεδο, κι αυτό έμεινε ακίνητο, «διψάω» είπε, και λιποθύμησε με κρότο πάνω στα παγωμένα πλακάκια της κουζίνας, εγώ προσπάθησα να βρω τις ομπρέλες μου, μα τις είχα θάψει στην αποθήκη κάτω από την παλιά σόμπα πετρελαίου της γιαγιάς κι έτσι βγήκα γυμνός στην λιακάδα, τρέμοντας απ’ το κρύο κι απ’ τις ερωτήσεις που μου έκανες όταν πηγαίναμε στα φροντιστήρια...
Έξω στο δρόμο, κρεμάστρες τσαλακωμένες συρμάτινες, που παλιά ήταν πουλιά, φτερούγιζαν στις σκιές των περιπτέρων και κάναν πως διαβάζουν εφημερίδες, μα αν κοίταζες βαθιά μέσα στα θολά τους μάτια θα έβλεπες ωκεανούς να στερεύουν και βουνά να γίνονται ηφαίστεια, ξερά όμως, σαν κι αυτά στα ντοκυμαντέρ που μας τρομάζουν τα βράδυα του καλοκαιριού, που όταν λιώνει ο πάγος στα ποτήρια μας κανένας δεν έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει τη σκοτεινή κουζίνα, και μένουμε παγωμένοι εκεί να πετάμε πετραδάκια σε ένα φάλτσο φεγγάρι...
Ξαναμπήκα λοιπόν σε κείνο το ερημωμένο κάστρο, ο μπάτλερ με καλωσόρισε με μια βαθιά υπόκλιση και άνοιξε αυτήν τη θεόρατη πόρτα που δεν είχε ξανανοίξει ποτέ, σκίουροι ξεπηδούσαν από παντού και μου τρώγαν τις τσέπες, μέχρι που δεν μου μείναν άλλα ψίχουλα, παρεκτός απ’ αυτά που ήταν σφηνωμένα στο στόμα μου, κοίταξα ψηλά εκλιπαρώντας, μια μικρή βοήθεια ήθελα μόνο, το στόμα μου στεγνό βρωμούσε εγκατάλειψη κι εγωϊσμό, μα που στο διάολο την έβαλα την οδοντογλυφίδα, αφού να, εδώ την είχα πιο πριν...

.
.
.
.
.
.
Έξω στο δρόμο, κρεμάστρες τσαλακωμένες συρμάτινες, που παλιά ήταν πουλιά, φτερούγιζαν στις σκιές των περιπτέρων και κάναν πως διαβάζουν εφημερίδες, μα αν κοίταζες βαθιά μέσα στα θολά τους μάτια θα έβλεπες ωκεανούς να στερεύουν και βουνά να γίνονται ηφαίστεια, ξερά όμως, σαν κι αυτά στα ντοκυμαντέρ που μας τρομάζουν τα βράδυα του καλοκαιριού, που όταν λιώνει ο πάγος στα ποτήρια μας κανένας δεν έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει τη σκοτεινή κουζίνα, και μένουμε παγωμένοι εκεί να πετάμε πετραδάκια σε ένα φάλτσο φεγγάρι...
Ξαναμπήκα λοιπόν σε κείνο το ερημωμένο κάστρο, ο μπάτλερ με καλωσόρισε με μια βαθιά υπόκλιση και άνοιξε αυτήν τη θεόρατη πόρτα που δεν είχε ξανανοίξει ποτέ, σκίουροι ξεπηδούσαν από παντού και μου τρώγαν τις τσέπες, μέχρι που δεν μου μείναν άλλα ψίχουλα, παρεκτός απ’ αυτά που ήταν σφηνωμένα στο στόμα μου, κοίταξα ψηλά εκλιπαρώντας, μια μικρή βοήθεια ήθελα μόνο, το στόμα μου στεγνό βρωμούσε εγκατάλειψη κι εγωϊσμό, μα που στο διάολο την έβαλα την οδοντογλυφίδα, αφού να, εδώ την είχα πιο πριν...

.
.
.
.
.
.
Labels: almost dreams, concepts, images, journeys, scripta manent
Ήταν ένα όμορφο όνειρο. Αντικειμενικά. Όχι αηδίες.
Περπατούσα ανάλαφρα πάνω σε μια λίμνη. Κάθε μου βήμα σχημάτιζε κι έναν μικρό κύκλο κάτω από το γυμνό μου πέλμα, και μετά το επόμενο, άλλον κύκλο, κι άλλον κύκλο...
Κάθε κύκλος, την ώρα που σχηματιζόταν άφηνε μια μικρή ανεπαίσθητη νότα να ταξιδέψει στην ατμόσφαιρα, μια νότα σαν από άρπα ή μεταλλόφωνο.

Και ο κάθε κύκλος πολλαπλασιαζόταν, σχημάτιζε κι άλλους ομόκεντρους, που ο καθένας είχε τη δική του νότα να τον συνοδεύει, και μετά συναντιόταν με τους υπόλοιπους, χωρίζονταν, φτιάχναν άλλους μικρότερους και μεγαλύτερους, κι εγώ συνέχιζα να περπατάω, εκεί πάνω στο νερό, και νότες ξεπηδούσαν από παντού ολόγυρα κα με συνόδευαν.

Στην αρχή νόμιζα πως ήταν διάσπαρτες και απλά μου άρεσαν γιατί πάντα μου άρεσε η μουσική και οτιδήποτε την δημιουργεί, νόμιζα πως ήταν άναρχα διασκορπισμένες στον αέρα, σαν τα βήματά μου πάνω σ’ αυτήν την ιδιότυπη πίστα χορού, αλλά δεν με πείραζε, είχα επιδοθεί σε έναν τρελό σιωπηλό χορό με κλειστά τα μάτια, σαν υπνωτισμένος σχημάτιζα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, και οι κύκλοι μου σχημάτιαν κύκλους στο νερό, και οι κύκλοι αυτοί νότες, κι εγώ παλλόμουν έμπλεος συναισθημάτων και αποριών, αλλά αμέριμνος σαν παιδί που μόλις σχόλασε κι αρχίζει τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του, και γεμάτος σαν μια μητέρα που κοίταξε για πρώτη φορά το παιδί της στα μάτια...

Μετά κατάλαβα, πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Οι τροχιές μου είχαν κατεύθυνση, οι κύκλοι στο νερό σχημάτιζαν ένα θεόρατο έργο του Πόλλοκ, και οι νότες στον αέρα είχαν στοιχηθεί κατά πως τους βόλευε για να φτιάξουν ένα γλυκό τραγούδι που νανούριζε τη φύση γύρω, κι εκείνη σιωπούσε, σαν σε κονσέρτο που πνίγεις το βήχα σου για να μην μολύνεις την απέραντη ομορφιά.

Και σταμάτησα πια, όταν γύρω μου όλα είχαν γίνει μωβ και απαλά σαν μετάξι, απλά και λιτά σαν σιωπή, γαλήνια και ήσυχα σαν ύπνος μωρού.
Και βυθίστηκα...

Λυπάμαι πραγματικά (καλά, δεν θα πεθάνω κιόλας), που δεν θα ικανοποιήσω το αίτημα των χιλιάδων θαυμαστών και φανατικών φίλων του παρόντος ιστολογίου (μη σπρώχνετε!), αλλά ο αρχισυντάκτης μου και ο Image Maker που τους πλερώνω αδρά, μου απαγόρεψαν να ασχοληθώ χρονιάρα μέρα με τη συνέχεια του προηγούμενου ποστ (στην περίπτωση που το διαβάσατε), διότι λένε πως οτιδήποτε αναφέρεται στον Κούγια, έστω και χιουμοριστικά, αμαυρώνει τη θεϊκή εικόνα που σας έχω δώσει μέχρι τώρα για τη μουτράκλα μου... (παρακαλώ να σημειωθεί εδώ ότι έχω τον ίδιο Image Maker με τον Μπάρακ Ομπάμα, οπότε καταλαβαίνετε... δεν λέει να τον γράφεις...)
.
.
.
.
.
.
Περπατούσα ανάλαφρα πάνω σε μια λίμνη. Κάθε μου βήμα σχημάτιζε κι έναν μικρό κύκλο κάτω από το γυμνό μου πέλμα, και μετά το επόμενο, άλλον κύκλο, κι άλλον κύκλο...
Κάθε κύκλος, την ώρα που σχηματιζόταν άφηνε μια μικρή ανεπαίσθητη νότα να ταξιδέψει στην ατμόσφαιρα, μια νότα σαν από άρπα ή μεταλλόφωνο.

Και ο κάθε κύκλος πολλαπλασιαζόταν, σχημάτιζε κι άλλους ομόκεντρους, που ο καθένας είχε τη δική του νότα να τον συνοδεύει, και μετά συναντιόταν με τους υπόλοιπους, χωρίζονταν, φτιάχναν άλλους μικρότερους και μεγαλύτερους, κι εγώ συνέχιζα να περπατάω, εκεί πάνω στο νερό, και νότες ξεπηδούσαν από παντού ολόγυρα κα με συνόδευαν.

Στην αρχή νόμιζα πως ήταν διάσπαρτες και απλά μου άρεσαν γιατί πάντα μου άρεσε η μουσική και οτιδήποτε την δημιουργεί, νόμιζα πως ήταν άναρχα διασκορπισμένες στον αέρα, σαν τα βήματά μου πάνω σ’ αυτήν την ιδιότυπη πίστα χορού, αλλά δεν με πείραζε, είχα επιδοθεί σε έναν τρελό σιωπηλό χορό με κλειστά τα μάτια, σαν υπνωτισμένος σχημάτιζα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου, και οι κύκλοι μου σχημάτιαν κύκλους στο νερό, και οι κύκλοι αυτοί νότες, κι εγώ παλλόμουν έμπλεος συναισθημάτων και αποριών, αλλά αμέριμνος σαν παιδί που μόλις σχόλασε κι αρχίζει τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του, και γεμάτος σαν μια μητέρα που κοίταξε για πρώτη φορά το παιδί της στα μάτια...

Μετά κατάλαβα, πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Οι τροχιές μου είχαν κατεύθυνση, οι κύκλοι στο νερό σχημάτιζαν ένα θεόρατο έργο του Πόλλοκ, και οι νότες στον αέρα είχαν στοιχηθεί κατά πως τους βόλευε για να φτιάξουν ένα γλυκό τραγούδι που νανούριζε τη φύση γύρω, κι εκείνη σιωπούσε, σαν σε κονσέρτο που πνίγεις το βήχα σου για να μην μολύνεις την απέραντη ομορφιά.

Και σταμάτησα πια, όταν γύρω μου όλα είχαν γίνει μωβ και απαλά σαν μετάξι, απλά και λιτά σαν σιωπή, γαλήνια και ήσυχα σαν ύπνος μωρού.
Και βυθίστηκα...

Λυπάμαι πραγματικά (καλά, δεν θα πεθάνω κιόλας), που δεν θα ικανοποιήσω το αίτημα των χιλιάδων θαυμαστών και φανατικών φίλων του παρόντος ιστολογίου (μη σπρώχνετε!), αλλά ο αρχισυντάκτης μου και ο Image Maker που τους πλερώνω αδρά, μου απαγόρεψαν να ασχοληθώ χρονιάρα μέρα με τη συνέχεια του προηγούμενου ποστ (στην περίπτωση που το διαβάσατε), διότι λένε πως οτιδήποτε αναφέρεται στον Κούγια, έστω και χιουμοριστικά, αμαυρώνει τη θεϊκή εικόνα που σας έχω δώσει μέχρι τώρα για τη μουτράκλα μου... (παρακαλώ να σημειωθεί εδώ ότι έχω τον ίδιο Image Maker με τον Μπάρακ Ομπάμα, οπότε καταλαβαίνετε... δεν λέει να τον γράφεις...)
.
.
.
.
.
.
Labels: 2008, almost dreams, concepts, images, journeys, music, photography, thoughts
- Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Έξω βέβαια ο ήλιος έλουζε τα πεζοδρόμια, αλλά όταν τα ρολλά είναι κατεβασμένα, φυσικό είναι το δωμάτιο να είναι σκοτεινό. Μια τηλεόραση έπαιζε όλο το προηγούμενο βράδυ, χωρίς φωνή. Βαρέθηκε κι έκλεισε μόνη της.
Φόρεσα τις καλές μου τις κάλτσες, έπλυνα τα δόντια μου με Azax για τα τζάμια, και κατέβηκα γρήγορα στο πάρκινγκ. Πρέπει να το παράχεσα στη γρηγοράδα διότι στο αντιπροτελευταίο σκαλοπάτι είχε φυτρώσει μια μολόχα που δεν την είδα, την πάτησα και προσγειώθηκα με φόρα στην πόρτα του λεβητοστασίου. Το πόμολο σφηνώθηκε στα ούλα μου και μια πιτσιλιά αίμα έδωσε έναν τόνο splatter στο υπόγειο.
«Τη μολόχα μου μέσα!» βλαστήμησα δυνατά, αλλά δεν πτοήθηκα. Είχα έναν σκοπό εκείνη την ημέρα και έπρεπε να τον εκπληρώσω νο μάτερ γουάτ. Έφτυσα το πόμολο, που παραδόξως δεν είχε μετακινηθεί καθόλου από τη θέση του, έψαξα για τα κλειδιά, προφανώς δεν τα βρήκα, πήρα από τη θέση του τον προσωπικό μου λοστό και παραβίασα την ξεκλείδωτη πόρτα του αυτοκινήτου. Κανένας συναγερμός δεν χτύπησε, για τον εξαιρετικά περίπλοκο λόγο πως κανένας συναγερμός δεν υπήρχε. Έβαλα μπρος.
Η γκαραζόπορτα δεν στάθηκε ικανή να με σταματήσει διότι είχα προβλέψει, σε πείσμα όλων των προηγούμενων ημερών, και την είχα ανοίξει. Έφυγα με την ιλλιγγιώδη ταχύτητα των 27 χλμ/ώρα. Στο δρόμο ερημιά. Ευτυχώς. Στην κατάστασή μου δεν θα ήθελε να βρεθεί στο δρόμο μου ούτε χελώνα με τάσεις αυτοκτονίας. Βγήκα στη λεωφόρο. Κάθε εκατό μέτρα το βλέμα μου γυρνούσε δεξιά – αριστερά αλλά μάταια. Μια νευρικότητα είχε ξεκινήσει από την πρωινή μου ανακάλυψη, ενηληκιώθηκε απότομα στο πάρκινγκ, και τώρα κόντευε να εκραγεί συμπαρασύροντας στο διάβα της κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας. Κοίταξα έντρομος τον δείκτη της βενζίνης. «Τη λιτότητά μου μέσα» μούγκρισα.
Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να χτυπάω ξένες πόρτες, σαν κανένα τελειωμένο τζάνκι, όταν το είδα. Πεντακόσια μέτρα, γεμάτα αγωνία, με χώριζαν από την πιθανή λύτρωση. Παραβίασα το κόκκινο, χωρίς να κοκκινήσω από ντροπή, και ευτυχώς ο οδηγός του τριαξονικού που ερχόταν από δεξιά πρόλαβε να κόψει απότομα όλο το τιμόνι κι έτσι το δυσκίνητο θηρίο καρφώθηκε μεγαλοπρεπώς σε μια τζαμαρία με χαλιά στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Έκανα πως δεν άκουσα τα μπινελίκια, και συνέχισα ακάθεκτος. Πλησίαζα. Ένα φανάρι ακόμα.
Η χαρά μου ήταν ανείπωτη. Ήταν ανοιχτό. Το μοναδικό περίπτερο της Μεσογείων εδώ και έξι χιλιόμετρα ήταν ανοιχτό. Σταμάτησα με τα φρένα να ουρλιάζουν και τα τακάκια να παραδίδουν το πνεύμα ακριβώς απ’ έξω. Άνοιξα την ξεχαρβαλωμένη πόρτα μου και πετάχτηκα έξω από το αμάξι. Μια γριά με χιουντάι έπαθε οχτώ απανωτά εγκεφαλικά, έτσι όπως με είδε ξαφνικά μπροστά της, και μετά το εικοστό τρίτο κολωνάκι που ξήλωσε καρφώθηκε με χάρη σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Ο άντρας της, στον Παράδεισο, χέστηκε από την χαρά του μόλις την είδε. Το δικό μου αυτοκίνητο αντίθετα, θέλωντας να επιδείξει ικανότητες αυτοδιαχείρισης, και ελείψει φρένων, τσουλούσε αργά και ηδονικά προς το ΥΠΕΘΑ. Εκείνη τη στιγμή, δενμε ενδιέφερε τίποτε άλλο. Κάποιος χριστιανός θα το έβρισκε παρακάτω και με μια μικρή αμοιβή θα μου το παρέδιδε.
- «Πέντε Winston καμαλά κοσαϊρια κίκινα!» ούρλιαξα στον περιπτερά.
- «Τι;» ψέλλισε αγουροξυπνημένος.
- «Πέντε Winston μαλακά εικοσάρια κόκκινααααα!!!» Κάτι μισοπεθαμένα περιστέρια παραδίπλα, αναστήθηκαν αυτόματα, με την ένταση της φωνής μου.
- «Μισό...» είπε ο λαλίστατος περιπτεράς.
- «Γρήγορα άνθρωπέ μου! Πεθαίνω λέμε...!» Τα περιστέρια απεδήμησαν πλέον εις Κύριον και πήγαν να κάνουν παρέα στην προαναφερθείσα γριά.
- «Φιλαράκι, δεν έχω...» τόλμησε να εκστομίσει ο άθλιος.
- «Τι;»
- «Δεν έχω. Καθόλου. Μου τελειώσανε» με αποτελείωνε σαρκαστικά αργά.
- «Σκληρά; Εικοσιπεντάρια; Ότι να ‘ναι!!!» Ο ιδρώτας είχε αρχίσει να ποτίζει την άσφαλτο.
- «Να σου δώσω ρε αγορίνα κανα Μάλμπορο, κανα Κάμελ, να κάνεις δουλειά σου;» με αποτελείωσε ο υποψήφιος μακαρίτης.
- «Τι λες ρε άθλιε; Έκανα τόσα χιλιόμετρα παραμονή Χριστουγέννων, κόνταψα να σκοτώσω τα μισά Βόρεια Προάστεια, για να μου πεις ότι δεν έχεις;» δεν κρατιόμουν πλέον. Αφροί έβγαιναν από το στόμα μου, από τη μύτη, τα αυτιά και τις μασχάλες.
- «Ε, δεν έχω ρε φιλάρα λέμε. Τι να κάνουμε; Θα μας σκοτώσεις κιόλας;» πρόλαβε να προβλέψει το ζώον.
Έβγαλα το υπηρεσιακό μου περίστροφο, χωρίς να το πολυσκεφτώ είναι η αλήθεια. Στην αρχή μου ‘ρθε να του το χώσω στο στόμα, αλλά θυμήθηκα αυτά που έγραφε το εγχειρίδιο που μας είχαν δώσει για περιπτώσεις παρεκλίνουσας συμπεριφοράς, και συγκρατήθηκα. Ελαφρώς. Διότι το κακό είχε ήδη γίνει. Από τη στιγμή που το περίστροφο βγήκε από τη θήκη έπρεπε να επιτελέσει το έργο του. Δεν γινόταν να επιστρέψει άπρακτο και ντροπιασμένο. Έτσι πυροβόλησα στο αέρα δύο ή και τρεις, μπορεί και τέσσερεις, ίσως και πέντε φορές, δεν θυμάμαι πια.
Είναι προφανές και ηλίου φαεινότερο κύριε Πρόεδρε πως κάποιο εκ των βλημάτων εξοστρακίστηκε σε έναν διερχόμενο εκείνη τη στιγμή αποδημητικό πελαργό, άλλαξε πορεία, βρήκε σε ένα ΚΑΦΑΩ του ΟΤΕ, αναπήδησε στο αυτοκίνητό μου που είχε σταματήσει αυτοβούλως τριάντα μέτρα πιο κάτω, κι εξουθενωμένο πια σφηνώθηκε στην καρωτίδα του άτυχου περιπτερά. Πέραν τούτου, δεν έχω να δηλώσω κάτι άλλο.
- Μάλιστα, μάλιστα... Κύριε εισαγγελεύ;
- Καμία ερώτηση κύριε Πρόεδρε.
- Μάλιστα. Κύριε Κούγια;

Συνεχίζεται, αλλά πιστέψτε με. Δεν θέλετε να ξέρετε...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Φόρεσα τις καλές μου τις κάλτσες, έπλυνα τα δόντια μου με Azax για τα τζάμια, και κατέβηκα γρήγορα στο πάρκινγκ. Πρέπει να το παράχεσα στη γρηγοράδα διότι στο αντιπροτελευταίο σκαλοπάτι είχε φυτρώσει μια μολόχα που δεν την είδα, την πάτησα και προσγειώθηκα με φόρα στην πόρτα του λεβητοστασίου. Το πόμολο σφηνώθηκε στα ούλα μου και μια πιτσιλιά αίμα έδωσε έναν τόνο splatter στο υπόγειο.
«Τη μολόχα μου μέσα!» βλαστήμησα δυνατά, αλλά δεν πτοήθηκα. Είχα έναν σκοπό εκείνη την ημέρα και έπρεπε να τον εκπληρώσω νο μάτερ γουάτ. Έφτυσα το πόμολο, που παραδόξως δεν είχε μετακινηθεί καθόλου από τη θέση του, έψαξα για τα κλειδιά, προφανώς δεν τα βρήκα, πήρα από τη θέση του τον προσωπικό μου λοστό και παραβίασα την ξεκλείδωτη πόρτα του αυτοκινήτου. Κανένας συναγερμός δεν χτύπησε, για τον εξαιρετικά περίπλοκο λόγο πως κανένας συναγερμός δεν υπήρχε. Έβαλα μπρος.
Η γκαραζόπορτα δεν στάθηκε ικανή να με σταματήσει διότι είχα προβλέψει, σε πείσμα όλων των προηγούμενων ημερών, και την είχα ανοίξει. Έφυγα με την ιλλιγγιώδη ταχύτητα των 27 χλμ/ώρα. Στο δρόμο ερημιά. Ευτυχώς. Στην κατάστασή μου δεν θα ήθελε να βρεθεί στο δρόμο μου ούτε χελώνα με τάσεις αυτοκτονίας. Βγήκα στη λεωφόρο. Κάθε εκατό μέτρα το βλέμα μου γυρνούσε δεξιά – αριστερά αλλά μάταια. Μια νευρικότητα είχε ξεκινήσει από την πρωινή μου ανακάλυψη, ενηληκιώθηκε απότομα στο πάρκινγκ, και τώρα κόντευε να εκραγεί συμπαρασύροντας στο διάβα της κάθε ίχνος λογικής και ψυχραιμίας. Κοίταξα έντρομος τον δείκτη της βενζίνης. «Τη λιτότητά μου μέσα» μούγκρισα.
Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να χτυπάω ξένες πόρτες, σαν κανένα τελειωμένο τζάνκι, όταν το είδα. Πεντακόσια μέτρα, γεμάτα αγωνία, με χώριζαν από την πιθανή λύτρωση. Παραβίασα το κόκκινο, χωρίς να κοκκινήσω από ντροπή, και ευτυχώς ο οδηγός του τριαξονικού που ερχόταν από δεξιά πρόλαβε να κόψει απότομα όλο το τιμόνι κι έτσι το δυσκίνητο θηρίο καρφώθηκε μεγαλοπρεπώς σε μια τζαμαρία με χαλιά στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Έκανα πως δεν άκουσα τα μπινελίκια, και συνέχισα ακάθεκτος. Πλησίαζα. Ένα φανάρι ακόμα.
Η χαρά μου ήταν ανείπωτη. Ήταν ανοιχτό. Το μοναδικό περίπτερο της Μεσογείων εδώ και έξι χιλιόμετρα ήταν ανοιχτό. Σταμάτησα με τα φρένα να ουρλιάζουν και τα τακάκια να παραδίδουν το πνεύμα ακριβώς απ’ έξω. Άνοιξα την ξεχαρβαλωμένη πόρτα μου και πετάχτηκα έξω από το αμάξι. Μια γριά με χιουντάι έπαθε οχτώ απανωτά εγκεφαλικά, έτσι όπως με είδε ξαφνικά μπροστά της, και μετά το εικοστό τρίτο κολωνάκι που ξήλωσε καρφώθηκε με χάρη σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Ο άντρας της, στον Παράδεισο, χέστηκε από την χαρά του μόλις την είδε. Το δικό μου αυτοκίνητο αντίθετα, θέλωντας να επιδείξει ικανότητες αυτοδιαχείρισης, και ελείψει φρένων, τσουλούσε αργά και ηδονικά προς το ΥΠΕΘΑ. Εκείνη τη στιγμή, δενμε ενδιέφερε τίποτε άλλο. Κάποιος χριστιανός θα το έβρισκε παρακάτω και με μια μικρή αμοιβή θα μου το παρέδιδε.
- «Πέντε Winston καμαλά κοσαϊρια κίκινα!» ούρλιαξα στον περιπτερά.
- «Τι;» ψέλλισε αγουροξυπνημένος.
- «Πέντε Winston μαλακά εικοσάρια κόκκινααααα!!!» Κάτι μισοπεθαμένα περιστέρια παραδίπλα, αναστήθηκαν αυτόματα, με την ένταση της φωνής μου.
- «Μισό...» είπε ο λαλίστατος περιπτεράς.
- «Γρήγορα άνθρωπέ μου! Πεθαίνω λέμε...!» Τα περιστέρια απεδήμησαν πλέον εις Κύριον και πήγαν να κάνουν παρέα στην προαναφερθείσα γριά.
- «Φιλαράκι, δεν έχω...» τόλμησε να εκστομίσει ο άθλιος.
- «Τι;»
- «Δεν έχω. Καθόλου. Μου τελειώσανε» με αποτελείωνε σαρκαστικά αργά.
- «Σκληρά; Εικοσιπεντάρια; Ότι να ‘ναι!!!» Ο ιδρώτας είχε αρχίσει να ποτίζει την άσφαλτο.
- «Να σου δώσω ρε αγορίνα κανα Μάλμπορο, κανα Κάμελ, να κάνεις δουλειά σου;» με αποτελείωσε ο υποψήφιος μακαρίτης.
- «Τι λες ρε άθλιε; Έκανα τόσα χιλιόμετρα παραμονή Χριστουγέννων, κόνταψα να σκοτώσω τα μισά Βόρεια Προάστεια, για να μου πεις ότι δεν έχεις;» δεν κρατιόμουν πλέον. Αφροί έβγαιναν από το στόμα μου, από τη μύτη, τα αυτιά και τις μασχάλες.
- «Ε, δεν έχω ρε φιλάρα λέμε. Τι να κάνουμε; Θα μας σκοτώσεις κιόλας;» πρόλαβε να προβλέψει το ζώον.
Έβγαλα το υπηρεσιακό μου περίστροφο, χωρίς να το πολυσκεφτώ είναι η αλήθεια. Στην αρχή μου ‘ρθε να του το χώσω στο στόμα, αλλά θυμήθηκα αυτά που έγραφε το εγχειρίδιο που μας είχαν δώσει για περιπτώσεις παρεκλίνουσας συμπεριφοράς, και συγκρατήθηκα. Ελαφρώς. Διότι το κακό είχε ήδη γίνει. Από τη στιγμή που το περίστροφο βγήκε από τη θήκη έπρεπε να επιτελέσει το έργο του. Δεν γινόταν να επιστρέψει άπρακτο και ντροπιασμένο. Έτσι πυροβόλησα στο αέρα δύο ή και τρεις, μπορεί και τέσσερεις, ίσως και πέντε φορές, δεν θυμάμαι πια.

- Μάλιστα, μάλιστα... Κύριε εισαγγελεύ;
- Καμία ερώτηση κύριε Πρόεδρε.
- Μάλιστα. Κύριε Κούγια;

Συνεχίζεται, αλλά πιστέψτε με. Δεν θέλετε να ξέρετε...
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Labels: almost dreams, desperation, fatal questions, fiction, heavy drugs, humour

Η γυναίκα μου του έβαλε μπαλίτσες και λαμπάκια. Το βράδυ τα ανάβουμε, το πρωί τα σβήνουμε. Οικονομία. Ψεύτικη.
Σήμερα όλη μέρα ήμουν μόνος στο σπίτι. Έγραψα, απάντησα, έφαγα, βαρέθηκα. Κάποια στιγμή, αποφάσισα ότι πρέπει επιτέλους να συζητήσουμε εκείνο το θέμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά μας, και μπαίνει εμπόδιο στη σχέση μας.
Δέντρο: Τι;
Spy: Τι τι;
Δέντρο: Τι κοιτάς;
Spy: Εσένα.
Δένρο: Γιατί;
Spy: Τι γιατί ρε; Δικό μου είσαι, ότι θέλω κάνω.
Δέντρο: Δεν είναι τρόπος αυτός!
Spy: Μπα; Έχεις και άποψη;
Δέντρο: Γιατί; Σε πηγάδι κατούρησα εγώ;
Spy: Όχι, απλά σε κατούρησε σκύλος.
Δέντρο: Νομίζεις. Δεν είμαι αληθινό.
Spy: Και τότε τι κάνεις εδώ;
Δέντρο: Σου στολίζω το σπίτι.
Spy: Εννοείς πως μου χαλάς τη διάθεση...
Δέντρο: Δε νομίζω. Η κυρία Spy είναι πολύ χαρούμενη το βράδυ που με κοιτάει.
Spy: Σου φαίνομαι για κυρία Spy εγώ; Δεν είμαστε το ίδιο.
Δέντρο: Προφανώς!
Spy: Εγώ είμαι καλλιτέχνης. Είμαι άνθρωπος του πνεύματος. Άνθρωπος με σνησυχίες, και δεν...
Δέντρο: Εννοείς πως η κυρία Spy δεν έχει;
Spy: Τι;
Δέντρο: Ανησυχίες.
Spy: Έχει. Τι glitter ταιριάζει στα ρούχα της, και πόση άχνη πρέπει να βάλει στους κουραμπιέδες...
Δέντρο: Και δεν κατάλαβα. Γιατί κοροϊδεύεις; Δεν είναι ανησυχίες αυτές;
Spy: Με δουλέυεις; Εδώ ο κόσμος καίγεται και εκ...
Δέντρο: Δεν καίγεται ο κόσμος. Καίγεται ο κόσμος ΣΟΥ.
Spy: Μπαρδόν;
Δέντρο: Ο κόσμος ΣΟΥ λέω, γεροξεκούτη. Άλλο ο κόσμος και άλλο ο κόσμος ΣΟΥ.
Spy: Γιατί; Στον ίδιο κόσμο δεν ζούμε όλοι;
Δέντρο: Αυτό σου έμαθαν στις ειδήσεις;
Spy: Δε βλέπω ειδήσεις!
Δέντρο: Ναι, ναι, κι ο Χάρης Σιανίδης το ίδιο λέει...
Spy: Μα...
Δέντρο: Μαμούνια! Ο κόσμος δεν είναι μόνο αυτός που νομίζεις ότι περιστρέφεται γύρω σου. Υπάρχουν κι άλλοι.
Spy: Κι άλλοι;
Δέντρο: Ναι. Υπάρχει ο κόσμος της γυναίκας σου, που προτιμά να μένει μακρυά από τη θλιβερή αυτή παραγματικότητα για να προστατέψει και την ίδια και το παιδί σας.
Spy: Μα...
Δέντρο: Σκασμός! Δεν τελείωσα. Υπάρχει ο κόσμος του Δημάρχου, που θεωρεί ότι αυτό το κακέκτυπό μου, που το ονομάζει Χριστουγεννιάτικο Δέντρο τρομάρα του, είναι κάτι τόσο σημαντικό ώστε να χρειάζονται μονίμως δύο διμοιρίες αστυνομικών για να το προστατεύουν. Υπάρχει ο κόσμος των «άμοιρων νοικοκυραίων», που αποβλακωμένοι αναμασάνε ότι τους σερβίρουν οι ειδήσεις των οχτώ. Υπάρχει ο κόσμος που ακόμα και τώρα ασχολείται με τις μετοχές του και παίζει σε παράγωγα και futures και options το μέλλον σας.
Spy: Συγγνώμη, αλλά...
Δέντρο: Όχι ρε! Δεν σε συγχωρώ. Θα τελειώσω πρώτα! Υπάρχει λέω ο κόσμος αυτών που κατεβαίνουν στους δρόμους απελπισμένοι, χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί, απλά και μόνο επειδή ξέρουν τι δεν έχουν. Υπάρχει ο κόσμος των αποστασιοποιημένων, που κάθονται κυνικά στο μαυσωλείο τους και βάζουν ανθρωπάκια σε στατιστικές και πίνακες.
Spy: ...
Δέντρο: Υπάρχει κι ο κόσμος ΣΟΥ. Αυτός μέσα στον οποίο δεν θα ήθελες να είσαι, αλλά είσαι. Τυλιγμένος με τη ρόμπα σου, φορώντας τις ζεστές σου πυτζάμες, τις άθλιες παντόφλες σου, αυτός που σε έχει καταπιεί ολόκληρο κι αμάσητο, παλιοεπαναστάτη της κλανιάς που νομίζεις πως συμμετέχεις μόνο και μόνο επειδή έγραψες πέντε μπούρδες σε τρία μπλογκς!
Spy: Ξέρεις και τα μπλογκς;;;
Δέντρο: Ξέρω τα πάντα. Και ξέρω ότι πρέπει να διαλέξεις και όχι να χλευάζεις. Η κυρία Spy το έκανε. Δεν είναι τόσο δύσκολο παλιομαμόθρεφτε!
Spy: Μα... μα, είσαι... δ έ ν τ ρ ο ! Πως...;
Δέντρο: Δέντρο είμαι στα μάτια σου. Στα μάτια κάποιου άλλου είμαι ματαιοδοξία, και στα μάτια κάποιου άλλου είμαι ελπίδα και γαλήνη. Εσύ;
Spy: Τι εγώ;
Δέντρο: Ξέρεις τι είσαι στα μάτια σου;
Spy: ...
Δέντρο: Ξέρεις;
Spy: Πειράζει αν δεν απαντήσω;
Δέντρο: Αυτό είσαι λοιπόν: Δ.Ξ./Δ.Α.
Spy: ...

.
.
.
.
.
.
.
Labels: brain-fuck, desperation, fatal questions, official statements
Subscribe to:
Αναρτήσεις (Atom)