(να με συγχωρείτε κύριε Ράϊχ για το δάνειο)



Παρακαλώ θερμά να καταθέσετε τον όβολόν σας σήμερα
(ότι προαιρείται ο καθείς, ελεύθερα και ανερυθρίαστα),
διότι στην επόμενη ανάρτηση δεν θα επιτραπούν τα σχόλια.

Με το μπαρδόν δηλαδής αλλά έτσι γουστάρω...
.
.
.



Τώρα γυρνάω τα μέσα έξω.
Μασάω ταμπάκο και φτύνω καφέ κατάρες. Στην τύχη το 'ριξα μα ο Χάρος παίρνει πάντα το ίδιο σπέρμα. Αν ήθελα μπορούσα να πνίξω τη μισή Ινδία στο κλάμα.

Γυρνάω τις ραφές. Τα μέσα έξω. Και φαίνονται πλέον τα σημάδια από το κακό σιδέρωμα. Ένα tattoo σπαρταράει στο στήθος, πάλλεται σ’ ένα ρυθμό που δεν είναι δικός μου, τέμπο γρήγορο, psychedelic trance.

Ριπές οι σκέψεις γαζώνουν το ταβάνι, καπνός στριμώχνεται σε μια γωνία, η τηλεόραση μυξοκλαίει. Βλέπω μα δεν ακούω. Ένα αιωνόβιο σίγμα σέρνεται στ’ αυτιά μου. Σίγμα κεφαλαίο. Σαν ανεκπλήρωτη σιωπή.



Τώρα αλατίζω τις πληγές μου.
Ξερνάνε πύον και ξυράφια, διπλώνομαι, μπήγονται τα ξυράφια πιο βαθιά, μα δε φωνάζω. Ανακωχή. Με τη φωνή μου. Εχθές ούρλιαζε τραγούδια. Pause.

Μετράω τα CD μου, 786, τα ράβω μεταξύ τους με κλωστή διάφανη σαν αμνιακό υγρό, ένα φεύγει, αιωρείται, παίζει ξεκούρδιστο στον αέρα, pause, πέφτει, παρασύρει τον καπνό, κάνουν κρότο στο πάτωμα, ο σκύλος τεντώνει τ’ αυτιά, τίποτα.

Μπάνιο. Τρίβομαι με λύσσα μέχρι να φανεί κόκκαλο, η μπανιέρα καταπίνει τις σάρκες μου, τρέχω να τις προλάβω, γυμνός, βρεγμένος, άδικα. Στο μισοσκόταδο λαμπυρίζουν γροθιές φαντάσματα, στο χωλ κρεμάω τα καπέλα μου, μια μπαμπούσκα ξεκοιλιασμένη βρωμάει πατσουλί και χόρτο.



Τώρα ανοίγω τα τετράδια.
Ήμουν αυτό κι εκείνο, και τ’ άλλο το γκρί, μια νότα είχε μείνει ζωντανή δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, έτρωγε τις σελίδες για να επιβιώσει, κι έμεινα χωρίς μνήμες από το σχολείο, χαλάλι. Το τραγούδι βγήκε μισό, το τσέλο ολόκληρο, χάριζε χορούς απόγνωσης στα όμποε και κείνα χαρακώναν μελωδίες παρακμής σε άδεια βινύλια.

1984, έκανα το πρώτο μου παιδί. Μεγάλωσε εκτός, ορφανό στο μυαλό μου, αλήτης τώρα, τρυπιέται στο Μανχάτταν και θα πεθάνει σε τρακάρισμα. Φριχτά παραμορφωμένο θα κλείσω το σώμα του σ’ ένα κουτί, απ’ αυτά που επιπλέουν, και θα το ρίξω στη μπανιέρα να γεμίσει το σπίτι αφρούς, να γλιστράω, μπας και πέσω και σκοτωθώ με αξιοπρέπεια.

Έχω το μοναδικό τετράδιο στο Σύμπαν με μονές σελίδες, η μία δεν έχει τίποτα από πίσω. Την πιάνω και όταν την γυρνάω με ρουφάει μέσα της η λήθη, ένας καθρέφτης χαλασμένος που δείχνει μόνο κάτω το βρεγμένο πάτωμα.



Τώρα βγάζω φωτογραφίες θολές.
Όχι. Ακτινογραφίες. Θολές. Κουνιέται το μηχάνημα συνέχεια και δείχνει Πάρκινσον στους πνεύμονες η πλάκα. Χα! Μπορεί και να με τιμήσουν με Νόμπελ, μπορεί και να ‘ναι ο ρόγχος. Βρωμάει νοβοκαϊνη ο διάδρομος. Τρέχω.

Μακρυά τα νησιά ψυχοραγούν, καταβροχθίζουν τουρίστες, εγώ έστειλα το μυαλό μου ασυνόδευτο. Θα το δώσω αντιπαροχή, να πάρω μαιζονέτα για λεπρούς, θα φτιάξω άσυλο για τις νότες που μου έκλεψαν στα ωδεία, να έρχονται να τρώνε σούπα με πιπέρι.
Πιπερόσουπα.

Οι μισές είναι καμένες. Όχι οι μισές. Όλες είναι καμένες, στη μέση. Από τη μεριά μου. Άρα οι μισές είναι καμένες. Οι φωτογραφίες. Απλό.

Κι αφού δεν έχω καθρέφτη, θα μου πείτε εσείς τι νούμερο φοράω κι άμα χρειάζομαι κούρεμα, γιατί αλλιώς θα τα γαμήσω όλα.
Χωρίς σάλιο.



Τώρα ξεριζώνω τη γαρδένια.
.
.
.

.
.
.



...που ακούμπησα πάνω σου να ξαποστάσω κι εσύ έγινες παγκάκι, για μένα, και μετά νερό και μετά πετσέτα να σκουπιστώ από τον ιδρώτα, να μην κολάω, κι έσβησες τη σκιά μου να μην την κυνηγάω πια, κι έμεινα χωρίς project, να σ’ αγαπώ για όλα αυτά που ζωγράφισες στον τοίχο του υπνοδωματίου, όσα βράδυα κοιμήθηκες μόνη σου, εγώ έγραφα κακοφορμισμένες μελωδίες που δεν θα τις παίξει κανένα πιάνο.

...που μεγάλωσα πιο αργά, γιατί έπρεπε να με προλάβεις, κι εγώ διψούσα για το παιδί που ήσουν, αλλά δεν είχα χρήματα για στρατιωτάκια και κούκλες, τα ξόδεψα σε περιοδικά με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες και σκάφη και στερεοφωνικά και μπογιές και ταπετσαρίες τοίχου, το μέλλον μου ήθελε ντεκόρ, κι εσύ διάλεγες απλόχερα παυσίπονα και μου ‘δινες τα βράδυα να κοιμάμαι, να αντέξω το άλλο πρωί, να φτιάξω κι άλλα περιοδικά.

...που έχεις αιχμαλωτίσει το βλέμμα μου, σαν για πάντα, κάθε που πάει να φύγει ζωγραφίσεις δρόμους τριγύρω, τους ακολουθεί, μπερδεύεται, εσύ ξαποσταίνεις γιατί είναι αδηφάγοι οι δρόμοι, κι έρχεται αυτό μόνο του, ακολουθεί τις πινακίδες που τις έβαλες επίτηδες ανάποδα, ήξερες πως δεν λειτουργεί έτσι εκείνο, και χτυπάει με δύναμη στη γκαραζόπορτα, εσύ ανοίγεις, του κάνεις μπάνιο, καθαρίζει και ξεκουράζεται μέσα σου.

...που κάθε μου επανάσταση χορταίνει με τις αντοχές σου και κάθε μου μολύβι σκεύρωσε από το κλάμα σου, κουκουλοφόροι προδότες σε χτύπησαν αλύπητα, κι εσύ γυμνή, δεμένη στην καρέκλα, στο πάτωμα, δεν μίλησες για τα κρησφύγετά μου, έτσι τώρα κυκλοφορώ ελέυθερος, να ζωγραφίζω μέλισσες στις λεωφόρους, και μόνο μια γέφυρα με καμένες λάμπες με κράτησε από κάτω της για πάντα.

...που κάθε που βραδυάζει, μου κρατάς τα χέρια που σου κρύβω και με σφιγμένες τις παλάμες μου τραγουδάς παραμύθια, μαύροι κύκλοι στο φεγγάρι απ’ έξω σε σαγηνεύουν, μιλάς, εμένα με τρομάζει το αλύχτισμα του λύκου από το δίπλα μπαλκόνι, μιλάς, δε φοβάμαι, και τρέμω σε κάθε σου λέξη μην εκστομίσεις όνειρα που με καυλώνουν, και δεν πληρώσω τις πιστωτικές, θα κάνω μια μεγάλη έκπτωση να πάρω όλους τους πελάτες, θα γεννήσεις μυρωδιές, βάλσαμα, αιώρες στα σύννεφα, θα γεννήσεις ένα παιδί, που θα το ακουμπήσουμε στοργικά επάνω τους, θα το χαϊδέψουμε με την ανάσα μας και θα σβήσουμε το φως, κι εκείνο θα διώχνει τους μπαμπούλες μου, γιατί είναι γενναίο σαν τις αντιρρήσεις σου και άπειρο σαν τις ενοχές μου.

...που σε γυρνούσα πίσω απ’ όλες σου τις εκδρομές, και μετά σε κλείδωνα σε μουσικές που μισούσες, σε μπαλκόνια χωρίς λουλούδια και σε καναπέδες να ανασαίνεις τον ιδρώτα μου, κι εσύ σφουγγάριζες κάθε θλίψη από το ταβάνι, έφτιαχνες ψεύτικα λουλούδια από πλέξιγκλας, έστρωνες σεντόνια καθαρά στους εφιάλτες μου, να μη βρωμάνε, κόλλαγες τα χείλη σου μέσα μου, μου χάριζες δυο φρέσκιες ανάσες και κλεινόσουν στο υπόγειο να κλάψεις για τις καινούργιες σου εκδρομές, που θα τις κάνεις με μειωμένο εισητήριο, μην χάσεις κι αυτό το τρένο της ηλικίας.

...που όποτε σκοντάφτω κοιτάς με θαυμασμό έναν χάρτινο ήρωα, και γράφεις άρθρα στις εφημερίδες για το αντάρτικο των πόλεών μου, λες και ξεμείναμε από επαναστάσεις και συ έπρεπε να ζωγραφίσεις άλλη μία να χύσουμε το αίμα μας, τα ξυραφάκια δεν αξίζουν ανδριάντες, ενώ εγώ μια θέση στην αιωνιότητα την κράτησα με τη απερισκεψία μου, να ‘χω όλο το χρόνο να σου πως πως σ’ αγαπάω.
.
.
.
.



* κι όποιος πει "πονγκ" απολύεται με συνοπτικές διαδικασίες.
Σήμερα παίζει μπάλα μόνη της.
.
.
.
.
.
.



(=Αναγραμματισμός)



Γράψω δυσκολευόμουν να σήμερα. Πληκτρολογήσω μια και παράγραφο κράμπα κατάφερα νωτιαίο μυελό να έπαθα στον. Ριψοκίνδυνο λοιπόν που ως είμαι άτομο, με αποφάσισα παίξω τις να λέξεις.




Μπουρδέλο τα έκανα μάλλον...
.
.
.
.
.
.
.

UPDATE:

H
Λου μου απάντησε.
Και με παρέπεμψε εδώ.
Αξίζει μια ανάγνωση.

---------------------------------------------------

H Λου με ρώτησε:
"Για την ηθελημένη άγνοια, τί έχετε να πείτε;
Σας έχει βοηθήσει;"




OXI!
(Mα καθόλου σας λέω.)


Tο να μην πηγαίνω στον γιατρό όταν με πονάει το στήθος μου, από φόβο μήπως μου πει, πως έχω καρκίνο και πεθάνω, δεν με έκανε υγιέστερο…

Tο να μην ρωτάω τη γυναίκα μου αν μ’ αγαπάει, από φόβο μήπως και μου πει «όχι» και καταρρεύσω, δεν με έκανε ευτυχέστερο…

Tο να μην κοιτάω το τέρμα την ώρα του πέναλτυ, δεν με έκανε να αγωνιώ λιγότερο…

Tο να μην προχωράω στο σκοτεινό δωμάτιο (όταν ήμουν μικρός), δεν με έκανε γενναιότερο…

Tο να μην ρωτάω «τι εννοείς» όταν δεν κατάλαβα τάχαμου την απειλή, δεν με έκανε σοφότερο…

Tο να μην μαθαίνω πως πυροβολείς, δεν με έκανε ασφαλέστερο…




Tώρα είμαι πλέον οπαδός του:
«Θα πάω…
κι ας μου βγει και σε κακό…»*





*«Aύγουστος», Nίκος Παπάζογλου
.
.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy