Πρέπει να μου άρεσε το “The Wall” των Pink Floyd από τη μέρα που γεννήθηκα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ένα άλμπουμ θρύλος, ορόσημο στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής του 20ου αιώνα, ορόσημο στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, που έβλεπαν την καταπιεσμένη οργή τους να παίρνει πνοή και να ζωντανεύει μέσα από τους εφιαλτικούς και ανατριχιαστικούς παραλληλισμούς των στίχων του Waters. Ένα άλμπουμ που οι αναφορές του κόσμου σε αυτό άγγιξαν τα όρια του μύθου, που έγινε ύμνος στα στόματα των παιδιών που ανακάλυπταν τη βρωμιά του κόσμου γύρω τους τη δεκαετία του ’80, που έγινε σημαία στα χέρια μιας γενιάς που έψαχνε τρόπους αντίδρασης και διαφυγής.

Πέρασαν 32 ολόκληρα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το The Wall, το 1979. Ναι. 32. Και κάθομαι αμήχανος μπροστά στα ανεξάντλητα λευκά pixels της οθόνης μου, διερωτώμενος πόσα άλλαξαν από τότε, ή μάλλον καλύτερα: σε πόσα ακόμα διαφορετικά πράγματα θα μπορούσε να αναφέρεται αυτό το έργο ώστε να μπορείς να το θεωρείς επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Και έκθαμβος, μουρμουρίζοντας διάσπαρτους στίχους μέσα από τα δόντια μου, ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει πτυχή της ιστορίας που να έχω βιώσει εδώ και κάτι λιγότερο από μισό αιώνα, που να μην μπορεί να ερμηνευτεί με κάποιο μέρος αυτής της εκπληκτικής ροκ όπερας.

Ο Pink, ο κεντρικός ήρωας της ενιαίας και αδιάσπαστης ιστορίας αυτού του έργου, είναι ο άλλος μου εαυτός. Ο αδελφός μου, ο συμμαθητής σου, ο πατέρας μου, ο γιος σου, ο γείτονάς μου, ο υπάλληλός σου. Ένα κουρασμένο, φοβισμένο, αηδιασμένο, αποκομμένο από κάθε δυνατότητα απόφασης, πιόνι, στα χέρια όλων των συστημάτων που τον ανέθρεψαν. Της κυβέρνησης, του σχολείου, του σπιτιού, των πολέμων.

Δέσμιος των απωλειών του, αναζητά μάταια και νωχελικά -και άρα χωρίς αποτέλεσμα- τη διαφυγή από τις ερωτήσεις που τον καταδυναστεύουν: “Mother should I trust the government?”, “Mother do you think they‘ll drop the bomb?”, “Mother should I build a wall?”… Αφήνεται έρμαιο στα χέρια των επιτήδειων που κερδίζουν από τη φήμη του και από τη σιωπή του, έρμαιο στα χέρια όποιου και όποιας μπορεί να χειραγωγήσει τον σχεδόν ανύπαρκτο χαρακτήρα του, έρμαιο στα σχέδια όποιου χρειάζεται ένα ακόμη πιόνι.

Υποκύπτει, χαλιναγωγείται, σιωπά, υπομένει, απορεί, βράζει μέσα του και κρύβεται από τον κόσμο, προσπαθεί να μετρήσει το ανάστημά του και το βρίσκει πάντα λειψό από τις απώλειες τόσων πολέμων, απομονώνεται, ουρλιάζει, δικάζεται και καταδικάζεται, χωρίς καν να αντέξει να ξεστομίσει μιαν απολογία.

Ο Pink είναι 10χρονών, και 30, και 40, και 50. Είναι ανώριμος, εξαρτώμενος, πειθήνιος και παραγκωνισμένος. Τον φοβίζει η κυριαρχία της μητέρας του, του δασκάλου του, του καθοδηγητή του, του ανωτέρου του στον στρατό, της κυβέρνησης, του όχλου. Είναι πιο μόνος κι από μόνος.

Ο Pink δεν μιλάει, δεν κοιμάται, δεν τρώει, δεν κάνει έρωτα, δεν αισθάνεται. Κρύβεται πίσω από τη μάσκα του μέσα στο ανώνυμο πλήθος, και θα επαναστατήσει μόλις του το επιτρέψουν.

Ο Pink είναι δίπλα μου, και γύρω μου, και μαζί μου. Τον συναντώ κάθε μέρα στο μετρό, στις διαβάσεις, στα γραφεία, στα πεζοδρόμια, στα κολαστήρια. Πίσω από μια εικονική αλήθεια στο διαδίκτυο. Πίσω από μια σπασμένη βιτρίνα στην Πανεπιστημίου. Πίσω από κάποιον άλλον, πιο δυνατό. Και φοβάμαι βάσιμα πως θα τον βλέπω συνέχεια για πολλά χρόνια ακόμα.





Σήμερα θα παρακολουθήσω αυτό το έργο να ξετυλίγεται μπροστά μου για πολλοστή φορά. Με τέλεια σκηνοθεσία, χορογραφία, ήχο και φωτισμό. Θεατρικά, όπως του πρέπει. Μετά από τη μνημειώδη συναυλία των Pink Floyd το 1989 στο Ολυμπιακό Στάδιο που είχα την τύχη και την ευλογία να βιώσω από κοντά, ελπίζω σήμερα ο κατ’ εξοχήν δημιουργός του έργου, να μου δώσει κάτι που θα με κάνει και πάλι να ανατριχιάζω για χρόνια μετά, στην ανάμνησή του.

Μου έχει λείψει αφόρητα αυτό.


Και να, τώρα κάθομαι εδώ, με δεμένη τη γλώσσα και χωρίς σταγόνα μελάνι στην πένα μου. Χαζεύω ηλεκτρόνια φορτισμένα να περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες από μπροστά μου, κι ανήμπορος να αιχμαλωτίσω έστω κι ένα για να το περιεργαστώ, καταβροχθίζω λέξεις που ξέφυγαν από παντοδύναμες γλώσσες και σκάνε με φαντασμαγορικό τρόπο πάνω στους τοίχους μου και τους λερώνουν άτσαλα. Και δε χορταίνω.

Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.

Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.

Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.

Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.

Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.

Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.

Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…

Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.




.



Tώρα που έκλεισα αισίως τρία χρόνια με βαρέα και ανθυγειινά(?) σ'αυτό εδώ το βλογ, δημοσίευσα κοντά στα 380 ποστ, και την άκουσα κανονικά σε κάτι λιγότερο από 15.000 (!) σχόλια, είπα να σας δείξω και μια άλλη πλευρά μου. Τη λευκή.

Ένα "διαφορετικό" βλογ, από τον μαιτρ του σουρεαλισμού, τον γίγαντα της Τέχνης, τον τιτάνα της πρωτοτυπίας, τον κ. Spy αυτοπροσώπως:
http://1and1000-advices.blogspot.com/


Και μην ανησυχείτε. Εδώ θα είμαι ακόμα.
Εδώ αγαπηθήκαμε, εδώ μαλιοτραβηχτήκαμε,
εδώ τα σπάσαμε και τα ξαναβρήκαμε.
Λείπω για λίγο που και που,
διότι η Τέχνη θέλει θυσίες κι έχω να ετοιμάσω πολλούς βωμούς.

(to be continued...)


.



Κατάλαβες τώρα;

Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Αλλά ας τα ξαναπούμε άλλη μια φορά, είσαι λίγο βλαμένος εσύ αν θυμάμαι ακόμα καλά.

Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, παίρνεις όση περισσότερη φόρα μπορείς και κουτουλάς με μεγαλοπρέπεια πάνω στον τσιμεντένιο περίγυρο. Και δεξιά και αριστερά. Καλά ως εδώ; Ναι, θα κουτουλήσεις αναγκαστικά, όλοι κουτουλάνε. Αν δεν έπαιζε αυτόν τον ρόλο δεν θα ήταν εκεί. Σωστά;

Σηκώνεσαι ψιλοζαλισμένος, ξοδεύεις λίγο χρόνο -λίγο λέω, μη μας πάρει όλη μέρα- απορείς αναίτια (αλλά δεν πειράζει, θα σου περάσει κι αυτό, θέμα μνήμης είναι), μαζεύεις τα θραύσματα, τα θάβεις με μυστικιστική μεθοδολογία νομίζοντας πως κανείς δεν θα σε πάρει χαμπάρι, ξαναγυρνάς στο σημείο εκκίνησης, και...

Εδώ θέλω την προσοχή σου: φτάνεις πρώτα στην άκρη της περιοχής σου για να πάρεις όση φορά είναι ανθρωπίνως δυνατόν -είναι σημαντικό αυτό, μην το ξεχνάς- τεντώνεις τους μουδιασμένους σου μύες παριστάνοντας πως η αλτικότητά σου είναι στα ντουζένια της, και κάνεις το σπριντ της ζωής σου. Ναι, ξέρω. Κι άλλες φορές το έκανες, ή μάλλον έτσι νόμιζες, αλλά φευ! αυτό εδώ τώρα είναι το άλμα της ζωής σου κακομοίρη, μη χαζεύεις, άκου με προσεκτικά: τρέχεις ανελέητα γρήγορα, σκάβεις με το τρεχαλητό σου το χώμα από κάτω, και σκας πάνω στον πέτρινο τοίχο που ήταν από την αρχή πίσω σου (την τύφλα μου μέσα!) με όση περισσότερη δύναμη μπορείς. Μην τρελαίνεσαι. Ο τοίχος θα αντέξει. Αποκλείεται να έκανε λάθος ο κατασκευαστής. Εσύ πάλι... δεν είμαι και πολύ σίγουρος αλλά όπως σε βλέπω καλά θα τα πας. Μάλλον. Λίγη ζαλάδα, κάτι μώλωπες, δυο τρία κατάγματα, θα ζήσεις. Ανάπηρος ξε-ανάπηρος θα ζήσεις γιατί όπως και να ‘χει πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Και το τέλος είναι απέναντι.

Οπότε; Τι έμεινε; Μπράβο παληκάρι μου! Καλά το είπες. Το “απέναντι”. Μόνο που δεν είναι απέναντι. Είναι μπροστά, ε; Μην μπερδεύεσαι. Από εδώ ξεκινάνε όλα, να, εδώ που στεκόμαστε τώρα. Όλα τα άλλα είναι γελοίες υπεκφυγές, αλλά θα σου κάνω το χατήρι να τα παραβλέψω κι αυτή τη φορά γιατί σέβομαι τις αμφιβολίες σου. Για τελευταία φορά όμως.

Εδώ που είσαι τώρα λοιπόν είναι εύκολα τα πράγματα. Ούτε φόρα χρειάζεσαι, ούτε αυτοσυγκέντρωση, ούτε τίποτα. Κουνάς λίγο το κοκκαλωμένο σου πόδι και περνάς στην άλλη πλευρά. Απλό, έτσι; Ένα γαμημένο μικρό βηματάκι. Φυσικά και θα το κάνεις. Και ακριβώς τη στιγμή που πρέπει θα πρόσθετα, διότι και γι αυτό φρόντισε η νομοτέλεια των επιλογών σου. Ναι, ναι... Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, ξέρεις καλά τι λέω, αλλά αν θες σώνει και καλά κουβέντα θα την κάνουμε στην άλλη πλευρά. Οκ; Θα είμαι εκεί και θα πίνω τσίπουρα. Αν θα με βρεις εύκολα; Πού να ξέρω ρε φίλε; Εξαρτάται. Απ’ το αν θα περάσεις όρθιος, απ’ το αν θα ζαλίζεσαι, απ’ το αν έχεις μάτια στον κώλο, πού να ξέρω; Αλλά πάντως εσύ αυτά θα κάνεις. Στα σίγουρα. No other options available. Γκέγκε;

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ε;
Άντε, πάμε τώρα!


[
photo]


.



















Είμαι ογδονταέξι άνθρωποι.
Ολόκληροι, γεμάτοι σάρκα, σκέψεις, επιθυμίες κι αδυναμίες.

Είναι φορές που όλοι τους διασπώνται συντονισμένα μέσα μου και τότε καταλαβαίνεις εύκολα γιατί τα φτηνά, εφήμερα κινέζικα πυροτεχνήματα του Πάσχα μοιάζουν τόσο φτωχά μπροστά στο διαρκές σούπερ νόβα μου. Είναι κι άλλες φορές που όλοι τους λουφάζουν τρομαγμένοι σε μια γωνιά του κορμιού μου, κι έτσι εκτός από το αστείο θέαμα ενός παράλογα διογκωμένου μπράτσου ή αστραγάλου, νιώθεις πως δεν είναι και τόσο εύκολο να σταματήσω να σέρνομαι.

Έχουν υπάρξει στιγμές που με κουράζουν όλοι αυτοί. Δε θυμάμαι σε ποιά στάση ανέβηκαν πάνω μου, με ποιό δόλιο τρόπο εισχώρησαν στο σώμα μου, από πού σκατά τρέφονται και πως στο διάολο μεγαλώνουν χωρίς αέρα, αλλά να... αποφάσισα να τους τα πω έξω από τα δόντια. Και μακάρι οι συνέπειες να είναι λιγότερο μαρτυρικές από τις εκχωρήσεις που έκανα -μέσα στην απέραντη ευγένειά μου- για να χωρέσουμε όλοι εκεί μέσα:

“Σας παρακαλώ μικροί ακανθώδεις εφιάλτες μου, κι εσείς λατρεμένες ανείπωτες χαρές μου, μπορείτε για λίγο να μ’ αφήσετε στην ηρεμία της σιωπής ενός παράνομου παυσίπονου; στον καθαγιαστικό ίλλιγγο μιας παρατεταμένης πτώσης; στο λυτρωτικό τρέμουλο μιας παγωμένης μοναχικής αυγής; στο μειούμενο μέσα μου;

Μπορείτε ή να σας καθαρίσω όλους, έναν έναν, για να σταματήσουμε να ζυγίζουμε επιτέλους τόσο όσο καμία αποσκευή δεν αντέχει και κανένας έλεγχος πτήσης δεν επιτρέπει;”


[photo]



.


Δεν ξέρω αν είναι σημαντικότερη η παρουσία μου εδώ ή η απουσία μου. Δεν ξέρω ποια διαρκεί περισσότερο, ούτε ποια έχει τα πιο επιβαρυντικά αποτελέσματα για μένα. Τα συγχωροχάρτια μου τα ζήτησα στην προηγούμενη ανάρτηση. Έτσι κι αλλιώς η συνέπεια ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου.

Στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πως μπορώ να διασπώμαι σε τόσα μικρά κομμάτια χωρίς να χάνω ούτε ένα γραμμάριο από το ειδικό βάρος μου, πως γίνεται να εκσφενδονίζω όλες μου τις νότες δεξιά κι αριστερά -με ακρίβεια στόχευσης εφάμιλλη με αυτή ενός ρινόκερου που κυνηγάει μια πυγολαμπίδα- κι ακόμα να παραμένει τραγούδι το έκζεμα από την ανοιχτή πληγή μου, κι όμως… τίποτα.
Είναι λες και πειραματίστηκαν για πρώτη φορά επιτυχώς στον δικό μου εγκέφαλο για τη μηχανή επιλεκτικής διαγραφής της μνήμης, και κάθε που σκέφτομαι έτσι, κάνουν πάρτι πάνω στα τσαλαπατημένα ερωτηματικά μου. Αυτοί. Οι άλλοι.

Όταν είμαι σ’ αυτήν την κατάσταση, μπορείς άνετα να σκαρώσεις τρυκ με τον αντίλαλό σου μέσα στα άδεια οστά του κρανίου μου. Άσε που αποκλείεται να σε εκδικηθώ. Μετά δε θυμάμαι ούτε πως άνοιξα την είσοδο για να μπεις κι εσύ και όλοι. Συνωστισμός λαθρεπιβατών με maximum safety, ο ελεγκτής εκμεταλλεύτηκε τα προνόμια της πρόωρης σύνταξης, πίνει μοχίτος στο Μεξικό κι εσύ μπορείς να μπαινοβγαίνεις εδώ μέσα χωρίς εισιτήριο, χωρίς ποινή, χωρίς νόημα.

Μήπως θυμάται κανείς πού στα τσακίδια έβαλα την πρίζα;


[photo]
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy