Κατάλαβες τώρα;

Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Αλλά ας τα ξαναπούμε άλλη μια φορά, είσαι λίγο βλαμένος εσύ αν θυμάμαι ακόμα καλά.

Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, παίρνεις όση περισσότερη φόρα μπορείς και κουτουλάς με μεγαλοπρέπεια πάνω στον τσιμεντένιο περίγυρο. Και δεξιά και αριστερά. Καλά ως εδώ; Ναι, θα κουτουλήσεις αναγκαστικά, όλοι κουτουλάνε. Αν δεν έπαιζε αυτόν τον ρόλο δεν θα ήταν εκεί. Σωστά;

Σηκώνεσαι ψιλοζαλισμένος, ξοδεύεις λίγο χρόνο -λίγο λέω, μη μας πάρει όλη μέρα- απορείς αναίτια (αλλά δεν πειράζει, θα σου περάσει κι αυτό, θέμα μνήμης είναι), μαζεύεις τα θραύσματα, τα θάβεις με μυστικιστική μεθοδολογία νομίζοντας πως κανείς δεν θα σε πάρει χαμπάρι, ξαναγυρνάς στο σημείο εκκίνησης, και...

Εδώ θέλω την προσοχή σου: φτάνεις πρώτα στην άκρη της περιοχής σου για να πάρεις όση φορά είναι ανθρωπίνως δυνατόν -είναι σημαντικό αυτό, μην το ξεχνάς- τεντώνεις τους μουδιασμένους σου μύες παριστάνοντας πως η αλτικότητά σου είναι στα ντουζένια της, και κάνεις το σπριντ της ζωής σου. Ναι, ξέρω. Κι άλλες φορές το έκανες, ή μάλλον έτσι νόμιζες, αλλά φευ! αυτό εδώ τώρα είναι το άλμα της ζωής σου κακομοίρη, μη χαζεύεις, άκου με προσεκτικά: τρέχεις ανελέητα γρήγορα, σκάβεις με το τρεχαλητό σου το χώμα από κάτω, και σκας πάνω στον πέτρινο τοίχο που ήταν από την αρχή πίσω σου (την τύφλα μου μέσα!) με όση περισσότερη δύναμη μπορείς. Μην τρελαίνεσαι. Ο τοίχος θα αντέξει. Αποκλείεται να έκανε λάθος ο κατασκευαστής. Εσύ πάλι... δεν είμαι και πολύ σίγουρος αλλά όπως σε βλέπω καλά θα τα πας. Μάλλον. Λίγη ζαλάδα, κάτι μώλωπες, δυο τρία κατάγματα, θα ζήσεις. Ανάπηρος ξε-ανάπηρος θα ζήσεις γιατί όπως και να ‘χει πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Και το τέλος είναι απέναντι.

Οπότε; Τι έμεινε; Μπράβο παληκάρι μου! Καλά το είπες. Το “απέναντι”. Μόνο που δεν είναι απέναντι. Είναι μπροστά, ε; Μην μπερδεύεσαι. Από εδώ ξεκινάνε όλα, να, εδώ που στεκόμαστε τώρα. Όλα τα άλλα είναι γελοίες υπεκφυγές, αλλά θα σου κάνω το χατήρι να τα παραβλέψω κι αυτή τη φορά γιατί σέβομαι τις αμφιβολίες σου. Για τελευταία φορά όμως.

Εδώ που είσαι τώρα λοιπόν είναι εύκολα τα πράγματα. Ούτε φόρα χρειάζεσαι, ούτε αυτοσυγκέντρωση, ούτε τίποτα. Κουνάς λίγο το κοκκαλωμένο σου πόδι και περνάς στην άλλη πλευρά. Απλό, έτσι; Ένα γαμημένο μικρό βηματάκι. Φυσικά και θα το κάνεις. Και ακριβώς τη στιγμή που πρέπει θα πρόσθετα, διότι και γι αυτό φρόντισε η νομοτέλεια των επιλογών σου. Ναι, ναι... Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, ξέρεις καλά τι λέω, αλλά αν θες σώνει και καλά κουβέντα θα την κάνουμε στην άλλη πλευρά. Οκ; Θα είμαι εκεί και θα πίνω τσίπουρα. Αν θα με βρεις εύκολα; Πού να ξέρω ρε φίλε; Εξαρτάται. Απ’ το αν θα περάσεις όρθιος, απ’ το αν θα ζαλίζεσαι, απ’ το αν έχεις μάτια στον κώλο, πού να ξέρω; Αλλά πάντως εσύ αυτά θα κάνεις. Στα σίγουρα. No other options available. Γκέγκε;

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ε;
Άντε, πάμε τώρα!


[
photo]


.



















Είμαι ογδονταέξι άνθρωποι.
Ολόκληροι, γεμάτοι σάρκα, σκέψεις, επιθυμίες κι αδυναμίες.

Είναι φορές που όλοι τους διασπώνται συντονισμένα μέσα μου και τότε καταλαβαίνεις εύκολα γιατί τα φτηνά, εφήμερα κινέζικα πυροτεχνήματα του Πάσχα μοιάζουν τόσο φτωχά μπροστά στο διαρκές σούπερ νόβα μου. Είναι κι άλλες φορές που όλοι τους λουφάζουν τρομαγμένοι σε μια γωνιά του κορμιού μου, κι έτσι εκτός από το αστείο θέαμα ενός παράλογα διογκωμένου μπράτσου ή αστραγάλου, νιώθεις πως δεν είναι και τόσο εύκολο να σταματήσω να σέρνομαι.

Έχουν υπάρξει στιγμές που με κουράζουν όλοι αυτοί. Δε θυμάμαι σε ποιά στάση ανέβηκαν πάνω μου, με ποιό δόλιο τρόπο εισχώρησαν στο σώμα μου, από πού σκατά τρέφονται και πως στο διάολο μεγαλώνουν χωρίς αέρα, αλλά να... αποφάσισα να τους τα πω έξω από τα δόντια. Και μακάρι οι συνέπειες να είναι λιγότερο μαρτυρικές από τις εκχωρήσεις που έκανα -μέσα στην απέραντη ευγένειά μου- για να χωρέσουμε όλοι εκεί μέσα:

“Σας παρακαλώ μικροί ακανθώδεις εφιάλτες μου, κι εσείς λατρεμένες ανείπωτες χαρές μου, μπορείτε για λίγο να μ’ αφήσετε στην ηρεμία της σιωπής ενός παράνομου παυσίπονου; στον καθαγιαστικό ίλλιγγο μιας παρατεταμένης πτώσης; στο λυτρωτικό τρέμουλο μιας παγωμένης μοναχικής αυγής; στο μειούμενο μέσα μου;

Μπορείτε ή να σας καθαρίσω όλους, έναν έναν, για να σταματήσουμε να ζυγίζουμε επιτέλους τόσο όσο καμία αποσκευή δεν αντέχει και κανένας έλεγχος πτήσης δεν επιτρέπει;”


[photo]



.


Δεν ξέρω αν είναι σημαντικότερη η παρουσία μου εδώ ή η απουσία μου. Δεν ξέρω ποια διαρκεί περισσότερο, ούτε ποια έχει τα πιο επιβαρυντικά αποτελέσματα για μένα. Τα συγχωροχάρτια μου τα ζήτησα στην προηγούμενη ανάρτηση. Έτσι κι αλλιώς η συνέπεια ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου.

Στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πως μπορώ να διασπώμαι σε τόσα μικρά κομμάτια χωρίς να χάνω ούτε ένα γραμμάριο από το ειδικό βάρος μου, πως γίνεται να εκσφενδονίζω όλες μου τις νότες δεξιά κι αριστερά -με ακρίβεια στόχευσης εφάμιλλη με αυτή ενός ρινόκερου που κυνηγάει μια πυγολαμπίδα- κι ακόμα να παραμένει τραγούδι το έκζεμα από την ανοιχτή πληγή μου, κι όμως… τίποτα.
Είναι λες και πειραματίστηκαν για πρώτη φορά επιτυχώς στον δικό μου εγκέφαλο για τη μηχανή επιλεκτικής διαγραφής της μνήμης, και κάθε που σκέφτομαι έτσι, κάνουν πάρτι πάνω στα τσαλαπατημένα ερωτηματικά μου. Αυτοί. Οι άλλοι.

Όταν είμαι σ’ αυτήν την κατάσταση, μπορείς άνετα να σκαρώσεις τρυκ με τον αντίλαλό σου μέσα στα άδεια οστά του κρανίου μου. Άσε που αποκλείεται να σε εκδικηθώ. Μετά δε θυμάμαι ούτε πως άνοιξα την είσοδο για να μπεις κι εσύ και όλοι. Συνωστισμός λαθρεπιβατών με maximum safety, ο ελεγκτής εκμεταλλεύτηκε τα προνόμια της πρόωρης σύνταξης, πίνει μοχίτος στο Μεξικό κι εσύ μπορείς να μπαινοβγαίνεις εδώ μέσα χωρίς εισιτήριο, χωρίς ποινή, χωρίς νόημα.

Μήπως θυμάται κανείς πού στα τσακίδια έβαλα την πρίζα;


[photo]
.

Που έλεγε και μια ψυχή...


Έτσι, σκέτο.
Και να με συγχωρείτε για την ασυνέχεια.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy