Δεν ήταν ούτε άγριος αέρας ούτε καταστροφική καταιγίδα ούτε τίποτα απ’ όσα περιγράφουν τα καλογραμμένα βιβλία. Δεν ήταν ούτε έξω από την πόρτα του, αλλά ούτε και μέσα. Τα τζάμια όλα σφαλιστά και η πόρτα κλειδωμένη τρεις φορές.Κάπου στο χώρο μια τηλεόραση ξερνούσε ειδήσεις.

Επτά και τέταρτο το απόγευμα. Πίσσα το σκοτάδι έξω.

38 χρονών. Ψηλός, γεροδεμένος.
Στην πολυθρόνα, με πλάτη στην τηλεόραση, με τσιγάρο στο αριστερό χέρι αναμμένο πριν πέντε λεπτά και ξεχασμένο εκεί, με τη στάχτη του να υποκύπτει νωχελικά στο νόμο της βαρύτητας και να σχηματίζει μια καμπύλη που ερωτοτροπούσε με το πάτωμα, με όλα του τα ρούχα, με χάλια διάθεση, με το περίστροφό του στο δεξί.

Λυσσομανούσε.

Στο δίπλα διαμέρισμα ακούγονταν βρισιές και χτυπήματα στον τοίχο, από πάνω νευρικά βήματα από γόβες που γδέρναν το βασανισμένο ξύλο. Απέναντι, το φως του στύλου τρεμόπαιζε, κάνοντας τα φύλλα της ακακίας να ζωγραφίζουν τρομακτικές σκιές στους τοίχους του σαλονιού του, η στάχτη έπεσε επιτέλους, άφησε και το τσιγάρο να κυλήσει, ήπιε μια γερή γουλιά, τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα. Εκείνη ασάλευτη. Σιωπηλή. Ξύλινη.

Λυσσομανούσε.

Μέσα. Βαθιά στο κεφάλι του, στις διασταυρώσεις των νευρώνων, το αίμα κυκλοφορούσε γρήγορα και καυτό σχηματίζοντας ποτάμια κόκκινης λάβας που πλημμύριζαν τα μάτια του, κόκκινα καυτά μάτια, σχηματισμένα με τα χρόνια, καλοσχεδιασμένα, αποφασιστικά, γεμάτα ένταση και διαπεραστικά, κόκκινα καυτά μάτια, μ’ ένα μόνο σπίρτο θα έπαιρναν φωτιά και θα έκαιγαν το σύμπαν.

Κρακ.

Κι αμέσως μετά άλλο ένα. Κρακ.

Σήκωσε αστραπιαία το περίστροφο κι άδειασε το περιεχόμενο του στην πόρτα. Ο χώρος γέμισε με τη ερεθιστική μυρωδιά της πυρίτιδας, το σαλόνι σκοτείνιασε κι άλλο, η ματιά του το ίδιο. Η σκέψη δεν άργησε ν’ ακολουθήσει και σηκώθηκε βιαστικά κι αποφασιστικά προς την πόρτα αφήνοντας ακάλυπτη την πλάτη του. Το παράθυρο από πίσω του έσπασε σε χίλια κομμάτια κι ένα γεροδεμένο εκπαιδευμένο χέρι έστειλε αστραπιαία ένα στιλέτο να φωλιάσει στην ραχοκοκαλιά του, σπάζοντας εύκολα κάθε αντίσταση από ρούχα, σάρκα και κόκκαλα.

Λυσσομανούσε ακόμα μέσα στο θολό μυαλό του και δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει ποιος καταραμένος δαίμονας σκαρφάλωσε τόσο αθόρυβα και τον αιφνιδίασε, μέχρι που σωριάστηκε βαρύς και υγρός στο δάπεδο.

Τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να εξαφανιστεί για πάντα το σκοτάδι από το βλέμμα του δεν στάθηκαν αρκετά για να δεχτεί πως περίμενε χρόνια τώρα σε λάθος σημείο.




Αφιερωμένο στο άτιμο πτηνό και το ποστ του, που κατάφερε να με επανασυνδέσει...
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy