Πρέπει να μου άρεσε το “The Wall” των Pink Floyd από τη μέρα που γεννήθηκα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ένα άλμπουμ θρύλος, ορόσημο στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής του 20ου αιώνα, ορόσημο στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, που έβλεπαν την καταπιεσμένη οργή τους να παίρνει πνοή και να ζωντανεύει μέσα από τους εφιαλτικούς και ανατριχιαστικούς παραλληλισμούς των στίχων του Waters. Ένα άλμπουμ που οι αναφορές του κόσμου σε αυτό άγγιξαν τα όρια του μύθου, που έγινε ύμνος στα στόματα των παιδιών που ανακάλυπταν τη βρωμιά του κόσμου γύρω τους τη δεκαετία του ’80, που έγινε σημαία στα χέρια μιας γενιάς που έψαχνε τρόπους αντίδρασης και διαφυγής.

Πέρασαν 32 ολόκληρα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το The Wall, το 1979. Ναι. 32. Και κάθομαι αμήχανος μπροστά στα ανεξάντλητα λευκά pixels της οθόνης μου, διερωτώμενος πόσα άλλαξαν από τότε, ή μάλλον καλύτερα: σε πόσα ακόμα διαφορετικά πράγματα θα μπορούσε να αναφέρεται αυτό το έργο ώστε να μπορείς να το θεωρείς επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Και έκθαμβος, μουρμουρίζοντας διάσπαρτους στίχους μέσα από τα δόντια μου, ανακαλύπτω πως δεν υπάρχει πτυχή της ιστορίας που να έχω βιώσει εδώ και κάτι λιγότερο από μισό αιώνα, που να μην μπορεί να ερμηνευτεί με κάποιο μέρος αυτής της εκπληκτικής ροκ όπερας.

Ο Pink, ο κεντρικός ήρωας της ενιαίας και αδιάσπαστης ιστορίας αυτού του έργου, είναι ο άλλος μου εαυτός. Ο αδελφός μου, ο συμμαθητής σου, ο πατέρας μου, ο γιος σου, ο γείτονάς μου, ο υπάλληλός σου. Ένα κουρασμένο, φοβισμένο, αηδιασμένο, αποκομμένο από κάθε δυνατότητα απόφασης, πιόνι, στα χέρια όλων των συστημάτων που τον ανέθρεψαν. Της κυβέρνησης, του σχολείου, του σπιτιού, των πολέμων.

Δέσμιος των απωλειών του, αναζητά μάταια και νωχελικά -και άρα χωρίς αποτέλεσμα- τη διαφυγή από τις ερωτήσεις που τον καταδυναστεύουν: “Mother should I trust the government?”, “Mother do you think they‘ll drop the bomb?”, “Mother should I build a wall?”… Αφήνεται έρμαιο στα χέρια των επιτήδειων που κερδίζουν από τη φήμη του και από τη σιωπή του, έρμαιο στα χέρια όποιου και όποιας μπορεί να χειραγωγήσει τον σχεδόν ανύπαρκτο χαρακτήρα του, έρμαιο στα σχέδια όποιου χρειάζεται ένα ακόμη πιόνι.

Υποκύπτει, χαλιναγωγείται, σιωπά, υπομένει, απορεί, βράζει μέσα του και κρύβεται από τον κόσμο, προσπαθεί να μετρήσει το ανάστημά του και το βρίσκει πάντα λειψό από τις απώλειες τόσων πολέμων, απομονώνεται, ουρλιάζει, δικάζεται και καταδικάζεται, χωρίς καν να αντέξει να ξεστομίσει μιαν απολογία.

Ο Pink είναι 10χρονών, και 30, και 40, και 50. Είναι ανώριμος, εξαρτώμενος, πειθήνιος και παραγκωνισμένος. Τον φοβίζει η κυριαρχία της μητέρας του, του δασκάλου του, του καθοδηγητή του, του ανωτέρου του στον στρατό, της κυβέρνησης, του όχλου. Είναι πιο μόνος κι από μόνος.

Ο Pink δεν μιλάει, δεν κοιμάται, δεν τρώει, δεν κάνει έρωτα, δεν αισθάνεται. Κρύβεται πίσω από τη μάσκα του μέσα στο ανώνυμο πλήθος, και θα επαναστατήσει μόλις του το επιτρέψουν.

Ο Pink είναι δίπλα μου, και γύρω μου, και μαζί μου. Τον συναντώ κάθε μέρα στο μετρό, στις διαβάσεις, στα γραφεία, στα πεζοδρόμια, στα κολαστήρια. Πίσω από μια εικονική αλήθεια στο διαδίκτυο. Πίσω από μια σπασμένη βιτρίνα στην Πανεπιστημίου. Πίσω από κάποιον άλλον, πιο δυνατό. Και φοβάμαι βάσιμα πως θα τον βλέπω συνέχεια για πολλά χρόνια ακόμα.





Σήμερα θα παρακολουθήσω αυτό το έργο να ξετυλίγεται μπροστά μου για πολλοστή φορά. Με τέλεια σκηνοθεσία, χορογραφία, ήχο και φωτισμό. Θεατρικά, όπως του πρέπει. Μετά από τη μνημειώδη συναυλία των Pink Floyd το 1989 στο Ολυμπιακό Στάδιο που είχα την τύχη και την ευλογία να βιώσω από κοντά, ελπίζω σήμερα ο κατ’ εξοχήν δημιουργός του έργου, να μου δώσει κάτι που θα με κάνει και πάλι να ανατριχιάζω για χρόνια μετά, στην ανάμνησή του.

Μου έχει λείψει αφόρητα αυτό.


Και να, τώρα κάθομαι εδώ, με δεμένη τη γλώσσα και χωρίς σταγόνα μελάνι στην πένα μου. Χαζεύω ηλεκτρόνια φορτισμένα να περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες από μπροστά μου, κι ανήμπορος να αιχμαλωτίσω έστω κι ένα για να το περιεργαστώ, καταβροχθίζω λέξεις που ξέφυγαν από παντοδύναμες γλώσσες και σκάνε με φαντασμαγορικό τρόπο πάνω στους τοίχους μου και τους λερώνουν άτσαλα. Και δε χορταίνω.

Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.

Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.

Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.

Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.

Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.

Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.

Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…

Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.




.



Tώρα που έκλεισα αισίως τρία χρόνια με βαρέα και ανθυγειινά(?) σ'αυτό εδώ το βλογ, δημοσίευσα κοντά στα 380 ποστ, και την άκουσα κανονικά σε κάτι λιγότερο από 15.000 (!) σχόλια, είπα να σας δείξω και μια άλλη πλευρά μου. Τη λευκή.

Ένα "διαφορετικό" βλογ, από τον μαιτρ του σουρεαλισμού, τον γίγαντα της Τέχνης, τον τιτάνα της πρωτοτυπίας, τον κ. Spy αυτοπροσώπως:
http://1and1000-advices.blogspot.com/


Και μην ανησυχείτε. Εδώ θα είμαι ακόμα.
Εδώ αγαπηθήκαμε, εδώ μαλιοτραβηχτήκαμε,
εδώ τα σπάσαμε και τα ξαναβρήκαμε.
Λείπω για λίγο που και που,
διότι η Τέχνη θέλει θυσίες κι έχω να ετοιμάσω πολλούς βωμούς.

(to be continued...)


.



Κατάλαβες τώρα;

Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Αλλά ας τα ξαναπούμε άλλη μια φορά, είσαι λίγο βλαμένος εσύ αν θυμάμαι ακόμα καλά.

Κοιτάς δεξιά, κοιτάς αριστερά, παίρνεις όση περισσότερη φόρα μπορείς και κουτουλάς με μεγαλοπρέπεια πάνω στον τσιμεντένιο περίγυρο. Και δεξιά και αριστερά. Καλά ως εδώ; Ναι, θα κουτουλήσεις αναγκαστικά, όλοι κουτουλάνε. Αν δεν έπαιζε αυτόν τον ρόλο δεν θα ήταν εκεί. Σωστά;

Σηκώνεσαι ψιλοζαλισμένος, ξοδεύεις λίγο χρόνο -λίγο λέω, μη μας πάρει όλη μέρα- απορείς αναίτια (αλλά δεν πειράζει, θα σου περάσει κι αυτό, θέμα μνήμης είναι), μαζεύεις τα θραύσματα, τα θάβεις με μυστικιστική μεθοδολογία νομίζοντας πως κανείς δεν θα σε πάρει χαμπάρι, ξαναγυρνάς στο σημείο εκκίνησης, και...

Εδώ θέλω την προσοχή σου: φτάνεις πρώτα στην άκρη της περιοχής σου για να πάρεις όση φορά είναι ανθρωπίνως δυνατόν -είναι σημαντικό αυτό, μην το ξεχνάς- τεντώνεις τους μουδιασμένους σου μύες παριστάνοντας πως η αλτικότητά σου είναι στα ντουζένια της, και κάνεις το σπριντ της ζωής σου. Ναι, ξέρω. Κι άλλες φορές το έκανες, ή μάλλον έτσι νόμιζες, αλλά φευ! αυτό εδώ τώρα είναι το άλμα της ζωής σου κακομοίρη, μη χαζεύεις, άκου με προσεκτικά: τρέχεις ανελέητα γρήγορα, σκάβεις με το τρεχαλητό σου το χώμα από κάτω, και σκας πάνω στον πέτρινο τοίχο που ήταν από την αρχή πίσω σου (την τύφλα μου μέσα!) με όση περισσότερη δύναμη μπορείς. Μην τρελαίνεσαι. Ο τοίχος θα αντέξει. Αποκλείεται να έκανε λάθος ο κατασκευαστής. Εσύ πάλι... δεν είμαι και πολύ σίγουρος αλλά όπως σε βλέπω καλά θα τα πας. Μάλλον. Λίγη ζαλάδα, κάτι μώλωπες, δυο τρία κατάγματα, θα ζήσεις. Ανάπηρος ξε-ανάπηρος θα ζήσεις γιατί όπως και να ‘χει πρέπει να φτάσεις στο τέλος. Και το τέλος είναι απέναντι.

Οπότε; Τι έμεινε; Μπράβο παληκάρι μου! Καλά το είπες. Το “απέναντι”. Μόνο που δεν είναι απέναντι. Είναι μπροστά, ε; Μην μπερδεύεσαι. Από εδώ ξεκινάνε όλα, να, εδώ που στεκόμαστε τώρα. Όλα τα άλλα είναι γελοίες υπεκφυγές, αλλά θα σου κάνω το χατήρι να τα παραβλέψω κι αυτή τη φορά γιατί σέβομαι τις αμφιβολίες σου. Για τελευταία φορά όμως.

Εδώ που είσαι τώρα λοιπόν είναι εύκολα τα πράγματα. Ούτε φόρα χρειάζεσαι, ούτε αυτοσυγκέντρωση, ούτε τίποτα. Κουνάς λίγο το κοκκαλωμένο σου πόδι και περνάς στην άλλη πλευρά. Απλό, έτσι; Ένα γαμημένο μικρό βηματάκι. Φυσικά και θα το κάνεις. Και ακριβώς τη στιγμή που πρέπει θα πρόσθετα, διότι και γι αυτό φρόντισε η νομοτέλεια των επιλογών σου. Ναι, ναι... Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, ξέρεις καλά τι λέω, αλλά αν θες σώνει και καλά κουβέντα θα την κάνουμε στην άλλη πλευρά. Οκ; Θα είμαι εκεί και θα πίνω τσίπουρα. Αν θα με βρεις εύκολα; Πού να ξέρω ρε φίλε; Εξαρτάται. Απ’ το αν θα περάσεις όρθιος, απ’ το αν θα ζαλίζεσαι, απ’ το αν έχεις μάτια στον κώλο, πού να ξέρω; Αλλά πάντως εσύ αυτά θα κάνεις. Στα σίγουρα. No other options available. Γκέγκε;

Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, ε;
Άντε, πάμε τώρα!


[
photo]


.



















Είμαι ογδονταέξι άνθρωποι.
Ολόκληροι, γεμάτοι σάρκα, σκέψεις, επιθυμίες κι αδυναμίες.

Είναι φορές που όλοι τους διασπώνται συντονισμένα μέσα μου και τότε καταλαβαίνεις εύκολα γιατί τα φτηνά, εφήμερα κινέζικα πυροτεχνήματα του Πάσχα μοιάζουν τόσο φτωχά μπροστά στο διαρκές σούπερ νόβα μου. Είναι κι άλλες φορές που όλοι τους λουφάζουν τρομαγμένοι σε μια γωνιά του κορμιού μου, κι έτσι εκτός από το αστείο θέαμα ενός παράλογα διογκωμένου μπράτσου ή αστραγάλου, νιώθεις πως δεν είναι και τόσο εύκολο να σταματήσω να σέρνομαι.

Έχουν υπάρξει στιγμές που με κουράζουν όλοι αυτοί. Δε θυμάμαι σε ποιά στάση ανέβηκαν πάνω μου, με ποιό δόλιο τρόπο εισχώρησαν στο σώμα μου, από πού σκατά τρέφονται και πως στο διάολο μεγαλώνουν χωρίς αέρα, αλλά να... αποφάσισα να τους τα πω έξω από τα δόντια. Και μακάρι οι συνέπειες να είναι λιγότερο μαρτυρικές από τις εκχωρήσεις που έκανα -μέσα στην απέραντη ευγένειά μου- για να χωρέσουμε όλοι εκεί μέσα:

“Σας παρακαλώ μικροί ακανθώδεις εφιάλτες μου, κι εσείς λατρεμένες ανείπωτες χαρές μου, μπορείτε για λίγο να μ’ αφήσετε στην ηρεμία της σιωπής ενός παράνομου παυσίπονου; στον καθαγιαστικό ίλλιγγο μιας παρατεταμένης πτώσης; στο λυτρωτικό τρέμουλο μιας παγωμένης μοναχικής αυγής; στο μειούμενο μέσα μου;

Μπορείτε ή να σας καθαρίσω όλους, έναν έναν, για να σταματήσουμε να ζυγίζουμε επιτέλους τόσο όσο καμία αποσκευή δεν αντέχει και κανένας έλεγχος πτήσης δεν επιτρέπει;”


[photo]



.


Δεν ξέρω αν είναι σημαντικότερη η παρουσία μου εδώ ή η απουσία μου. Δεν ξέρω ποια διαρκεί περισσότερο, ούτε ποια έχει τα πιο επιβαρυντικά αποτελέσματα για μένα. Τα συγχωροχάρτια μου τα ζήτησα στην προηγούμενη ανάρτηση. Έτσι κι αλλιώς η συνέπεια ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου.

Στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πως μπορώ να διασπώμαι σε τόσα μικρά κομμάτια χωρίς να χάνω ούτε ένα γραμμάριο από το ειδικό βάρος μου, πως γίνεται να εκσφενδονίζω όλες μου τις νότες δεξιά κι αριστερά -με ακρίβεια στόχευσης εφάμιλλη με αυτή ενός ρινόκερου που κυνηγάει μια πυγολαμπίδα- κι ακόμα να παραμένει τραγούδι το έκζεμα από την ανοιχτή πληγή μου, κι όμως… τίποτα.
Είναι λες και πειραματίστηκαν για πρώτη φορά επιτυχώς στον δικό μου εγκέφαλο για τη μηχανή επιλεκτικής διαγραφής της μνήμης, και κάθε που σκέφτομαι έτσι, κάνουν πάρτι πάνω στα τσαλαπατημένα ερωτηματικά μου. Αυτοί. Οι άλλοι.

Όταν είμαι σ’ αυτήν την κατάσταση, μπορείς άνετα να σκαρώσεις τρυκ με τον αντίλαλό σου μέσα στα άδεια οστά του κρανίου μου. Άσε που αποκλείεται να σε εκδικηθώ. Μετά δε θυμάμαι ούτε πως άνοιξα την είσοδο για να μπεις κι εσύ και όλοι. Συνωστισμός λαθρεπιβατών με maximum safety, ο ελεγκτής εκμεταλλεύτηκε τα προνόμια της πρόωρης σύνταξης, πίνει μοχίτος στο Μεξικό κι εσύ μπορείς να μπαινοβγαίνεις εδώ μέσα χωρίς εισιτήριο, χωρίς ποινή, χωρίς νόημα.

Μήπως θυμάται κανείς πού στα τσακίδια έβαλα την πρίζα;


[photo]
.

Που έλεγε και μια ψυχή...


Έτσι, σκέτο.
Και να με συγχωρείτε για την ασυνέχεια.


.









- Καλημέρα σας.
- Τι;
- ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ!
- Καλημέρα.
- Είχα πάει δίπλα, στον συνάδερφό σας, και...
- Δεν είναι αδερφός μου.
- Στον ΣΥΝΑΔΕΡΦΟ σας είπα!
- Ούτε που τον ξέρω.
- Τέλος πάντων. Ήθελα απλώς να μάθω την ώρα και...
- Τι να πάθω τώρα;
- ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΛΕΩ!
- Ααα...
- Και από δω από κει, από δω από κει, καταφέραμε να τα μπλέξουμε τα...
- Τι να ξεμπλέξουμε άνθρωπέ μου; Μας βλέπεις μπλεγμένους;
- (μάλλον, αλλά άστο καλύτερα) ΝΑ ΤΑ ΜΠΛΕΞΟΥΜΕ ΛΕΩ!
- Α, μπλέξατε! Με την αστυνομία; Σκοτώσατε κάποιον;
- (όχι, αλλά κοντεύω...)
- Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Δεν υποθάλπτουμε εγκληματίες εδώ. Είμαστε σοβαρή επιχείριση.
- Δεν είμαι εγκληματίας ΕΓΩ! Απλώς ήθ...
- Ούτε ένα αυγό! Τίποτα δε σας δίνω! Να φύγετε!
- Πού να πάω κύριέ μου; Ήθελα απλώς να ξέρω τ...
- Όχι! Δεν θα σας φέρω!
- ...
- Ούτε αυγό, ούτε φαγητό, ούτε λεφτά! Να πάτε αλλού!
- ...την ώρα... μόνο την ώρα...
- Τώρα! Και βέβαια τώρα! Όχι μεθαύριο! Αντίο σας!
- Ρε, άει στο διάολο, κουφάλογο!
- Αχά! Παράλογο! Ε, μα πείτε το τόση ώρα! Ναι βέβαια, είναι το μαγαζί στην επόμενη γωνία. Θα το βρείτε εύκολα. Είναι ένας κύριος μέσα που κάνει ότι φτιάχνει κουστούμια. “Παράλογο”, έτσι το λένε το μαγαζί. Τώρα το θυμήθηκα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ονόμασε έτσι. Ίσως εσείς να καταλάβετε άμα πάτε.
- ΤΗΝ ΩΡΑ ΘΑ ΤΗΝ ΞΕΡΕΙ;
- Ναι, μεσημέρι. Έχετε δίκιο. Μάλλον κλειστά θα είναι τώρα. Να δοκιμάζατε το πρωί;
- Κι αν είναι αργά το πρωί;
- Ποτέ δεν είναι αργά.
- ΧΑ! Το ‘ξερα πως δεν είσαι κουφός! Παλιολέρα!
- Καλημέρα. Καλημέρα και σε σας κύριέ μου. Να πάτε στο καλό.
- ...
- Αντίο σας.
- ...αντίο... ευχαριστώ...

[photo]



.



















- Συγγνώμη, μήπως έχετε ώρα;
- Τυφλός είσαι;
- Γιατί το λέτε αυτό;
- Διακόσια ρολόγια έχω μπροστά μου! Δε μπορείς να δεις μόνος σου;
- Μα… μα… το καθένα δείχνει διαφορετική ώρα…
- Ε, και;
- Ποιά είναι η… σωστή;
- Όλες! Διάλεξε όποια γουστάρεις.
- Και πώς θα καταλάβω αν είναι η σωστή;
- Κάποια στιγμή όλες είναι σωστές.
- Ναι, αλλά πώς θα καταλάβω πότε ήρθε η στιγμή αυτή;
- Όταν έρθει θα το καταλάβεις…
- Είστε σίγουρος;
- Μην ανησυχείς. Κανείς δεν την έχασε μέχρι τώρα…


[Photo]
.

Στα πλαίσια της καλύτερης εξυπηρέτησης της πελατείας του παρόντος βλογ,
εγκαινιάσαμε μια νέα γραμμή επικοινωνίας και υποστήριξης,
μιας και: "the only thing we care about is customer satisfaction"!

Παρακαλούμε, όπως πατήσετε το κομβίον "PLAY" για να εξυπηρετηθείτε.



Παρακαλούνται όσοι πιστεύουν πως δεν ανήκουν σε καμία
από τις παραπάνω κατηγορίες:
α) να συνειδητοποιήσουν πως βρίσκονται σε λάθος βλογ.
β) να επισκεφθούν το ταχύτερο δυνατόν ψυχίατρο.
.


Μια φορά ζούληξα τον αφαλό μου και νομίζω πως άκουσα μια κόρνα. Νταλίκας.

Μια άλλη (φορά) εκεί που έπινα το φασκόμηλό μου, εκεί ακριβώς όμως, πριν καθόταν ένας άλλος. Φοβερή σύμπτωση.

Υπήρξε και μια εποχή που έψαχνα κάθε μέρα να βρω έναν σκούρο γκρι φάκελο στο γραμματοκιβώτιό μου. Ο γείτονας είχε συνέχεια τέτοιους. Του έσπασα λοιπόν το δικό του, αλλά το είχε αδειάσει ο άθλιος. Το ίδιο βράδυ ήρθε και μου κόλλησε στην πόρτα μια τσιχλόφουσκα, πάνω στο “ματάκι”, κι έτσι όταν την επόμενη ήρθαν να μου κατασχέσουν τα έπιπλα, εγώ νόμιζα ότι ήταν το γιγάντιο ροζ καλαμάρι και άνοιξα ο βλάκας. Τώρα κάθομαι στα πλακάκια και παγώνει ο κώλος μου.

Κάποτε επίσης -για πολύ καιρό- ντρεπόμουν τόσο, που μια μέρα φόρεσα ένα χαρτοκιβώτιο στο κεφάλι για να πάω μέχρι το φαρμακείο. Φυσικά κουτούλησα στην πρώτη κολώνα που βρέθηκε μπροστά μου και τελικά πήγα στο νοσοκομείο. Για επίσκεψη. Ήταν ένας θείος μου εκεί, που είχε πέτρα (στα δόντια) και είχε μπει για εγχείρηση. Πήγα να του κάνω παρέα. Με το χαρτοκιβώτιο. Δεν κατάλαβε μία απ’ όσα του έλεγα. Άφησα το χαρτοκιβώτιο κι έφυγα.

Σας έχω πει πως το αγαπημένο μου χρώμα είναι το βαθύ πορτοκαλί;
Πολύ βαθύ όμως. Σχεδόν άπατα.



.



Τις δάφνες των πιο αποφασιστικών ανθρώπων στον κόσμο τις πρόλαβαν
άλλοι πριν από μένα. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από δαύτους.
Από την άλλη, ποτέ μου δε σκόπευα να γεράσω χαζεύοντας τις ζυγαριές
των επιπτώσεων, σαν πένητας μπροστά από βιτρίνα αρτοποιείου.

Το να βαλτώνεις όμως στον ερεβώδη διάδρομο ανάμεσα σε ένα ηλιόλουστο “θέλω” κι ένα θλιβερό “μη!” -χωρίς οδηγίες για ασφαλή έξοδο-,
είναι μεγάλη μαλακία.

(
ή όχι;)



.



Ώρες ώρες ένιωθα πραγματικά ευλογημένος.

Κατάφερα να έχω μια καταπληκτική πορεία στη ζωή μου. Με την έννοια της καριέρας, των απολαβών και ότι άλλο αυτά τα δύο συνεπάγονται. Έφτιαξα από το μηδέν πολλά και ξεχωριστά πράγματα στην πιο δημιουργική μου ηλικία. 25 με 40. Κατάφερα να έχω απανωτές επαγγελματικές και προσωπικές επιτυχίες, να φτιάξω ένα σπίτι και μια ζωή από το μηδέν. Οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί, χωρίς ακίνητα, χωρίς αυτοκίνητα- κάτι σακαράκες θυμάμαι μια ζωή τον πατέρα μου να οδηγεί- μα με έμαθαν πώς να στέκομαι όρθιος. Κατάφερα πολλά για τα μέτρα μου. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου χαρίστηκε.

Έμαθα να ζωγραφίζω να παίζω μουσική, ύστερα να γράφω, λόγια και μουσική, έμαθα τη γραφιστική, δεκάδες προγράμματα στους υπολογιστές, την τέχνη των πωλήσεων, την τέχνη της διοίκησης, ούτε που θυμάμαι πια τι έχω μάθει. Στο πεζοδρόμιο, στη ζωή μέσα, όχι στα θρανία. Μόνος μου. Κάθε στόχο που έβαζα τον κατακτούσα, φτύνοντας αίμα, χύνοντας ιδρώτα, ξενυχτώντας και κοπιάζοντας, ξοδεύοντας, κάνοντας λάθη, δουλεύοντας ασταμάτητα, ξεχνώντας πολλές φορές ακόμα και να ζω.

Κάποτε κατάφερα να έχω ένα σπίτι που δεν του έλειπε τίποτα. Κατάφερα να έχω ρούχα και παπούτσια άφθονα, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, υπολογιστή, laptop, κινητά... όλα όσα οι πρώιμες στερήσεις και η καταναλωτική μου μανία με έκαναν να θέλω να αποκτήσω. Βοήθησα όσο μπορούσα τους γονείς μου, την οικογένειά μου. Ήμουν αυτός που στα δύσκολα, όλοι ρωτούσαν τι έπρεπε να γίνει, ήμουν “αυτός που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν”.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η ζωή καμιά φορά έχει διαφορετική άποψη.

Ο φόβος μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου με πολλούς τρόπους, πριν αρκετά χρόνια. Άρχισα να φοβάμαι, χωρίς εμφανή λόγο και αιτία, πως θα έχανα κάποιο δικό μου πρόσωπο, από αρρώστια ή από ατύχημα. Δε συνέβη ποτέ μέχρι τώρα κάτι τέτοιο αλλά εγώ φοβόμουν. Άρχισα να φοβάμαι με το παραμικρό για την υγεία μου. Δεν πήγαινα ποτέ σε γιατρό για οτιδήποτε, μην τυχόν και η διάγνωση αφορούσε κάτι άλλο, ανίατο. Έβγαζα παρανυχίδα και νόμιζα πως είχα καρκίνο του δαχτύλου. Άρχισα να φοβάμαι για τη δουλειά μου, μην τη χάσω, μη χάσω το εισόδημά μου, μη χάσω όλα αυτά που αυτό μου προσέφερε. Φοβόμουν μη χάσω την κοπέλα μου, τους φίλους μου, το κινητό μου, τα κλειδιά μου, τα αρχεία μου από τον υπολογιστή, τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου... ΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!
Φοβόμουν που… φοβόμουν!

Αρρώστησα. Είχα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Σοβαρά συμπτώματα. Μου κοβόταν η ανάσα. Πνιγόμουν. Το στήθος μου βάραινε και πονούσε η καρδιά μου. Βράδια ολόκληρα. Δεν έτρωγα, κρύωνα και ίδρωνα ταυτόχρονα. Τα σωματικά μου υγρά ανεξαρτητοποιήθηκαν και αποφάσιζαν δικές τους πορείες. Οι κρίσεις πανικού έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Πήρα χάπια, πήρα άδεια, πήρα τον πούλο…

-------------------------------------------------------------------------------------------

Μια μέρα όλα άρχισαν να συμβαίνουν ανάποδα. Όλα.

Έχασα τη δουλειά μου. Αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου. Το πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις. Απέτυχα. Έμεινα από χρήματα, ενώ είχα φτιάξει και μια ωραιότατη συλλογή από δάνεια και πιστωτικές. Τότε τα δίνανε με το τσουβάλι. Κι εγώ χρωστούσα με το τσουβάλι. Έτρεξα για δουλειά, έψαξα, ζήτησα, απορίφθηκα, στενοχωρήθηκα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, εγκατέλειψα, ξαναπροσπάθησα, παραιτήθηκα, βαρέθηκα, αηδίασα, αλλά... αλλά... δεν φοβήθηκα...!
Τι διάολο;


Τα κανάλια και οι ειδήμονες είχαν αρχίσει ήδη να προειδοποιούν για τη κρίση από το εξωτερικό και τις παρενέργειές της, αλλά ποιος έδινε σημασία;

Έκανα το βιογραφικό μου φέιγ-βολάν και το μοίρασα παντού. Τίποτα. Ζήτησα δανεικά από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, αγνώστους, όλους. Κάποιοι με βοήθησαν. Όχι αυτοί που περίμενα. Άλλοι. Παράξενο.

Έκανα ένα παιδί. Έπρεπε να φάει, να πλυθεί, να ντυθεί, να πάει σε γιατρούς, να κάνει εμβόλια, να φάει, να ξαναφάει. Ζητιάνεψα δουλειές. Δέχτηκα να τις κάνω με το ένα τρίτο των χρημάτων απ’ ότι παλιότερα. Η γυναίκα μου φοβόταν, οι γονείς μου φοβόνταν, οι γονείς της φοβόνταν, όλοι φοβόνταν. Εγώ… εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να βρω λύσεις, να δώσω απαντήσεις και δεν είχα τίποτε από τα δύο πρόχειρο. Με κοίταζαν όλοι στα μάτια, ρουφάγανε εικασίες από το βλέμμα μου, υπέθεταν τις κινήσεις μου, μάντευαν τις σκέψεις μου και φοβόνταν.

Ύστερα άρχισαν τα τηλεφωνήματα από τις τράπεζες. Κάθε μέρα. Όλο και πιο πολλά. Οι απειλές εκτοξεύονταν ευθέως: “…ή αυτό ή θα κινηθούμε νομικά εναντίον σας!” Το “αυτό” δεν υπήρχε ως επιλογή. Άρα τι έμενε; Ένας ατέλειωτος νομικός μαραθώνιος που κανείς δεν ήξερε πού και πότε θα τελείωνε. Σύντομα, οι εισπρακτικές εταιρίες αντικατέστησαν τις τράπεζες, η κρίση είχε έρθει για τα καλά κι είχε στρογγυλοκαθίσει στην πλάτη της Ελλάδας, ή έτσι μας έλεγαν τουλάχιστον, οι εταιρίες μαζεύτηκαν, οι δουλειές μειώθηκαν δραματικά, οι εισπρακτικές στο ρόλο του ιεροεξεταστή έκαιγαν ανθρώπους στην πυρά ή τους απειλούσαν γι αυτό. Μας απειλούσαν. Η χαραμάδα της πόρτας γέμιζε από εξώδικα και διαταγές πληρωμής. Τα μάζευα βιαστικά για να μη γίνω ρεζίλι στους γείτονες… Τα δικαστήρια δεν άργησαν να έρθουν.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Νόμος.

Δεν έμεινα έτσι.
Επειδή πιστεύω στο παραπάνω ρηθέν, κι επειδή αποφάσισα ότι υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να φοβάμαι κι όχι οι τζάμπα απειλές, έτρεξα, διάβασα, ενημερώθηκα, βρήκα μια δικηγόρο πιο μάγκα κι από τους μάγκες, έμαθα τα όπλα τους κι άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου. Χρησιμοποίησα όσα δικονομικά μέσα προσέφεραν οι νόμοι τους υπέρ μου, για να πάρω αναβολές, να κάνω ανακοπές, αναστολές, αναδιαρθρώσεις, ανασκολοπίσεις, ότι γινόταν. Τα κατάφερα και τα καταφέρνω ακόμα. Είναι πόλεμος αυτό. Ή αυτοί ή εγώ. Και σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν σε παίρνει να πας φοβισμένος.

Κατάφερα να μετασχηματίζω σε δικό μου concept, κάθε αναποδιά που συνέβαινε. Προσποιούμαι ότι εγώ φρόντισα να γίνουν έτσι τα πράγματα και ψάχνω για το παρακάτω. Το βρίσκω, το στολίζω, το συμμαζεύω και το χρησιμοποιώ. Κι όταν τρώω σφαλιάρες από αναπάντεχα γεγονότα, τα βαφτίζω μέρος του concept, και προσπαθώ να τα εντάξω στη φαρέτρα μου. Δεν μου κόβεται η ανάσα πια: ο χαμένος δε φοβάται να χάσει και κάτι ακόμα. Έχω-λεφτά-ξοδεύω, δεν-έχω-λεφτά-δεν-ξοδεύω. Απλό αν το σκεφτείς. Και τι έγινε που μπήκαμε στον Τειρεσία; Δεν πέθανε κανείς από χρέη, ούτε στο δρόμο μείναμε. Ακόμα. Ψωμί να έχουμε να φάμε, γάλα για το παιδί επίσης. Να το ντύσουμε εκείνο. Για μένα χέστηκα. Κι ας έχω τρία χρόνια να αγοράσω πουκάμισο - και τα παλιά μια χαρά μου κάνουν.

Υπάρχουν ακόμα βράδια, που καθισμένος μπροστά στη σιωπή του υπολογιστή μου νιώθω το ταβάνι να πλησιάζει ασφυκτικά, μια τεράστια μπότα προσπαθεί να με πατήσει στο στήθος. Δικαστικοί κλητήρες και εισαγγελείς ουρλιάζουν στ’ αυτιά μου, οι τράπεζες ανοίγουν με λοστούς τα παράθυρά του σπιτιού, κι εισβάλλουν μέσα όλοι οι φόβοι του κόσμου μαζεμένοι, σα στρατός ανίκητος . Χάος επικρατεί στους νευρώνες μου. Ηλεκτροσόκ. 400Watt. Ξανά. Και ξανά. Και μετά πάλι ζωντανός. Όρθιος. Οριακά χαμογελαστός. Παίρνω μια τεράστια γόμα, σβήνω αυτό το κακοφτιαγμένο σκηνικό, ξαπλώνω δίπλα στη γυναίκα μου, την αγκαλιάζω, και ελπίζω πως την άλλη μέρα θα σηκωθώ και πάλι ολόκληρος, δυνατός, όρθιος.

-------------------------------------------------------------------------------------------

Is this real or what?

Οι ειδήσεις ξερνάνε καθημερινά απειλές και τρόμο. Τα διεθνή μέσα μάς βομβαρδίζουν με εικόνες βιβλικών καταστροφών και αποδεκατισμένων ή (στην καλύτερη) ασφυκτικά καταπιεσμένων πληθυσμών. Αδρά πληρωμένοι ρήτορες εξιστορούν σενάρια βιβλικού χάους, όλα γύρω μας ουρλιάζουν: “Μην κουνηθείς, μην αντιδράσεις, ισχύει αυτό που θα σου πούμε εμείς και μόνο, μην έχεις απορίες, μην κάνεις ερωτήσεις, η τηλεόραση είναι εκεί ·για σένα, ο καναπές είναι ωραίο πράγμα, πάρε έναν καινούργιο με 28.000 άτοκες δόσεις, βολέψου εκεί, γίνε ένα με αυτόν, μη ξανασηκωθείς, άντε μπες και λίγο στο facebook να ξεδώσεις, τυχερέ, έβγαλε καινούργιο DVD η Τζούλια... Like, Like, Like…”

Οι Σάξονες το λένε καλύτερα:
Choose a life!



Η ανάρτηση αυτή έγινε στα πλαίσια της “Ημέρας ενάντια στο φόβο".
Δείτε περισσότερα εδώ:
http://grfear.blogspot.com/



.



- Χάλια σε βλέπω σήμερα.
- Είμαι…
- Θέλεις να μου πεις γιατί;
- Όχι.
- Πες μου. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
- Δε σε πληρώνω γι αυτό.
- Δε με πληρώνεις καν!
- Whatever. Σ’ έχω χεσμένο κι εσένα και όλους…
- Πω, πω! Από πότε είχες να κάνεις κακά σου;
- Βρίσκεις πως αυτό το πράγμα που το ονομάζεις χιούμορ βοηθάει;
- Το χιούμορ ΠΑΝΤΑ βοηθάει.
- Των άλλων, όχι το δικό σου.
- Γιατί; Το δικό μου τι έχει; Γρίπη;
- Παράτα με, έχω δουλειά.
- Τι δουλειά; Με λεφτά;
- Πας καλά μωρέ; Υπάρχουν τέτοιες δουλειές;
- Τότε;
- Προετοιμάζω την Επανάσταση…
- … …
- Τι κοιτάς έτσι ρε ντενεκέ;
- Εσύ προετοιμάζεις την Επανάσταση;
- Ναι ρε! Εγώ! Γιατί; Λίγος σου πέφτω;
- Εμένα ναι, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα…
- Άντε πνίξου.
- Και… εεε… χμ… θα βγεις στους δρόμους και τέτοια;
- Δε ξέρω ακόμα. Γράφω τη διακήρυξη προς το παρόν. Γιατί;
- Γιατί κάνει κρύο έξω.
- Ε, και;
- Να, να φόραγες κανα κασκόλ, μη τρέχουμε πάλι στους γιατροί.
- Πας καλά;;;
- Τι;
- Παιδί μου εδώ μιλάμε για ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!!!
- Yeah, right…
- Θα χυθεί αίμα λέμε! Θα έχουμε θύματα, θα…
- Yeah, yeah, yeah…
- Θα καταλυθεί το κράτος και οι νόμοι! Θα γίνει εξέγερση!
- Πολύ τηλεόραση βλέπεις.
- Μπαρδόν;
- Αυτά γίνονται στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στην αραπιά, πώς να στο πω;
- Στην ποιά;;;
- Στην αραπιά που λέγαν κι οι παλιοί.
- Α, ωραία, είσαι ΚΑΙ ρατσιστής!
- Τι λες ρε επαναστάτη του καναπέ; Σχήμα λόγου ήταν.
- Εγώ επαναστάτης του καναπέ;
- Αφού στο ένα χέρι έχεις το ποντίκι και στο άλλο το τηλεκοντρόλ.
- Ωχ! Τηλεκοντρόλ είναι αυτό; Πως βρέθηκε εδώ;
- Έπινε καφέ στην καφετέρια, και βαρέθηκε μόνο του και ήρθε.
- Fuck!
- Και μετά φωνάζεις κι από πάνω… Επανάσταση my ass!
- Εεε…
- Ναι, ναι, ξέρω… Οι προθέσεις σου, κλπ. κλπ. ο κόσμος που υποφέρει, κλπ. κλπ. σταυρωμένα χέρια, κλπ. κλπ. μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι… ξέρω σου λέω, μας τα ‘χεις ξαναπεί.
- … …
- Κοίτα, σου έχω φτιάξει τσαγάκι ζεστό μέσα. Να πάω να στο φέρω;
- Κι η Επανάσταση;
- Θα περιμένει λίγο μωρό μου, δε φεύγει, συναντιέστε αύριο άμα είναι που θα κάνει και ζέστη έξω.
- Είναι με γιασεμί;
- Ποιος; Η επανάσταση;;;
- Ποια επανάσταση μωρέ; Το τσάι!
- Ναι, με γιασεμί, ότι θέλεις εσύ.
- Καλά. Φέρε μια κούπα.
- ΟΚ. Κοίτα να χαλαρώσεις μόνο, ε;
- Μμμ…
- Δες και κανένα Top Chef στην τηλεόραση. Καλό θα σου κάνει.
- Ε… να σου πω…
- Τι;
- Έχεις και τίποτα μπισκοτάκια πρόχειρα; Πείνασα.
- Ναι. Επαναστάτη μου εσύ! Σου φέρνω.
- Κι ένα τσιγάρο, ε; Και το τασάκι!
- …(άμα σου λέω εγώ επανάσταση my ass…) Έρχομαι. Στα φέρνω.



.



Δεν ήταν ούτε άγριος αέρας ούτε καταστροφική καταιγίδα ούτε τίποτα απ’ όσα περιγράφουν τα καλογραμμένα βιβλία. Δεν ήταν ούτε έξω από την πόρτα του, αλλά ούτε και μέσα. Τα τζάμια όλα σφαλιστά και η πόρτα κλειδωμένη τρεις φορές.Κάπου στο χώρο μια τηλεόραση ξερνούσε ειδήσεις.

Επτά και τέταρτο το απόγευμα. Πίσσα το σκοτάδι έξω.

38 χρονών. Ψηλός, γεροδεμένος.
Στην πολυθρόνα, με πλάτη στην τηλεόραση, με τσιγάρο στο αριστερό χέρι αναμμένο πριν πέντε λεπτά και ξεχασμένο εκεί, με τη στάχτη του να υποκύπτει νωχελικά στο νόμο της βαρύτητας και να σχηματίζει μια καμπύλη που ερωτοτροπούσε με το πάτωμα, με όλα του τα ρούχα, με χάλια διάθεση, με το περίστροφό του στο δεξί.

Λυσσομανούσε.

Στο δίπλα διαμέρισμα ακούγονταν βρισιές και χτυπήματα στον τοίχο, από πάνω νευρικά βήματα από γόβες που γδέρναν το βασανισμένο ξύλο. Απέναντι, το φως του στύλου τρεμόπαιζε, κάνοντας τα φύλλα της ακακίας να ζωγραφίζουν τρομακτικές σκιές στους τοίχους του σαλονιού του, η στάχτη έπεσε επιτέλους, άφησε και το τσιγάρο να κυλήσει, ήπιε μια γερή γουλιά, τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα. Εκείνη ασάλευτη. Σιωπηλή. Ξύλινη.

Λυσσομανούσε.

Μέσα. Βαθιά στο κεφάλι του, στις διασταυρώσεις των νευρώνων, το αίμα κυκλοφορούσε γρήγορα και καυτό σχηματίζοντας ποτάμια κόκκινης λάβας που πλημμύριζαν τα μάτια του, κόκκινα καυτά μάτια, σχηματισμένα με τα χρόνια, καλοσχεδιασμένα, αποφασιστικά, γεμάτα ένταση και διαπεραστικά, κόκκινα καυτά μάτια, μ’ ένα μόνο σπίρτο θα έπαιρναν φωτιά και θα έκαιγαν το σύμπαν.

Κρακ.

Κι αμέσως μετά άλλο ένα. Κρακ.

Σήκωσε αστραπιαία το περίστροφο κι άδειασε το περιεχόμενο του στην πόρτα. Ο χώρος γέμισε με τη ερεθιστική μυρωδιά της πυρίτιδας, το σαλόνι σκοτείνιασε κι άλλο, η ματιά του το ίδιο. Η σκέψη δεν άργησε ν’ ακολουθήσει και σηκώθηκε βιαστικά κι αποφασιστικά προς την πόρτα αφήνοντας ακάλυπτη την πλάτη του. Το παράθυρο από πίσω του έσπασε σε χίλια κομμάτια κι ένα γεροδεμένο εκπαιδευμένο χέρι έστειλε αστραπιαία ένα στιλέτο να φωλιάσει στην ραχοκοκαλιά του, σπάζοντας εύκολα κάθε αντίσταση από ρούχα, σάρκα και κόκκαλα.

Λυσσομανούσε ακόμα μέσα στο θολό μυαλό του και δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει ποιος καταραμένος δαίμονας σκαρφάλωσε τόσο αθόρυβα και τον αιφνιδίασε, μέχρι που σωριάστηκε βαρύς και υγρός στο δάπεδο.

Τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να εξαφανιστεί για πάντα το σκοτάδι από το βλέμμα του δεν στάθηκαν αρκετά για να δεχτεί πως περίμενε χρόνια τώρα σε λάθος σημείο.




Αφιερωμένο στο άτιμο πτηνό και το ποστ του, που κατάφερε να με επανασυνδέσει...
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy