- Ακόμα εδώ είσαι;

- Ναι.

- Καλά, εσύ δεν είχες πει “αντίο και καλή τύχη”;

- Ναι.

- Και μετά ήρθε ένας άλλος που μας έμοιαζε πολύ.

- Ναι.

- Και μετά εξαφανίστηκε…

- Ναι.

- Και τώρα είσαι ΠΑΛΙ εδώ;

- Ναι.

-

-

- Μπορείς να κάνεις λίγο πιο ‘κει; Θέλω να ξυριστώ.

- Ναι.


………………………………………………..



(παφ, παφ…)

- Θα μείνεις καιρό;

- Όχι.

- (παφ…) Έχεις κάπου να πας;

- Όχι.

- Αλλά δε σε νοιάζει, ε;

- Όχι.

- Το φαντάστηκα… (παφ, παφ…)

-

- Μήπως σε ενοχλεί ο καπνός;

- Όχι.

- (παφ…)

-

- Έτσι είναι όλοι; Εννοώ… σαν κι εμάς τους δύο;

- Όχι.

- Δηλαδή είμαστε τόσο ξεχωριστοί;

- Όχι.

- Μάλιστα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είμαστε καν δύο, έτσι;

- Όχι.

- Το φαντάστηκα (παφ, παφ…)

-

- Ο άλλος ξέρεις πότε θα έρθει;

- Όχι.

- (παφ…) Καλά, στ’ αρχίδια μου κιόλας… (παφ, παφ…)

-

(παφ, παφ…)


………………………………………………..



- Νομίζεις ότι έχουμε καμία τύχη εμείς οι δύο μαζί;

- Ίσως…

- Εννοώ, θεωρείς πιθανή μια αρμονική συμβίωση;

- Ίσως…

- Μ’ αρέσει η σιγουριά της άποψής σου!

-

- Κουράστηκα.

-

- Άμα πάω να κοιμηθώ θα με αφήσεις λίγο;

- Ίσως…

- Ή θα χοροπηδάς πάλι πάνω στο λιωμένο μου μυαλό;

- Ίσως…

- Δεν υπάρχει ρε πούστη μου κανένας τρόπος να σε καλοπιάσω;

- Ίσως…

- Και...;

-

- Θα μου τον πεις;

- Ίσως…

- Ποιος είναι;

-

- Ναι…;

-

- Εντάξει λοιπόν. Θα αυτοσχεδιάσω.

-

- Πως θα σου φαινόταν μια κλωτσιά στ’ αρχίδια; Θα έπιανε τόπο;

- Ίσως…

- Αλλά, πάλι… μάλλον θα πονέσω κι εγώ, ε;

- Ίσως…

- Άμα σου αγοράσω καινούργιο πουκάμισο; Θα μ’ αφήσεις ήσυχο;

- Ίσως…

- Μπα... θέλω κάτι πιο σίγουρο.

-

- Τι θα έλεγες για μια ψυχανάλυση δωρεάν; Σ’ αρέσει;

- Ίσως…

- Αύριο; Ίδια ώρα εδώ; Βολεύει;

- Ίσως…

- ΟΚ. Θα σε περιμένω

- Το ξέρω.

-

-



“Και τώρα που σταμάτησε να βρέχει;” με ρώτησε γεμάτος απορία.
“Θα πάμε να καθαρίσουμε την αυλή” ήταν η ξερή μου απάντηση, κάτι σαν διαταγή παρόλο που δε χρειαζόταν, δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.


“Δεν μ’ αρέσει η αυλή…” μουρμούρισε.
“Δε σε ρώτησα.”
“Ούτε το καθάρισμα μ’ αρέσει”

Συνέχισα να τον αγνοώ επιδεικτικά.

Τελικά είναι η καλύτερη λύση με δαύτους. Όση σημασία τους δίνεις, τόσο πιο πολύ τρέφεις την εσωτερική σου αντίδραση. Κι ως γνωστόν το σύστημα πολεμιέται μόνο εκ των έσω. Πόσες μολότωφ μέσα στο στομάχι σου μπορούν να αναφλέξουν τελικά οι ανασφάλειές σου;

Κινήθηκα μουδιασμένος προς τη σκάλα, με μια σκούπα στο ένα χέρι κι ένα περίστροφο στο άλλο, για παν ενδεχόμενο. Ούτε που έδωσα σημασία στο αν ήταν γεμάτο. Το παγωμένο μέταλλο στη σφιγμένη μου χούφτα ήταν ήδη αρκετά τρομακτικό θέαμα, ώστε να μην ξαναμιλήσει. Τουλάχιστον για σήμερα.

Με έναν υγρό ήλιο να βάζει τρικλοποδιές στα σύννεφα ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, άρχισα να σκουπίζω με μανία τα πλακάκια, μέχρι να καθαρίσω κάθε ίχνος από τις ξεφτιλισμένες μου αυταπάτες. Μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκα, όταν ένιωσα αυτό το ανυπόφορο τσίμπημα.

Μια πευκοβελόνα έκανε πάρτυ στον εγκέφαλό μου.






.



Είπα να γράψω ένα κείμενο.

Που θα μιλάει για σπασμένα τακούνια πάνω σε υγρά πεζοδρόμια. Για σακατεμένα βήματα σε ανύπαρκτα λιθόστρωτα και ματαιωμένες ελεημοσύνες σε σκοτεινά σοκάκια. Ένα κείμενο που θα πυροβολεί κουκούτσια στους περαστικούς και θα ξερνάει σπινθήρες από τα σωθικά του σα μάταιη προσπάθεια απεγκλωβισμού σε αμερικάνικη φτηνή ταινία.

Είπα να γράψω ένα κείμενο,
με ρήματα ζητιάνους, επίθετα κακοτράχαλα, γρατσουνισμένες αντωνυμίες και απαρέμφατα ορφανά. Με τέλος, αλλά χωρίς αρχή και μέση -οι επίλογοι πάντα μου ταίριαζαν καλύτερα. Ένα κείμενο με μουσαμά τυλιγμένο πρόχειρα για να μην κρυώνει, κι εφημερίδες μέσα στα παπούτσια του, με μια δανεική ζεστή σοκολάτα σε πλαστικό στο ένα χέρι και μια πατερίτσα βρώμικη στο άλλο, να περιμένει στα φανάρια πουλώντας χαρτομάντιλα.

Είπα να γράψω ένα κείμενο,
όρθιο, κόκκινο, μεταλλικό, παγωμένο και σκληρό, που να γελάει μόνο του στο σκοτάδι, να φοβίζει τα μικρά παιδιά κρυμμένο στις γωνίες και να μουγκρίζει βράζοντας από πόνο κάθε φορά που το ξύνεις. Ένα κείμενο ανάπηρο πολέμου, χωρίς δική του θέση στο πεζοδρόμιο, που θα βρωμάει ιδρώτα κι αλκοόλ και γράσο και όπιο. Χωρίς εικόνα στον καθρέφτη για να μου θυμίζει τις φορές που δεν υπήρξα. Ένα κείμενο με πυρετό και άσθμα και άδειο πιάτο μπροστά του. Είδος προς εξαφάνιση σε γηροκομείο βιβλίων.

Μα δε μου βγήκε.

Κάτι ήχοι μου βγήκαν,
που όταν τους έβαλα σε μια σειρά για να τους ματαιώσω ή να τους ξορκίσω, αυτοί που μ’ αγαπούσαν τ’ ονόμασαν τραγούδι. Κάποιοι άλλοι δεκανίκι, κάποιοι θόρυβο και μερικοί ακόμα φύγανε πριν βάλω καν μια τελεία. Ένας κάθεται ακόμα μέσα στο κρύο και το κοιτάει απορημένος, με τα αυτιά του να ματώνουν σε κάθε ρεφραίν.

Να,
εδώ το έχω:



Να μου το προσέχετε παρακαλώ.
Το αγαπάω σαν τις ουλές μου.

(Στίχοι-Μουσική-Ενορχήστρωση: SPY, Φωνητικά: Δήμητρα Μαστορίδου)



.

Πως κάποτε θα ερχόταν αυτή η μέρα...



Κλικ εδώ για Full Screen ανάλυση...

(ευχαριστίες εκ βάθους στον αποτέτοιο για το δώρο)

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy