Και τότε μου ήρθε μια υπέροχη ιδέα.

Ξεκόλλησα ένα-ένα όλα τα πλήκτρα από μπροστά μου, χωρίς να τα πληγώσω, τα ανακάτεψα στη χούφτα μου και έμεινα για λίγη ώρα εκεί να απολαμβάνω αυτό το παράδοξο κροτάλισμα του πλαστικού που σπαρταρούσε λες κι ένιωθε πως ψυχορραγεί.

Έπειτα, με απαλές και προσεκτικές κινήσεις έβγαλα από πάνω τους όλα τα γράμματα και τους αριθμούς και τα σημεία στίξης, κι άφησα τα άψυχα πλαστικά κυβάκια σε μια γωνιά. Κράτησα το ευαίσθητο, μόλις χειρουργημένο, αλφάβητο για λίγο μέσα στα κλειστά μου χέρια, σαν για να το ζεστάνω και να το κρατήσω στη ζωή. Κατόπιν πήρα μια βαθιά ανάσα και φύσηξα ήρεμα όλον τον αέρα μέσα στη χούφτα μου.

Εκείνα άρχισαν να σαλεύουν διστακτικά.

Μόλις τελείωσα το τσιγάρο μου έσβησα όλα τα φώτα, άναψα μια λάμπα πετρελαίου και κατέβηκα στο υπόγειο κρατώντας τον πολύτιμο θησαυρό μου σφιχτά. Κατευθύνθηκα προς την κάβα.


Τα άφησα εκεί, δίπλα στο παλιά κρασιά και τις υπέργηρες αράχνες. Είμαι σίγουρος ότι θα ωριμάσουν όμορφα και θα μου χαρίσουν λέξεις μεθυστικές και προτάσεις χορταστικές. Θα ανακατευτούνε μόνα τους σ’ ένα ζωηρό αλλά σιωπηλό scrabble
, θα χοροπηδήσουν πάνω στα αβερνίκωτα ξύλα, θα κάνουν κούνια κρεμασμένα από τους υπέρβαρους ιστούς της οροφής και όταν έρθει η ώρα που θα τα χρειαστώ θα βρουν -πιστεύω- μόνα τους το δρόμο της επιστροφής.

Μια φορά κάποιος μου είχε πει:
“Όποιος έχει δει να αδειάζουν όλα, σχεδόν γνωρίζει από τι γεμίζουν όλα.”




.

Βέβαια, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, υπήρξα αισχρός συνομιλητής, καθώς έκανα προσπάθεια ακόμα και για να αναπνεύσω κάθε που προσπαθούσα να εκφέρω μια πρόταση, έπαιρνα αέρα ανάμεσα σε κάθε λέξη.

Γιατί, ξέρεις, με το να μιλάμε, ρισκάρουμε πάντα το ενδεχόμενο μιας μικρής ασφυξίας. Το να μιλάς είναι σαν να μη σε ενδιαφέρει αν πεθάνεις: λέξεις και λέξεις που τις προφέρουμε βγάζοντας τον αέρα που μας τροφοδοτεί, σπαταλώντας, εξαντλώντας το χρυσάφι του οξυγόνου.

Γι αυτό κι εγώ σωπαίνω τελευταία.
Φοβάμαι μην πεθάνω από υπερβολική φλυαρία.





.

Δεν γινόταν αλλιώς. Η πελατεία έχει εξαφανιστεί.
Χαλεποί καιροί...


Εξ'άλλου, εποχή εκπτώσεων είναι.
Όλοι οι έμποροι κάνουμε ότι μπορούμε...

(φυσικά και θα δώσω ξερά τον ηθικό αυτουργό αυτού του ατοπήματος,
που δεν είναι άλλος από τον
αποτέτοιο, και το σχόλιό του στο προηγούμενο ποστ)




.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται, κλπ. κλπ.

(ανοίγει παρένθεση…

- Ποιος είναι πάλι αυτός ο μαλάκας;
- Ξέρω ‘γω; Ο καινούργιος θα ‘ναι…
- Καλά, και τι στυλάκι είναι αυτό; Δεν του είπανε που ήρθε;
- Ε, εντάξει μωρέ το παλικάρι, δεν ήξερε…
- Και δεν ρώταγε;
- Γιατί; Εσύ ρώτησες για να ‘ρθεις;
- Εγώ ήρθα κατά λάθος και ξέμεινα!
- Ναι, ενώ εμείς γουστάραμε εκ πεποιθήσεως…
- Καλά… άκλαυτος θα πάει κι αυτός.
- Έχουμε αρχίσει και μου θυμίζουμε επικίνδυνα τους κωλόγερους στο Muppet Show…
- Μην ανησυχείς. Αυτοί είναι μαριονέτες.
- Γιατί, εμείς τι είμαστε δηλαδή;
- Εμείς έχουμε προσωπικότητα ρε! Έχουμε υπόσταση, ελεύθερη βούληση, αποφασιστικότητα, γνώμη!
- Αγόρι μου τα έχεις παίξει τελείως. Άλλους περιγράφεις τόση ώρα…
- Τι εννοείς;
- Εννοώ πως ΚΑΙ εμείς είμαστε παγιδευμένοι σ’ αυτό εδώ το κωλόμπαρο, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, περνάμε τη ζωή μας τσουλώντας αργά πάνω στις προκαθορισμένες ράγες που άλλοι έστρωσαν για μας, στην καλύτερη ξύνουμε λίγο επιφάνεια και αμέσως μαζευόμαστε για να μην πάθουμε τίποτα εγκαύματα, παραληρούμε ασύστολα για το πώς θα θέλαμε να είναι η ζωή μας, και χλευάζουμε αυτό που δεν μπορούμε να αποφύγουμε πια. Pathetic σου λέω! Άστα…
- Γιατί δηλαδή; Αυτός εδώ τώρα είναι καλύτερος που κόβει βόλτες με τη φάτσα χιλίων καρδιναλίων;
- Δε ξέρω. Αλλά τουλάχιστον έχει τρία κανονάκια να ξοδέψει. Άμα μαλακιστεί και δεν τη βγάλει την πίστα δικό του πρόβλημα.
- Άρα εμείς… πάει… κολλήσαμε εδώ… εγώ δεν έχω άλλα κανονάκια.
- Ας προσέχαμε. Τώρα μόνο σ’ αυτόν μπορούμε να ελπίζουμε.
- Τον σκατόφλωρο! Κοίτα βλέμμα!
- Ναι αλλά μόνο κάποιος τόσο αγνός και με τόση άγνοια κινδύνου μπορεί να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων.
- Κι εμείς το θέλουμε τώρα αυτό;
- Μ’ αρέσει που είχες και άποψη!
- …
- Παπάρα!
- Κωλόγερε!
- Θες μια μπύρα ακόμα;
- Φέρε…

κλείνει η παρένθεση)

Ηλίθιε!
Εκτός από την πιάτσα θα μας χαλάσεις και το μπαρ!


*(όλες οι φωτογραφίες της σειράς είναι από εδώ)


.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Και ναι, κάθεται σ’ αυτό το ίδιο μπαρ που πριν εσύ έπινες αμέριμνος τις μπύρες σου, και ναι, κάθεται στο ίδιο ακριβώς τραπέζι, έτσι απλά, σαν ένδειξη χλευασμού, και ναι, αυτό εκεί που βλέπεις μπροστά του είναι η καρδιά σου! Σε λίγο θα την κόψει σε μικρά συμμετρικά τετράγωνα κομματάκια και θα την φάει σε μια αργή ιεροτελεστία, σκορπώντας τρόμο και δέος, αηδία και ανατριχίλα.

Δεν έχει κανένα νόημα το τι αισθάνεται. Μπορεί και τίποτα. Δεν το ‘χει ανάγκη αυτό. Είναι νικητής. Είναι ο επόμενος και δικαιωματικά μπορεί να απολαύσει νηφάλιος και την τελευταία ακόμα μπουκιά από το αναιμικό παρελθόν σου, να ξεδιψάσει με το τελευταίο απόσταγμα του αίματός σου, να καπνίσει ανενόχλητος χίλια τσιγάρα τινάζοντας τις στάχτες σου στο τασάκι, στο πάτωμα, στο διάστημα…

Τα ρούχα του και τα εμφανώς μισοκρυμμένα τατουάζ του δείχνουν εύστοχα στους γύρω ποιος είναι τ’ αφεντικό πλέον, και τους κάνει να σιωπούν από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση σου (ή να λέγαμε καλύτερα “όταν βρεθούν στη θέση σου”;)

Μη δίνεις σημασία στο κερί που σιγολειώνει μπροστά του. Συμβολικό είναι και αυτό. Αλλά εδώ που τα λέμε, και να ‘θελες να δώσεις σημασία μήπως θα μπορούσες; Δεν υπάρχεις πια, είσαι απλώς μια φευγαλέα ανάμνηση κι αυτό μόνο και μόνο επειδή καλλιέργησες έντεχνα την υστεροφημία σου, ξοδεύοντας προσεκτικά και τα τελευταία σου σεντς -ως συνήθως- σε λάθος επένδυση.

“Η ζωή είναι αβέβαιη,
γι αυτό φάε πρώτα το επιδόρπιό σου…”


Στα είχανε πει μικρέ μαλάκα! «Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενώ εσύ είσαι απασχολημένος με το να κάνεις σχέδια», «Όταν εσύ κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει»… κι ένα κάρο ακόμα κοινοτυπίες που τις περιφρόνησες μεγαλόπρεπα. Δικαίωμά σου. Εμάς δε μας σκέφτηκες όμως;

Ηλίθιε!

Μας έκανες να φοβόμαστε να ξαναμπούμε σε τέτοιο μπαρ.






.



Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και πουθενά να δώσει εξηγήσεις. Εξάλλου μόνη ήρθε σ’ αυτήν την κηδεία και μόνη θα φύγει. Εσύ είσαι πλέον ανίκανος να κάνεις έστω και βήμα.

Έχει φύγει από το μαγαζί -ή μάλλον εσύ έφυγες και πλέον η ύπαρξή του δεν είχε νόημα. Εδώ είναι το τελευταίο σημείο που θα μπορούσες να την δεις αν ήσουν ακόμα ζωντανός.

Είναι εξωφρενικά απίθανο να μάθεις τι αισθάνεται πλέον. Πόνο, οίκτο, ευχαρίστηση; Μπορεί και τίποτα. Μην έχεις την παραίσθηση βέβαια πως αισθάνεται ελεύθερη. Ελεύθερη ήταν πάντα και δεν σημαίνει τίποτα καινούργιο για αυτήν το γεγονός της αποδέσμευσης. Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για σένα, αλλά για σένα μάλλον δεν θα ξαναπούμε τίποτε άλλο.

Τα ρούχα της δεν θα προκαλέσουν κανέναν σήμερα, το άρωμά της διάφανο, σχεδόν ανύπαρκτο, λίγο σαπούνι θα μύριζε κάποιος μόνο (αν μπορούσε να την πλησιάσει), αλλά και μόνο η διασταύρωση του βλέμματός του με το δικό της είναι ιδιαίτερα αποτρεπτικό στοιχείο. Ποιος αντέχει πόκερ με το διάβολο χωρίς μάρκες;

Θα αφήσει σε λίγο τα λουλούδια που κρατάει απαλά και ψυχρά, πάνω σε ότι θα μπορούσε να θυμίζει πως την είχες κάποτε δική σου, θα σταθεί για λίγο ακίνητη δίπλα σου χωρίς να ψιθυρίσει την παραμικρή συλλαβή, θα ατενίσει τον ορίζοντα, καράβια θα χάνονται στο βάθος και αερόστατα θα βυθίζονται στα σύννεφα, χωρίς εσένα μέσα, θα βγάλει την κουκούλα της -το κρύο που σε συνοδεύει σ’ αυτό το ταξίδι είναι δικό σου, όχι δικό της- και θα περπατήσει αγέρωχη όπως πάντα για να χαθεί σε ένα κινηματογραφικό
fade out τίτλων τέλους. Για σένα φυσικά.

Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου,
η ζωή το λέει πεταλούδα…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, μα δεν τους πίστεψες! Γαντζώθηκες σφιχτά γύρω της σαν φρεσκοπλυμένο πουκάμισο σε λείο σώμα, στριμώχτηκες σε όσα δρομολόγια θεώρησες πως περνάνε από το μυαλό της, βυθίστηκες στους ωκεανούς των ματιών της χωρίς σωσίβιο, χωρίς φωτοβολίδα ή σφυρίχτρα -λίγο χρόνο ν’ αφιέρωνες μόνο στις οδηγίες χρήσεως τώρα θα ήταν άλλος στη θέση σου, κι εσύ θα έγραφες νηφάλιος επικήδειους για να διαβάζουν όσοι δεν δώσανε ραντεβού με τις παραλίες.

Ηλίθιε! Νόμιζες στ’ αλήθεια πως βρισκόσουν σε μπαρ;





.




Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Κάθεται σε κάποιο σκοτεινό τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού και σε κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών σου, τόσο ευθεία που κοντεύουν να πάρουν φωτιά. Όχι οι δικές σου. Οι δικές του. Έτσι όπως τον κοιτάς τρομαγμένος νιώθεις πως είναι το μόνο πράγμα που δεν καίει πάνω του ακόμα. Ίσως να έχεις δίκιο.

Καπνίζει βαρύ καπνό. Οι αναθυμιάσεις μπερδεύονται σαδιστικά με τη βαριά κολώνια του και κάνουν την ατμόσφαιρα τριγύρω αποπνικτική. Δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε οίκτο, ούτε ευχαρίστηση. Σε κάνει εύκολα να πιστέψεις πως μπορείς να σωθείς -είναι βλέπεις αυτό το χαμόγελο που νομίζεις πως ξεχωρίζεις μέσα από τις πυκνές τούφες του καπνού- αλλά εσύ ξέρεις με κάποια ανεξακρίβωτη σιγουριά πως είναι εκεί για σένα και δεν πρόκειται να φύγει μόνος..

Η γραβάτα του είναι δεμένη σφιχτά, καλύτερα κι από θηλιά, και το πουκάμισό του άψογα ατσαλάκωτο. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ‘ταν και αλλιώς; Μπορεί να μην περίμενες ποτέ πως θα ‘χει αυτή τη φάτσα, αλλά πάντα ονειρευόσουν μια ηρωική ή έστω αξιοπρεπή έξοδο και η συνοδεία του θα σου την προσφέρει μεγαλόπρεπα.

Ημερολόγιο δεν έχει. Δεν το χρειάζεται. Και αυτό που νόμιζες πως φύλαγε για σένα ξέρεις καλά πως ήταν μια βολική αυταπάτη. Μια ηρωική Hasselblad έχει, με θαμμένες μέσα της όλες σου τις νίκες και τις ήττες και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα την κληρονομήσει κάποιος άφρων νεανίας που θα θεωρήσει πως με το αντίτιμό της θα εξαγοράζει υστεροφημία -είναι βλέπεις, που (όπως κι εσύ) θα τον γνωρίσει πολύ αργά στη ζωή του, λίγο πριν τη στιγμή που δεν θα μπορέσει να ξαναμπεί εδώ μέσα.

Τα μάτια του -δυο άγριες χοάνες που ξερνάνε πυκνή άβυσσο- ζωγραφίζουν σαδιστικά την απόσταση ανάμεσά σας και σε κοκαλώνουν στη θέση σου. Σε λίγο θα σηκωθεί απότομα, σκορπίζοντας γύρω του τις τελευταίες σου μάρκες που του χάρισες άθελά σου, και θα έρθει να σ’ ακουμπήσει σκληρά στον ώμο με το παγωμένο του χέρι. Θα ισορροπήσει επιβλητικά μπροστά σου και η σκιά του θα απλωθεί σαν τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα σε σένα και κάθε τι έμβιο γύρω σου. “Έλα” θα σου πει και θα ‘ναι ο χειρότερος ήχος που άκουσες ποτέ, θα ανατριχιάσεις, θα σηκωθείς, και θα ζυγίζεις χίλια κιλά.

“Άμα πάρεις λάθος τρένο,
όπου και να κατέβεις πάλι λάθος θα είσαι…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, τους πίστεψες κιόλας, αλλά όχι! Εσύ εκεί, σκαρφάλωνες μόνιμα στο λάθος βουνό, με λάθος παπούτσια και στόχευες τη λάθος κορυφή. Κατρακύλα τώρα σ’ αυτόν τον απύθμενο βυθό, κι αν νομίσεις έστω και για μια στιγμή πως η στολή σου δε θα σχιστεί και θα βγεις αλώβητος στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάτσε λίγο να σου πούμε και γι άλλα θαύματα. Εσύ θα κερδίσεις μάταιες ελπίδες κι εμείς θα χάσουμε την ώρα μας.

Ηλίθιε!
Όλοι θα στραβοπατήσουμε σ’ αυτό το μπαρ, που έχει μόνο έξοδο.






.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy