Άναψα βιαστικά ένα τσιγάρο. Ο δεσμοφύλακας πίσω μου κοιτούσε αμέριμνος την απεραντοσύνη που άπλωνε μπροστά μας η θάλασσα και χαμογελούσε, με τα σαπισμένα δόντια του να τρίζουν σε κάθε ριπή του ανέμου. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες σαν τη δική μου και τίποτα δεν του προξενούσε έκπληξη πια. Εμένα αντίθετα, τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.

Τράβηξα μια τζούρα καπνού τόσο βαθιά που ένιωσα ένα απαλό κάψιμο σε όλη τη διαδρομή από τον φάρυγγα έως το στομάχι. Η σκάλα μπροστά μου, τσιμεντένια, βαριά, ατελείωτη, με κορόιδευε απλώνοντας τα σκαλοπάτια της στα μούτρα μου ειρωνικά, σαν τις πρώτες απορρίψεις στην εφηβεία, όταν Εκείνη θέλοντας να τρέξεις από πίσω της τη στιγμή ακριβώς που θα κοιτάνε οι φίλες της, σου έλεγε ένα “δε μπορώ” ξοδεύοντας όλη της τη λαγνεία στο πως θα κάνει την αλήθεια πιο ψεύτικη για να σκυλιάσεις μέχρι όσο δεν πάει. Έτσι ακριβώς. Τόσο συμπαγής και τόσο απότομη. Και τόσο προβλέψιμη.

«Πολύ το σκέφτεσαι. Δεν είναι πόκερ.» Έφτυσε τις λέξεις.

Η καύτρα από το τσιγάρο ακούστηκε μέσα στην παγωμένη σιωπή, σαν χίλια μικρά κλαδάκια που σπάνε απαλά κάτω από το βάρος του πέλματος μιας αρκούδας, ενώ εγώ μετρούσα πλέον τον χρόνο με τζούρες. Ο αέρας δεν βοηθούσε και πολύ. Δημιουργούσε ένα γαμημένο fade-out στην πρόσκαιρη αναλαμπή του τσιγάρου μέσα σ’ αυτό το πηχτό σκοτάδι και μου χάλαγε το μέτρημα. Έβρισα από μέσα μου. Είπα απ’ έξω μου:

«Ο χρόνος σου έχει χάσει πια την αξία του.»
«Τι εννοείς;» έκανε πως δεν κατάλαβε.
«Οι νεκροί έχουν λιγότερα δικαιώματα κι απ’ τους σκλάβους. Βούλωσ’ το!»

Δεν με κοίταξε καν. Μια στιγμιαία χαραμάδα στα μαύρα σύννεφα, έφερε λίγο φως στο χαρακωμένο του πρόσωπο, κι έτσι όπως γύρισα απότομα είδα όλες τις άθλιες σκέψεις να έχουν θρονιάσει για τα καλά στη σιχαμένη του μούρη. Έσφιξα τη γροθιά μου μέχρι που μάτωσε η παλάμη.

Έφτυσε δυνατά στο ξεραμένο χώμα δίπλα του κι έσκυψε κι άλλο το κεφάλι από περιφρόνηση και παραίτηση ταυτόχρονα.

«Το διασκεδάζεις καριόλη; Σου αρέσει η αναμονή;»

Ποτέ δεν θα μάθαινε την απάντησή μου. Τον άρπαξα από τη νιτσεράδα τόσο άγαρμπα που το ένα μανίκι μου έμεινε στο χέρι. Με το άλλο, του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι που τον έκανε να φτύσει αίμα και χολή. Την ώρα που λύγιζαν τα γόνατά του τον άρπαξα γρήγορα, και λυσσαλέα τον πέταξα με δύναμη πάνω στη σκάλα. Κρακ. Ακούστηκαν τα κόκαλά του να σπάνε. Τα γλιτσιασμένα σκαλοπάτια έκαναν το σώμα του να κατρακυλήσει με θόρυβο όλη τη διαδρομή ως κάτω, και μια άμορφη μάζα σωριαζόταν τώρα στα πόδια μου. Μυαλά και αίματα λέρωναν το χώμα γύρω τους, αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου.

Αναγκάστηκα να πατήσω πάνω στο διαλυμένο κορμί του προκειμένου να αρχίσω την ανάβαση, κι αυτή η αίσθηση της γλίτσας, του πλαστικού και της σάρκας του μου έφερε αναγούλα. Ο αναπτήρας κροτάλισε στο χέρι μου κι έδωσε ζωή σε ένα ακόμη τσιγάρο. Τζούρα. Κάψιμο. Στομάχι. Το έσβησα σχεδόν αμέσως πάνω του, στο μέρος της καρδιάς, κουμπώθηκα κι ανέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Ένας απαλός και ύπουλος ήχος από φρεσκογυαλισμένα σκαρπίνια μ’ έκανε να κοιτάξω προς τα πάνω. Ο επόμενος δεσμοφύλακας είχε ήδη εμφανιστεί.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, τσέκαρα το περίστροφο στο πανωφόρι μου, και συνέχισα. Άλλος ένας. Και ίσως μετά κι άλλος. Στ’ αρχίδια μου. Όπως ξαναείπα τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.

Τον κοίταξα κατάματα χωρίς φόβο. Εκείνος πάλι όχι.


………………………………………………………………………………….


(ίσως και να συνεχίζεται, θα δείξει…)







.

11 Comments:

  1. Σελιτσάνος said...
    Θα προτιμούσα κάτι σε Άλακ Σίνερ.
    Ανώνυμος said...
    Ότι έπρεπε. Αναζητούσα πρωί πρωί κάτι να με διασκεδάσει.... :)
    b|a|s|n\i/a said...
    εντυπωσιάστηκα με την νιτσεράδα!
    είναι η ίδια της καρέκλας του σκηνοθέτη; :P :))
    tovenito said...
    προσπαθώ να δω έναν ακόμη ζωντανό εσωτερικό μονόλογο. εκτός από πτώματα στην ντουλάπα που μάλλον μένουν αιώνια στην αφάνεια ή στο σκοτάδι, οι προσωπικοί δεσμοφύλακες έχουν το καλό ότι έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου αλλά με το που σκοτώνεις κάποιον έρχεται αντικαταστάτης αυτοβούλως και το ρίσκο είναι ότι δεν ξέρεις αν είναι χειρότερος ή καλύτερος. βέβαια αν είσαι εξολοθρευτής τίποτα πια δεν σου προκαλεί έκπληξη και πάμε στην πλήξη. σαν το μύθο του σίσσυφου.
    Odyssey said...
    Aυτή τη σκάλα ανεβαίνουμε;
    Ευτυχία!

    Θα την πάω με φόρα.

    Πολύ πιο χαρμόσυνο το μήνυμα από αυτό που ζούμε.
    Μούφτιαξε τη μέρα.
    (το απόγεμα, έστω)
    milch-käfer said...
    Του Milch ο κώλος ο χοντρός που είναι σαν ρολόι
    έβγαλε χτες ένα σκατό μακρύ σαν κομπολόι!
    Theorema said...
    Να συνεχιστεί, να συνεχιστεί! Έχουμε κι εμείς δικαιώματα (στην ανάγνωση)!
    milch-käfer said...
    Η ποδαρίλα του Milchός είναι μεγάλο θέμα
    δεν την αμφισβητεί κανείς γιατί δεν είναι ψέμα!
    Mistress Hyde said...
    "Οι νεκροί έχουν λιγότερα δικαιώματα κι απ’ τους σκλάβους. Βούλωσ’ το!"

    Να με συγχωρείτε, αλλά διαφωνώ. Οι νεκροί είναι ελεύθεροι.
    Spy said...
    @ Σελιτσάνος:
    Όταν με το καλό φτάσω στο επίπεδο των Μουνιόζ και Σαμπάγιο θα σας ειδοποιήσω.


    @ ΦΟΑΡΑΔΑ ΣΤ' ΑΛΩΝΙ:
    Είμαι σίγουρος πως περάσατε μια καταπληκτικήμέρα τότε.


    @ b|a|s|n\i/a:
    Όχι βέβαια! Του σκηνοθέτη είναι αγνό καραβόπανο.


    @ tovenito:
    Μπαρδεύτηκα. Κοπλιμέντο ήταν αυτό το σχόλιο ή μπινελίκι;
    Spy said...
    @ Theorema:
    Ξύπνησαν τα φεμινιστικά σας ένστικτα; :P


    @ Odyssey:
    Χαίρομαι που διακρίνω χαμόγελα μέσα σε τόση σκατίλα γύρω μου. Είστε όαση αγαπητέ!


    @ Mistress Hyde:
    Και ακίνητοι.
    (Επίσης που αυτό που είπατε δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά μετά θάνατον κατάκτηση...)

Post a Comment



My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy