25 πράγματα που πρόλαβα
να κάνω μέχρι σήμερα στη ζωή μου:

  1. Να ταξιδέψω πολύ.
  2. Να πω τη γνώμη μου όποτε ήθελα χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες.
  3. Να γράψω τουλάχιστον ένα ποίημα.
  4. Να γράψω τουλάχιστον ένα τραγούδι.
  5. Να ζωγραφίσω τουλάχιστον έναν πίνακα.
  6. Να πω σε μια γυναίκα “σ’ αγαπάω” ουρλιάζοντας στη μέση της Κηφισίας.
  7. Να πω στη γυναίκα μου “σ’ αγαπάω” με όλους τους σιωπηλούς τρόπους του κόσμου (και μερικούς ηχηρούς…)
  8. Να παντρευτώ.
  9. Να κάνω ένα πραγματικά υπέροχο παιδί.
  10. Να κλάψω από ευγνωμοσύνη γι αυτό.
  11. Να κλάψω από ανησυχία γι αυτό.
  12. Να λαχταρίσω για τη ζωή πολλών ανθρώπων γύρω μου.
  13. Να ανακουφιστώ που πάντα στο τέλος ήταν ζωντανοί.
  14. Να κυλιστώ για ώρες σ’ ένα γρασίδι αμέριμνος.
  15. Να περπατήσω για ώρες σε μια αμμουδιά μόνος μου, πλήρης.
  16. Να χτυπηθώ και να βραχνιάσω σε μια κερκίδα γηπέδου.
  17. Να δω ζωντανά τους περισσότερους θρύλους της μουσικής που μου αρέσει.
  18. Να στηριχτώ σ’ έναν φίλο μου και να μην πέσω.
  19. Να στηρίξω έναν φίλο μου και να μην πέσει.
  20. Να ράψω ένα κοστούμι ακριβώς στα μέτρα μου.
  21. Να μάθω να σιδερώνω τα πουκάμισά μου μόνος μου.
  22. Να φτιάξω την καλύτερη φασολάδα στα Βαλκάνια.
  23. Να φτιάξω μια ωραία διαφήμιση και να τη δω μετά από χρόνια, τυχαία σ’ ένα περιοδικό, και να χαζογελάω σα μικρό παιδί.
  24. Να κοιμηθώ γυμνός σε μια έρημη παραλία.
  25. Να μείνω γυμνός χωρίς ντροπή, μπροστά σε ανθρώπους που έβλεπαν μόνο τα ρούχα μου μέχρι τώρα.

5 πράγματα που δεν έκανα ποτέ
(and Im proud of it):

  1. Δεν αδίκησα ενσυνείδητα ποτέ και κανέναν, με όποιο κόστος κι αν είχε αυτό.
  2. Δεν σκότωσα ποτέ κανένα ζωντανό πλάσμα. Και τα μυρμήγκια έχουν δικαιώματα.
  3. Δε στέρησα σε κανέναν μια μικρή ή μεγάλη χαρά, όποτε είχα την ευκαιρία να την προσφέρω.
  4. Δεν κώλωσα να πω “ναι” ή “όχι” εκεί που όλοι οι άλλοι θα έκαναν το αντίθετο.
  5. Δε δάγκωσα ποτέ το χέρι που με τάιζε. Σε όποιον κι ανήκε.

10 πράγματα που σκοπεύω να κάνω πριν πεθάνω
(γύρω στα 125 μου…):

  1. Να πάω ένα ταξίδι 3 μηνών.
  2. Να οδηγήσω με 250χλμ./ώρα τη μηχανή μου σε μια καλοστρωμένη πίστα.
  3. Να φάω όση σοκολάτα υπάρχει σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το σπίτι μου.
  4. Να πω “σ’ αγαπώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζονται.
  5. Να πω “σ’ ευχαριστώ” σε όλους αυτούς που το χρειάζομαι.
  6. Να μάθω στο παιδί μου τι σημαίνει “αντίληψη” και να ελπίζω να το εκτιμήσει και να τη χρησιμοποιήσει σωστά.
  7. Να μάθω να κάνω τη γυναίκα μου να λαχταράει από χαρά σε όλες τις ηλικίες.
  8. Να μάθω να συγχωρώ ευκολότερα.
  9. Να μάθω μουσική.
  10. Να μάθω να πετάω.

3 πράγματα που αισθάνομαι

κάθε δευτερόλεπτο που αναπνέω:

  1. Ευγνωμοσύνη για ό,τι μου έδωσαν οι γονείς μου.
  2. Μια απέραντη αγάπη για τη γυναίκα μου και μια απροσμέτρητη για την κόρη μου.
  3. Μια ανατριχίλα για ό,τι μου ξεσηκώνει την καθημερινότητα
    και με κάνει να αισθάνομαι ακόμα ζωντανός…

43 πράγματα σε 43 χρόνια!
Δεν τα λες και λίγα.

Άντε, να με χαίρεστε, και του χρόνου σπίτια μας!







.



Είμαι ο Λουίς Γκαρσία Φερνάντες. Προς το παρόν. Τρεις μέρες τώρα στην καραντίνα και τα μάτια μου δε λένε να συνηθίσουν το φως. Είμαι 42 χρονών και μοιάζω για 60. Αναπνέω βρώμικο και υγρό αέρα και τα πνευμόνια μου γεμίζουν με γη. Όταν καπνίζω θα βήχω χώμα για όλη την υπόλοιπή μου ζωή. Μα δεν παραπονιέμαι. Μια ζωή βυθισμένος στα πιο απύθμενα σκοτάδια, συνήθισα πια.

Στα νύχια μου έχω ακόμα τη σκουριά από το Κουρσκ, όταν πάλευα με τις τελευταίες μου ανάσες να ξύσω το βαρύ μέταλλο του υποβρυχίου και να βγω στην επιφάνεια. Πνίγηκα όπως ξέρετε μαζί με άλλα 117 παλληκάρια χωρίς να μάθουμε ποτέ γιατί. Μα δεν παραπονιέμαι. Συνήθισα.

Μ’ έχουν αλυσοδέσει στην Αϊτή, μ’ έχουν πυροβολήσει χιλιάδες φορές στην Αγκόλα, όρμησαν στην καλύβα μου και έκαψαν την οικογένειά μου, πουλήσανε τα μάτια μου σε πλούσιους μισότυφλους αμερικάνους, με τον νωτιαίο μου μυελό κάνουν ακόμα πειράματα για νέα βιολογικά όπλα.

Δεν παραπονιέμαι. Δεν έχει νόημα.

Μόλις βγω από τούτη δω την καραντίνα θα ξεράσω όλη τη χολή του κόσμου. Ένα κίτρινο καυτό ποτάμι, που θα συναντήσει το άλλο το κόκκινο της Ουγγαρίας και θα εξατμιστούν μαζί, για να γίνουν η πιο όξινη βροχή που συγκεντρώθηκε ποτέ πάνω από τα κεφάλια τους. Και θα καθόμαστε εκεί για πάντα και θα περιμένουμε.

Θα μετράμε τον τρόμο τους και τα καταφύγιά τους και θα γελάμε. Θα κάνουμε «μπου» και θα τρέχουν στις τρύπες τους, κι εμείς θα στρογγυλοκαθόμαστε στις κουνιστές τους πολυθρόνες και θα καταστρέφουμε τις τηλεοράσεις τους βάζοντας τες να παίζουν μόνο κουκλοθέατρο.

Σας αφήνω τώρα. Δεν έχω άλλες δυνάμεις.

Έχω κυλήσει μέσα σ’ ένα μαύρο πληκτρολόγιο. Το “K” μού έχει μαγκώσει το δεξί πόδι και το “M” με πιέζει ασφυκτικά στο στέρνο. Αν καταφέρω να φτάσω μέχρι το “space” ίσως και να τα καταφέρω, αλλά είναι κι η θέση μου ανάποδα βλέπετε, κι αυτά τα σκατοκαλώδια έρπουν μες τ’ αυτιά μου, ψάχνοντας σαν ηλίθια σκουλήκια την είσοδο για το Matrix.

Αν πάρω αέρα ποτέ από ‘δω μέσα,
αν ξαναδώ το φως της μέρας,
κι αν έχει ακόμα το ίδιο χρώμα,
θα…




.

Προσοχή: Ακολουθεί ποστ-κόλαφος!



Εν μέσω αντικαπνιστικού παραληρήματος, επικείμενου χειμώνα και καταιγίδας μειώσεων, στερήσεων και απαγορεύσεων, σου προτείνουμε πέντε καλούς λόγους για να συνεχίσεις ακάθεκτος το τσιγάρο. Ναι, σωστά διάβασες! Κάτι σαν πληρωμένες απαντήσεις (για τον εαυτό σου και τους άλλους) απέναντι στους ξενέρωτους αντικαπνιστές που ξεφύτρωσαν τώρα τελευταία, όχι από άποψη -καθ’ όλα σεβαστή- αλλά από φόβο για τα πρόστιμα. Σαν τα σπασικλάκια στο σχολείο που δεν ακολουθούσαν την τάξη στην κοπάνα για να μην πάρουν απουσία και τους μαλώσει ο δάσκαλος.
Αν καπνίζεις, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς γιατί, βρες εδώ πέντε τρανταχτά άλλοθι για τον εαυτό σου και τους άλλους. Γιατί τους λόγους για να το κόψεις τους ξέρεις καλά και μόνος σου (κι είναι παραπάνω από πέντε)…

1. Γιατί δεν χωράς σε στερεότυπα
Πήρες απολυτήριο απ’ το Λύκειο. Πτυχίο απ’ το Πανεπιστήμιο. Απολυτήριο απ’ τον στρατό. Δεν χρωστάς στην εφορία (λέμε τώρα), ζητάς αποδείξεις κι από τους ψιλικατζήδες, ανακυκλώνεις τα κουτάκια της μπίρας, χρησιμοποιείς μέσα μαζικής μεταφοράς, πήρες υβριδικό αυτοκίνητο, δεν πετάς σκουπίδια στις παραλίες (κυρίως επειδή δεν πας πλέον), ούτε αποτσίγαρα στον δρόμο. Δεν θάβεις ποτέ τους συναδέλφους σου στο αφεντικό, δεν πίνεις όταν οδηγείς-δεν οδηγείς όταν πίνεις, δεν κάνεις σεξ χωρίς προφυλακτικό, δεν κλέβεις το παγκάρι της εκκλησίας, δεν διαδίδεις ψευδείς ειδήσεις για κολλητούς σου για να τους φας την γκόμενα. Ναι, είσαι ο Mr. Perfect. Με σάρκα, οστά και ένα πακέτο τσιγάρα στην κωλότσεπη. Πειράζει;

2. Γιατί παραπέμπεις σε κακό παιδί!
Αν λέγαμε στους teddy-boys της δεκαετίας του εξήντα πως θα ‘ρθει μια μέρα που το να καπνίζεις ένα τσιγαράκι του Θεού, σε καθιστά αναρχοαυτόνομο στοιχείο που κινδυνεύει να συλληφθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά, να εκδιωχτεί από τον χώρο, να πληρώσει πρόστιμα, μέχρι και να γίνει αιτία να μπει λουκέτο στην επιχείρηση που υποθάλπει και ανέχεται την εγκληματική αυτή συμπεριφορά, θα μας έφτυναν κατάμουτρα και θα κατέβαζαν τα παντελόνια τους, κουνώντας περιφρονητικά τους κώλους τους δημοσίως.Σήμερα, ακόμα κι ο τελευταίος μπούλης μπορεί να λουστράρει την εικόνα του, κρατώντας και μόνο ένα πακέτο με τσιγάρα. Και είναι γνωστό, πως στις γυναίκες για κάποιο ακατανόητο λόγο αρέσουν τα “κακά παιδιά” οπότε αυξάνεις τις πιθανότητες να βάλεις τρίποντο. Ειδικά στην κατηγορία: “δεν-υπάρχουν-πια-αληθινοί-άντρες-σου-λέω”.

3. Γιατί είναι η τελευταία απόλαυση που σου απομένει!
Πρώτα έκοψες τα ακριβά εστιατόρια και τα ακριβά κρασιά. Μετά μείωσες τα ποτά που πίνεις κάθε βράδυ και σταδιακά και τις εξόδους. Στη συνέχεια, έκοψες τον καφέ από τα Starbucks και το καλό ντελιβεράδικο κάθε μέρα στο γραφείο και τρως κάτι φοιτητικά τελειωμένα σουβλάκια. Όσο για καινούργια ρούχα και gadgets, άσε καλύτερα. Αφήνεις τους άλλους να πάρουν το καινούργιο i-Pad, ενώ εσύ το χαζεύεις στη βιτρίνα του Multirama και σου τρέχουν τα σάλια σαν να βλέπεις μπακλαβά. Πόσες θυσίες πια;
Αν ένα πακέτο κοστίζει για παράδειγμα 3,40 €, κάθε τσιγάρο σου κοστίζει 0,17 € ανά μέσο όρο. Μην το σκέφτεσαι. Δεν θα βρεις πουθενά στον πλανήτη άλλη αντίστοιχη απόλαυση με 0,17 € όσο κι αν το ψάχνεις. Είναι το τελευταίο προπύργιο απόλαυσης που σου έχει απομείνει και θα το περιφρουρήσεις. Μέχρι θανάτου!

4. Γιατί σου αρέσει το τσιγάρο (έτσι απλά) !
Το τσιγάρο είναι γεύση. Και η γεύση είναι μια πρωταρχική αίσθηση που δημιουργεί μνήμη και ανάμνηση. Κι εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου χωρίς τη γεύση του ψωμιού, της σοκολάτας, της μαρμελάδας, της πρώτης σου αγάπης και… της αγαπημένης σου μάρκας τσιγάρων. Δεν είναι τυχαίο που επιλέγεις ένα συγκεκριμένο χαρμάνι , ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν στην αγορά και απολαμβάνεις κάθε τσιγάρο σαν να ’ταν το πρώτο ή το τελευταίο σου.Εξάλλου, υπάρχουν δεκάδες πράγματα που κάνουν κακό στον οργανισμό μας, κι όμως κανένας δεν απαγόρευσε την πώλησή τους στα περίπτερα ή ακόμα και την κατανάλωσή τους από μικρά παιδιά: Επεξεργασμένες τροφές, συνθετικά σκευάσματα, κορεσμένα λίπη, μεταλλαγμένα τρόφιμα και η ύπουλη ζάχαρη που κρύβεται παντού. Δεν ξέρουμε πως μας χαλάνε; Φυσικά. Κι όμως συνεχίζουμε να τα απολαμβάνουμε επειδή, απλά, μας αρέσει.

5. Γιατί είσαι “Larger than Life”!
Μπορείς να φανταστείς τον Ζορμπά, τον James Bond, τον Elvis Presley, τον Jim Morrison ή ακόμα και τον Einstein ή τον Πουαρώ άκαπνους; Με τίποτα! Ένας ζωντανός θρύλος κατοικεί πάντα στο μυαλό μας, τυλιγμένος σε ένα ασπρόμαυρο και αρωματικό σύννεφο καπνού. Η γοητεία του ξεπηδάει μέσα απ’ το μισόκλειστο μάτι όταν φυσάει ηδονικά τον καπνό, το τίναγμα της στάχτης, τον τρόπο που ρουφάει την νικοτίνη, τον τρόπο που σβήνει το τσιγάρο…

Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να χωράς εσύ στη ζωή
αλλά να σε χωράει κι εκείνη.
Και να σου χαρίζεται με τους όρους τους δικούς σου.


(μίνι-διασκευή από εδώ)




.

Ήθελα να εκφράσω την άποψή μου για τα τεκταινόμενα, αλλά μου βγήκε 12 σελίδες, κι επειδή θα χάναμε όλη την πελατεία είπα να βάλω μόνο το παρακάτω βίδεο, που αντικατοπτρίζει τη ψυχοσύνθεσή μου απόλυτα και πολύ θα ήθελα να το είχα γυρίσει εγώ:



Εξαιρετικά αφιερωμένο στον φίλο* μου.
*(στο βίδεο υποδύεται τον ντράμερ!)



.


...οπότε έσβησα γρήγορα-γρήγορα τη γυναίκα μου,
κι είπα τρυφερά "καληνύχτα" στον αγαπημένο μου διακόπτη.

(zzz zzz... ... ...)




.

Οπότε, μην αντέχοντας άλλο να εκσφενδονίζω τα θρύψαλα που είχαν απομείνει εκεί που κάποτε κατοικούσε ο εγκέφαλός μου, κι αυτά να κάνουν “πονγκ-πονγκ” στους μουντούς γκρι τοίχους και να σκορπίζονται σε χίλιες κατευθύνσεις, πήρα τη θαρραλέα απόφαση να γίνω αστροναύτης.

Το μετάνιωσα γρήγορα. Τα σεμινάρια στην NASA είχαν κόστος ανά ημέρα όσο και τα πέντε σπίτια μου μαζί. “Δεν πειράζει, θα γίνω Spiderman!” ελίχθηκα γρήγορα και έξυπνα. Έτσι κι αλλιώς ο Άκης πάντα μου έλεγε όταν ήμασταν δεκαπέντε χρονών πως: “no matter what (ήταν η προσφιλής του έκφραση από τότε που πήρε το Lower) είναι το καλύτερο επάγγελμα του κόσμου” και τώρα που εκείνος έχει πεθάνει, ποιος άλλος έμεινε για να σώσει τον κόσμο;

Κατάπια αστραπιαία ένα από αυτά τα πράσινα χάπια που είναι ειδικά για τέτοιες περιστάσεις, έκανα “τα-νταχ!” (αν και ήμουν σίγουρος πως αυτό είναι από αλλού), και σκαρφάλωσα με τα τέσσερα στον δεξί τοίχο του δωματίου. Αυτοσυγκεντρώθηκα.

(αυτό ήταν εκνευριστικά δύσκολο για έναν τύπο με το δικό μου μυαλό, αλλά απ’ την άλλη τα πράσινα χαπάκια κάνουν θαύματα…)

Είχα προγραμματίσει τον υπολογιστή να παίξει με καθυστέρηση δύο λεπτών ένα φοβερό mp3 που είχα κατεβάσει από το soundtrack μιας ταινίας του Ντέιβιντ Φίντσερ, και μόλις το πομπώδες κρεσέντο κορυφωνόταν τίναξα το κορμί μου στον απέναντι τοίχο τον οποίο διέλυσα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, κι ετοιμάστηκα να ξεχυθώ για να πολεμήσω το κακό σε κάθε του μορφή και να γίνω ένας σύγχρονος ήρωας.

Βέβαια μόλις καταλάγιασε ο κουρνιαχτός και τα εξωτικά φύλλα που είχαν σκορπιστεί ολούθε μετατράπηκαν σε ένα άγριο πράσινο χαλί, μπόρεσα να πάρω χωρίς περιθώριο αμφιβολίας μια άγρια πρόγευση από τον νέο μου ρόλο, οπότε και έκανα μια μεγαλειώδη στροφή 180 μοιρών, άρπαξα το Popular Medicine από το τραπεζάκι, και πήγα γρήγορα γρήγορα να κάνω κακά μου.



Να τον σώσετε εσείς τον κόσμο!
Κι άμα δεν μπορείτε, να πάει να σωθεί μόνος του.
Εγώ θα βγω από ‘κει μέσα το 2018 να δω τι κάνατε.

(πλοφ!)




.

Μας φέρανε μια παιδική φουσκωτή πισίνα για την κόρη μας και την βάλαμε στην αυλή να κάνει κανένα μπάνιο το παιδί.
Λέω να πάω να τη δηλώσω, τώρα με το νομοσχέδιο για τους ημιυπαίθριους, μπας και μας περάσουνε για προνομιούχους και έχουμε χειρότερα πιο μετά...



Μαλακία,ε;




.


Και τότε μου ήρθε μια υπέροχη ιδέα.

Ξεκόλλησα ένα-ένα όλα τα πλήκτρα από μπροστά μου, χωρίς να τα πληγώσω, τα ανακάτεψα στη χούφτα μου και έμεινα για λίγη ώρα εκεί να απολαμβάνω αυτό το παράδοξο κροτάλισμα του πλαστικού που σπαρταρούσε λες κι ένιωθε πως ψυχορραγεί.

Έπειτα, με απαλές και προσεκτικές κινήσεις έβγαλα από πάνω τους όλα τα γράμματα και τους αριθμούς και τα σημεία στίξης, κι άφησα τα άψυχα πλαστικά κυβάκια σε μια γωνιά. Κράτησα το ευαίσθητο, μόλις χειρουργημένο, αλφάβητο για λίγο μέσα στα κλειστά μου χέρια, σαν για να το ζεστάνω και να το κρατήσω στη ζωή. Κατόπιν πήρα μια βαθιά ανάσα και φύσηξα ήρεμα όλον τον αέρα μέσα στη χούφτα μου.

Εκείνα άρχισαν να σαλεύουν διστακτικά.

Μόλις τελείωσα το τσιγάρο μου έσβησα όλα τα φώτα, άναψα μια λάμπα πετρελαίου και κατέβηκα στο υπόγειο κρατώντας τον πολύτιμο θησαυρό μου σφιχτά. Κατευθύνθηκα προς την κάβα.


Τα άφησα εκεί, δίπλα στο παλιά κρασιά και τις υπέργηρες αράχνες. Είμαι σίγουρος ότι θα ωριμάσουν όμορφα και θα μου χαρίσουν λέξεις μεθυστικές και προτάσεις χορταστικές. Θα ανακατευτούνε μόνα τους σ’ ένα ζωηρό αλλά σιωπηλό scrabble
, θα χοροπηδήσουν πάνω στα αβερνίκωτα ξύλα, θα κάνουν κούνια κρεμασμένα από τους υπέρβαρους ιστούς της οροφής και όταν έρθει η ώρα που θα τα χρειαστώ θα βρουν -πιστεύω- μόνα τους το δρόμο της επιστροφής.

Μια φορά κάποιος μου είχε πει:
“Όποιος έχει δει να αδειάζουν όλα, σχεδόν γνωρίζει από τι γεμίζουν όλα.”




.

Βέβαια, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, υπήρξα αισχρός συνομιλητής, καθώς έκανα προσπάθεια ακόμα και για να αναπνεύσω κάθε που προσπαθούσα να εκφέρω μια πρόταση, έπαιρνα αέρα ανάμεσα σε κάθε λέξη.

Γιατί, ξέρεις, με το να μιλάμε, ρισκάρουμε πάντα το ενδεχόμενο μιας μικρής ασφυξίας. Το να μιλάς είναι σαν να μη σε ενδιαφέρει αν πεθάνεις: λέξεις και λέξεις που τις προφέρουμε βγάζοντας τον αέρα που μας τροφοδοτεί, σπαταλώντας, εξαντλώντας το χρυσάφι του οξυγόνου.

Γι αυτό κι εγώ σωπαίνω τελευταία.
Φοβάμαι μην πεθάνω από υπερβολική φλυαρία.





.

Δεν γινόταν αλλιώς. Η πελατεία έχει εξαφανιστεί.
Χαλεποί καιροί...


Εξ'άλλου, εποχή εκπτώσεων είναι.
Όλοι οι έμποροι κάνουμε ότι μπορούμε...

(φυσικά και θα δώσω ξερά τον ηθικό αυτουργό αυτού του ατοπήματος,
που δεν είναι άλλος από τον
αποτέτοιο, και το σχόλιό του στο προηγούμενο ποστ)




.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται, κλπ. κλπ.

(ανοίγει παρένθεση…

- Ποιος είναι πάλι αυτός ο μαλάκας;
- Ξέρω ‘γω; Ο καινούργιος θα ‘ναι…
- Καλά, και τι στυλάκι είναι αυτό; Δεν του είπανε που ήρθε;
- Ε, εντάξει μωρέ το παλικάρι, δεν ήξερε…
- Και δεν ρώταγε;
- Γιατί; Εσύ ρώτησες για να ‘ρθεις;
- Εγώ ήρθα κατά λάθος και ξέμεινα!
- Ναι, ενώ εμείς γουστάραμε εκ πεποιθήσεως…
- Καλά… άκλαυτος θα πάει κι αυτός.
- Έχουμε αρχίσει και μου θυμίζουμε επικίνδυνα τους κωλόγερους στο Muppet Show…
- Μην ανησυχείς. Αυτοί είναι μαριονέτες.
- Γιατί, εμείς τι είμαστε δηλαδή;
- Εμείς έχουμε προσωπικότητα ρε! Έχουμε υπόσταση, ελεύθερη βούληση, αποφασιστικότητα, γνώμη!
- Αγόρι μου τα έχεις παίξει τελείως. Άλλους περιγράφεις τόση ώρα…
- Τι εννοείς;
- Εννοώ πως ΚΑΙ εμείς είμαστε παγιδευμένοι σ’ αυτό εδώ το κωλόμπαρο, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει, περνάμε τη ζωή μας τσουλώντας αργά πάνω στις προκαθορισμένες ράγες που άλλοι έστρωσαν για μας, στην καλύτερη ξύνουμε λίγο επιφάνεια και αμέσως μαζευόμαστε για να μην πάθουμε τίποτα εγκαύματα, παραληρούμε ασύστολα για το πώς θα θέλαμε να είναι η ζωή μας, και χλευάζουμε αυτό που δεν μπορούμε να αποφύγουμε πια. Pathetic σου λέω! Άστα…
- Γιατί δηλαδή; Αυτός εδώ τώρα είναι καλύτερος που κόβει βόλτες με τη φάτσα χιλίων καρδιναλίων;
- Δε ξέρω. Αλλά τουλάχιστον έχει τρία κανονάκια να ξοδέψει. Άμα μαλακιστεί και δεν τη βγάλει την πίστα δικό του πρόβλημα.
- Άρα εμείς… πάει… κολλήσαμε εδώ… εγώ δεν έχω άλλα κανονάκια.
- Ας προσέχαμε. Τώρα μόνο σ’ αυτόν μπορούμε να ελπίζουμε.
- Τον σκατόφλωρο! Κοίτα βλέμμα!
- Ναι αλλά μόνο κάποιος τόσο αγνός και με τόση άγνοια κινδύνου μπορεί να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων.
- Κι εμείς το θέλουμε τώρα αυτό;
- Μ’ αρέσει που είχες και άποψη!
- …
- Παπάρα!
- Κωλόγερε!
- Θες μια μπύρα ακόμα;
- Φέρε…

κλείνει η παρένθεση)

Ηλίθιε!
Εκτός από την πιάτσα θα μας χαλάσεις και το μπαρ!


*(όλες οι φωτογραφίες της σειράς είναι από εδώ)


.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Και ναι, κάθεται σ’ αυτό το ίδιο μπαρ που πριν εσύ έπινες αμέριμνος τις μπύρες σου, και ναι, κάθεται στο ίδιο ακριβώς τραπέζι, έτσι απλά, σαν ένδειξη χλευασμού, και ναι, αυτό εκεί που βλέπεις μπροστά του είναι η καρδιά σου! Σε λίγο θα την κόψει σε μικρά συμμετρικά τετράγωνα κομματάκια και θα την φάει σε μια αργή ιεροτελεστία, σκορπώντας τρόμο και δέος, αηδία και ανατριχίλα.

Δεν έχει κανένα νόημα το τι αισθάνεται. Μπορεί και τίποτα. Δεν το ‘χει ανάγκη αυτό. Είναι νικητής. Είναι ο επόμενος και δικαιωματικά μπορεί να απολαύσει νηφάλιος και την τελευταία ακόμα μπουκιά από το αναιμικό παρελθόν σου, να ξεδιψάσει με το τελευταίο απόσταγμα του αίματός σου, να καπνίσει ανενόχλητος χίλια τσιγάρα τινάζοντας τις στάχτες σου στο τασάκι, στο πάτωμα, στο διάστημα…

Τα ρούχα του και τα εμφανώς μισοκρυμμένα τατουάζ του δείχνουν εύστοχα στους γύρω ποιος είναι τ’ αφεντικό πλέον, και τους κάνει να σιωπούν από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση σου (ή να λέγαμε καλύτερα “όταν βρεθούν στη θέση σου”;)

Μη δίνεις σημασία στο κερί που σιγολειώνει μπροστά του. Συμβολικό είναι και αυτό. Αλλά εδώ που τα λέμε, και να ‘θελες να δώσεις σημασία μήπως θα μπορούσες; Δεν υπάρχεις πια, είσαι απλώς μια φευγαλέα ανάμνηση κι αυτό μόνο και μόνο επειδή καλλιέργησες έντεχνα την υστεροφημία σου, ξοδεύοντας προσεκτικά και τα τελευταία σου σεντς -ως συνήθως- σε λάθος επένδυση.

“Η ζωή είναι αβέβαιη,
γι αυτό φάε πρώτα το επιδόρπιό σου…”


Στα είχανε πει μικρέ μαλάκα! «Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενώ εσύ είσαι απασχολημένος με το να κάνεις σχέδια», «Όταν εσύ κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει»… κι ένα κάρο ακόμα κοινοτυπίες που τις περιφρόνησες μεγαλόπρεπα. Δικαίωμά σου. Εμάς δε μας σκέφτηκες όμως;

Ηλίθιε!

Μας έκανες να φοβόμαστε να ξαναμπούμε σε τέτοιο μπαρ.






.



Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και πουθενά να δώσει εξηγήσεις. Εξάλλου μόνη ήρθε σ’ αυτήν την κηδεία και μόνη θα φύγει. Εσύ είσαι πλέον ανίκανος να κάνεις έστω και βήμα.

Έχει φύγει από το μαγαζί -ή μάλλον εσύ έφυγες και πλέον η ύπαρξή του δεν είχε νόημα. Εδώ είναι το τελευταίο σημείο που θα μπορούσες να την δεις αν ήσουν ακόμα ζωντανός.

Είναι εξωφρενικά απίθανο να μάθεις τι αισθάνεται πλέον. Πόνο, οίκτο, ευχαρίστηση; Μπορεί και τίποτα. Μην έχεις την παραίσθηση βέβαια πως αισθάνεται ελεύθερη. Ελεύθερη ήταν πάντα και δεν σημαίνει τίποτα καινούργιο για αυτήν το γεγονός της αποδέσμευσης. Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για σένα, αλλά για σένα μάλλον δεν θα ξαναπούμε τίποτε άλλο.

Τα ρούχα της δεν θα προκαλέσουν κανέναν σήμερα, το άρωμά της διάφανο, σχεδόν ανύπαρκτο, λίγο σαπούνι θα μύριζε κάποιος μόνο (αν μπορούσε να την πλησιάσει), αλλά και μόνο η διασταύρωση του βλέμματός του με το δικό της είναι ιδιαίτερα αποτρεπτικό στοιχείο. Ποιος αντέχει πόκερ με το διάβολο χωρίς μάρκες;

Θα αφήσει σε λίγο τα λουλούδια που κρατάει απαλά και ψυχρά, πάνω σε ότι θα μπορούσε να θυμίζει πως την είχες κάποτε δική σου, θα σταθεί για λίγο ακίνητη δίπλα σου χωρίς να ψιθυρίσει την παραμικρή συλλαβή, θα ατενίσει τον ορίζοντα, καράβια θα χάνονται στο βάθος και αερόστατα θα βυθίζονται στα σύννεφα, χωρίς εσένα μέσα, θα βγάλει την κουκούλα της -το κρύο που σε συνοδεύει σ’ αυτό το ταξίδι είναι δικό σου, όχι δικό της- και θα περπατήσει αγέρωχη όπως πάντα για να χαθεί σε ένα κινηματογραφικό
fade out τίτλων τέλους. Για σένα φυσικά.

Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου,
η ζωή το λέει πεταλούδα…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, μα δεν τους πίστεψες! Γαντζώθηκες σφιχτά γύρω της σαν φρεσκοπλυμένο πουκάμισο σε λείο σώμα, στριμώχτηκες σε όσα δρομολόγια θεώρησες πως περνάνε από το μυαλό της, βυθίστηκες στους ωκεανούς των ματιών της χωρίς σωσίβιο, χωρίς φωτοβολίδα ή σφυρίχτρα -λίγο χρόνο ν’ αφιέρωνες μόνο στις οδηγίες χρήσεως τώρα θα ήταν άλλος στη θέση σου, κι εσύ θα έγραφες νηφάλιος επικήδειους για να διαβάζουν όσοι δεν δώσανε ραντεβού με τις παραλίες.

Ηλίθιε! Νόμιζες στ’ αλήθεια πως βρισκόσουν σε μπαρ;





.




Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Κάθεται σε κάποιο σκοτεινό τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού και σε κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών σου, τόσο ευθεία που κοντεύουν να πάρουν φωτιά. Όχι οι δικές σου. Οι δικές του. Έτσι όπως τον κοιτάς τρομαγμένος νιώθεις πως είναι το μόνο πράγμα που δεν καίει πάνω του ακόμα. Ίσως να έχεις δίκιο.

Καπνίζει βαρύ καπνό. Οι αναθυμιάσεις μπερδεύονται σαδιστικά με τη βαριά κολώνια του και κάνουν την ατμόσφαιρα τριγύρω αποπνικτική. Δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε οίκτο, ούτε ευχαρίστηση. Σε κάνει εύκολα να πιστέψεις πως μπορείς να σωθείς -είναι βλέπεις αυτό το χαμόγελο που νομίζεις πως ξεχωρίζεις μέσα από τις πυκνές τούφες του καπνού- αλλά εσύ ξέρεις με κάποια ανεξακρίβωτη σιγουριά πως είναι εκεί για σένα και δεν πρόκειται να φύγει μόνος..

Η γραβάτα του είναι δεμένη σφιχτά, καλύτερα κι από θηλιά, και το πουκάμισό του άψογα ατσαλάκωτο. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ‘ταν και αλλιώς; Μπορεί να μην περίμενες ποτέ πως θα ‘χει αυτή τη φάτσα, αλλά πάντα ονειρευόσουν μια ηρωική ή έστω αξιοπρεπή έξοδο και η συνοδεία του θα σου την προσφέρει μεγαλόπρεπα.

Ημερολόγιο δεν έχει. Δεν το χρειάζεται. Και αυτό που νόμιζες πως φύλαγε για σένα ξέρεις καλά πως ήταν μια βολική αυταπάτη. Μια ηρωική Hasselblad έχει, με θαμμένες μέσα της όλες σου τις νίκες και τις ήττες και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα την κληρονομήσει κάποιος άφρων νεανίας που θα θεωρήσει πως με το αντίτιμό της θα εξαγοράζει υστεροφημία -είναι βλέπεις, που (όπως κι εσύ) θα τον γνωρίσει πολύ αργά στη ζωή του, λίγο πριν τη στιγμή που δεν θα μπορέσει να ξαναμπεί εδώ μέσα.

Τα μάτια του -δυο άγριες χοάνες που ξερνάνε πυκνή άβυσσο- ζωγραφίζουν σαδιστικά την απόσταση ανάμεσά σας και σε κοκαλώνουν στη θέση σου. Σε λίγο θα σηκωθεί απότομα, σκορπίζοντας γύρω του τις τελευταίες σου μάρκες που του χάρισες άθελά σου, και θα έρθει να σ’ ακουμπήσει σκληρά στον ώμο με το παγωμένο του χέρι. Θα ισορροπήσει επιβλητικά μπροστά σου και η σκιά του θα απλωθεί σαν τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα σε σένα και κάθε τι έμβιο γύρω σου. “Έλα” θα σου πει και θα ‘ναι ο χειρότερος ήχος που άκουσες ποτέ, θα ανατριχιάσεις, θα σηκωθείς, και θα ζυγίζεις χίλια κιλά.

“Άμα πάρεις λάθος τρένο,
όπου και να κατέβεις πάλι λάθος θα είσαι…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, τους πίστεψες κιόλας, αλλά όχι! Εσύ εκεί, σκαρφάλωνες μόνιμα στο λάθος βουνό, με λάθος παπούτσια και στόχευες τη λάθος κορυφή. Κατρακύλα τώρα σ’ αυτόν τον απύθμενο βυθό, κι αν νομίσεις έστω και για μια στιγμή πως η στολή σου δε θα σχιστεί και θα βγεις αλώβητος στην άλλη μεριά του πλανήτη, κάτσε λίγο να σου πούμε και γι άλλα θαύματα. Εσύ θα κερδίσεις μάταιες ελπίδες κι εμείς θα χάσουμε την ώρα μας.

Ηλίθιε!
Όλοι θα στραβοπατήσουμε σ’ αυτό το μπαρ, που έχει μόνο έξοδο.






.


Δεν μιλάει. Ξέρει πως δεν χρειάζεται.
Κάθεται σε κάποιο σκοτεινό τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού και σε κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών σου, τόσο ευθεία που κοντεύουν να πάρουν φωτιά. Οι δικές σου. Οι δικές της πάγωσαν εδώ και καιρό, όταν ένα τρένο γεμάτο ματαιωμένες προσδοκίες πέρασε από πάνω της και το μόνο που τις άφησε ατσαλάκωτο είναι το βλέμμα.

Θα ήθελε να καπνίζει βαρύ καπνό, να την καίει μέχρι κάτω, χαμηλά στην κοιλιά, αλλά δεν έχει νόημα. Δεν αισθάνεται τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε οίκτο, ούτε ευχαρίστηση. Σε κάνει εύκολα να πιστέψεις πως μπορείς να την σώσεις, σχεδόν απ’ οτιδήποτε, κι είσαι έτοιμος να της προσφέρεις το παλτό σου για να πατήσει πάνω στις λάσπες (άχρηστο βέβαια, οι αποχετεύσεις κάνουν καλή δουλειά πλέον) ή τη συντροφιά σου (επίσης άχρηστο: στο τραπέζι επάνω έχει ότι χρειάζεται για την υπόλοιπη ζωή της) ή έστω να της ανάψεις το τσιγάρο -έτσι όπως το κρατάει εκείνο σου ψιθυρίζει: “έλα, δωσ’ μου ζωή, άσε με να λιώσω στο χέρι της”- μάταια όμως, το τσιγάρο αυτό έχει ανάψει τόσες φορές, κι έχει σβήσει άλλες τόσες πάνω σε σμπαραλιασμένους εγωισμούς άλλων αρσενικών που θα ‘ταν τουλάχιστον αυτοκαταστροφικό εκ μέρους να προσπαθήσεις έστω.

Το φερμουάρ του μπουφάν της είναι προσεκτικά κατεβασμένο έως το σημείο που αρχίζουν οι προσδοκίες, κι εξίσου προσεκτικά ανεβασμένο έως εκεί που απαγορεύεται να κάνεις ένα βήμα έστω: θα χαθείς σε μια άβυσσο πιο σκοτεινή κι απ’ το μυαλό σου. Ναι. Υπάρχουν χαράδρες που ακόμα και τύποι σαν κι εσένα φοβούνται να διασχίσουν.

Στο ημερολόγιο της είναι θαμμένα πτώματα αδύναμων αντρών, λέξεις που δεν αποτυπώθηκαν ποτέ σε χαρτί, ιδρώτες που στέγνωσαν πάνω της πριν καν κυλήσουν σ’ αυτούς που μοιράστηκαν ένα σεντόνι μαζί της για μια βραδιά.

Τα μάτια της -άθραυστα κρύσταλλα- χαράζουν καλύτερα κι από διαμάντι την απόσταση ανάμεσά σας και σε κοκαλώνουν στη θέση σου. Σε λίγο θα φύγει, σκορπίζοντας πίσω της τόση θλίψη που θα μπορούσαν γραφούν δεκάδες ευπώλητα βιβλία γι αυτήν, αλλά εκείνη δεν θα την νοιάζει. Θα ισορροπήσει επιδέξια πάνω στις ατσάλινες γόβες της και μέσα στην ησυχία που θα κάνουν όλοι -δήθεν αδιαφορώντας για αυτό το απόκοσμο πλάσμα, που θα μπορούσε να τους ανατρέψει κοσμοθεωρίες μόνο με τη σιωπή της- θα χαράξει στο ξύλινο δάπεδο το πιο εκκωφαντικά σιωπηλό αντίο, πιέζοντας με την καλογυμνασμένη της γάμπα τη γόβα, κι αφήνοντας πίσω της τόσες σπίθες που θα άναβαν όλο το πακέτο με τα Pall Mall, κι όχι μόνο αυτό που κρατούσε για να σου πει: έλα.

“Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες,
παρά για κάτι που δεν έκανες…”


Στο είχανε πει μικρέ μαλάκα, τους πίστεψες άλλωστε, το γράφουν όλες οι μαρκίζες της ζωής σου, αλλά όχι! Εσύ εκεί, θα ψοφήσεις μια μέρα πάνω σ’ εκείνη τη μπάρα, σαν δηλητηριασμένη κατσαρίδα, προσπαθώντας να πείσεις τους πάντες πως δε σε νοιάζει.

Ηλίθιε!
Όλοι περάσαμε απ’ αυτό το μπαρ, με τις γυναίκες
ταραντούλες.






.


Σ' αυτές τις ανελέητες ημέρες του Ιουλίου, που για άλλους είναι όαση προσμονής για τις λιγοστές χαρές που τους επιφυλάσσει η χρονιά, και για άλλους μοιάζουν με καυτή θερμοφόρα δίπλα σε καλοριφέρ καταμεσής της ερήμου, ανακαλύπτεις διάσπαρτα (πλην όμως στοχευμένα) κείμενα-παγάκια, ό,τι πρέπει για το ηλεκτρισμένο σου κούτελο, σετάκι μ' ένα παγωμένο Daquiri που δεν θα 'ρθει ποτέ, και το αιωνόβιο (όπως νόμιζες ο άφρων) πλοίο της γραμμής που παροπλίστηκε πλέον άγαρμπα και αμετάκλητα.

Ούτε λέξη δεν θα πρόσθετα στο κείμενο αυτό.
Ας είναι καλά ο αμετανόητος που μ' έβγαλε απ' τον κόπο...





.



Άναψα βιαστικά ένα τσιγάρο. Ο δεσμοφύλακας πίσω μου κοιτούσε αμέριμνος την απεραντοσύνη που άπλωνε μπροστά μας η θάλασσα και χαμογελούσε, με τα σαπισμένα δόντια του να τρίζουν σε κάθε ριπή του ανέμου. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες σαν τη δική μου και τίποτα δεν του προξενούσε έκπληξη πια. Εμένα αντίθετα, τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.

Τράβηξα μια τζούρα καπνού τόσο βαθιά που ένιωσα ένα απαλό κάψιμο σε όλη τη διαδρομή από τον φάρυγγα έως το στομάχι. Η σκάλα μπροστά μου, τσιμεντένια, βαριά, ατελείωτη, με κορόιδευε απλώνοντας τα σκαλοπάτια της στα μούτρα μου ειρωνικά, σαν τις πρώτες απορρίψεις στην εφηβεία, όταν Εκείνη θέλοντας να τρέξεις από πίσω της τη στιγμή ακριβώς που θα κοιτάνε οι φίλες της, σου έλεγε ένα “δε μπορώ” ξοδεύοντας όλη της τη λαγνεία στο πως θα κάνει την αλήθεια πιο ψεύτικη για να σκυλιάσεις μέχρι όσο δεν πάει. Έτσι ακριβώς. Τόσο συμπαγής και τόσο απότομη. Και τόσο προβλέψιμη.

«Πολύ το σκέφτεσαι. Δεν είναι πόκερ.» Έφτυσε τις λέξεις.

Η καύτρα από το τσιγάρο ακούστηκε μέσα στην παγωμένη σιωπή, σαν χίλια μικρά κλαδάκια που σπάνε απαλά κάτω από το βάρος του πέλματος μιας αρκούδας, ενώ εγώ μετρούσα πλέον τον χρόνο με τζούρες. Ο αέρας δεν βοηθούσε και πολύ. Δημιουργούσε ένα γαμημένο fade-out στην πρόσκαιρη αναλαμπή του τσιγάρου μέσα σ’ αυτό το πηχτό σκοτάδι και μου χάλαγε το μέτρημα. Έβρισα από μέσα μου. Είπα απ’ έξω μου:

«Ο χρόνος σου έχει χάσει πια την αξία του.»
«Τι εννοείς;» έκανε πως δεν κατάλαβε.
«Οι νεκροί έχουν λιγότερα δικαιώματα κι απ’ τους σκλάβους. Βούλωσ’ το!»

Δεν με κοίταξε καν. Μια στιγμιαία χαραμάδα στα μαύρα σύννεφα, έφερε λίγο φως στο χαρακωμένο του πρόσωπο, κι έτσι όπως γύρισα απότομα είδα όλες τις άθλιες σκέψεις να έχουν θρονιάσει για τα καλά στη σιχαμένη του μούρη. Έσφιξα τη γροθιά μου μέχρι που μάτωσε η παλάμη.

Έφτυσε δυνατά στο ξεραμένο χώμα δίπλα του κι έσκυψε κι άλλο το κεφάλι από περιφρόνηση και παραίτηση ταυτόχρονα.

«Το διασκεδάζεις καριόλη; Σου αρέσει η αναμονή;»

Ποτέ δεν θα μάθαινε την απάντησή μου. Τον άρπαξα από τη νιτσεράδα τόσο άγαρμπα που το ένα μανίκι μου έμεινε στο χέρι. Με το άλλο, του κατάφερα ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι που τον έκανε να φτύσει αίμα και χολή. Την ώρα που λύγιζαν τα γόνατά του τον άρπαξα γρήγορα, και λυσσαλέα τον πέταξα με δύναμη πάνω στη σκάλα. Κρακ. Ακούστηκαν τα κόκαλά του να σπάνε. Τα γλιτσιασμένα σκαλοπάτια έκαναν το σώμα του να κατρακυλήσει με θόρυβο όλη τη διαδρομή ως κάτω, και μια άμορφη μάζα σωριαζόταν τώρα στα πόδια μου. Μυαλά και αίματα λέρωναν το χώμα γύρω τους, αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου.

Αναγκάστηκα να πατήσω πάνω στο διαλυμένο κορμί του προκειμένου να αρχίσω την ανάβαση, κι αυτή η αίσθηση της γλίτσας, του πλαστικού και της σάρκας του μου έφερε αναγούλα. Ο αναπτήρας κροτάλισε στο χέρι μου κι έδωσε ζωή σε ένα ακόμη τσιγάρο. Τζούρα. Κάψιμο. Στομάχι. Το έσβησα σχεδόν αμέσως πάνω του, στο μέρος της καρδιάς, κουμπώθηκα κι ανέβηκα άλλο ένα σκαλοπάτι. Ένας απαλός και ύπουλος ήχος από φρεσκογυαλισμένα σκαρπίνια μ’ έκανε να κοιτάξω προς τα πάνω. Ο επόμενος δεσμοφύλακας είχε ήδη εμφανιστεί.

Πήρα μια βαθιά ανάσα, τσέκαρα το περίστροφο στο πανωφόρι μου, και συνέχισα. Άλλος ένας. Και ίσως μετά κι άλλος. Στ’ αρχίδια μου. Όπως ξαναείπα τίποτα δεν μου προκαλούσε έκπληξη ποτέ.

Τον κοίταξα κατάματα χωρίς φόβο. Εκείνος πάλι όχι.


………………………………………………………………………………….


(ίσως και να συνεχίζεται, θα δείξει…)







.



Από το γραφείο τύπου της Προεδρίας του βλογ InnerScapes, εκδόθηκε το κάτωθι Δελτίο Τύπου, σήμερα Παρασκευή 09/06/2010:

Έπειτα από παρατεταμένες ενοχλήσεις στα οπτικά του νεύρα, κατά την ανάγνωση κειμένων διαφόρων βλόγερς (και άλλων συναφών απορριμμάτων) στην οθόνη του υπολογιστή του, η Αυτού Εξοχότης διαπίστωσε πως δυσκολεύεται ελαφρώς να κάνει focus σε κείμενα, αντικείμενα και παρακείμενα προς αυτόν. Μετά δε και από ορισμένες αδιαθεσίες που εμφανίστηκαν απροειδοποίητα (πράγμα απαράδεκτο στη διεθνή διπλωματία) υπό την μορφή ζαλάδων, σκοτοδινών, οραμάτων κλπ. ο προσωπικός του ιατρός του συνέστησε να επισκεφθεί ένα οφθαλμολογικό κέντρο.
Πράγματι, με πάσα μυστικότητα, ο μέγας βλόγερ διακομίστηκε σε κέντρο της επιλογής του, όπου όπως ανακοίνωσε ο θεράπων ιατρός κ. Σταύρακας (επιφανής επιστήμων, διδάκτωρ πανεπιστημίων του εξωτερικού), διαπιστώθηκε πως πάσχει από καλπάζουσα πρεσβυωπία, η οποία κατά την ώρα και ημέρα της εξέτασης, έφτανε στο ιλιγγιώδες νούμερο των 0,5 βαθμών (ανά μάτι).
Ο βλόγερ αρνήθηκε ευγενικά τη συνταγογράφηση γυαλιών πρεσβυωπίας -καθώς αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο ίματζ του και στο διεθνές του κύρος- και εξήλθε του οφθαλμολογικού κέντρου, αφού πρώτα κουτούλησε σε τέσσερεις κολώνες και χούφτωσε (κατά λάθος, λόγω των προβλημάτων όρασης) τη γραμματέα του ιατρού (πράγμα που δεν την χάλασε καθόλου, όπως φάνηκε αργότερα στις δηλώσεις που έκανε η ίδια στο STAR Channel).
Η Μεγαλειότης του, επιβιβάσθηκε στη λιμουζίνα που τον περίμενε και ο προσωπικός του σοφέρ τον μετέφερε στο Μέγαρο Spy, όπου και αναπαύεται προς ανάρρωσιν, κατόπιν απόφασης του ιδίου (όχι του σοφέρ).

Φήμες που ήθελαν τον μεγαλομέτοχο του ιστολογίου αυτού, να απέχει εδώ και καιρό από τα κοινά, εξ αιτίας του μυθιστορήματος που γράφει, της ολοκλήρωσης της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς που θα κυκλοφορήσει οσονούπω από την Virgin, καθώς και της σημαντικής ανάληψης καθηκόντων baby-sitting της κόρης του (έπειτα από την απόφαση της συζύγου του να επιστρέψει στην εργασία της και στην πολλά υποσχόμενη διεθνή καριέρα της), εξετάζονται ως αναληθείς και συκοφαντικές και το δικηγορικό γραφείο επιφανούς νομικού ετοιμάζει πυρετωδώς τις ανάλογες μηνυτήριες αναφορές.


(ανοίγει παρένθεση)
- Ρε καραγκιόζη, είσαι σοβαρός;
- Και τι θες να κάνω; Αφού έχω να πατήσω κανα δίμηνο εδώ μέσα;
- Μα δε θα σε πιστέψει κανείς!
- Πας καλά; Δεν έχεις ιδέα τι άλλο τους έχω σερβίρει τόσα χρόνια και τα χάψανε όλα αφιλοκερδώς…
- Θα φάμε ξύλο στο τέλος, στο λέω.
- Κι εγώ σου λέω πως θα γίνουμε διάσημοι. Κοντεύουμε τους 200 φανατικούς αναγνώστες, χωρίς να γράφουμε τίποτα, φαντάσου τι θα γίνει τώρα που θα βγάλουμε και βιβλίο!
- Σσσσσς! Δεν το ξέρει κανείς ακόμα! Θα μας κόψουνε το συμβόλαιο!
- Χέστηκα. Θα γράψω άλλο.
- Συμβόλαιο;
- Βιβλίο ρε βλήμα!
- Ααα…
- Ναι…

(κλείνει παρένθεση)





.


...ήταν Δευτέρα.
Οπότε (εκτός απροόπτου) λογικά σε λίγες ώρες θα ξημερώσει Τρίτη.
Τυχαίο;
Δε νομίζω...



.



Είμαι πολύ μπερδεμένος.


Έχω μια κόρη, που πριν καλά-καλά καταλαγιάσει μέσα μου η αγωνία της γέννας της και του αν όλα θα πάνε καλά, έγινε ενός έτους σήμερα, κι έχω ήδη αρχίσει τη συλλογή από αγωνίες για το αν θα μεγαλώσει καλά.


Η ζωή σε φέρνει όμως πάντα σε μια ισορροπία, ακόμα κι αν δεν επιλέγεις εσύ τη στιγμή που θα συμβεί αυτό. Σε κολλάει στον τοίχο, νύχτα με κρύο και γυμνό, και σε φέρνει αντιμέτωπο με τις ζυγαριές σου, ψιθυρίζοντάς σου σατανικά πως αν δεν τα καταφέρεις θα γλιστρήσεις σίγουρα προς τη μια μεριά, και δεν έχει ιδέα που θα βρεθείς…

Το τελευταίο διάστημα, είχα μεγάλη αγωνία για έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, για έναν Άντρα -το κεφαλαίο “άλφα” δεν μπήκε κατά λάθος- που τιμούσε με την ύπαρξή του το κατακρημνισμένο μας είδος, για έναν Λεβέντη -και βάλτε δίπλα στη λέξη αυτή όσες ερμηνείες λεξικών θέλετε, πάλι δεν θα φτάνουν- για έναν Άνθρωπο, που γιγαντώθηκε στα μάτια μου από τα πολύ μικρά παιδικά μου χρόνια, κι έμεινε εκεί σκαρφαλωμένος για πάντα, κι εγώ μικρός, νέος, έφηβος, ενήλικος, μεσήλικας πλέον, τον κοιτούσα ακόμα από χαμηλά, με ένα σεμνό δέος και μια άσβεστη αγάπη.

Δεν την έχω πια. Μια αγωνία λιγότερη…

Καλό ταξίδι νονέ μου…
Εκεί που πας, να μου φιλήσεις τον παππού και τη γιαγιά, και την άλλη τη γιαγιά, και τη κυρία Ρενάτε , και όλους όσους σε πρόλαβαν.

Και να κάνετε παρέα νονέ.
Μέχρι να ξανασμίξουμε όλοι , να μην είσαι μόνος.
Κι αν καμιά φορά κοιτάς και προς τα κάτω, να ξέρεις πως όσο είμαι εδώ, εγώ θα κοιτάω πάντα προς τα πάνω για να σε αντικρίζω, γιατί ψηλά είναι η θέση σου στην καρδιά μου και στο μυαλό μου.




συνειδητά, χαρούμενα, με έκπληξη,
κι έτρεξε μπουσουλώντας στην αγκαλιά μου.

Και τότε ένιωσα για πρώτη φορά το βάρος όλου του κόσμου
να μ’ αγκαλιάζει τρυφερά
και να μου ζητάει χωρίς φωνή,
να βρω τη δύναμη να το αντέξω.

.


κι ας έλειψα κάποιες φορές.

( ή κάποιες ώρες…
ή κάποιες μέρες…)

ήμουν πάντα εδώ.



(σημ. 1: Το παρακάτω κείμενο ΔΕΝ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. ΕΙΝΑΙ αληθινά γεγονότα)
(σημ. 2: Αποτελεί δε, επεξήγηση του προηγούμενου ποστ…)



Ήταν Απρίλης.
Μέρα δε θυμάμαι. Αλλά Απρίλης ήταν σίγουρα γιατί θυμάμαι πως επιστρέφαμε από ένα αισχρό τετραήμερο από τη Λίμνη Ευβοίας. Πάνε καμιά δεκαριά χρόνια τώρα, αλλά το θυμάμαι καθαρά. Σταματήσαμε σε μια παραλιακή ταβέρνα στη Νέα Αρτάκη να τσιμπήσουμε κάτι.

Με έπιασε κάπου ανάμεσα στο φαΐ και το γλυκό. Εκείνες τις στιγμές η μνήμη μου έπαθε μια ηλεκτροπληξία 8 εκατομμυρίων βολτ και θυμάμαι πλέον πολύ επιλεκτικά τα πράγματα. Το πρώτο που θυμάμαι καθαρά είναι αυτό το περίεργο πνίξιμο στο λαιμό μου. Σαν να είχα καταπιεί ένα τεράστιο πορτοκάλι. Αλλά δεν είχα. Καταπιεί. Ο φάρυγγάς μου έφραξε στιγμιαία και πετάχτηκα απότομα από την καρέκλα μου. Σχεδόν αμέσως, και αφού το πορτοκάλι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, με έπιασε μια τρομερή δύσπνοια. Τρομερή. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Ναι.

Ένα αμόνι 750 κιλών είχε πέσει πάνω στο στήθος μου και δεν μ’ άφηνε να πάρω ανάσα. Οι αναπνοές μου έγιναν μικρές και κοφτές, σαν αποτυχημένο λαχάνιασμα. Όταν προσπάθησα να πάρω μια βαθιά αναπνοή δεν κατάφερα τίποτα, ούτε μέχρι τη μέση δεν έφτασε, και τότε ο τρόμος άρχισε να με περικυκλώνει με όλες του τις μορφές.
Οι παρέα μου ανησύχησε. Όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχω (μάταια) και εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω (επίσης μάταια). Λέξη δε μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Πρέπει να τους κοίταζα με το πιο τρομαγμένο βλέμμα που αντίκρισαν ποτέ εφόσον οι μόνες λέξεις που καταλάβαινα πως έβγαιναν από τα χείλη τους ήταν: γιατρός, ασθενοφόρο, νοσοκομείο, σοκ, και κάτι βρισιές…

Σε δέκα περίπου λεπτά σχεδόν τα πάντα ήταν στη θέση τους. Το αμόνι έγινε ατμός, το πορτοκάλι ήταν σαν μην υπήρξε ποτέ και το μόνο πράγμα που έκοβε βόλτες τριγύρω ήταν αυτή η ανεπαίσθητη μυρωδιά του τρόμου, που μένει μαζί σου για πάντα, για να σου θυμίζει ότι τον παντρεύτηκες πλέον…

Οι επόμενες μέρες, ήταν περίπου διακοσμητικές για όλους τους άλλους. Φυσικά δεν είπα τίποτα στην οικογένειά μου για να μην τους τρομοκρατήσω. Έκανα σιωπηλά ένα τουρ σε όλα τα νοσοκομεία της Αθήνας, και στους μισούς ιδιώτες παθολόγους, καρδιολόγους, πνευμονολόγους, πιστεύοντας ακράδαντα πως πεθαίνω σύντομα. Έμφραγμα, πνευμονική εμβολή, καρκίνος, AIDS, Έμπολα, τι σκατά; Ήμουν σίγουρος πως κάτι τέτοιο είχα. Αλλά, φευ! Καμία απολύτως εξέταση δεν έδειξε το παραμικρό. Οι φράσεις του τύπου “η καρδιά σας λειτουργεί απόλυτα φυσιολογικά, σαν μικρού παιδιού”, και “τα πνευμόνια σας είναι επιπέδου αθλητή” έγιναν τόσο συχνές στις γνωματεύσεις των γιατρών, που αποφάσισα πως όλοι τους είχαν πάρει πτυχίο σε νυχτερινό γυμνάσιο του Κιργιστάν. Άχρηστοι! Εγώ πέθαινα…

Όλως παραδόξως, μέρες, εβδομάδες και μήνες μετά, παρέμενα ακόμα ζωντανός. Τρόπος του λέγειν φυσικά, διότι το μυαλό μου δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από αυτό που μου είχε συμβεί, και από όλες τις υπόνοιες που είχα για το τι ακριβώς έπαθα, και από…
Ουπς!
Το μυαλό μου;
… ... ...

Πρέπει να είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε, όταν μια μέρα στη δουλειά, χωρίς καμία αφορμή, αιτία ή λογική εξήγηση, το τέρας ξαναήρθε. Απότομα, απειλητικά, ουρλιάζοντας και αφρίζοντας, άνοιξε την πόρτα με μια γροθιά και χώθηκε μέσα μου. Κύλησε στις φλέβες μου, πλημμύρισε τον εγκέφαλό μου, και κατέληξε σε μια υγρή, πηχτή μάζα, που έφραξε τα πνευμόνια, το λαιμό, το στόμα και τη μύτη μου. Πετάχτηκα (πάλι) από την καρέκλα μου -λες και αυτή είναι η πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία για τον τρόμο- και μαζί μου παρέσυρα, βιβλία, περιοδικά, πληκτρολόγια, ποτήρια κι ένα διαχωριστικό γραφείου. Ο τρόμος μου έγνεφε από ένα σκοτεινό βάθος της ψυχής μου “γεια σου”, χαμογελώντας σαρκαστικά και ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις προσωπικές μας αναμνήσεις από το περιστατικό στην Αρτάκη.

Μια ώρα περίπου αργότερα, ξεκινούσε ένα νέο τουρ σε γιατρούς, νοσοκομεία, κλπ. Ο τελευταίος -σοβαρός άνθρωπος- μου εξήγησε εξαιρετικά ψύχραιμα μπορώ να πω, πως ότι μου συνέβαινε ήταν συμπτώματα από διαταραχές άγχους. Και πως αν δεν μπορούσα μόνος μου να διαπιστώσω την αιτία τους ή την προέλευσή τους, καλό θα ήταν να επισκεφθώ ένα ψυχολόγ…
Άντε και γαμήσου” μουρμούρισα έξω από την πόρτα του, αφού του ακούμπησα τα ωραία μου ευρώ.

Ήταν όμως αναπόφευκτο. Χρειάστηκαν ακόμα πέντε έξι τέτοιες περιπτώσεις που ολοένα και πύκνωναν σε συχνότητα, μερικές συζητήσεις με ανθρώπους που είχαν βιώσει κάτι ανάλογο, η αδυναμία της ιατρικής επιστήμης να βρει οτιδήποτε επιλήψιμο που να προκαλεί αυτά τα συμπτώματα, και φυσικά ο γάμος μου με τον τρόμο που δεν μ’ άφηνε να ξεμυτίσω χαρούμενος από πουθενά, ώσπου με την πιο ξινισμένη και απαξιωτική φάτσα του κόσμου πέρασα την πόρτα μιας ψυχαναλύτριας που έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Αλλά όχι τον συγκάτοικο…

Οι λεπτομέρειες εδώ δεν παίζουν κανένα ρόλο.
Στα σχεδόν πέντε χρόνια που έκανα ψυχανάλυση, έμαθα πολλά, κατανόησα ακόμα περισσότερα, απέκτησα διαφορετικές γωνίες θέασης των γεγονότων, διαφορετικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των καταστάσεων, ανακάλυψα νέες δυνάμεις μέσα μου, εγκατέλειψα πολλές φοβίες, έμαθα να καταλαβαίνω, έμαθα να κατανοώ πριν αποφασίσω…
Το μόνο που δεν μπόρεσα να αλλάξω ποτέ ως πρόσφατα, ήταν αυτή η αρρωστημένη συγκατοίκηση με τον νέο μου σύντροφο: τον τρόμο. Τον τρόμο όχι για κάτι συγκεκριμένο. Μάλλον με τον τρόμο του άγνωστου. Με τον τρόμο της πιθανότητας.
Όχι, όχι. Είχαμε δεσμευτεί. Κι εγώ τις δεσμεύσεις μου τις τιμώ!
… ... ...

Η χειρότερη ίσως μέρα της ζωής μου, ήταν πριν από τρία περίπου χρόνια, πρωί, καθημερινή, εγώ στο σπίτι σε ένα διάλλειμα από εντατική δουλειά πολλών ημερών.

Σας έχω πει πως ο εγκέφαλός μου είναι πιο έξυπνος από μένα;

Αφού προφανώς κατάλαβε (ο εγκέφαλός μου) πως τα κόλπα του δεν πιάνουν πλέον, και πως κάθε φορά που μου έστελνε αυτά τα βασανιστικά μηνύματα, εγώ αμυνόμουν με όλες τις δυνάμεις της λογικής μου και -έστω και επώδυνα- τα απέκρουα, αποφάσισε να μου επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις.
Μια ασφυκτική δύσπνοια εγκαταστάθηκε ξαφνικά στα πνευμόνια μου, τρομεροί πόνοι με σούβλιζαν στο στήθος στο ύψος της καρδιάς και πίσω στην πλάτη, το αριστερό μου χέρι μούδιασε και ένιωθα τσιμπήματα από πάνω μέχρι κάτω. Λαχάνιασα. Λαχάνιασα ακόμα πιο πολύ στην προσπάθειά μου να αναπνεύσω. Αυτό είχε σαν (φυσιολογικό) αποτέλεσμα να υπερ-οξυγονωθεί ο εγκέφαλος μου και να αρχίσω να ζαλίζομαι. Φοβήθηκα πολύ. Σωριάστηκα…

Τα απανωτά συμπτώματα, δεν επέτρεπαν στην λογική μου να αποβάλλει τις μαύρες σκέψεις που έκανα, και βοηθούσαν τον τρόμο να με κατακλύζει, να με παρασέρνει σε μια μαύρη τρύπα δίχως τέλος, να με αφήνει να κατρακυλάω στους πιο απαίσιους εφιάλτες μου. Όλες μου οι σωματικές λειτουργίες είτε έπαυσαν για λίγο, είτε παρέλυσαν. Τυλίχτηκα με τρεις κουβέρτες εφόσον έτρεμα και κρύωνα, ενώ είχε τουλάχιστον τριάντα βαθμούς θερμοκρασία. Έκανα εμετό. Κατουρήθηκα πάνω μου. Με τις τελευταίες -κατά τη γνώμη μου- δυνάμεις κατάφερα να τηλεφωνήσω στον ξάδερφό μου. Ήταν ένας από τους πολύ λίγους ανθρώπους στον κόσμο που καταλάβαιναν ακριβώς τι μου συμβαίνει.
Καβάλησε τη μοτοσυκλέτα του κι έφτασε στο σπίτι μου σε δέκα λεπτά. Ή σε δέκα αιώνες… δε θυμάμαι…

Αυτό που θυμάμαι, είναι πως ίσα που κατάφερα να συρθώ ως την εξώπορτα και να του ανοίξω. Σωριάστηκα ξανά μπροστά στα πόδια του. Εκείνος κατάλαβε. Έτρεξε στο ψυγείο, πήρε παγάκια και κρύο νερό και μου τα έριξε στον σβέρκο και στην πλάτη. Ρίγησα, τινάχτηκα. Με χαστούκιζε ενώ εγώ παραληρούσα και επαναλάμβανα πως θα πεθάνω. Με γύρισε μπρούμυτα, ανάσκελα, στο πλάι. Τίποτα.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι πως ήμουν γονατιστός μπροστά του και κλαψούριζα σαν μικρό παιδί. Έτρεμα. Ναι, σίγουρα έτρεμα. Και έκλαιγα, και ζαλιζόμουν και παρακαλούσα, και έκανα ξανά εμετό, και του έσφιγγα το χέρι, και…
Σκατά…

Κατάφερα να ακούσω μια φράση πριν βυθιστώ σε ένα στιγμιαίο σκοτάδι: “Συγγνώμη για αυτό που θα κάνω. Μη με μισήσεις. Είναι το μόνο που ξέρω…»

Πριν καταλάβω καν τι ακριβώς εννοούσε, τίναξε το χέρι του ανάμεσα στα λυγισμένα πόδια μου, μου άρπαξε τα γεννητικά όργανα, και με μια απότομη και αστραπιαία κίνηση το στριφογύρισε με δύναμη. Ούρλιαξα!

Όλες μου οι φλέβες τεντώθηκαν έτοιμες να σπάσουν, τα μάτια μου γούρλωσαν από τον φριχτό πόνο, τα χέρια μου ανέκτησαν ξανά τις δυνάμεις τους και σφίχτηκαν σε γροθιές έτοιμες να σκοτώσουν, αλλά ευτυχώς για όλους μας έχασα την ισορροπία μου και έπεσα ξανά κάτω. Μούγκριζα για ώρα, και σάλια έτρεχαν από το μισάνοιχτο στόμα μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να σηκωθώ και να τον πνίξω. Εκείνος είχε κάνει ένα βήμα πίσω και μου ξαναζήτησε συγγνώμη.

Αν ήξερα πώς να λιποθυμάω, θα το είχα κάνει εκείνη τη στιγμή.
Κι αν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω θα το είχα κάνει μισή ώρα αργότερα, που ήμουν όρθιος, έξω στη βεράντα, μέσα σε έναν λαμπερό ήλιο, καπνίζοντας ήρεμα και συνειδητοποιώντας τι πραγματικά είχε συμβεί…
... ... ...

Κρίση πανικού. Ο ιατρικός όρος, που περιγράφει το αποτέλεσμα μιας σειράς συμπτωμάτων, που προκαλούνται αντίστοιχα από μια σειρά αιτιών. Ίσως μερικοί από εσάς να το έχετε ήδη βιώσει. Εμένα μου ξανασυνέβη.

Και μετά μου ξανασυνέβη.

Και πάλι…

Ώσπου συνειδητοποίησα πως μετά από κάθε τέτοια φορά, δεν ήμουν νεκρός. Πως όσο κι αν νόμιζα πως η αναπνοή μου έχει σταματήσει και τα πνευμόνια μου έχουν κλείσει, στην ουσία ανέπνεα κανονικά. Πως όσο κι αν με πόναγε το στήθος μου κι η καρδιά μου, δεν πάθαινα έμφραγμα. Πως όσο κι αν ο φάρυγγάς μου έκλεινε, κατάπινα κανονικά και όλο το οξυγόνο που χρειαζόμουν περνούσε από εκεί.

Πως όσο κι αν κινδυνεύεις να πεθάνεις, λίγο, πολύ ή καθόλου, ο φόβος του θανάτου είναι χειρότερος από τον ίδιο τον θάνατο.
... ... ...

Τώρα πια έμαθα να ξεγελάω εγώ τον εγκέφαλό μου.
Όχι, δεν έγινα πιο έξυπνος. Έγινα απλά πιο ευέλικτος, πιο πανούργος ίσως και εν τέλει πιο μάγκας. Κάθε φορά που μου επιτίθεται, στρίβω έναν διακόπτη μέσα μου, και σκέφτομαι πεταλούδες και λιβάδια καταπράσινα, ή συμφωνικές ορχήστρες που διευθύνω νοερά να παίζουν Vivaldi, ή το παιδί μου να μου χαμογελάει και τη γυναίκα μου να με αγκαλιάζει τρυφερά, ή…
…ή κάποιον που πεθαίνει πραγματικά δίπλα μου,
κι όχι εμένα που έχω πεθάνει ίσα με δώδεκα φορές μέχρι τώρα,
κι έχω αναστηθεί άλλες τόσες.

Αηδία κατάντησε πια…



(για να βοηθήσω λιγάκι: οι παράξενες ΔΕΝ είναι η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη)


.



Είναι καλοκαίρι.

Αυτή η αρρωστημένα ακαθόριστη ώρα ανάμεσα στο μεσημέρι και στο απόγευμα, τότε που ο ήλιος είναι πιο κίτρινος από κάθε άλλη στιγμή και μπαίνει φέτες μέσα από τις κοφτερές περσίδες του παραθύρου, ζωγραφίζοντας τον απέναντι άδειο τοίχο σα φυλακή. Οριζόντια.
Το κουτάκι της μπύρας στο αριστερό μου χέρι ιδρώνει σχεδόν περισσότερο κι από το μέτωπό μου, ενώ το πιστόλι στο δεξί ακροβατεί ασθμαίνοντας σε μια από χρόνια ιδρωμένη παλάμη…

Είναι καλοκαίρι.

Στη Φιλανδία δεν τους νοιάζει. Σχεδόν το αγνοούν. Πιο δυσδιάστατη ζωή μπορώ να ανακαλύψω μόνο σε σκονισμένα κόμικς στο νεκροταφείο της “Βαβέλ” και του “Παρά Πέντε”, μα κι εκεί ένας Altan κι ένας Reiser δίνουν απόκοσμες διαστάσεις σε ένα μέλλον που τότε φάνταζε ως νοσηρό ανέκδοτο και όχι ως προφητεία της σημερινής ρουτίνας….

Είναι καλοκαίρι.
Τα ηχεία ασθμαίνουν κάτω από το ανυπέρβλητο βάρος των χορδών του Gilmour, και η κυρία Μαίρη στο δίπλα διαμέρισμα κάτω από το ανυπέρβλητο βάρος του συζύγου της. Σε λίγη ώρα θα εισάγω στα δελτία των ειδήσεων τη λέξη “γειτονοκτόνος”…

Είναι καλοκαίρι.
Ο Philip Marlowe δίπλα μου στύβει το φτηνιάρικο φλασκί του, που έχει να δει περιεχόμενο με αλκοόλ από την τελευταία του υπόθεση, μήνες νωρίτερα, και βλαστημάει κατάρες πάνω από ένα μαύρο τηλέφωνο της Bell Atlantic που η τελευταία φορά που χρησίμευσε ήταν στον ποιοτικό έλεγχο του εργοστασίου παραγωγής. Προσπαθώ να τον πείσω –μάταια- να βγάλει την καπαρντίνα και το μόνο που εισπράττω είναι ιστορικές ατάκες του Humphrey Bogart που δεν τις κατεβάζει κανείς ούτε δωρεάν πλέον από το internet

Είναι καλοκαίρι.
Εγώ, στην παραλία με παλτό, άμμο στα παπούτσια και στα μάτια, κάνω βόλτες γύρω από το ίδιο σημείο σαν ηλίθιος σκύλος που κυνηγάει τη σκιά της ουράς του. Θα σωριαστώ αποκαμωμένος στη μέση του κύκλου που έσκαψα με τη βήματά μου, ενώ στο ψάθινο καπέλο μου θα κροταλίζουν νομίσματα που θα μου πετάνε τουρίστες σε mass production

Είναι καλοκαίρι.

Τέλη Μαρτίου.

Του δύο χιλιάδες δέκα.
Κι αργεί ακόμα να χειμωνιάσει.



Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που τους έχει βρει κάθε πιθανή κι απίθανη αναποδιά στον πλανήτη, κι εκείνοι ακόμα ατενίζουν τον βροχερό ορίζοντα χαμογελώντας. Αυτοί που φάγανε περισσότερες σφαλιάρες κι από τον Βέγγο σε όλες τις ταινίες του μαζεμένες, κι ακόμα κυκλοφορούν με γυμνό το σβέρκο και στητοί.


Μ’ αρέσουν αυτοί που έχουν ματωμένα γόνατα και γρατσουνισμένους αγκώνες κι ακόμα τρέχουν στους στίβους τους χωρίς επιγονατίδες. Ακόμα και τούτοι που κάνανε μπάνιο με τις ροχάλες του θεού, αλλά πάντα έβρισκαν μια καθαρή πετσέτα δίπλα τους και δεν βρωμούσε ποτέ ο ιδρώτας τους στα τρένα και στα λεωφορεία.

Σπάνιοι άνθρωποι μ’ αρέσουν. Δύσκολο να τους βρεις.

Συνήθως κρύβονται καλά ανάμεσά μας, κάνοντάς μας να νομίζουμε πως είναι ο διπλανός μας ή ο γείτονας, αυτός που μας σκουντάει για να προσπεράσει ή εκείνος που εφευρίσκει αναπηρίες για να καβατζώσει καλύτερη θέση στην ουρά της τράπεζας.


Όμως όχι. Εγώ έμαθα να τους ξεχωρίζω πλέον. Δεν μπορούν να μου κρυφτούν. Ξέρω καλά, πως είναι αυτοί που δίνουν μερικά ευρώ στο φίλο τους που έχει ανάγκη, ακόμα και τρεις μέρες πριν η τράπεζα τους πάρει το σπίτι λόγω παχυσαρκίας των χρεών τους. Αυτοί που δίνουν πρώτοι μια φιάλη αίμα, να υπάρχει για όποτε χρειαστεί και δεν περιμένουν να χρειαστεί για να υπάρξουν. Αυτοί που τους απέλυσαν από μια δουλειά, κι από δεύτερη κι από τρίτη, κι εκείνοι πάνε και ξεκινάνε μια δική τους, για να ‘χουνε την περηφάνια της επιλογής να παραιτηθούν μόνοι τους.

Είναι αυτοί που σκουντάνε πρωθυπουργούς στον ώμο και τους λένε “πάρε και τον δικό μου μισθό, αν είναι να σωθεί η χώρα” και μετά γυρνάνε με μια σακούλα ψώνια λιγότερη στο σπίτι. Είναι αυτοί, που αν βρεθείς στριμωγμένος μαζί τους σε ένα ασανσέρ, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, σου λένε ακόμα “καλημέρα” και σε κάνουν να μένεις μουγκός από αμηχανία και καχυποψία.
Αυτοί που πίστεψαν πως το να χαμογελάς είναι μεταδοτικό.



Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που σηκώθηκαν
περισσότερες φορές απ’ όσες έπεσαν.



Νιώθω λίγο μόνος εδώ πέρα τελευταία…





.



- Ακόμα εδώ είσαι;

- Ναι.

- Καλά, εσύ δεν είχες πει “αντίο και καλή τύχη”;

- Ναι.

- Και μετά ήρθε ένας άλλος που μας έμοιαζε πολύ.

- Ναι.

- Και μετά εξαφανίστηκε…

- Ναι.

- Και τώρα είσαι ΠΑΛΙ εδώ;

- Ναι.

-

-

- Μπορείς να κάνεις λίγο πιο ‘κει; Θέλω να ξυριστώ.

- Ναι.


………………………………………………..



(παφ, παφ…)

- Θα μείνεις καιρό;

- Όχι.

- (παφ…) Έχεις κάπου να πας;

- Όχι.

- Αλλά δε σε νοιάζει, ε;

- Όχι.

- Το φαντάστηκα… (παφ, παφ…)

-

- Μήπως σε ενοχλεί ο καπνός;

- Όχι.

- (παφ…)

-

- Έτσι είναι όλοι; Εννοώ… σαν κι εμάς τους δύο;

- Όχι.

- Δηλαδή είμαστε τόσο ξεχωριστοί;

- Όχι.

- Μάλιστα. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είμαστε καν δύο, έτσι;

- Όχι.

- Το φαντάστηκα (παφ, παφ…)

-

- Ο άλλος ξέρεις πότε θα έρθει;

- Όχι.

- (παφ…) Καλά, στ’ αρχίδια μου κιόλας… (παφ, παφ…)

-

(παφ, παφ…)


………………………………………………..



- Νομίζεις ότι έχουμε καμία τύχη εμείς οι δύο μαζί;

- Ίσως…

- Εννοώ, θεωρείς πιθανή μια αρμονική συμβίωση;

- Ίσως…

- Μ’ αρέσει η σιγουριά της άποψής σου!

-

- Κουράστηκα.

-

- Άμα πάω να κοιμηθώ θα με αφήσεις λίγο;

- Ίσως…

- Ή θα χοροπηδάς πάλι πάνω στο λιωμένο μου μυαλό;

- Ίσως…

- Δεν υπάρχει ρε πούστη μου κανένας τρόπος να σε καλοπιάσω;

- Ίσως…

- Και...;

-

- Θα μου τον πεις;

- Ίσως…

- Ποιος είναι;

-

- Ναι…;

-

- Εντάξει λοιπόν. Θα αυτοσχεδιάσω.

-

- Πως θα σου φαινόταν μια κλωτσιά στ’ αρχίδια; Θα έπιανε τόπο;

- Ίσως…

- Αλλά, πάλι… μάλλον θα πονέσω κι εγώ, ε;

- Ίσως…

- Άμα σου αγοράσω καινούργιο πουκάμισο; Θα μ’ αφήσεις ήσυχο;

- Ίσως…

- Μπα... θέλω κάτι πιο σίγουρο.

-

- Τι θα έλεγες για μια ψυχανάλυση δωρεάν; Σ’ αρέσει;

- Ίσως…

- Αύριο; Ίδια ώρα εδώ; Βολεύει;

- Ίσως…

- ΟΚ. Θα σε περιμένω

- Το ξέρω.

-

-

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy