“Η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται”.
Αν δεχτούμε -έστω και προσωρινά- πως οι παροιμίες ισχύουν, η σημερινή μέρα μύριζε από ένα μίλι πως θα ήταν η χειρότερη στη σύντομη ζωή του Νόρμαν.


Αρχικά συνειδητοποίησε πως ξύπνησε ολομόναχος. Κοίταξε δίπλα του, δεξιά, αριστερά, κανείς. Παρόλο που θα ορκιζόταν πως το προηγούμενο βράδυ όταν έσβησαν τα φώτα είχε σίγουρα συντροφιά. Βέβαια. Έπειτα ήταν κι αυτή η απρόσμενη ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι, αυτή του τύπου: “η ηρεμία πριν την καταιγίδα”. Με το εγκεφαλικό παραλίγο να δώσουν ραντεβού, όταν ανακάλυψε πως όχι απλά ήταν μόνος, αλλά κι αυτό ακόμα το προστατευτικό που είχε πάντα μαζί του, αυτό που από τόσες κακοτοπιές τον είχε προφυλάξει τις τελευταίες ημέρες, είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς.

Έκανε να σηκώσει το ευαίσθητο κεφάλι του, γνωρίζοντας καλά πως αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη κίνηση για τύπους στην κατάστασή του, αλλά προφανώς δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Ίσα που πρόλαβε να μισο-δει πως ούτε οι γείτονες δεν ήταν εκεί. Για πρώτη ίσως φορά αντίκρυσε το αληθινό πρόσωπο του φόβου. Για πρώτη ίσως φορά άρχισε να αντιλαμβάνεται τον όρο “απόλυτη μοναξιά”. Και οι γιορταστικές αυτές ημέρες δεν ήταν κι ότι καλύτερο για ασκήσεις θάρρους.

Προσπάθησε να συνέλθει. “Για να στοχεύσεις σωστά που θέλεις να φτάσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις που βρίσκεσαι τώρα”. Το είχε διαβάσει σε ένα χαρτί στον τοίχο, που είχε κι άλλα μικρότερα κείμενα αλλά δεν έφτανε να τα διαβάσει. “Μάλιστα” είπε με ψεύτικη ψυχραιμία στον εαυτό του. Εκείνος δεν του απάντησε.

Η μνήμη του γύρισε πίσω, σ’ έναν ακαθόριστο γι αυτόν χρόνο, όπου όμως κατάφερε να θυμηθεί καθαρά τα πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν. Άρχισε να θυμάται ακόμα και τις συζητήσεις τους:
- Εσείς θα πάτε πουθενά αυτές τις μέρες;
- Είσαι τρελός; Με τέτοιο κρύο έξω;
- Δεν έχετε μεταφορικό μέσον;
- Φυσικά και όχι. Και τα παιδιά όπως βλέπεις είναι πολυ μικρά για δύσκολα ταξίδια.
- Χμ... ναι... (έκανε καθώς χάιδευε το απαλό, σχεδόν κατάλευκο, παιδικό κεφαλάκι που ήταν δίπλα του)
- Εδώ σπίτι λοιπόν.
- Εσείς; (έστρεψε από την άλλη, ρωτώντας τον κ. Μπρένταν)
- Όχι αγόρι μου (του έκανε συγκαταβατικά εκείνος). Είμαι πολύ γέρος πια. Μόνο σηκωτό μπορούν να με πάρουν από δω...

“Ωραία” σκέφτηκε, χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. “Τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνος...” άρχισε τα πυροσβεστικά κόλπα για τις αυταπάτες του.

Ήταν όμως! Πλέον. Μόνος.

Και ήξερε βαθιά μέσα του πως (όσα λεφτά κι αν ξόδεψε στην ψυχανάλυση) το τέλος ήταν κοντά, κι αυτό δεν ήταν αυταπάτη ούτε απλή φοβία. Οι μαύρες σκέψεις άρχισαν να τον παρασέρνουν σ’ ένα τρελό ντελίριο κι ήταν σχεδόν σίγουρος πως η γνώριμή του κρίση πανικού, του χτυπούσε την πόρτα.

Αυτό όμως που πραγματικά χτυπούσε και ο Νόρμαν δεν μπορούσε προσωρινά να δει, ήταν τα παπούτσια Του στο πάτωμα. Δεν τα έσερνε όπως έκανε συνήθως Εκείνος. Τα χτυπούσε, που σήμαινε με απλά λόγια πως όχι απλώς βιαζόταν αλλά πως ήταν και αποφασισμένος. Αποφασισμένος για όλα.

Προσπάθησε. Η αλήθεια να λέγεται. Προσπάθησε πραγματικά.

Δοκίμασε να κρυφτεί στα άπειρα σκεπάσματα που είχε γύρω του. Τίποτα. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Δοκίμασε να σηκωθεί, να φύγει από όποια έξοδο έβρισκε πρώτη, αλλά γρήγορα θυμήθηκε πως και δεν μπορούσε να σηκωθεί και η μόνη έξοδος ήταν αυτή από την οποία ερχόταν Εκείνος. Δοκίμασε ακόμα και να μεταλλαχτεί. Το είχε δει σε κάτι ταινίες -χωρίς να ξέρει πως είναι επιστημονικής φαντασίας- αλλά φυσικά δεν κατάφερε τίποτα. Ήταν ο ίδιος ο Νόρμαν αυτοπροσώπως και αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει με καμία δύναμη πάνω στη Γη. Δοκίμασε ακόμα και να βάλει μόνος του τέρμα στη ζωή του για να μη βιώσει το φριχτό μαρτύριο ενός αργού θανάτου, αλλά χωρίς χέρια αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο...

Εκείνος μπήκε φουριόζος στην κουζίνα. Ήπιε βιαστικά μια χούφτα φάρμακα μ΄ένα ποτήρι κρύο νερό κι έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω. Ο Νόρμαν κουλουριάστηκε. Το ψυγείο άνοιξε κι έκλεισε σχεδόν ταυτόχρονα. Τίποτα εκεί. Το ίδιο και το ντουλάπι δίπλα από την καφετιέρα. Η καρδιά του Νόρμαν κόντευε να σπάσει, και σχεδόν το κατάφερε όταν άκουσε εκείνο το άθλιο και απόκοσμο:
“Αχά!!!”

Το χέρι Του απλώθηκε λαίμαργα και σχεδόν έκρυψε τον ήλιο από τα μάτια του μοναχικού μας φίλου. Αμέσως μετά τυλίχτηκε γύρω του και με μια κίνηση τον σήκωσε ψηλά στον αέρα. Ο Νόρμαν έκλεισε σφιχτά τα μάτια, κι η τελευταία του σκέψη στη σύντομη αυτή ζωή του ήταν να είναι όμορφα και γαλήνια εκεί που θα πάει. Όπως εδώ. Σαν παράδεισος. Όλα κατάλευκα, απαλά, γαλήνια, σχεδόν ζαχαρένια. Σχεδόν Παράδεισος...

Με μια γρήγορη και απρόσκοπτη κίνηση του χεριού Του, ο μοναχικός Νόρμαν κατέληξε στο στόμα και πολύ σύντομα στο στομάχι Του. Εκεί, διαλυόμενος στα εξ ων συνετέθη, δεν πρόλαβε καν να βρει το χρόνο να σκεφτεί αν η ελπίδα του θα έβγαινε αληθινή. Σχεδόν αστραπιαία είχε γίνει ένα με όλους τους άλλους εκεί.

Μια άμορφη πλέον μάζα από αλεύρι, βούτυρο, αμυγδαλόψυχα, ζάχαρη, κονιάκ, συμιγδάλι και ξύσμα πορτοκαλιού.

Ένα θλιβερό συνονθύλευμα από κουραμπιέδες και μελομακάρονα.

Σ’ ένα υγρό και σκοτεινό νεκροταφείο
για την οικογένεια και τους φίλους του...




.



Έπειτα από ομόφωνη απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της οικογένειας Spy (την οποία πήρα μόνος μου) αποφασίστηκαν και δημοσιεύονται τα κάτωθι:

Φέτος ΔΕΝ θα στολίσουμε δέντρο. Θα στολίσουμε την μπέμπα.
(εκτός από τις οικολογικές μας ανησυχίες, το παιδί πρέπει να αλλάζει που και που παραστάσεις…)

Η μικρή λοιπόν θα φορέσει μια πράσινη πυτζάμα, θα της βάλουμε και στα μαλλιά ένα χρυσουλί glitter αγγελάκι, που μας περίσσεψε από κάτι μαλακίες δώρα που μας φέρανε πέρσι, και θα τη βγάλουμε στη γειτονιά να πει “αγκου γκλ γκλ μπα ντα ντα αντά μμμ ντιγκλ” (όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει: “τρίγωνα κάλαντα κλπ. κλπ.), μπας και μαζέψουμε κανένα φράγκο να πληρώσουμε τη ΔΕΗ.

Η γυναίκα μου θα φορέσει τα κέρατα του Rudolf και θα περιμένει στην γωνία τον Αϊ-Βασίλη να του δώσει τα μελομακάρονα που δεν μας πέτυχαν (οποιοσδήποτε συνειρμός θα θεωρηθεί κακεντρέχεια και θα αποβληθείτε από το βλογ).

Εγώ θα βάλω τα λαμπάκια στον κώλο μου και θα χοροπηδάω γύρω γύρω (και καλά έχουμε τα πιο hi-tech-flashing-moving λαμπάκια στη γειτονιά -θα πεθάνει ο γείτονας με τον ξεφούσκωτο Santa στο μπαλκόνι…)




Μα ποιος είσαι επιτέλους;” του φώναξα.
“Είμαι ο βήχας που σε ξεραίνει κάθε πρωί, είμαι ο πονόδοντός σου, το ψαροκόκαλο που σου κάθισε στο λαιμό πρόπερσι κι ακόμα σε γρατσουνάει. Είμαι η πιο παράφωνη μελωδία στα τρύπια σου αυτιά και η μπόχα που αναδύει το σαπισμένο σου δόντι…”
“Μα, τι λες;” ίσα που πρόλαβα να πω πριν συνεχίσει.
“Είμαι η απάντηση σε κάθε ερώτηση που δεν έκανες ποτέ, το ξινισμένο σου χαμόγελο, είμαι η τελευταία φορά που χτύπησες τα γόνατά σου στο χώμα. Είμαι το τέρας κάτω απ’ το κρεβάτι σου.”
“Δεν… όχι… δεν… εγώ…” κοντοστάθηκα προσπαθώντας να ζυγίσω την κατάσταση.
“Είμαι τα χάπια σου που μόλις τελειώσανε και θα πεθάνεις από πανικό.”
Όχι!” χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι.
“Είμαι ο μαύρος σκύλος που σου γαβγίζει γλιστρώντας στα σάλια του, το τρακάρισμα στο μπροστινό σου αμάξι και η κηδεία του περιπτερά Τετάρτη μεσημέρι.”
Όχι! Όχι! Όχι!

“Είμαι τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλάκι. Είμαι ο εμετός σου και οι σαράντα βαθμοί πυρετός που σε λιώνουν. Είμαι κάθε σου πονοκέφαλος, ακόμα κι αυτός που θα ‘χεις σε λίγο. Είμαι το αίμα που φτύνεις και που χέζεις! Είμαι ο Η1Ν1. Εσύ με ρώτησες!
Αααααα!!!” προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά…
“Είμαι ο Gummy Bear που θα σου καταστρέψει το παιδί.”
Σταμάτα!
“Είμαι αυτός που σου πηδάει τη γυναίκα όποτε παίζεις πόκερ.”
Σταμάτα! Δεν υπάρχεις!” άφριζα πλέον.
“Χα! Υπάρχω και το ξέρεις.”
Δεν υπάρχεις!” επέμενα.
“Υπάρχω! Τσίμπα με και θα δεις”, μου άπλωσε το χέρι.

Τον τσίμπησα με τη μεγαλύτερη λύσσα που βγήκε ποτέ από μέσα μου.

Κι έτσι ήσυχα όπως είχε έρθει, εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι,
αφήνοντας με να κοιτάζω μια ερμητικά κλεισμένη πόρτα εδώ και ώρες

κι αυτή την κοκκινίλα στο μπράτσο μου…





.

Κουρεύτηκα!


(απλά είπα στον κουρέα μου την επόμενη φορά να μου βάλει άσπρη πετσέτα και όχι αυτή την μπλε γκουρμέ που χρησιμοποιεί, για να βλέπω μόνο τις μαύρες τρίχες, πάλι με κατάθλιψη έφυγα από 'κει...)


.



Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις όλων των μάγων της εποχής εκείνης, η ζωή μου υπήρξε πάντα γραμμές. Ούτε κυκλάκια, ούτε τετραγωνάκια, ούτε ρόμβοι, τρίγωνα και τραπέζια.
Θυμάμαι πολύ καλά πως άρχισα να λύνω τις πρώτες μου εξισώσεις σε ηλικία 7 μηνών (περίπου), όταν προσπαθούσα να υπολογίσω πόση προσπάθεια χρειαζόταν να καταβάλω προκειμένου (από την ύπτια θέση στην οποία βρισκόμουν) να φτάσω τα ξύλινα -τότε- αυτοκινητάκια μου. 30-40 πόντους πιο πέρα. Ολόκληρο ταξίδι.

Αργότερα, οι σύντροφοί μου βαρέθηκαν να με βλέπουν να χαράζω γραμμές, τεθλασμένες και ευθείες -σπάνια καμπύλες- πάνω σε χάρτες, ώστε να κρατήσω στην πεπερασμένη αιωνιότητα της ζωής ενός μελανιού τους προορισμούς που κατάφερα να φτάσω, μα και αυτούς που σκόπευα. Μάταια ή όχι, αυτό είναι άλλο ποστ.

Μετά όταν ήμουν μεγάλος αρκετά καταλάβαινα τόσο καθαρά πως τα πάντα γύρω μας είναι νήματα που κινούνται από σκοτεινά, θολά και καθόλου ανιδιοτελή κέντρα, ώστε αποφάσισα να δημιουργήσω κι εγώ τα δικά μου, τα έκανα πολύχρωμα για να ξεχωρίζουν στη γενική μουντίλα, και παρορμητικά τελείως τα έμπλεξα με των άλλων, τόσο έντεχνα που η ζωή να μη μου φαίνεται μια αναγκαστική διαδικασία, αλλά ένα ατέλειωτο παιχνίδι όπου ο καθένας προσπαθεί να ξεμπλέξει όσα περισσότερα μπορεί, λες και κερδίζει αυτός που θα καβατζώσει τα περισσότερα. Όταν κάποιος έφτανε κοντά στους πανηγυρισμούς, πήγαινα κρυφά και με επιδέξιες κινήσεις το βράδυ τα έκανα όλα ξανά ένα κουβάρι, ποτέ δεν μου άρεσε η μοναξιά.

Όταν πέθανα, μπόρεσα επιτέλους να επιβεβαιώσω αυτό που πίστευα από πριν ακόμα γεννηθώ. Από κει ψηλά, όλα είναι -δεν φαίνονται, είναι- γραμμές. Που ακολουθούν τις πιο τολμηρές και εξωπραγματικές διαδρομές ή που είναι εντελώς προβλέψιμες σαν τη μοναδική λύση μιας εξίσωσης, αλλά πάντως γραμμές. Πάνω στα πιο ομιχλώδη, ερεβώδη, παλλόμενα ή στατικά, μονόχρωμα ή πολύχρωμα, απλά ή περίπλοκα φόντα της ζωής που επέλεξε ο καθένας, και αναγκαστικά ή όχι αλληλεπιδρά με του διπλανού του, αλλά πάντως γραμμές. Τελικά απλές.

Γιατί πόσα σημεία χρησιμοποιήσαμε τελικά
ώστε να ορίσουμε τις δικές μας, όταν ακόμη ζούσαμε;






.



Καμιά φορά όταν βρέχει πολύ, ένα μικρό ρυάκι σχηματίζεται έξω από την πόρτα μου, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου να το συγκρατήσω εκεί, με άχρηστα ξεσκονόπανα και λειωμένες κουρελούδες που σφηνώνω στην χαραμάδα, εκείνο ατίθασο παρακάμπτει κάθε εμπόδιο, με κυνηγάει ανηλεώς μέσα στο σπίτι, κι όταν καταφέρνω αποκαμωμένος να φτάσω στο τελευταίο μου καταφύγιο -το κρεβάτι- το νερό σκαρφαλώνει πιο γρήγορα από μένα, μπαίνει από τα ρουθούνια μου και πλημμυρίζει όλες μου τις αρτηρίες, με κάνει άξιο για ρεκόρ στο βιβλίο Γκίνες: ο πρώτος άνθρωπος με περιεκτικότητα νερού στο σώμα του άνω του 97%, αλλά το κακό είναι πως όταν πάω να δώσω αίμα για κάποιον συγγενή που το χρειάζεται με διώχνουν με τις κλωτσιές από τα νοσοκομεία…

Τουλάχιστον άμα κάποια μέρα διψάσω στην έρημο,
θα κόψω τις φλέβες μου.






.



· Μια Ferrari (οποιοδήποτε μοντέλο)
· Μια βίλα στη Σαντορίνη ή στη Σαρδηνία
· Ένα iPod (όχι iPhone, εντάξει;)
· Μια βόλτα με ελικόπτερο πάνω από την Γη του Πυρρός
· Ένα “Κόκκινο Βελούδο” του 1998 παλαιωμένο σε σπιτική κάβα
· 8 Μολδαβές (ταυτόχρονα)
· Τα σωστά νούμερα του Τζόκερ (επιτέλους!)
· Μια Espressomaschine Achille von Gaggia”
· Ένα Chronomat B01” ρολόι της Breitling
· Όλα (ανεξαιρέτως) τα ηλεκτρικά τρένα της Märklin


·
Ένα ξύλινο σπιτάκι πάνω σε δέντρο





Είμαι απλός άνθρωπος. Δε ζητάω πολλά.
( τα υπόλοιπα τα έχω ήδη)

Να με χαίρεστε!
[42 and (still) counting…]







.



...δεν ήταν καθόλου απόκοσμη αρχικά
-ακόμα και αισθησιακή θα την έλεγες-
το ακροατήριό της την χάζευε πάντοτε μαγεμένο από τις μελωδίες που ξεπηδούσαν χορεύοντας εξωτικά, μέσα από τις παλλόμενες φωνητικές της χορδές.

Έως ότου μια μέρα κάπνισε τριάντα έξι ολόκληρα ραπανάκια μέσα σε μια ώρα.



Φυσικά άλλαξε επάγγελμα αμέσως.
Άρχισε να ηχογραφεί τρέιλερ για first-class splatters.

Με τα χρήματα που αποκόμισε μπόρεσε ευτυχώς να διορθώσει το τεράστιο πρόβλημα που είχε.
Έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλλου πάραυτα.









.



Λοιπόν. Έχουμε και λέμε:

“Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες, συμπολίτες και συμπολίτισσες, ομοεθνείς και αλλοδαποί, κολλημένοι και πυροβολημένοι, εσείς που με ψηφήσατε αλλά κι εσείς που μ’ έχετε χεσμένο,

Όπως προφανώς έχετε διαπιστώσει και μόνοι σας, εάν δεν έχετε IQ μοτοποδηλάτου, το βλογ ετούτο υπολειτουργεί εδώ κι ένα διάστημα. Τι υπολειτουργεί δηλαδή, στα όρια της αποσύνθεσης είναι. Άμα κολλήσετε τη μούρη σας στην οθόνη θα σας πάρει και η μπόχα… Τέλος πάντων.
Επειδής είμαι φύσει και θέσει ανάποδος άνθρωπος δεν έκανα το αυτονόητο. Δεν άρχισα τις κλαψομουνιές του τύπου: «εδώ κλείνει ένας κύκλος…», «προσωπικοί λόγοι με αναγκάζουν να απέχω για ένα διάστημα…», «ήσασταν η καλύτερη παρέα που είχα ποτέ…» κλπ. κλπ. διότι δεν αντέχω τα σχόλια του τύπου: «Μην ανησυχείς, εσύ να είσαι καλά…», «Πάρε το χρόνο σου…», «Κι εμείς σε αγαπάμε…», «Η μπλογκόσφαιρα χάνει ένα αληθινό ταλέντο…», «Στ’ αρχίδια μας…» κλπ. κλπ.

Αντιθέτως, όπως διαπιστώσατε και από την έλλειψη του καταπληκτικότερου μπλε άβαταρ στα βλογ σας, σας έγραψα κανονικότατα στα παπάρια μου χωρίς προειδοποίηση, αφενός μεν διότι είμαι ανώτερος άνθρωπος και δεν σας έχω ανάγκη, αφετέρου δε διότι πιστεύω ακράδαντα πως όλα αυτά τα πάρε δώσε είναι πούτσες μπλε, προκειμένου να βρούμε γκόμενα/ο, και ως γνωστόν εγώ δεν έχω ανάγκη. Έχω ήδη τρεις (γκόμενες).

Anyway. Το θέμα είναι αλλού: Επέστρεψα.
Κι επειδή προβλέπω ρίγη συγκίνησης, ποτάμια δακρύων χαράς, και ομαδικές παρακρούσεις, σας προειδοποιώ: Επέστρεψα χειρότερος! Αν περιμένετε γλυκανάλατες ιστοριούλες, ροζ παραμυθάκια με νεράιδες ή ύμνους στην αγάπη και στην ανθρωπιά, να φύγετε, να πάτε αλλού!
Εδώ θα βρείτε πλέον μόνο ιστορίες από την κρύπτη, από τα μαύρα τρίσβαθα, μονόλογους εφιαλτικούς και διαλόγους εξωπραγματικά πραγματικούς, το σουρεαλισμό σε όλο του το μεγαλείο (ε, είμαι και ψώνιο, τι να κάνω;) εικόνες που θα λιώνουν στην ανάγνωση του κειμένου, και αλληγορίες που δεν θα εξηγούνται. Άμα τ’ αντέχετε, καλώς. Άμα όχι, και πάλι καλώς (για μένα μιλάω πάντα…)

Και τώρα που ξηγήθηκα μπορώ να πάω να κάνω κακά μου με την ησυχία μου.

Άντε, τα λέμε."




… …

… …

-
Τι είναι αυτό;
- Ποιο αυτό;
- Αυτό που γράφεις.
- Δελτίο Τύπου.
- Για πού;
- Για το βλογ φυσικά!


Μπαφ!

- Είσαι καλά μωρέ; Τι βαράς;
- Θα δημοσιεύσεις αυτό το έκτρωμα;;;

- Γιατί; Τι έχει; Η αλήθεια είναι.
- Διότι θα σου φύγει όλη η πελατεία μ’ αυτές τις αηδίες.
- Χέστηκα!
- Πάρε αυτό να δημοσιεύσεις.
- Τι είναι αυτό;
- ΚΑΝΟΝΙΚΟ Δελτίο Τύπου!
- Μα… αυτό είναι εντελώς ξενερουά! Ακόμα κι ο Πεταλωτής πιο συναρπαστικός είναι απ’ αυτή την μπαρούφα!

Μπαφ!

- Καλά… καλά… μη βαράς. Θα το βάλω.
(να δούμε τι θα καταλάβεις…)

“Αγαπημένοι μου φίλοι, (ποιος ήρθε;)
Συγχωρέστε το φτωχό, κι ελεήστε τον ακτήμονα, ήταν υπεράνω της θελήσεώς μου (αρχίδια μάντολες, μόνος μου τα’ αποφάσισα). Έλειψα για ένα μικρό χρονικό διάστημα (τι μικρό μωρέ; οι μισοί αναγνώστες μου φοράνε γυαλιά πρεσβυωπίας πλέον…), λόγω σοβαρότατων προσωπικών υποχρεώσεων (είχα πάει σ’ ένα σπα στο Βέλγιο), αλλά πλέον θα είμαι και πάλι μαζί σας (ε, ρε γέλια…), στην καθημερινή μας εκπομπή, να μοιραστούμε βάσανα και καημούς (τι;), χαρές και στενοχώριες (μπαρδόν;;), να ανταλλάσουμε σχόλια (αλλαξοκωλιές το λένε στο χωριό μου αυτό), και να επικοινωνούμε μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο εμείς ξέρουμε (μπλιάχ!), και που τόσο πολύ μου έλειψε (θα ξεράσω στην οθόνη!).
Καλώς σας βρίσκω και πάλι.»



(Αν δεν δείτε σημεία ζωής τις επόμενες τρεις ημέρες,
πάει να πει πως έχω πεθάνει από αηδία…)





.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy