- Γεια σας γιατρέ μου.

- Καλημέρα κύριε Spy.

- Έχω ένα πρόβλημα.

- Πείτε μου.

- Το παιδί μου…

- Ναι;

- Μιλάει

- Α, μα αυτό είναι θαυμάσιο!

- Ε, ξέρετε γιατρέ, είναι μόλις δύο μηνών…

- Γκχμ, ναι… ε… και τι ακριβώς λέει;

- Λέει: “αγκου, αγκου, αααϊιι, γκλγκλ, γκλ, αγκαά…”

- Mμμ, ναι…

- Λέει και κάτι άλλα που δεν τα θυμάμαι.

- Ναι, κοιτάξτε: δεν είναι κάτι ανησυχητικό αυτό. Μπορεί να πρόκειται περί ενός παιδιού-θαύματος!

- Φυσικά και πρόκειται περί τέτοιου, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.

- Και που είναι;

- Το θέμα είναι ότι μιλάει σε μια αγελάδα!

- Αγελάδα;

- Ναι γιατρέ μου…

- Μην ανησυχείτε κύριε Spy. Πολλά παιδιά αναπτύσσουν από νωρίς μια έντονη κοινωνικότητα, και όπως καταλαβαίνετε τους είναι σχετικά εύκολο, έως και ευχάριστο θα έλεγα, να επικοινωνούν με αθώα άκακα ζωάκια, τα οποία…

- Εεε, συγγνώμη γιατρέ…

- Παρακαλώ;

- Δεν είναι κανονική αγελάδα.

- Και τι είναι;

- Αγελάδα - κουδουνίστρα!

- Ααα, μάλιστα…

- Καταλάβατε;

- Πως; Πως;...

- Μπορώ να κάνω κάτι γιατρέ μου;

- Ναι… βέβαια… θέλετε να κάνετε αυτόν εδώ τον μπάφο που μου έχει περισσέψει;

- Α, χίλια ευχαριστώ! Είστε άγιος άνθρωπος!

- Τα παραλέτε…


[παφ, παφ, πουφ…]



[παφ, παφ, πουφ…]







.



- Πόσα μπάνια έκανες;
- Το σαββατοκύριακο ή γενικά;
- Όχι ρε. Το σαββατοκύριακο.
- Ε… έξι. Εσύ;
- Εγώ πέντε.
- Ωραία. Να το σβήσουμε τώρα το θερμοσίφωνο;







.





- Που ήσουν;
- Είχα φύγει.
- Ναι, το προσέξαμε, αλλά ΠΟΥ ήσουν;
- Στο δίπλα δωμάτιο…
- …
- Τι;
- Και τι έκανες εκεί;
- Έφευγα.
- Και που πήγαινες;
- Σε άλλα δωμάτια.
- Αφού δεν σε είδα να περνάς από ‘δω.
- Ήταν σε άλλα σπίτια.
- Με δουλεύεις; Και από πού βγήκες, αφού δεν έχει παράθυρο στο δίπλα δωμάτιο.
- Βγήκα από το σώμα μου.
- …
- Έχει πολλά παράθυρα.
- Και… και… τώρα… ξαναήρθες;
- Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πια…
- Ε… καλά… γκχμ, να σου ζητήσω μια μικρή χάρη;
- Τι;
- Άμα ξαναφύγεις και άμα ξανάρθεις μετά -λέμε- μπορείς να μου φέρεις και δυο πακέτα τσιγάρα;
- Μα… αφού δεν καπνίζεις!
- Ε, και; Μήπως εσύ φεύγεις;


Music Composed & arranged by: Spy
Ορθογραφικά & μουσικά λάθη: Spy




.


Λοιπόν:

Έχω 386 βιβλία λογοτεχνικά.
520 τεύχη από διάφορα περιοδικά που συλλέγω.
76 Ταξιδιωτικούς Οδηγούς.
712 μουσικά CD.
322 CD με δεδομένα (κυρίως επαγγελματικό αρχείο).
200 και βάλε DVD (βαριέμαι να τα μετρήσω).
48 πουκάμισα.
79 γραβάτες.
4 κατσαρόλες διαφόρων μεγεθών και 2 μπρίκια.
9 διαφορετικά είδη τσαγιού (ληγμένα).
57 πρίζες σε όλο το σπίτι.
6 κονσέρβες με σκυλοτροφή.
3 παγοκυψέλες.
12 σκληρούς δίσκους (έχω μεγάλα αρχεία…)
7 synthesizers.
1 παιδί.
1 γυναίκα.
1 σκύλο.
2 μεγάλες βεράντες.


Δεν έχω καθόλου όρεξη.
(κι ήμουνα σίγουρος ότι κάπου εδώ κοντά την έχω βάλει…)







.


Είμαι μια τρύπα.

Με ελικοειδείς σπείρες στα τοιχώματα σαν κάνη όπλου και βάθος απροσμέτρητο σαν σήραγγα που διαπερνά τις Άλπεις. Αν τολμήσεις να μπεις φρόντισε λίγο φως να έχεις μαζί σου, γιατί το σκοτάδι είναι πυκνό και διαβάτες παράτολμοι και άφρονες χάθηκαν στα βάθη μου. Φρόντισε να πάρεις και σχοινιά, να σκαρφαλώσεις πάλι αν δεν σ’ αρέσει, προς την επιφάνεια, αφού ξεφορτωθείς όλα σου τα βάρη για να ελαφρύνεις. Μην ανησυχείς, θα τα καταπιώ εγώ και θα τα χωνέψω, συνήθισα πια.

Είμαι μια τρύπα που δεν οδηγεί πουθενά, άγνωστος ο λόγος που υπάρχω, παρ’ εκτός για να πέφτουν μέσα μου της στέπας τα αγρίμια και να σκοτώνονται, μια σκοτεινή άβυσσος για να φοβούνται τα παιδάκια όταν με δείχνουν με το δάχτυλό τους οι μεγάλοι, ένα πρόσκαιρο καταφύγιο για τις στρουθοκαμήλους.

Χάσκω έτσι άπρακτη, αιώνες τώρα, μόνο που μετακινούμαι που και που γιατί με αναγνωρίζουν και με σημαδεύουν με σημαιάκια μπας και γλιτώσουν οι επόμενοι. Κι όταν κάποιος κάθεται σκεπτικός από πάνω μου κάνοντας τους απολογισμούς του, του χαμογελώ φιλήδονα, όχι από πονηριά, μα επειδή γι αυτό φτιάχτηκα, και προσπαθώ να τον πείσω πως είμαι μια φιλόξενη αγκαλιά. Τους κουτούς τους καταφέρνω. Κι εκείνοι ρίχνονται τυφλά.

Είμαι το αχανές στόμιο ενός πηγαδιού παράξενου, που είχε μια εποχή νερό, καθαρό, να ξεδιψάνε οι καμηλιέρηδες ή να καθρεφτίζονται οι γυναίκες που δεν είχανε κοντά τους ποτάμι να πλυθούνε, και να χτενίζουνε τα μακριά μαλλιά τους. Τώρα είμαι απλώς μια στεγνή τρύπα, αχόρταγη, γεμάτη βρύα, και μυρωδιά μούχλας αναδύω ολόγυρα.

Κάποτε είχα χιλιάδες νομίσματα στο βυθό μου.







.



Ο Ιούλιος μου φέρνει ρώγες από σταφύλι και μεθυσμένα κουνούπια στο πιάτο, οσμές από τα μισοτελειωμένα αντιηλιακά αυτών που γύρισαν και τα φλεγόμενα φιδάκια στις βεράντες αυτών που μείναν, ζέστη και σκόνη απ’ την Αίγυπτο, υγρασία απ’ το Λαύριο.
Είναι συνήθως βλοσυρός και με κοιτά με αυτό το βλέμα που αν μιλούσε θα ΄λεγε: “ξεκαθάρισες τις εκκρεμότητές σου; χρωστάς πουθενά ακόμα; να σ’ αφήσω να φύγεις; κι αν σ’ αφήσω; θα φύγεις;”
Φοράει λινό τσαλακωμένο παντελόνι, ιδρωμένο βαμβακερό πουκάμισο, λευκό, και στέκεται με τις ώρες δίπλα στη βουκαμβίλια μου, μαδώντας ένα-ένα όλα της τα άνθη, σκορπάει το ξερό χώμα από τον κήπο έξω στον δρόμο και με σημαδεύει με ένα παιδικό νεροπίστολο. Άδειο.

Εγώ δεν του μιλώ. Κάνω πως δεν τον βλέπω και πιάνω κουβέντα με τους παρουσιαστές των ειδήσεων και τα ΑΤΜ των τραπεζών: “Καλωσήρθατε. Πως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;” - “Καλώς σας βρήκα. Πορτοκαλάδα έχετε;” - “Για ενημέρωση πατήστε εδώ, για ανάληψη πατήστε εδώ” - “Όχι, όχι... μια πορτοκαλάδα ήθελα μόνο” - “Σας ευχαριστούμε που χρησιμοποιήσατε τις ηλεκτρονικές μας υπηρεσίες. Παρακαλούμε μη ξεχάσετε την απόδειξη της συναλλαγής σας.” - “Κι εγώ σας ευχαριστώ. Είστε τόσο ευγενείς. Αύριο, την ίδια ώρα...;”

Κάποιες φορές, κρατάει μια τράπουλα και την ώρα που εγώ υπαγορεύω το μυθιστόρημά μου στη γραμματέα μου, σκορπάει όλα της τα φύλλα στο μπαλκόνι κι ύστερα βάζει μια στρατιά από χελώνες να τα κουβαλάνε μέχρι να χτίσουν τον πύργο που θέλει σε μια γωνιά, καθόλου απάνεμη, έτσι που με το πρώτο καυτό αεράκι εκείνα θα σκορπιστούν και μ’ αυτόν τον τρόπο νομίζει πως μου δείχνει πόσο μετέωρα είναι όλα...

Αυτή τη φορά τον κορόιδεψα.
Δεν ήμουν εδώ. Ήρθε και βρήκε τους σοβάδες να κρέμονται ξεραμένοι στους τοίχους μου σαν εφιαλτικές μαριονέτες, και την κουζίνα γεμάτη σκόνη και μυρμήγκια, χωρίς ούτε ένα μπρίκι να περιμένει να ζεστάνει τυποποιημένα χαρμάνια.
Μόνο όταν ρώτησε τη δασκάλα από το διπλανό σχολείο “Τον έχετε δει τώρα τελευταία;” κι εκείνη ιδρωμένη αποκρίθηκε “Μα τι λέτε; Δε μένει κανείς εδώ. Ποτέ δεν έμενε... ” κατάλαβα πως θα με άφηνε επιτέλους ήσυχο, να πετάω βελάκια σε γυάλινες λέξεις μάταια, και να φυτεύω καινούργιες βουκαμβίλιες στους ευτυχισμένους γείτονες...









.

...με σπανάκι.



Εδώ ακτινογρφία του στομάχου μου,
μετά την κατάποση μεγάλης ποσότητας
του εν λόγω εδέσματος.









.



Με κορόιδεψε.
Της είπα να πάει να καθαρίσει το υπόγειο.
Μετά από τρεις ώρες και είκοσι λεπτά
κατέβηκα κάτω να κρύψω τα ναρκωτικά που μόλις αγόρασα.

Αν είναι δυνατόν! Κοιμόταν!

Της είπα να ξεκουμπιστεί αμέσως από το σπίτι.
Ούτε τα ρούχα της δεν πρόλαβε να φορέσει.
(ευτυχώς που είναι καλοκαίρι και δεν κάνει κρύο,
αλλιώς δεν θα την γλίτωνα τη μήνυση...)



* Η Μολδαβή πρώην οικονόμος μου, που μου σύστησε ένας πλούσιος φίλος μου.






.



Αγόρασα μια μύγα. Την Πόπη.

Θα την φάω τον Αύγουστο που θα έχει παχύνει.




Φωτό άνω: ενώ δοκιμάζει το καινούργιο της WC.
Φωτό κάτω: τρυφερό ενσταντανέ, ενώ κάνει πιλάτες στον αστράγαλό μου.











.



Ακούπησαν το φέρετρο κάτω. Παραήταν βαρύ για τρία άτομα.
“Που είναι ο μαλάκας ο Ντάνυ;” ρώτησε ο χοντρός Έντυ, μάλλον τον εαυτό του, καθώς οι άλλοι δύο τον είχαν χεσμένο πανηγυρικά.


------------------------------------------------------------------

Την προηγούμενη μέρα, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά είχε πάει. Οι τέσσερεις ηλίθιοι μπήκαν στο σπίτι της γιαγιάς του Ντάνυ όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Κανείς από τα γειτονικά σπίτια δεν τους πήρε χαμπάρι. Αφού άδειασαν κάθε συρτάρι και ντουλάπι του σπιτιού χωρίς να βρουν το παραμικρό ίχνος χρημάτων, τσακώθηκαν αρχικά μεταξύ τους, μετά οι υπόλοιποι με τον Ντάνυ, και τέλος όλοι μαζί με τον γερο-Φλάναγκαν που ήρθε να παραπονεθεί για τον θόρυβο. Ο άτυχος ηλικιωμένος έπεσε ηρωικά στη μάχη, αφήνοντας για ενθύμιο στους οικείους του τη μούρη του στραπατσαρισμένη από ένα τηγάνι.
“Που είναι τα φράγκα ρε μαλακισμένε Ντάνυ;”
“Δε ξέρω. Αλλά είμαι σίγουρος πως η γριά τα φύλαγε εδώ μέσα. Πάντα πίστευε πως οι τράπεζες την κλέβουν στους τόκους”.
“Γαμώ το μυαλό που κουβαλάς ρε ηλίθιε! Θα ξημερωθούμε ψάχνοντας!”
“Και πότε είπες πως θα γυρίσει από την Ίμπιζα;”
“Την άλλη εβδομάδα. Έχουμε χρόνο, μην αγχώνεστε...”
“Ναι ρε μαλάκα. Μήπως να καθαρίσουμε και το γκαράζ της, μιας και προλαβαίνουμε;”
“Σκάστε και ψάξτε! Και μη βγάλετε τα γάντια για κανέναν λόγο!”

------------------------------------------------------------------

Ο Όλυ και ο Γκάρυ, είχαν ιδρώσει τόσο που αν τους έστιβες έκανες μπάνιο άνετα, μαζί με το σκύλο σου. Η γριά πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον εκατόν ογδόντα κιλά, συν το κωλοφέρετρο...
“Θα τον σκίσω τον πούστη!” επανέλαβε για όγδοη τουλάχιστον φορά ο Έντυ.
“Έντυ, σκάσε!” απάντησαν ταυτόχρονα οι δίδυμοι. “Του το χρωστάμε του φουκαρά. Η γριά δεν έφταιγε σε τίποτα”.
O χοντρός έφτυσε μια βρισιά, αλλά ο καυτός αέρας της ερήμου την έπνιξε γρήγορα, πριν προφτάσει να ακουμπήσει το αφιλόξενο χώμα της Νεβάδα.

------------------------------------------------------------------

Το κλειδί στην πόρτα δεν το άκουσε κανείς. Ο Ντάνυ ήταν απασχολημένος με το να ψάχνει στο υπόγειο, την ώρα που οι δίδυμοι μπεκρούλιαζαν απογοητευμένοι στο σαλόνι με κάτι ληγμένες μπύρες που βρήκαν στο ψυγείο. Η φιγούρα της θεόρατης γριάς τους έκοψε τη χολή και ο Γκάρυ δεν πρόλαβε να συγκρατήσει το μπουκάλι που του γλίστρησε από το χέρι. Ο κρότος του γυαλιού που έσπασε έκανε τον χοντρό Έντυ να γυρίσει απότομα από τον νεροχύτη που έπλενε τα χέρια του. Στη θέα της άρτι αφιχθείσας γριάς πάγωσε, και το καταραμένο σαπούνι που κρατούσε γλίστρησε στο καλογυαλισμένο μάρμαρο του δαπέδου, όσο χρειαζόταν για να φτάσει στην είσοδο που στεκόταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού και να σταματήσει αθόρυβα ακριβώς δώδεκα εκατοστά από την αριστερή της παντόφλα.

------------------------------------------------------------------

“Σκάβε ρε μαλάκα”
“Δεν αντέχω άλλο... Έχω λιώσει...”
“Σκάβε να τελειώνουμε. Να τη θάψουμε πριν μας πάρει χαμπάρι κανείς”.
“Σαν ποιός δηλαδή; Ακόμα και τα τσακάλια βαριούνται να έρθουν εδώ”.
“Σκάβε”.
“Που είναι ο μαλάκας ο Ντάνυ;”
“Σκάσε Έντυ!”
“Σκάσε Έντυ!”

------------------------------------------------------------------

Η γριά ενστικτωδώς προσπάθησε να πλησιάσει το τηλέφωνο που ήταν ακουμπισμένο στο μικρό τραπεζάκι στο χωλ. Το σαπούνι έτυχε να είναι απλώς σε λάθος σημείο. Για εκείνην.

------------------------------------------------------------------

“Άμα δεν έρθει θα τον γαμήσω!”
“Βάλε ένα χεράκι, γιατί θα μας γαμήσουν ομαδικώς έτσι και μας δούνε, και άσε τη γκρίνια. Ο μικρός είναι σκασμένος. Θα τον καταλάβαινα ακόμα κι αν δεν ερχόταν καθόλου...”
“Δικιά του γιαγιά ήταν του πούστη!”
“Φακ! Ένα αυτοκίνητο!”
“Που;”
“Γαμώ τη γκαντεμιά μου! Προς τα ‘δω έρχεται!”


------------------------------------------------------------------

Εκατόν ογδόντα έξι κιλά λίπους, κρέατος, κιτς κοσμημάτων, ακόμα πιο κιτς ρούχων, και μακιγιάζ, έκαναν μια εξωφρενικά γελοία πιρουέτα πανω από το σαπούνι και ήταν έτοιμα να δημιουργήσουν το πιο αηδιαστικό “πλατς” που ακούστηκε ποτέ στον πλανήτη.

------------------------------------------------------------------

“Ρε μαλάκες! Αυτός δεν είναι... ο... ο... Ντάν...”
“Ντάνυ;;;”
“Ντάνυ;;;”
“Ρε μαλάκα;;;”

------------------------------------------------------------------

Η αηδία όμως προτίμησε να παραχωρήσει ευγενικά τη θέση της στη φρίκη. Η βαρετά άτυχη γριά, σημάδεψε με το κεφάλι της κατά την πτώση το πιο μεγάλο από τα κομμάτια του σπασμένου μουκαλιού της μπύρας του Γκάρυ. Το κομμάτι δεν πρόλαβε να κουνηθεί καν.

------------------------------------------------------------------

“Ντάνυ, που ήσουν;”
“Ντάνυ, γιατί δεν μιλάς;”
“Ντάνυ, γιατί... γιατί κρατάς... αυτήν την... καραμπίνα;;;”


------------------------------------------------------------------

Το γυαλί καρφώθηκε μεγαλοπρεπώς στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, και η πιο μυτερή γωνία του βγήκε από το αριστερό της μάτι, ο βολβός του οποίου κύλησε σαδιστικά κάτω από τον καναπέ.
Μια γλοιώδης ομελέτα από μυαλά, αίμα, λίπος και μπύρα σχημάτισε μια -απολύτως ταιριαστή με τη διακόσμηση- σιχαμερή λίμνη, μπροστά στα μισόκλειστα μάτια των τριών τους.

------------------------------------------------------------------

“Ντάνυ! Ντάνυ μην το κάν...”

{μπαμ – μπαμ}

“Ντάνυυυυ!”

{μπαμ – μπαμ}

“Ρε μαλάκ...”

{μπαμ – μπαμ – μπαμ – μπαμ}

...

...

Καργιόληδες...!










.



- Θα μ’ αγαπάς ακόμα κι όταν γίνω γέρος, πλαδαρός και άσχημος;
- Πως ξέρεις ότι θα γίνεις έτσι;
- Όλοι γίνονται έτσι όταν γερνάνε.
- Και πως ξέρεις ότι θα γεράσεις;
- Μα, δεν γίνεται να μείνω για πάντα νέος...
- Προφανώς. Αλλά πως ξέρεις ότι θα φτάσεις μέχρι εκεί;
- ...
- Όχι, πες.
- Δεν το ξέρω. Το ελπίζω.
- Και θέλεις να σου δώσω λόγο για να το καταφέρεις;
- Μια απλή ερώτηση ήταν...
- Όχι. Ήταν η αχόρταγη ανασφάλειά σου, που διψάει για αίμα.
- Και τι θες να κάνω;
- ...
- Όχι, πες.
- Φάε λίγο σταφύλι. Μία-μία τις ρώγες. Να προσέχεις, μην πνιγείς. Και φόρα κάτι πάνω σου. Κάνει ψύχρα απόψε.
- Εγώ θα σ’ αγαπάω πάντως!
- Γιατί; Εγώ τι σου ‘πα μόλις τώρα;





.

Εντάξει.
Έβρεξε.
Τόσο νερό, ούτε 40 μέρες διακοπές να έκανα δεν θα 'τρωγα στη μάπα.
Φτάνει για φέτος.
Του χρόνου πάλι...



[Παραήταν καλό για είναι αληθινό...]








.

Εντάξει. Κανόνισα και την παρέα.
Έχουμε ξαναπάει βέβαια διακοπές μαζί,
αλλά τώρα -τελευταία στιγμή- τι περίμενες;
Να βρω ελεύθερο άνθρωπο της προκοπής για διακοπές;

(παρακάτω: φωτό από παλιότερες στιγμές μας)





[Εδώ μια παλιά μου γκόμενα με το νυχτικό της, στο Καϊμακτσαλάν]





[Αυτήν εδώ την είχα βάλει να δοκιμάσει μια πολυθρόνα που πήρα τότε από το ΙΚΕΑ. Καλή ήταν. Η πολυθρόνα]





[Εδώ, αυτή η βλαμμένη μόλις έχει ξυπνήσει και ψάχνει το φορτιστή της. Εγώ έχω πάει να πάρω κουλούρια και Milko]





[Αυτή εδώ πήγε και πήρε αυτό το χάλια μαγιό, επειδή το είχε πάρει και μια ξαδέρφη της και ζήλευε. Άμα βρω τη φωτογραφία που έχω με το μαύρισμα που έκανε μετά θα την ανεβάσω]





[Άλλη ξανθιά... Της λέω “πήγαινε μωρή στην άμμο να σε βγάλω μια φωτογραφία” και η ηλίθια πήγε στην κουβέρτα του σκύλου]





[Μία που την είχα πριν τον Χιού. Εδώ είμαστε σε ολιγοήμερες διακοπές στο εξωτικό Αγκίστρι]





[Μ’ αυτήν εδώ γίναμε ρεζίλι. Είχα νοικιάσει ένα μπάγκαλοου στο Μαϊάμι και ξήλωσε τις κουρτίνες η λυσσάρα. 2.800 ευρώ πλήρωσα]





[Μ’ αυτήν τα είχαμε πέρσι. Ωραίο τεμάχιο. Εδώ είμαστε στο εξοχικό μου στα Καμμένα Βούρλα]





[Μια άλλη γκόμενα που την είχα από λύπηση. Είχε πάθει εγκεφαλικό όταν ήταν τριών χρονών και στραβώσανε τα χείλη της]





[Αυτή η πατσαβούρα δεν μου έκανε τα χατήρια και την πλάκωσα στα χαστούκια]





[Η άλλη έβαλε κάτι σεμνό για να πάμε σ’ έναν γάμο στις Κουκουβάουνες]




[Αυτή με αγαπούσε πολύ. Φόρεσε αντί για μαγιό αυτό το σεμεδάκι της γιαγιάς μου που το είχα στην τηλεόραση. Η τηλεόραση δεν ξανα-άναψε ποτέ σε ένδειξη διαμαρτυρίας]





[Εδώ είναι η ίδια στη δουλειά της. Είναι δοκιμάστρια τραπεζιών]





[Μια άλλη σαβούρα που θα την πάρουμε χατηρικώς να μας καθαρίζει τα δωμάτια. Εδώ δοκιμάζει το αντιηλιακό του προηγούμενου ποστ]






.



Δεδομένα:
1) Μ' αρέσει πάρα πολύ το καρπούζι, αλλά μου τη σπάνε τα κουκούτσια.
2) Δεν αντέχω το άρωμα της καρύδας στα αντιηλιακά.
3) Σιχαίνομαι οτιδήποτε είναι "γκλίτσι" (σ.μ. σιχαμερά γλοιώδες και λιπαρό).

Αποτέλεσμα:
Αγόρασα λοιπόν αυτό:




Πρόβλημα:
Υπάρχει κίνδυνος να μετακομίσουν όλες οι μύγες της παραλίας στη μούρη μου.

Λύση:
[Under construction...]













.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy