- “Φιλαράκο...” ακούστηκε από χαμηλά.
- “Ώπα!”, κόντεψα να πέσω από τη σκάλα, “από που ξεφύτρωσες εσύ;”
- “Να πέρναγα, και είπα...”
- “Από που πέρναγες ρε μεγάλε;” τον αποπήρα. “Πέντε η ώρα τα χαράματα; Μας δουλεύεις;”
- “Όχι ρε φίλε, από δω πάω για τη δουλειά, κάθε μέρα περνάω”, αποκρίθηκε.
- “Σοβαρά; Και πως δεν σ’ έχω ξαναδεί;” το χαβά μου εγώ.
- “Μάλλον επειδή είσαι σκυμένος πίσω απο τον πάγκο συνέχεια, με τα χέρια στο κεφάλι”, έκανε να μου εξηγήσει ευγενικά. “Τόση απελπισία φιλαράκο έχω να δω απο την κατοχή...”
- “Άσε ρε φίλε, έχουμε μεγάλο πρόβλημα, δεν πατάει πελάτης, λέμε. Ο τελευταίος μπήκε μέσα όταν ήμουνα παιδί”, η απελπισία με ξαναπλησίασε ...απελπιστικά.
- “Σε νιώθω”, μου είπε, “αλλά τι κάνεις εκεί;”
- “Τι να κάνω ρε φίλε; Βάζω λίγο χρώμα. Μπας και αναθαρρήσει λίγο ο κοσμάκης.”
- “Λες να πιάσει;”
- “Τι να σου πω;” βάλθηκα να του εξηγήσω. “Τόσο καιρό γκριζίλα και κλαψομουνιά, δεν είδαμε άσπρη μέρα. Ποιά κρίση και παπάρια; Εδώ τζάμπα πράμα δίνουμε και πάλι μειώνονται οι πελάτες! Ε, είπα να κάνω μια ανακαίνιση μπας και πιάσει, γιατί στις εκπτώσεις δεν είμαι καλός έτσι κι αλλιώς...”
- “Θες βοήθεια;” με ρώτησε με τάχαμου ειλικρινές ενδιαφέρον.
- “Όχι μωρέ, τελειώνω. Να πέντε γραμμές μου μείνανε κι έτοιμη η μαρκίζα.”
- “Τι να σου πω ρε μάγκα; Καλή επιτυχία.” είπε απλά.
- “Ευχαριστώ συνάδερφε”, απάντησα.
- “Μα... μα... πως... που το ήξερες ότι είμαι... συνάδερφος;”
- “Έλα ρε παλληκάρι, με δουλεύεις; Τέτοια ώρα δεν υπάρχει περαστικός ούτε για δείγμα. Μόνο ανταγωνιστές που ψάχνουν για τζάμπα ιδέες.”
- “Μα... εγώ...”
- “Ναι, ναι. Εσύ, εγώ, όλοι. Βόλτα στην ιχθυόσκαλα χωρίς πορτοφόλι... Κορόιδα ψάχνεις; Τη λευκή σελίδα έχεις στη τσέπη, και μόλις στρίψεις τη γωνία θα βγάλεις το στυλό.” αποφάνθηκα ο μέγας!
- “Ε... συγγνώμη.. δεν ήθελα να...”
- “Δεν πειράζει ρε κούκλε. Καλή καρδιά. Στο κάτω κάτω αν αποτύχω κι εγώ στο βάψιμο θα πάρεις κι εσύ τ’ αρχίδια μου, οπότε;”
- “Οπότε;”
- “Συνάδερφοι και στα σκατά. Άσε σου λέω... παλιά πουτάνα... πως το κρατήσαμε τόσο καιρό το μαγαζί νομίζεις;”
.
.
.
.
.
.
.



- “Ψιτ! Φίλε...” σχεδόν έφτυσε τις λέξεις.
- “Τι;” του ανταπέδωσα.
- “Έχεις ώρα;” μούγκρισε.
- “Ναι. Δώδεκα και τέταρτο.”
- “Όχι ρε μεγάλε. Δεν εννοώ αυτό. Έχεις ώρα που είσαι εδώ;” διευκρίνησε με ευγένεια ξεπεσμένου βαρώνου.
- “Κάμποση”, απάντησα μονολεκτικά μπας και γλίτωνα τη συζήτηση.
- “Και;” τζίφος η προσπάθεια.
- “Και τι;” ακάθεκτος εγώ.
- “Έχεις πιάσει τίποτα;”

Μου ‘ρθε να του δείξω τι θα έπιανα σε λίγο αλλά συγκρατήθηκα.

- “Κάτι ψιλά, μη φανταστείς... τίποτα σπουδαίο.”
- “Χμ...” είπε το τέρας ευφυΐας
- “Κι εσύ;” τα ‘θελε ο κώλος μου.
- “Εγώ ήρθα πριν από λίγο”, λες και δεν τον είχα δει τον πούστη, “αλλά κάτι τσιπούρες, κάτι λαυράκια, κανα δυο σαρδέλλες, μια σαμπρέλα και δυο παπούτσια (ανόμοια) τα έχω πιάσει”, κάγχασε ο γύφτουλας. “Δεν έχω παράπονο.” Εγώ είχα όμως!
- “Έλα ρε!” έπεσα στο επίπεδό του μεμιάς
- “Ναι ντε σου λέω. Έλα να δεις”. Πήγα.
- “Όντως... Μπράβο ρε μεγάλε...”
- “Βρασίδας!” θριαμβολόγησε λες και το είχε διαλέξει μόνος του το γκουρμέ το όνομα.
- “Μπράβο ρε Βρασίδα”, έκανα. “Καλή ψαριά μου φαίνεται.”
- “Σκατά στα μούτρα μου είναι”, με αποπήρε. “Γι αυτά ήρθα εδώ στην ερημιά νομίζεις;”
- “Τι εννοείς;” έκανα πως δεν καταλαβαίνω. “Για ποιά ήρθες;”
- “Ρε παλληκάρι με δουλεύεις;” μου ‘ρθε να του χώσω γονατιά στα δόντια. “Εγώ ψαρεύω από φάλαινες και πάνω! Usually”. Πάρε και το λατινικό στη μάπα!
- “Σώπα...” έκανα φανερά εντυπωσιασμένος σε βαθμό ξερατού.
- “Ναι ντε! Ο Βρασίδας τσιπούρες;” αλλίμονο, αίσχος! “Εγώ γεννήθηκα για μεγάλα πράγματα αγορίνα μου”, ο βαθμός οικειότητας αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος.
- “Δηλαδή;” ο κώλος μου κόντεψε να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ φαγούρας.
- “Τι δηλαδή μωρέ; Αφού σου είπα. Φάλαινες, ξιφίες, καλχαρίες, θαλάσσιους ελέφαντες, πιράνχα (σ.σ. ενικός), ανακόντα, τέτοια. Ξέρεις μωρέ...”
- “Ε, ναι!” μαλάκας ήμουνα να του πάω κόντρα; “Και... τι δόλωμα βάζεις ρε φιλαράκο αν επιτρέπεται;”
- “Φσσττ! Δικό μου μεγάλε. Ιδιοκατασκευή!” ξεστόμισε τη τρελλή τη λεξάρα ο σακάτης.
- “Δηλαδή τι ακριβώς; Αν επιτρέπεται βέβαια.”
- “Θα σου πω. Φαίνεσαι καλό τυπάκι και δεν σε φοβάμαι”, είπε ο ελεήμων μεγαλοδύναμος. “Σκορδοστούπι με μυτζήθρα και κάλτσες.” Παύση.
- “Έλα μου;” προσποιήθηκα πως δεν άκουσα.
- “Σκορδοστούπι με μυτζήθρα και κάλτσες! Ψάρωσες;” Πολύ ταιριαστό ρήμα για την περίσταση.
- “Ε, μα...”
- “Άσε, σου λέω, γαμεί!” η έπαρσή του έκανε ακροβατικά στα ουράνια.
- “Ναι, ε;”
- “Ρε σου λέω το μυρίζουνε τα ζα και λιποθυμάνε στα τριάντα μέτρα.”
- “Λογικό.”
- “Ε, το πλάθω κανα δυο βδομάδες πιο πριν, το αφήνω στην υπόγα να μουχλιάσει και να πάρει άρωμα και χρώμα, κι έρχομαι εδώ και το πετάω μέσα.”
- “Θεέ μου! Τι πίνουμε;” σκέφτηκα, δεν είπα.
- “Το λοιπόν, αναμοχλεύεται (!) ο βυθός απο τα ρεύματα και σέκος οι ψαρούκλες από τη μπόχα. Πετάω τη πετονιά, κι ότι τύχει να ψοφάει εκείνη την ώρα το μαζεύω. Μαγικό, έτσι;”
- “Ρε Βρασίδα, τι να σου πω;” ορίτζιναλ απορία ήταν αυτό. “Είσαι κορυφαίος!”
- “Τσσς! Και ο πρώτος μάγκας!” κοκκορεύτηκε. “Αλλά σήμερα δεν λέει. Όλο σαβούρα μαζεύω. Σκατά. Αλλά δε γαμιέται, η ώρα να περνάει...”
- “Ε, βέβαια”, νόμιζα πως θα ήταν η τελευταία μου λέξη πριν λιποθυμίσω από αηδία.
- “Κι εσύ;” Άντε πάλι...
- “Εγώ Βρασίδα μου... άσε καλύτερα... τι να σου λέω;”
- “Πες ρε μεγάλε. Έχουν ακούσει εμένα τα αυτιά μου ιστορίες... Ουου...” έριξα μια κλεφτή στο μέγεθος των αυτιών του και διαπίστωσα πως μάλλον έλεγε αλήθεια.
- “Να... Ξέρεις... Εγώ ψαρεύω... πως να στο πω...;”
- “Μίλα ρε! Άντρες είμαστε. Μη ντρέπεσαι.” Το βδελυρό του χέρι με ακούμπησε στον ώμο, κι ένα κύμα σιχαμάρας με διαπέρασε.
- “Εγώ... εγώ ψαρεύω αναγνώστες. Ξέρεις, ε;”
- “...”
- “Τι;”
- “Αναγνώστες;;;” μια έκφραση μαϊμούς σε πείραμα για φάρμακο δυσκοιλιότητας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
- “Ναι ρε Βρασίδα, αναγνώστες. Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ.” έκανα spelling μπας και πάρει χαμπάρι.
- “Τι αναγνώστες δηλαδή;”
- “Απ’ τους κανονικούς, απ’ αυτούς που διαβάζουν. Εφημερίδες, βιβλία, μπλογκς, κείμενα... που διαβάζουν ρε φίλε, πως να στο πω;”
- “Γκχχχ... φφ...” ο Βρασίδας κόντευε να πάθει παροξυσμό αποριών.
- “Τέτοιους. Κατάλαβες;”
- “Και τρώγονται αυτοί δηλαδή;” σκέφτηκε φωναχτά το ζώον.
- “Γιατί ρε Βρασίδα;” άρχισα να τα παίρνω ελαφρώς. “Τα πιράνχα(ς) και τα ανακόντα(ς) που ψαρεύεις εσύ τρώγονται;”
- “Ε, τι να σου ρε φιλάρα; Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα” αποφάνθηκε ο μέγας θυμόσοφος.
- “Α, γειά σου.”
- “Και τι δόλωμα βάζεις αν επιτρέπεται ρε παλληκάρι;”
- “Διάφορα”. Άρχισα να παίρνω θάρρος. “Λέξεις, φράσεις, ήχους, εικόνες, δύσκολα νοήματα, απορίες, τέτοια... Άμα μου περισσεύουν τίποτε φράγκα βάζω και κανένα βίντεο, κανένα τραγούδι. Βέβαια πάντα τα πασπαλίζω και με λίγο χιούμορ, μην μας πάρουνε χαμπάρι και από το υπουργείο και μας αφαιρέσουνε την άδεια”. Ήμουν στο στοιχείο μου πλέον. “Που και που”, του ψυθίρισα, “άμα πέφτει αναδουλειά, τους πετάω και καμιά γάμπα, μπας και τσιμπήσουνε, κανένα βυζί, ξέρεις...”
- “Ναι... ναι... ξέρω. Πως δεν ξέρω...”
- “Κατάλαβες;” Ρώτησα με ύφος οχτακοσίων καρδιναλλίων (Φεβρουάριος= εκπτώσεις)
- “Και δε μου λες ρε μάγκα”, είπε με αληθινή και άδολη απορία.
- “Τι;”
- “Τσιμπάει;”
- ...




Φωτό άνω: ο Βρασίδας
Φωτό κάτω: Εγώ (σε νεαρή ηλικία)
.
.
.
.
.
.
.
.
.



- “Κι εσείς φίλε μου; Είστε καιρό εδώ;”
- “Ε;” γύρισα απότομα πίσω μου
- “Λέω: Είστε καιρό εδώ;” είπε κάπως φωναχτά αυτή τη φορά, τόσο που γυρίσανε τουλάχιστον καμιά δεκαριά κεφάλια προς το μέρος μας.
- “Που εδώ; Τι εννοείτε;” απάντησα σαστισμένος.
- “Εδώ. Στη σειρά! Που αλλού;” με κοίταξε σαν να επρόκειτο για την πιο φυσιολογική ερώτηση του κόσμου.
- “Τι να σας πω; Καμιά ντουζίνα μήνες σίγουρα.” Το αριστερό μου φρύδι σηκώθηκε αυτοβούλως και τον κοίταξε ελαφρώς υποτιμητικά μαζί με το αντίστοιχο μάτι. Ήταν σαφώς ρακένδυτος σαν κι εμένα, μόνο που πρέπει να μου έριχνε τουλάχιστον 600 χρόνια στο κεφάλι για πλάκα.
- “Και πόσοι είναι ακόμα μπροστά σας; Πριν από σας;” ρώτησε προσπαθώντας να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του και να κοιτάξει στο βάθος. “Δεν με βοηθά η όρασή μου πλέον”, έκανε και μου ‘δειξε τα παλιά κοκκάλινα γυαλιά του λες και δεν τα ‘βλεπα από μόνος μου.
- “Χμ...” γύρισα μπροστά και κοίταξα την ατέλειωτη ουρά που εκτεινόταν για τουλάχιστον ένα ναυτικό μίλι, μέχρι να καταλήξει σε ένα βρώμικο γκισέ, πάνω από το οποίο κρεμόταν σαν λαιμητόμος η γλοιώδης ταμπέλα «Εξυπηρέτηση Κοινού». Υπολόγισα πρόχειρα: “Πρέπει να είναι τουλάχιστον εκατόν είκοσι χιλιάδες άτομα. Πάνω-κάτω.”
- “Χα! Το φαντάστηκα!” φώναξε, και: “Ούτε το συσσίτιο δεν θα προλάβουμε...” μονολόγησε.
- “Μα... το συσσίτιο είναι σε... δυο ώρες,” απόρησα.
- “Ε, και τι; Λέτε να έχουμε τελειώσει;” με ρώτησε την ώρα που λίγα σάλια από το στόμα του μου λέρωναν τα διαλυμένα μου παπούτσια.
- “Μα είστε τρελλός; Εδώ σας λέω πως εκατ...”
- “Που το ξέρατε;” με διέκοψε απότομα.
- “Ποιό;”
- “Πως είμαι τρελλός;”
- “Μα... εγώ...” δεν ήξερα τι να του πω.
- “Έχετε χάρισμα νεαρέ μου! Είναι εμφανές! Ε, ναι λοιπόν, τρελλός είμαι! Δηλαδή... ήμουν. Ξέρετε... πριν... πριν από... πριν μείνω άνεργος. Ήμουν εξαίρετος τρελλός! Δούλευα σε μια καταπληκτική υπηρεσία, σαν αυτήν εδώ. Είχα πάρει μάλιστα και δύο προαγωγές. Όταν με απέλυσαν έφυγα με τον βαθμό του Παράφρονα. Ναι.” άναψε μια γόπα που ανακάλυψε στην τσέπη του. “Κι εσείς;”
- “Τι εγώ;”
- “Τι επαγγέλεσθε;”
- “Προφανώς τίποτα άνθρωπέ μου! Στο Ταμείο Ανεργίας είμαστε!” θύμωσα εντελώς αδικαιολόγητα βέβαια.
- “Ω, μπαρδόν. Δεν ήθελα να σας θίξω,” κατέβασε το βλέμμα του. “Εννοούσα πριν από... πριν σας... απολύσουν,” είπε πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά λες και όλοι οι υπόλοιποι ήταν εκεί για άλλο λόγο κι εμείς κρυβόμασταν.
- “Σας ζητώ συγγνώμη,” ψέλισσα κι εγώ ντροπιασμένος. “Δεν ξέρω γιατί ύψωσα τη φωνή μου... η κατάσταση βλέπετε... πολλή πίεση... δεν... δεν...” μουρμούριζα όταν: “Ειρηνοποιός! Ναι. Διπλωματούχος ειρηνοποιός! Αυτό ήμουν!” Τον κοίταξα ντροπαλά.
- “Ειρηνοποιός;”
- “Ναι...”
- “Μα αυτό είναι σπουδαίο!” χαμογέλασε.
- “Χμ...” μου μετέδωσε το χαμόγελο. “Ήμουν ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ, ξέρετε.”
- “Αλήθεια;”
- “Ναι. Ήμουν σε μια εξαιρετικά σημαντική αποστολή, στα σύνορα, ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα, εκεί στη Ζώνη του Λυκόφωτος που λένε και στις ειδήσεις, δύκολη κατάσταση... ανηλεής πόλεμος εδώ και δεκαετίες βλέπετε...” ήμουν σχεδόν περήφανος καθώς μιλούσα. “Αλλά μετά... ξεκίνησαν οι περικοπές, αφήστε... χαμός. Δεν έμεινε υπηρεσία για υπηρεσία. Η δικιά μου αποστολή θεωρήθηκε μεγάλη πολυτέλεια, και να... είμαι εδώ τώρα...” το βλέμμα μου είχε συννεφιάσει πλέον.
- “Μη στενοχωριέστε,” μου είπε σιγανά. “Θα φτιάξουν τα πράγματα. Ακούτε με εμένα τι σας λέω. Έχω πείρα...”

Τον κοίταξα στα μάτια σχεδόν ικετευτικά.

Ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο μου,
κι ένιωσα τόση ζέστη που τον άφησα εκεί να με κρατάει όρθιο
για τουλάχιστον άλλα δέκα χρόνια.

Αν θυμάμαι καλά πλέον...
.
.
.
.
.
.
.
.
.



- "Κι εσείς αγαπητέ μου, πόσον ακριβώς καιρό είστε νεκρός αν επιτρέπετε", με ρώτησε ευγενέστατα αυτός ο ασπρομάλλης κύριος που είχε θρονιαστεί δίπλα μου κι επέμενε να μου πιάσει κουβέντα.
- "Ε, θα ‘χω δε θα ‘χω 250 χρόνια", αποκρίθηκα ελαφρώς ντροπαλά.
- "Α, ήρθατε πρόσφατα!" φάνηκε να με ειρωνεύεται παρόλο που δεν ήταν αυτό ή πρόθεσή του. "Και πως είναι ο κόσμος εκεί κάτω τώρα;"
- "Ε, ξέρετε. Τα ίδια χάλια ήταν πάντα". Τα χειρότερα κλισέ μου έρχονται στις πιο σημαντικές στιγμές. Μέγας γκαντέμης ως συζητητής.
- "Χμμμ..." απογοητεύτηκε.
- "Δηλαδή, μη φανταστείτε τίποτα εντυπωσιακό", πήρα θάρρος. "Πέντε-έξι πόλεμοι απο ‘δω, κάτι τυφώνες από ‘κει, ασθένειες χωρίς εμβόλια στην Αφρική, ξέρετε τώρα, που και που κανένας σεισμός, τίποτα συνταρακτικό, ίσα να συμπληρώνονται οι θέσεις εδώ πέρα."
- "Α, ναι. Ειδικά αυτό," χαμογέλασε.
- "Κι εσείς;"
- "Εγώ, τι;" απόρησε.
- "Πως τα περνάτε εδώ τόσους αιώνες;"
- "Ω, συναρπαστικά φυσικά!" είπε με πομπώδες ύφος. "Δεν μας αφήνουν να πλήξουμε ποτέ!"
- "Ε, βέβαια, για μια υστεροφημία ζούμε όλοι... μπαρδόν... πεθάναμε όλοι," διόρθωσα βιαστικά.
- "Ξέρετε νεαρέ, όταν κοντεύει κανείς τα δυόμιση χιλιάδες χρόνια εδώ, κάθε «γεγονός του αιώνα» του φαίνεται σαν να ξύπνησε ξαφνικά μέσα σε μια λίμνη σοκολάτας, ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε πέσει για ύπνο σε μια έρημο μασουλώντας τσουκνίδες..." άφησε επίτηδες μια σιωπή να πλανηθεί ακυβέρνητη στον αέρα. "Τι τα ψάχνετε;"
- "Να..." ψέλλισα, "είναι που... πως να σας το πω;"
- "Όταν μάθετε πως να μου το πείτε, ελάτε να με ρωτήσετε. Εδώ θα είμαι, δεν έχω να πάω πουθενά," δήλωσε σίγουρος για κάτι που εγώ πάντα το ονόμαζα μεγάλη αγωνία.
- "Ω, μα... ναι, βέβαια, θα έρθω..."
- "Και τώρα θα μου επιτρέψετε, ε; Νιώθω λίγο κουρασμένος."

Σηκώθηκε αργά, φόρεσε το καπέλο του, και με χαιρέτησε ευγενικά με ένα νεύμα. Απομακρύνθηκε μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα.

Κι έμεινα να αναρωτιέμαι που με 'στειλαν πάλι αυτήν τη φορά,
στην Κόλαση ή στον Παράδεισο...
.
.
.
.
.
.




Μια άλλη φορά
ήμουν στο Τουρκμενιστάν.
Σε μια μεγάλη, βαθιά σιωπηλή έρημο.

Το χώμα εκεί ξερνούσε αλάτι κι οι νεκροί της περπατούσαν μόνο τα βράδια για να μην τρομάζουν το πρωί τις σαύρες, κι έτσι δεν έδειξαν ποτέ ούτε ένα μονοπάτι για να φτιαχτούν οι χάρτες των αιώνων.

Μόνο αργά το μεσημέρι αν ακουμπούσες το αυτί σου στο καυτό χώμα, άκουγες τους ψιθύρους των κάκτων, αγκομαχούσαν οι έρμοι να αφήσουν ένα στίγμα για τους νομάδες ποιητές, που χάνονταν χωρίς πυξίδες και ψάχνανε το θεό τους κάτω απ΄τις πέτρες. Στις σκιές τους.

Σ’ αυτήν την έρημο δεν βρέθηκα.
Δεν πήγα εκεί ποτέ, μήτε μ’ έστειλαν να ψάξω τίποτα.
Στην έρημο του Kara Kum γεννήθηκα.

Κι εκεί γυρνάω τώρα,
να βυζάξω το τελευταίο μου γάλα
πριν ο βαρύς ετούτος ουρανός μου κλείσει τα αυτιά μ’ έναν τεράστιο κρότο
και δεν ξανακούσω ποτέ τέτοια τραγούδια:

Kara Kum
Ίσως το καλύτερο κομμάτι των Banco de Gaia
από το άλμπουμ: Farewell Ferengistan
.
.
.
.
.
.



Τι κι αν έχει λιακάδα;
Εγώ τα πρωινά δεν είμαι εδώ.

Άμα δείτε κάποιο βράδυ περισσότερο φως
απ’ αυτό που ρίχνει η λάμπα του δρόμου,
χτυπήστε μου απαλά την πόρτα, να βγω.

Έχω καιρό να πιω καφέ την ώρα που τυπώνονται οι εφημερίδες.

και μου 'λειψε η μυρωδιά απ’ αυτό το μελάνι
που εντυπώνεται πιο βαθειά και από ένα τατουάζ στο μπράτσο,
πιο ανεξίτηλα κι από ένα “μείνε” την ώρα των αποχωρισμών...
.
.
.
.
.
.




Όλα άρχισαν απ’ αυτήν την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου –ή μάλλον, γιατί να κλείνω τα μάτια ακόμα και στο χείλος της καταστροφής;- όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί, βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική. Πλην όμως αγαπόυσα πάντα τους συνανθρώπους μου και αυτό είναι μία από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου –και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους- σ’ αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου. Και παρ’ όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, για την οποία τόσα ωραία κεφάλια έπεσαν πάνω στο ικρίωμα, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο ωραίο.

Ενώ λοιπόν ήμουν από μια τίμια και αξιοπρεπή οικογένεια, δεν μου αρκούσε, ήθελα κι ένα καινούργιο σακάκι –ακούστε διαστροφή! Ο αγαπητός φίλος Ιουστίνος προσεφέρθη τότε να μου δώσει ένα δικό του παλιό –φυσικά σε αντάλλαγμα θα του ήμουν ευγνώμων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστον μιας ζωής (ή και δύο αν ήταν περισσότερο απαιτητικός). Τι να ‘κανα; Δέχτηκα. Διότι και το να ‘σαι συνέχεια απελπισμένος προσβάλλεις το Θεό. Ή να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Ύστερα από χρόνια, λόγου χάρη, συναντάς κάποιον που σου αφάνισε τη ζωή: κάθεται σ’ ένα παγκάκι έρημος, γέρος, ένα ερείπιο. Σου έρχονται δάκρυα. Τον κοιτάζεις χωρίς μίσος, με απροσποίητη συμπόνια μάλιστα. «Πως μας ξεγέλασε και τους δυο η ζωή» σκέφτεσαι. Αλλά ας μην λοξοδρομούμε, μιλούσαμε για ένα σακάκι, κι εδώ έχω υποχρέωση να το φωνάξω πως ένα σακάκι είναι ένα ένδυμα εγκληματικό, όπως ακριβώς λέμε: ένα ένδυμα επίσημο –αποφάσισα λοιπόν να μην το δεχτώ. Όμως την ώρα που έλεγα «όχι, δεν θέλω» καθώς ήταν μισοσκόταδο, προσπάθησα με τα δάχτυλα, τάχα τυχαία, να το αγγίξω κάπως, να δω την αξία του υφάσματος και φυσικά τη φθορά, μπορεί να είμαι υπερήφανος αλλά θέλω να ξέρω τι χάνω, έτσι είμαι πλασμένος, δεν μπορώ να εθελοτυφλώ· -ίσως γι’ αυτό γίνομαι αντιπαθητικός.

Θυμάμαι μια μέρα στο λεωφορείο, απέναντί μου καθόταν μια γυναίκα μαραμένη, άσχημη, «τι θέλει και ζει;» αναρωτήθηκα εντελώς αυθόρμητα, τα πόδια της γυμνά –ήταν Ιούλιος- πανάθλια, απ’ αυτά τα πόδια που διηγούνται πάντοτε πράγματα θλιβερά ακόμα και το μεσημέρι, έκανα λοιπόν αυτές τις σκέψεις όταν η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε με πόνο σαν να μου ΄λεγε «τι σας έφταιξα», είχε ακούσει τις σκέψεις μου κι αυτό συμβαίνει πάντα στους δυστυχισμένους, τα καταλαβαίνουν όλα αμέσως –από τότε όταν βλέπω κάτι το απελπιστικό φροντίζω να κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις, λόγου χάρη, όταν τρώω στα βρώμικα οινομαγειρεία και βλέπω τον ατμό από τις κατσαρόλες τον παρομοιάζω με τον Χριστό που αναλήπτεται, και τότε τι σημασία να δώσεις στις μύγες που διεκδικούν το τραπέζι σου; αντίθετα τις παρακολουθείς με σεβασμό και τους αφήνεις στο πιάτο σου και το μικρό μερίδιό τους, ας φάνε κι αυτές, σκέφτεσαι, αφού δεν υπάρχει για κανέναν σωτηρία.

Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, μάλλον όχι, τέλος πάντων ήταν μια άγια μέρα που έπρεπε να τη σεβαστώ, αλλά εγώ τι έκανα; πήγα στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου, και, ώ των μυστηρίων, ενώ εκείνη είχε πεθάνει το σπίτι ήταν ακόμα εκεί «η δεσποινίς Λουίζα πέθανε» λέω στο θυρωρό, «ναι, πέθανε» μου λέει, «αχ, του λέω θριαμβευτικά, βλέπεις πόσο οι άνθρωποι συμφωνούν κατά βάθος;» τον αγκάλιασα και τον φίλησα –κι ύστερα με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά σοβαρός, ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αντρέψω όλες τις κατηγορίες- χαμηλώνεις το βλέμμα σου, άρα είσαι ένοχος, λένε, τι ένοχος, βρε τιποτένιοι, που εγώ κοιτάζω πάντα κάτω μήπως βρω κανένα πανηντάδραχμο, δηλαδή, γιατί όχι; είμαι τόσο πολυάσχολος ή τόσο τυφλός κι όποιος χτυπάει μια πόρτα χτύπους τελικά θα θερίσει, γέγραπται, γιατί, βέβαια, το βλέπετε, εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα

μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να ΄ναι μια νύχτα...






Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Αφήγηση: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Τραγούδι: Β. Παπακωνσταντίνου



Μια παλιά τρακαρισμένη λιμουζίνα ήρθε και με πήρε.
Φρέναρε απότομα μπροστά στο σπίτι μου, άνοιξα την πόρτα, μπήκα μέσα, φύγαμε. Χωρίς πολλά πολλά. Στη θέση του οδηγού δεν έβλεπα ποιός ήταν. Όχι βέβαια για κάποιον περίεργο λόγο, απλά κοιτούσα μόνο έξω.

Σταμάτησε σε ένα ξεχαρβαλωμένο περίπτερο στην παραλιακή. Ο οδηγός βγήκε, πήρε κάτι, ξαναγύρισε. Χωρίς να με κοιτάξει μου πέταξε στη μούρη ένα πακέτο τσιγάρα. «Κάπνισε» μου είπε ξερά. Κάπνισα.

Μετά σταμάτησε έξω από ένα σπίτι που φάνηκε κάπως οικείο. Βγήκε πάλι. Πάτησε ένα κουδούνι, το προτελευταίο από πάνω. Σε λίγο κατέβηκε η ανηψιά μου, μπήκε μέσα στη λιμουζίνα, της έδωσα όλα τα παιχνίδια μου από τον πόλεμο, που παραδόξως βρήκα στο δίπλα κάθισμα, κι ένα ζεστό φιλί στο κούτελο. Έφυγε χαμογελώντας.

Δεν απόρησα ούτε για μια στιγμή. Αυτός φαινόταν να ξέρει καλά τι κάνει, κι εγώ αισθανόμουν μια ζεστή σιγουριά. Χάζευα μόνο τα χαλασμένα φώτα του δήμου που τρεμοπαίζανε σε κάτι καχεκτικές κολώνες, καθώς απομακρυνόμασταν. Η θάλασσα στο πλάι έκανε θόρυβο. Κόντευα να αποκοιμηθώ.

Σταμάτησε πάλι με ένα ακόμα πιο απότομο φρενάρισμα, που μ’ έφερε να ερωτοτροπώ με το προσκέφαλό του. Γύρισε αποτομα προς τα πίσω και μου έριξε μια δυνατή μπουνιά στα δόντια. Έφτυσα λίγο αίμα, αλλά επάνω μου, όχι στο κάθισμα, για να μη φάω κι άλλο ξύλο. Το έκρυψα κάτω από το μανίκι μου.

Στα λιμανάκια ακριβώς τελείωσε η βενζίνη. Περίεργο. Η λιμουζίνα σύρθηκε μέχρι την άκρη του χωματόδρομου και σταμάτησε απαλά αυτή τη φορά μέσα στο μισοσκόταδο. Εκείνος βγήκε. Μου άνοιξε την πόρτα και περίμενε. Εγώ έδεσα καλύτερα τον κόμπο της γραβάτας μου, σαν να ‘παιζε ρόλο πως θα με δούνε, κι έσβησα ένα ακόμα τσιγάρο στο ξερό χώμα.

«Μέχρι εδώ» είπε ξερά.

«Ξέρω» αποκρίθηκα πράος, προσποιούμενος πως ήξερα.

«Τώρα πρέπει να πετάξεις» διέταξε.

«ΞΕΡΩ!» φώναξα. Ψέμματα.

Στο διάολο κι οι οδηγίες χρήσεως! Τσαλάκωσα το χαρτί αλλά το έβαλα στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου, τέτοιος ήρωας υπήρξα. Πλησιάσαμε και οι δύο αθόρυβα στην άκρη των βράχων. Τον χτύπησα απαλά στην πλάτη σαν να τον χαιρετούσα. Εκείνος, αλύγιστος, έγειρε μπροστά κι έπεσε κατακόρυφα στο αχανές μαύρο. Σε λίγο διαμελίστηκε με κρότο κάτω χαμηλά, σαν να μου έδειχνε την απόσταση.

«Πάμε» είπα από μέσα μου,
και πέταξα πάνω απο ένα τεράστιο ποίημα.


.
.
.
.
.
.

- Πάμε;
- Και δεν πάμε;
- Τα ‘χεις πάρει όλα;
- Τα ‘χω.
- Και τη βενζίνη;
- Ναι.
- Και τα στουπιά;
- Και τα στουπιά.
- Α...
- Ναι.
- Και τα φτυάρια;
- Τα πήρα.
- Γάντια πήρες;
- Πήρα.
- Στη γυναίκα σου τι είπες;
- Ότι πάμε στο καζίνο.
- Ποιοι πάμε;
- Εμείς οι δύο!
- Σε πίστεψε;
- Πφφφ...
- "Πφφφ" είχες πει και την προηγούμενη φορά.
- Και;
- Και τηλεφωνούσε στη δικιά μου, τρεις τα χαράματα, να τη ρωτήσει αν ξέρει τίποτα Βουλγάρες που να μας κάνουν παρέα.
- Ναι;
- Τι ναι μωρέ μαλάκα;
- Ήξερε;
- (παφ!)
- Τι βαράς ρε πούστη μου;
- Είσαι ηλίθιος.
- Σοβαρά; Να πάρεις τότε άλλον μαζί σου.
- ...
- Μαλάκα...
- Τα κλειδιά του αυτοκινήτου;
- Τα ‘χω.
- Χοντρό μπουφάν πήρες; Κάνει κρύο εκεί.
- Πήρα.
- Γάντια;
- Με ρώτησες!
- Α... Έχω λίγο άγχος...
- Φαίνεται.
- Δεν το ‘χω ξανακάνει.
- Δουλειά είναι. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
- Ναι, η ντροπή είναι το πρόβλημα μου...
- Ε, τότε;
- Οινόπνευμα πήρες;
- Ναι.
- Αναπτήρα;
- Ναι.
- Τσιγάρα έχεις;
- Δεν καπνίζω βρε μαλάκα!
- Α, ναι...
- Μας έπρηξες. Πάμε;
- Χμ... ναι...
- Άντε!
- Το τηλέφωνο του, το έχεις;
- Ποιανού;
- Του... του... “εργοδότη” ρε μαλάκα...
- Όχι. Το έχει πάντα μαζί του. Δεν μου το δίνει.
- Βρήκες ώρα για χιούμορ...
- Πάμε;
- ...
- Δεν θα αλλάξει τίποτα σε 10 λεπτά!
- Καλά... Πάμε.

..................................................................

(πάνε)

..................................................................

(πάνε ακόμα)

..................................................................

(κάποια στιγμή...)


- Εδώ;
- Ναι, γιατί τι έχει;
- Όχι, τίποτα. Καλά είναι.
- Ε, άντε σβήσε τ’ αμάξι.
- Δεν πιστεύω να περάσει κανείς τέτοια ώρα.
- Ρε μαλάκα, κοίτα ΠΟΥ είμαστε!
- ... ναι...
- Και είναι τέσσερεις τα ξημερώματα!
- ...
- Λες να περάσει κανένας αγρότης να πάει να ποτίσει;
- Ξέρω ‘γω; Έχει φοβηθεί το μάτι μου.
- Κατέβα!
- Κατεβαίνω.


(κατέβηκαν)


- Να κάνουμε ένα τσιγάρο πρώτα;
- Αφού δεν καπνίζω ρε βλήμα!
- Καλά. Θα κάνω εγώ για σένα.
- Πολύ αποφασιστικό σε βλέπω...
- Αφού σου είπα έχω άγχος! Δεν το ‘χω ξανακάνει.
- Σκέψου τα φράγκα.
- Αυτά σκέφτομαι.
- Και τα παιδιά σου...
- Κι αυτά.
- Και τη φουκαριάρα τη μάνα σου...
- Ε, άιντε και γαμήσου ρε μαλάκα! (παφ)
- Πω, πω, από χιούμορ σκίζεις...
- Σκάσε γιατί θα φας κι άλλη!
- ...
- ...
- Το ΄κανες το τσιγάρο;
- Μια τελευταία τζούρα.
- Τελείωνε! Κοντεύει να ξημερώσει.
- Τέλειωσα. Πάμε.
- Πάμε.
- ...
- ...
- Ναι...;
- Τι;
- Τι τι μωρέ μαλάκα;
- Τι με κοιτάς;
- Που πάμε;
- Ω, μ' έναν πούστη που μπλέξαμε!
- Τι;
- Πάρε τα φτυάρια από το πίσω κάθισμα.
- ΟΚ.
- Και τα μπιτόνια με τη βενζίνη.
- ΟΚ.
- Και τα υπόλοιπα. Όλα. Τράβα σε κείνον εκεί το βράχο δίπλα, κι άρχισε να σκάβεις. Ετοίμασέ τα όλα όπως είπαμε.
- Κι εσύ τι θα κάνεις ρε έξυπνε;
- Καλά, μαλάκας είσαι;
- Όχι.
- ΕΓΩ, θα πάρω το ΠΤΩΜΑ απ’ το πορτ μπαγκάζ και θα το φέρω εκεί!
- Α...
- Ηλίθιε!
- ...
- Ζώον!
- ...
- ...
- ...
- Τι;
- Ε...
- Τι;;;!!!
- Νομίζω πως έκανα μαλακία...
- Τι μαλακία;;;
- Ε... το... ε, το... πτώ... το πτώμα...
- Τι το πτώμα;
- Ε... δεν είναι στο πορτ μπαγκάζ...
- Τι λές μωρέ μαλάκα;;;
- Ναι...
- Και ΠΟΥ είναι;;;
- ... μη βαρέσεις...
- ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΡΕ;
- Στο πεζοδρόμιο. Ξέχασα να το φορτώσω...
- ...
- Σόρρυ ρε...
- Τι σόρ... τι... μη σου γαμ... ρε πούστ...
- Σόρρυ ρε φίλε, το ξέχασα...
- Ρε μαλάκα! Τα φτυάρια θα θάβαμε;;; Τι ξέχασες; Το σημαντικότερο;
- ...
- Σε ποιο πεζοδρόμιο το ξέχασες ρε ηλίθιε; Του μαγαζιού σου;
- ... τς...
- Σε ποιό; Του βενζινάδικου;
- Ε, όχι...
- Μη μου πεις! Του σπιτιού σου;
- ...
- Τι;
- ... όχι...
- Ε, ΠΟΥ στο διάολο το ξέχασες ρε μαλάκα το πτώμα;
- Στο... πεζοδρόμιο... του...
- Ναι;
- Του... σπιτιού σου...
- ΤΟΥ ΠΟΙΑΝΟΥ;;;
- Σόρρυ...
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααααα!!!!!!!!!
- Ούτε ‘γω την έχω ξανακάνει τη δουλειά... Μπερδεύτηκα...
- Δεν είναι δυνατόν! ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ...
- Έλα ρε φίλε, μην κάνεις έτσι. Θα βρούμε μια λύση...
- ΓΑΜΩ την πουτάνα την κρίση, για επάγγελμα που διάλεξα, γαμώ!
- Ε, ρε φίλε, ήταν καλά τα φράγκα που έδινε ο Μεγάλος.
- Άντε γαμήσου κι εσύ ρε μαλάκα!
- Έλα ρε, εντάξει, ηρέμησε.
- ...
- Μπάμπη;
- ...
- Μπάμπη;
- ...
- Που πας ρε μαλάκα;
- ...
- Μα... τι κάνεις;
- ...
- Ρε Μπάμπη; Που το πας το φτυάρι;
- ...
- Μπάμπη!!! Τι κάνεις;;;
- ...
- Ρε Μπάμπ...

(ΓΚΝΤΟΥΠ!)

- ---
- ...
- ---

(μπιπ, μπιπ, μπιπ, ... ... ... ... ... μπιπ)

- Ναι;
- Εγώ.
- Λέγε.
- Εντάξει.
- Όλα;
- Ναι.
- Ίχνη;
- Κανένα.
- ...
- Εεε... συγγνώμη...
- Τι;
- Τα, ε.. τα... χρήματα...;
- Θα σου τα αφήσω σε δέκα λεπτά στο γραμματοκιβώτιο.
- Σε ποιό γραμματοκιβώτιο;
- Στο πεζοδρόμιο, έξω από το σπίτι σου! Που αλλού;
- Ε... μήπ...;
- Εκεί δεν είπαμε; Γειά!!!
- ...
- ---
- Ω, ρε πούστη μου...



.
.
.
.
.
.
.
.
.

"Ξημερώνει ακόμα μια μουντή μέρα. Στα τζάμια που εμποδίζουν το νοτιά, κυλάνε οι σταγόνες που θέλησαν να εισβάλουν στο σπίτι σου. Ακόμα μια εισβολή που πρέπει να της αντισταθείς. Ποια από τις μελαγχολίες που σε κυνηγάνε άραγε, να εξολοθρεύσεις πρώτα;

Ασφυκτικά κλεισμένος στο μικρόκοσμό σου αδυνατείς να ακούσεις κάτι παραπάνω, εκτός από τις φωνές της προηγούμενης βραδυάς. Τριγυρίζουν απρόσκλητες στο κεφάλι σου και ενισχύουν το αίσθημα της μοναξιάς που σε κατακλύζει ξυπνώντας σε άδειο κρεβάτι...

Γιόρτασες το πνεύμα του «Αγίου αυτών που αγαπάνε» αλλά μια ερώτηση σε τριγυρίζει... «Αρκεί το φιλί για να γίνει ο βάτραχος πρίγκηπας, αν είναι από τη φύση του δύσπιστος;»

Δεν είχες ξαναδεί τόσους πολούς «μόνους» να χορεύουν στο ρυθμό των πάρτι του «μαζί». Τρόμαξες! Ηπιες πολύ για να συμμετέχεις στο παιχνίδι, ελπίζοντας ότι έτσι θα πείσεις τον εαυτό σου πως γιορτάζεις. Προσπαθείς να τραγουδήσεις πιο δυνατά από τη μουσική, μήπως και ξεχαστείς.

Μήπως έτσι δεν ένιωσες την Πρωτοχρονιά που άνοιξες τα μάτια σου; Εκανες όλα αυτά που «πρέπει» για να περάσεις καλά. Δεν κάθισες σπίτι, βρέθηκες με κόσμο πολύ, έβαλες το καλύτερο χαμόγελό σου για να σε βρεί η νέα χρονιά... Εγινε η θετική αποτίμησή σου αλλά στο τέλος έμεινες με τις αντιστάσεις και τους όρκους σου κλεισμένος πίσω από τα τείχη που ύψωσες.
Η μυρωδιά της γιορτής εξατμιζόταν από το κορμί σου.

Οταν τα φώτα της γιορτής πέσουν, κάποιοι θα μείνουν μόνοι. Δύσπιστοι και μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ! Κι ας το ξεγελάσουν πρόσκαιρα. Ετσι είσαι, αφού έτσι νιώθεις... Επεσες στην παγίδα.

Φαντάζεσαι και σκηνοθετείς τη ζωή σου κάπως, και αυτήν την προσδοκία την μετατρέπει η ζωή σε απαίτηση, που μόνο αν υλοποιηθεί αισθάνεσαι ότι θα μπορείς να περνάς καλά.

Πόσες νεκρές επετείους θα γιορτάσεις ακόμα, παρέα με τους πολλούς αλλά χωρίς τον εαυτό σου; Πόσα μεθύσια ακόμα θα «χτίσεις» μεθοδικά μόνο και μόνο για να δεις τον εαυτό σου διπλό και τριπλό στον καθρέφτη του ασανσέρ και να νιώσεις την επίφαση της συντροφικότητας;

Στην πραγματικότητα κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος. Μόνος μένει αυτός που δεν ξέρει τι έχει. Τον εαυτό του, την ψυχή του, την καρδιά του, την σκέψη του, τις μνήμες του, την μυρωδιά αυτών που τον σκέφτονται... Στην αύρα μιας και μόνης ζωής μπορούν να στριμωχτούν τόσες μα τόσες πολλές διαστάσεις, όσες χαρές και συγκινήσεις!

Αν το «εγώ» σου συμπεριλαμβάνει ό,τι θεωρείς οικογένειά σου, αν έχεις έστω και ένα φιλικό σου πρόσωπο που είναι σάκος του μποξ και καθρέφτης σου, τότε χρειάζεσαι Χριστούγεννα με φώτα, επίορκους αγίους και δώρα για να σε ενώσουν μαζί τους; Αλλωστε πόσοι νομίζεις μπορούν να σε αντέξουν;

Κάθε μέρα κάτι σημαίνει! Και είναι μοναδική, όπως η στιγμή που αντικρύζεις το πρώτο σου παιδί! Δεν θα έχεις την ευκαιρία να την επαναλάβεις! Ακόμα και τη μέρα που εκείνος ο ανόητος σου «έφαγε» το φτερό του καινούργιου σου αυτοκινήτου κι ας επιθυμείς διακαώς να το ξεχάσεις! Ομορφη είναι και η μέρα που έπεσες από τη σκάλα και φόρεσες κολάρο! Και ξέρεις γιατί; Γιατί μετά από ότι σου συνέβη βγήκες νικητής, γονιός, ζωντανός! Γιατί συνέβη σε σένα και ήσουν εκεί να το ζήσεις! Δεν χρειάζεται καμία γιορτή να σου θυμίζει ότι ζεις!

«Ανάσταση» είναι κάθε πρωινή ηλιαχτίδα που τρυπάει τις κουρτίνες, κάθε μπουκιά φαγητού που δοκιμάζεις, κάθε χαμόγελο της μανάβισας της γειτονιάς, κάθε φιλί που με ανιδιοτέλεια σου χαρίζει ένα παιδί, κάθε μουσική που σου ξυπνάει συναισθήματα και κάθε τραγούδι που πιστεύεις πως γράφτηκε μόνο για σένα.

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία, από το να είσαι υγιής και ζωντανός και να χαίρεσαι την κάθε μέρα μόνο και μόνο επειδή βλέπεις το φως και ακούς τις φωνές των παιδιών της γειτονιάς. Κι αν χρειαστείς βόηθεια να είσαι σίγουρος ότι κάποιος θα χαρεί να σου την προσφέρει. Αρκεί να ξέρεις να τη ζητήσεις.
Ζήτα την προστασία του και δώσ’ του τη δική σου!

Παράξενα σχήματα κάνουν τα σύννεφα σήμερα στη Θεσσαλονίκη..."



Σπύρος Σαρανταένας
Περιοδικό “
CITY·231
Θεσσαλονίκη,
Φεβρουάριος 2004




.
.
.
.
.
.

Άλλα είχα σκοπό να γράψω σήμερα, αλλά μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο. Από κλικ σε κλικ σε κλικ του κλικ, ω κλικ, σκόνταψα πάνω σ' αυτό, και άρχισα να χορεύω πρωινιάτικα μόνος μου.

Θαυμάστε!




.
.
.
.
.



Κάποιες φορές κλείνω τα μάτια
και ονειρεύομαι πως έχω πολλά πόδια κι άλλα τόσα παπούτσια.
Έτσι περπατάω τα βράδυα μου ολομόναχος σε δεκάδες μέρη ταυτόχρονα, και ρουφάω το μεδούλι από κάθε συνοικία που πέφτει στα δόντια μου.

Βολτάρω στην Πειραϊκή, καπνίζω στα παγκάκια της Μαβίλλη, χορεύω βαριά ζεϊμπέκικα στην Τρούμπα, ψωνίζω στη Φυλής, χαζεύω τα τσιμεντένια κουτιά της Κηφισίας.

Άλλοτε, βαρύς και ράθυμος μεθάω σιωπηλά στην πλατεία Μέμου, ή στέκομαι αμίλητος σ’ έναν τοίχο στην Καισαριανή, κι άλλοτε μασάω ταμπάκο και φτύνω βρισιές στις γραμμές του Ρέντη, ή στις βιτρίνες της Γλυφάδας.

Καμιά φορά δραπετεύω κιόλας. Ταξιδεύω με τρένα θλιβερά στην Κομοτηνή ή στην Τρίπολη, βαριανασαίνω σε λεωφορεία για τα Γιάννενα, ή οδηγάω με διακόσια το τρακαρισμένο μου αμάξι προς την Καβάλα και μετά το ρίχνω στη θάλασσα για Θάσο.

Άμα έχει ζέστη, λιώνω στα κακοτράχαλα σοκάκια της Αμοργού ή της Σχοινούσας, ή ξαπλώνω στο μαλακό χώμα του Πηλίου κάτω από καστανιές με φύλλα κόκκινα και κίτρινα.

Σπάνια,
βολτάρω στα στενά του Άμστερνταμ, χαζεύω τις βιτρίνες της Όξφορντ Στρητ, πίνω ένα Glühwein στο Δημαρχείο του Μονάχου, ή ακόμα σκαλίζω σχέδια σε τοίχους στις γέφυρες της Φλωρεντίας.


Μια φορά, σαλτάρησα, και πήγα στον Κρόνο!

Ναι, στον Κρόνο...

Αλήθεια.






.
.
.
.
.
.
.

(Συνέχεια από το προηγούμενο)



Μιας κι βρήκα φως, είπα να ρίξω μια ματιά στα σωθικά μου.
Μεγάλη μαλακία. Αν δεν έχεις γερό στομάχι μην το κάνεις.


Στην αρχή ήταν λίγο σκοτεινά και τρομακτικά...




Μετά που φόρτισε το φλας,
είδα σκουπίδια πολλά, βουνό, παρατημένα μέσα μου...



Και κάθε λίγο, ένα αδηφάγο βλέμμα ερχόταν κι άδειαζε κι άλλα...



Είπα να ρίξω μια ματιά από κοντά...




Μα σώθηκε το φλας, σκοτάδι έπεσε στο χώρο ξανά,
κι έτσι όλα έγιναν μια τεράστια άμορφη μάζα...



Όταν το φως άναψε και πάλι, η μάζα είχε πάρει μορφή.
Παλιοί εφιάλτες είχαν ξυπνήσει κι έστεκαν απειλητικοί απέναντί μου.
Παραπάτησα. Έφυγα...




Φλεγόμενος, κατηφόρησα σε όλες τις αρτηρίες μου,
μονόδρομοι που οδηγούσαν σε χώρους διαλογής, κι εκεί είδα καθαρά...




Ότι μου έδινε ενέργεια να βλέπω και να καταγράφω...




Τα χρώματα που ξόδεψα όταν ζωγράφιζα συνθήματα στους τοίχους...




Όλα αυτά που απαντούσαν στο αιώνιο ερώτημα: “τι πίνεις;”…




Και άλλα πιο περίεργα ακόμα, και πιο άγνωστα, και πιο επικίνδυνα...




Είδα όλα αυτά που έγραψα,
για να θυμάμαι πως έζησα, μετά από πολλά χρόνια...




Κι όλα αυτά που πέταξα, γιατί ντράπηκα να τα διαβάσεις...




Όσα κάπνισα για να γίνουν οι νύχτες μου, πιο εύπεπτες...




Και ότι έφυγε για πάντα σε διευθύνσεις μ’ άγνωστους παραλήπτες...




Κουράστηκα στο τέλος,
έσβησε και το φλας, σώθηκαν οι μπαταρίες,
κι ο δρόμος της επιστροφής σκοτεινός, δαιδαλώδης, ανηφορικός και δύσκολος.

Κουλουριάστηκα σε μια υγρή γωνία
και δάγκωσα δυνατά τον φακό μου είχα για ώρα ανάγκης.

Θα λουφάξω για λίγο τώρα” μου είπα.

Και δεν μου απάντησα τίποτα...




.
.
.
.
.
.
.
.
.



To be continued...
.
.
.
.
.

.
.
.
.
.
.
.

Ο κ. Spy κατευθύνθηκε με γοργά βήματα προς τη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του μεγάρου spy. Καθώς κατέβαινε προσεκτικά τα σκαλιά ένα ένα, διάφοροι περίεργοι θόρυβοι ακούγονταν, κάνοντας το σκοτεινό περιβάλλον ακόμα πιο ανατριχιαστικό.

Έφτασε στο υπόγειο. Μπροστά του απλωνόταν ένας τεράστιος διάδρομος και τέσσερεις κλειστές πόρτες διακοσμούσαν την μονοτονία των τοίχων. Οι θόρυβοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Ο δαιμόνιος κατάσκοπος σκέφτηκε να ειδοποιήσει την βοηθό του για παν ενδεχόμενο. Έβγαλε το κινητό του από τη μέσα τσέπη της καπαρντίνας του, και ταυτόχρονα έβγαλε από το στόμα του και μια σχεδόν ακατάληπτη βρισιά: “ Γ@μ# τη π0^τ@ν@ τη Vodafone μου, μές@ (%$&*#) για κWλ0σ#μ@ (#^@*$$%&!~!#) γ@μ#...!

Ας ήταν. Θα προχωρούσε μόνος. Τι σκατά; Τόσες και τόσες αποστολές, τόση εκπαίδευση, ήρθε ο καιρός για απόσβεση. Ακούμπησε διστακτικά το αυτί του στην πρώτη πόρτα αριστερά. Τίποτα. Κανένας θόρυβος. Δίστασε για λίγο, το σκέφτηκε, και αμέσως μετά με μια δυνατή κλωτσιά έσπασε την ξύλινη πόρτα σε εκατοντάδες μικρά κομμάτια. Έριξε τη δέσμη του φακού στο σκοτεινό δωμάτιο.

What the fuck…!” ψέλλισε. “Μια τουαλέτα... Έτσι εξηγείται η ησυχία.

Η γκαντεμιά του δεν τον αποκαρδίωσε. Αντιθέτως στράφηκε με αποφασιστικότητα στην απέναντι ακριβώς πόρτα. Κόλλησε το αυτί του πάνω στο ξύλο και κατάφερε να ξεχωρίσει έναν όντως παράξενο θόρυβο που ερχόταν από μέσα. Κάτι σαν: "μπλγκρρρ μπλμπλμπλ γκργκρ φφσσσς ζζζζζ μπλμπλμπλμπλ γκρρρρρρ ββζζ". Έβγαλε το περίστροφο και το κράτησε με το ίδιο χέρι που κρατούσε και το φακό. Αυτό χρειαζόταν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, μπόλικη από την οποία διέθετε, κι έτσι κανένα από τα δύο αντικείμενα δεν του έπεσε. Με το ελεύθερο χέρι του δοκίμασε το πόμολο. Η πόρτα άνοιξε σμέσως.

Ρε πούστη μου!” ξεφώνισε σχεδόν. “Πλυσταριό;;; H γ@μ#μένη η Siemens! Ακόμα κι εδώ έχει χωθεί!

Ο έμπειρος και πολυπράγμων πράκτωρ, δεν το θεώρησε κακό (ή βλακώδες) σημάδι και ξαναέκανε μεταβολή. Ακόμα πιο αποφασιστικά κατευθύνθηκε στην τρίτη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Ο θόρυβος ήταν πλέον εκκωφαντικός. Φαινόταν σαν ένα τεράστιο μηχάνημα να δούλευε αδιάλλειπτα. Μέσα σε τόσο έντονη βαβούρα αποφάσισε να μπει κουτρουβαληδόν μέσα, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα τον καταλάβει. Όπερ και εγέννετο. Η πόρτα έμεινε να χάσκει ανοιχτή, όπως επίσης και το στόμα του καημένου κατασκόπου.

Μέσα σε έναν τεράστιο και ελαχίστως φωτισμένο χώρο, ο κ. Spy αντίκρυσε με δέος αυτό:

I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I

V



Η κτηνώδης συστοιχία υπολογιστών, servers, οθονών, printers, modems, routers και άδειων αναψυκτικών, δούλευε ασταμάτητα, φωτάκια αναβόσβηναν, έντονοι και διακεκομένοι ήχοι ακούγονταν από παντού κι ένα τεράστιο βουητό σκέπαζε επιβλητικά το αχανές δωμάτιο.

Δεν είναι δυνατόν!” είπε χαμηλόφωνα ο αποσβωλομένος πράκτορας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σηκωθεί από τα πάτωμα. “Δεν το πιστεύω...

Πλησίασε συνωμοτικά προς ένα μηχάνημα που εμφανώς ξεχώριζε από τα υπόλοιπα και κοντοστάθηκε μπροστά του. “Μα... μα... αυτό είναι... είναι ένα, ένα... Μ.Μ.Π.Α.Π. (Μηχανή Μαζικής Παραγωγής Ακατάληπτων Ποστ)!” Ναι, ήταν σίγουρος. Το αναγνώρισε αμέσως γιατί ένα τέτοιο, πολύ πιο αρχέγονο βέβαια, με την κωδική ονομασία “auto-ποστιέρα” είχε βρεί και στα σκοτεινά υπόγεια του μεγάλου του αντιπάλου, τον καιρό των ισχνών αγελάδων και των ανέμπνευστων ημερών.

Τον καρ(γ)ιόλη!” βροντοφώναξε πλέον, αφού είχε βεβαιωθεί πως κανείς άλλος δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. “Έτσι εξηγούνται όλα. Ποια έμπνευση, ποιο ταλέντο, και παπαριές; Το κωλομηχάνημα τα γράφει... Όλα!” Ο θυμός του ανέβαινε κατακόρυφα, σαν θερμόμετρο σε κώλο αφηνιασμένης αγελάδας. “Θα... θα... θα... θα.... θα... θα...!” Σταμάτησε απότομα, μόλις διαπίστωσε ότι άρχισε να θυμίζει επικίνδυνα τον μακαρίτη Ανδρέα Γ. Παπανδρέου (Α.Γ.Π.)

Στράφηκε απότομα προς την έξοδο και έτρεξε στην ακριβώς απέναντι πόρτα. Ήταν σχεδόν σίγουρος πλέον για το τι θα αντίκρυζε, αλλά μια σκοτεινή δύναμη μαζοχισμού, τον έσπρωχνε να το επιβεβαιώσει. Την κλώτσησε κι αυτήν δυνατά (την πόρτα). Ένα τεράστιο καρούμπαλο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, αλλά ελάχιστα τον απασχολούσε αυτό. Εκείνο που τον απασχολούσε δεόντως ήταν τούτο εδώ:

I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I
I

V



Ο σμπαραλιασμένος ψυχικά κατάσκοπος, πλησίασε και στάθηκε ανήμπορος μπροστά στον υπερυπολογιστή. Το σαγόνι του φλέρταρε με το δάπεδο. Έσκυψε και διάβασε την εττικέτα που περήφανα δέσποζε στην πρόσοψη του μηχανήματος: Κ.Ρ.Ε.Α.Σ. (Κέντρο Ροής Ευφυών Αποστομωτικών Σχολίων) Version 4.8.2 Updated.

Έτσι... έτσι εξηγούνται όλα...” Πλέον μετά βίας ανέσαινε, και η φωνή του από στεντόρια είχε γίνει σαν του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στην Κινηματογραφική Λέσχη. “Όλα αυτά τα σχόλια... όλοι αυτοί οι αναγνώστες... όλα...” άσθμαινε “έτσι προλάβαινε ο γαμ......, γκουχ, γκουχ... δεν εξηγείται αλλιώς, κι αυτοί οι μαλάκες νομίζανε ότι... γκουχ, γκουχ, γκουχ... ότι τους διαβάζει... και... και... και... ανταποδίδανε τις επισκέ... γκχχχρρρ, γκρρχχχχχχ... γκχχχ... χχχχχχ... χχχ...χ...

Η εξασθενημένη του καρδιά δεν άντεξε άλλο. Ο ηρωικός υπερκατάσκοπος είχε δεχθεί απανωτά πλήγματα, και υπέρμετρα σοκαρισμένος σωριάστηκε σαν σακί με πατάτες β’ διαλογής στο δάπεδο.



----------------------------------------------------------------------------------



(την επόμενη μέρα)

- Χμμφφ... χμφ... φφ...
- Αφεντικό...;
- Χχχφφ... φφχχφ... Να... Νάταλι; Εσύ;
- Ναι αφεντικό. Εγώ είμαι.
- Που είμαι... φφχχχχμμφ... γαμώ το στανιό μου χφφμ... μέσα;
- Στο νοσοκομείο. Είχατε ένα ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο εχθές.
- Ελαφρύ; Χμφ... φφφ...
- Ναι ευτυχώς. Ξυστά πέρασε.
- Μα... μα... φφχχ... μα...
- Μην κουράζεστε αφεντικό. Θα γίνετε καλά. Υπομονή.
- Ο... καρ... φφμμχχ.. ο καργιόλης... χμμφφ...;
- Ποιός καργιόλης αφεντικό;
- Αυτός ο μαλά...χμφφφ... ο spy... που είχαμε χφφρφφ.. πάει στο σπίτι του εχθές... φφρρργγγχ του μαλάκα....
- Μα τι λέτε αφεντικό; Εχθές όλη μέρα είσασταν σπίτι σας με τις πυτζάμες! Ποιό σπίτι; Ποιανού spy; Ποιό...;
- Ωχ... ωχ... ωχ... ααγγκκκρρρρ... χχφφφ αγκκκρ....
- Αφεντικό; Αφεντικό;
- ... ... ...
- Γιατρέ! Γιατρέ! Τρέξτε σας παρακαλώ! Αδερφή........
.
.
.
.
.
.
.
.

Μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, οι περιβόητοι κατάσκοποι των γνωστών υπερδυνάμεων της εποχής, αλλά και άλλων μικρότερων, αντιμετώπισαν μία κρίση στον κλάδο τους, που μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με την παρούσα παγκόσμια κρίση ως προς τις συνέπειες τουλάχιστον. Οι λόγοι ήταν προφανώς διαφορετικοί. Ναι μεν κατέρρευσε ένα ολόκληρο σύστημα αντιπαράθεσης, αλλά στην ουσία η έλλειψη αντικειμένου ήταν αυτή που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην συμπαθή αυτή τάξη επιτηδευματιών.

Το επάγγελμα έκτοτε έχει πάρει την κατιούσα, και ακόμα και εμείς οι λίγοι που έχουμε μείνει πρέπει να εφευρίσκουμε διαρκώς πηγές κινδύνου, προκειμένου να πείσουμε τους εργοδότες μας να μας αναθέτουν αποστολές χαμηλού ρίσκου μεν (γεράσαμε, πως να το κάνουμε;) υψηλής απόδοσης δε (το ότι γεράσαμε δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ξεκουτιάναμε κιόλας)

Ο κ. Spy έχοντας φέρει εις πέρας ακόμα και τις δυσκολότερες εκ των αποστολών που του ανετέθησαν, υπήρξε θρύλος την εποχή των μεγάλων κινδύνων και παράδειγμα προς μίμηση (έως και διδακτέα ύλη) στις σχολές κατασκοπείας ανά την υφήλιο. Πλέον όμως οι κίνδυνοι εξορθολογίστηκαν, οι απειλές έγιναν ιδιαιτέρως ορατές και όχι κρυφές, και ο εχθρός δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον να προσφέρει ίδιες ή πολλαπλάσιες αμοιβές για πράγματα και δεδομένα (ευαίσθητα ή μη) που ήδη γνωρίζει. Η έννοια του “διπλού κατασκόπου” είναι κατ’ ελάχιστον αστεία στις μέρες μας.

Έχοντας διανύσει περιόδους στέρησης και ανέχειας, και έχοντας εξαντλήσει ουσιαστικά όλα τα επιχειρήματά του προς την εργοδοσία, ο κ. Spy αποφάσισε να στραφεί προς τον τελευταίο εχθρό που θα μπορούσε ακόμα να προσδώσει ενδιαφέρον στο επάγγελμά του: τον εαυτό του! Το πως θα αξιοποιούσε τις πληροφορίες που θα αποκόμιζε, και τι σκατά αμοιβή θα ζητούσε για αυτές, ήταν ένα θέμα που θα εξέταζε αργότερα, όταν θα είχε το υλικό στα χέρια του. Τώρα έπρεπε να αναλάβει δράση...

Το σχέδιο έπρεπε να καταστρωθεί με προσοχή σε κάθε λεπτομέρειά του. Ο spy δεν ήταν ένας συνηθισμένος τύπος. Ανά πάσα ώρα και στιγμή η ταυτότητα και η δραστηριότητα του κ. Spy θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν, και ένα άδοξο τέλος θα γινόταν η μοναδική συνταξιοδοτική του συντροφιά (μαζί φυσικά με τις καταθέσεις στα νησιά Κέϋμαν). Έτσι κατέστρωσε ένα ειδεχθές πλάνο, που με την αρωγή της ικανότατης βοηθού* του έβαλε σε εφαρμογή από την επόμενη κιόλας ημέρα της θεϊκής επιφοίτησης. Φρόντισε να λείπει ο spy, στέλνοντάς του μια πρόσκληση για την ημερίδα σοκοφρέτας που διεξαγόταν σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Καβούρι (πράγμα που ήξερε εκ των προτέρων, έχοντας μελετήσει τις συνήθειές του, πως δεν θα μπορούσε να αρνηθεί) κι έτσι εξασφάλισε 10 τουλάχιστον ώρες απερίσπαστης εξερεύνησης στα άδυτα του περιβάλλοντός του. Η πανέμορφη βοηθός, άλλοτε καθόταν στο παγκάκι απέναντι από το μέγαρο spy, και άλλοτε έκανε κύκλους στα πέριξ οικοδομικά τετράγωνα για το ξεκάρφωμα. Έτσι ακόμα και αν εκείνος εμφανιζόταν αναπάντεχα, θα χρησιμοποιούσε τουλάχιστον έναν από τους 8 Τ.Ε.Π.Α.Α.Σ.Π.Κ.** που είχε διδαχθεί, ώστε να εξοικονομήσει χρόνο και να προλάβει να ειδοποιήσει το αφεντικό της.

Ο κ. Spy παρέκαμψε εύκολα το περίπλοκο σύστημα συναγερμού. Εκατοντάδες ώρες μελετών σε τέτοια συστήματα του είχαν χαρίσει μια αξιομνημόνευτη τεχνογνωσία. Έριξε μια κλεφτή ματιά τριγύρω και μπήκε μέσα στο σκοτεινό οίκημα προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Έκλεισε απαλά την πόρτα.

Το πρώτο ξάφνιασμα μεγέθους εγκεφαλικού ήρθε όταν με το άναμα του φακού μια πελώρια πολική αρκούδα του χαμογέλασε στα πέντε μέτρα. Ο κ. Spy δεν έχασε τη ψυχραιμία του όμως. Της έδειξε την κατάλευκη οδοντοστοιχία του, της πρόσφερε δυο καρότα από τα δεκάδες που βρήκε στην κουζίνα δεξιά κι αριστερά, και το ζωντανό γουργούρισε ευτυχισμένο και στρογγυλοκάθισε στο χαλάκι της εξώπορτας. Αποφάσισε να προχωρήσει πιο μέσα, αλλά ένας θόρυβος σε κάθε του βήμα τον ενοχλούσε και του αποσπούσε την προσοχή. Έριξε τη δέσμη του φακού στο δάπεδο. Διάσπαρτη άμμος σχεδόν σε κάθε μεριά του σπιτιού, ανακατεμένη με χιλιάδες οδοντογλυφίδες, δημιουργούσε ένα παχύ στρώμα σαν χαλί. “Τι σκατά...;” απόρησε χαμηλόφωνα.

Έριξε μια ακόμα κλεφτή ματιά στην κουζίνα, μήπως και του είχε ξεφύγει κάτι νωρίτερα. Εκτός από ένα πιάτο αχνιστή πιπερόσουπα, τίποτε άλλο δεν αποτελούσε παραφωνία στην απόλυτη τάξη της κουζίνας του spy. Προχώρησε στο διάδρομο που οδηγούσε στην κύρια κρεβατοκάμαρα. Ένα δυνατό τρίξιμο του απέσπασε την προσοχή και γύρισε απότομα στ’ αριστερά του. Από την τουαλέτα ξεπρόβαλε το κεφάλι ενός κλόουν! Ένας κλόουν στο σπίτι ενός κατασκόπου, δεν είναι και το πιο αναμενόμενο πράγμα στο κόσμο. Έκανε να τον πιάσει από το χέρι για να τον περιεργαστεί καλύτερα, αλλά ένα ξάφνιασμα τον ανάγκασε να οπισθοχωρήσει τρομαγμένος και να βγάλει μια μικρή κραυγή. Ο κλόουν ήταν μισός! Κομμένος στη μέση. Κάθετα. Χαμογελούσε βέβαια (το μισό του στόμα) αλλά όπως και να το κάνουμε, αυτό δεν αποτελούσε και ιδιαίτερα καθησυχαστικό στοιχείο. Έστρεψε τον φακό στην κρεβατοκάμαρα. Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε στολισμένο με μια λαμπερή ροζ κορδέλα ένα τεστ predictor(;) και ένα σημείωμα. Ο κ. Spy δεν έκανε τον κόπο. Αντίθετα έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του spy.

Λογικά εδώ θα έβρισκε ότι ζητούσε. Κάθε στοιχείο που πιθανώς να ενοχοποιούσε το ανυποψίαστο θύμα του θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο. Σε έναν τέτοιο χώρο που κυριαρχεί η απόλυτη τάξη, δεν ήταν δυνατόν να μην του τραβήξει την προσοχή ένα τσαλακωμένο σημείωμα στο πάτωμα δίπλα από το μεγάλο μεταλλικό γραφείο. Το διάβασε με προσοχή. Δεν κατάλαβε και πολλά. Κάπως άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό του το ιδιότυπο αυτό κείμενο, μόνο όταν διάβασε και την έγχρωμη σελίδα, που ξεχώριζε πάνω σε έναν σωρό από χαρτιά, στην γυαλιστερή επιφάνεια εργασίας του spy.

Δίπλα όμως ακριβώς, βρισκόταν αυτό που θα τον έκανε να χαμογελάσει ξανά, μετά από πολύ καιρό. Ένας φάκελος με την μπλε σφραγίδα “Ο.Ε.Τ.Θ.42Ε” και την κόκκινη “ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ”, ήταν πρόχειρα ακουμπισμένος εκεί, σαν να του έλεγε: “διάβασέ με...” Ο κ. Spy άρχισε να καταβροχθίζει το περιεχόμενο του φακέλου, λέξη προς λέξη και όταν τελείωσε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα επιφώνημα θαυμασμού.

Αχά!” θριαμβολόγησε. “Ώστε εδώ βρίσκ...”

ΚΡΑΤΣ...!

Ο υπόκωφος θόρυβος από το υπόγειο του πάγωσε ξαφνικά το αίμα. Υπήρχε κι άλλος στο σπίτι; Τον παρακολουθούσε κάποιος; Κινδύνευε;
Αυτό που επρόκειτο να ανακαλύψει δεν συγκρινόταν ούτε με τις πιο τρομακτικές του περιπέτειες, στα πέρατα του κόσμου...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


* Η εκθαμβωτική βοηθός του κ. Spy.


** “Τρόποι Έκτακτης Προσωρινής Απασχόλησης Ανδρών Σε Περίπτωση Κινδύνου” (θα αναλυθεί επαρκώς σε επόμενο ποστ).

.
.
.
.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy