- Το μυαλό μου πάει να εκραγεί…
- Και τι θες να κάνω εγώ;
- Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο;
- Λέγε.
- Έλα από πίσω μου.
- Μπαρδόν;
- Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Έλα σου λέω.
- Ορίστε. Ήρθα.
- Ωραία. Μπορείς να πατήσεις αυτό το κουμπί στο κεφάλι μου γιατί εγώ δεν βλέπω.
- Ποιο κουμπί;;;
- Αυτό που λέει EJECT”…







.



Ίσως θα ‘πρεπε να το πάρω απόφαση επιτέλους.

Αυτό το δέντρο στην απέναντι μεριά του δρόμου δεν πρόκειται να φυτρώσει ποτέ. Για κάποιους είναι λογικό συμπέρασμα αυτό, μιας και δεν το φύτεψε ποτέ κανείς για να φυτρώσει, αλλά για μένα όχι. Και πως θα ήταν άλλωστε; Εδώ νομίζω ακόμα πως οι ηλίθιοι είναι λιγότεροι από εμάς τους κανονικούς…

Περιμένοντας λοιπόν -μάταια όπως πάντα- μια ανύπαρκτη σκιά να μετακινηθεί προς το μέρος μου, σύμφωνα με την τροχιά του ήλιου, παρατηρώ πως το χορτάρι στον κήπο είναι ακόμα άθικτο αν και κάθε βράδυ τα κοράκια από το διπλανό νεκροταφείο φωλιάζουν για ώρες εκεί, πιθανότατα συζητώντας για την έλλειψη φιλοξενίας από μέρους μου, μιας και ποτέ δεν τα φίλεψα ούτε ένα τόσο δα πτώμα από τις λέξεις μου. Αντιθέτως τους έκλεβα μονίμως μικρά κρωξίματα για να τα στριμώξω σε κάποιο ρεφραίν ή να τα βάλω κάτω από το μαξιλάρι μου να σηκωθεί λιγάκι -χρόνια τώρα ψάχνω μια πιο βολική θέση για να αποδημήσω με τη μέγιστη δυνατή υστεροφημία.

Μια μέρα (Τετάρτη πρέπει να ‘ταν, αν και εγώ πάντα νόμιζα πως ήταν Σεπτέμβρης), άρχισε να βρέχει τόσο δυνατά που έβλεπα παντού Κιβωτούς, ξέροντας εκ των προτέρων πως χωρίς ταίρι δεν θα ‘βρισκα ποτέ εισιτήριο για τον Παράδεισο, έτσι άρχισα να ανοίγω τρύπες με ένα πιρούνι σε κάθε μια απ’ αυτές, ώστε να μη σωθεί κανείς τελικά, αφού κι εγώ θα πέθαινα, τι μ’ ένοιαζε εν τέλει ο υπόλοιπος πληθυσμός αν δεν ήμουν εκεί να τον χαζεύω;

Από τότε μου ‘μεινε.
Κουσούρι.
Άνοιξα τρύπες σε όλα τα θεμέλια του σπιτιού μου, ίσα ίσα να χρειάζεται μια μικρή αμφιβολία για να καταρρεύσει, και μετά ξεσκονίστηκα κι έκανα πως δεν ήξερα τίποτα για όλα αυτά τα τριξίματα που ακούγονται κάθε βράδυ κάτω από το κρεβάτι. Κι άμα περνάει και κανένας ξέμπαρκος φόβος που και που για αρμένικη βίζιτα, του ανοίγω τρύπες και αυτουνού κι όλοι νομίζουν στη γειτονιά πως παράγω Έμμενταλ στο υπόγειο…

Τώρα πλέον ανοίγω τρύπες στα βλέφαρα μου,
μπας και δω επιτέλους που σκατά βλέπουν όλοι οι άλλοι τα χρώματα…





Και κάθεσαι ένα μεσημέρι και λες:
Κι αν αύριο είναι αλλιώς;
Και ποτέ δεν είναι.
Γιατί αλλιώς θα είναι μόνο αν τα κάνεις εσύ αλλιώς.
Αλλά εσύ δεν τα κάνεις αλλιώς γιατί βαριέσαι.
Ή φοβάσαι.
Ή κουράστηκες.
Ή όλα τα παραπάνω.
Κι έτσι ξαπλωμένος όπως είσαι στη σαιζ λονγκ και πίνεις ατάραχος το μαρτίνι σου, προσπαθώντας να κρυφτείς από τις επιβλαβείς ακτίνες του ήλιου, και παρακαλώντας να μην πέσει σήμερα ο ουρανός στο κεφάλι σου μιας και δεν είναι ωραία μέρα για κατάγματα, σε προσπερνάει ένα “κάτι” με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αναποδογυρίζοντας όλο σου το ανιαρό περιτύλιγμα, και διαπιστώνεις έντρομος πως στις πινακίδες γράφει “ζωή” και πως τελικά δεν είχε και τόσο ήλιο όσο νόμιζες, αλλά μάλλον ρίχνει σαλοτραπεζαρίες κι η ομπρελίτσα από το μαρτίνι δε σου φτάνει για να κρατήσεις στεγνό ούτε το γαμημένο πληκτρολόγιο του laptop.
Ούτε αυτό που έχεις κάτω από τα βλέφαρα.

Κουράγιο μπαμπά.
Θα περάσει κι αυτό...





.


Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Μαγκούρα
Γυαλιά γκαβομάρας (γενικώς)
Μασέλα
Πι
Slipad (για την ακράτεια)
Μια σακούλα φάρμακα (ότι να ‘ναι, αρκεί να κρατάω τη σακούλα)
Κασμιρένιο παλτό
Εφημερίδα “Ακρόπολις”

Σπόρια για τα περιστέρια
(να επιστρέψω τα εισιτήρια των U2)
Φιδές
Τίλιο ή χαμομήλι
Μακρύ σώβρακο
Ακουστικό βαρηκοΐας
Υπογλώσσια
Κασέτες Καζαντζίδης - Μαρινέλλα
Τρανζιστοράκι για βραχέα
Μια αποκλειστική…
• …



(Χμ… νομίζω φτάνουν για αρχή…)

- Γυναίκα! Θέλουμε τίποτα άλλο από το σούπερ μάρκετ;






.



Κοιτάζω τις φωτογραφίες.
Τις κοιτάζω και δεν μπορώ να την αναγνωρίσω. Λέω “μα καλά, είναι δυνατόν; ήταν εμένα το παιδί μου έτσι πριν από τρεις μήνες;” Τις βάζω σε μια σειρά, τις τακτοποιώ σ’ ένα άλμπουμ και κάθομαι και ξεφυλλίζω αποβλακωμένος μέχρι να πάθω κατάθλιψη.
Το μαιευτήριο, η πρώτη μέρα στο σπίτι, η κούνια της, η πρώτη της βόλτα με καρότσι, η εκδρομή, τα παιχνίδια της, στο χωριό, ξανά πίσω, έξω με φίλους, η πρώτη της κρέμα, οι πρώτες της πόζες…

Κι όμως. Αυτή είναι. Η ίδια. Ο χρόνος που πέρασε τόσο λίγος κι όμως τόσο καταλυτικός επάνω της. Μάλλον και μέσα της. Ποτέ δε θα μάθουμε. Πριν από πέντε μήνες απλώς ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ, και τώρα κοντεύει να μου ρίξει χαστούκι όποτε γκρινιάζω. Ο χρόνος. Που την έκανε από μια κουκίδα σ’ ένα υπερηχογράφημα, κορίτσι για παντρειά μέσα σε 150 μέρες.

Μα για στάσου! Ο ίδιος χρόνος, ακριβώς ο ίδιος, δεν πέρασε και για μένα και για σένα και για όλους;
Ναι, μάλλον.
Όχι μάλλον, σίγουρα.
Άρα;
Άρα τι;
Άρα ΤΟΣΟ μεγάλωσα κι εγώ!
Φυσικά!
Όχι φυσικά, όχι φυσικά…
Φυσικότατα σε πληροφορώ. Αφύσικο θα ήταν να μην μεγάλωνες.
Μα εγώ κάθε πρωί στον καθρέφτη βλέπω την ίδια σκατόφατσα!
Κι ο καθρέφτης.
Τι;
Την ίδια βλέπει…
Τότε;
Προφανώς μεγαλώνεις μέσα σου.
Που μέσα μου; Τι λες τώρα;
Μέσα σου. Εσωτερικά. Το είναι σου. Πως το λένε;
Μα… μα… θα σκάσω! Δεν χωράμε παραπάνω εδώ μέσα!
Είσαι ηλίθιος.
Μπορεί, αλλά στ’ αλήθεια δεν έχει άλλο χώρο!
Βρε μανάρι μου, πώς να στο πω; Γερνάς.
Ώπα! Οξύμωρο!
Μπαρδόν;
Και “ΜΑΝΑΡΙ” και “ΓΕΡΝΑΣ” δεν πάνε μαζί .
Καλά μη φρικάρεις, για να σε καλοπιάσω στο ‘πα.
Ποιο απ’ τα δύο;
(τι μαλάκας…!)

Έτσι που λες… Κάπως έτσι. Αποφάσισα πως γερνάω. Κι αυτές οι αηδίες πως “τα χρόνια που περάσαν σ’ ομορφαίνουνε” τις έλεγε μόνο η Δήμου παλιά που τραγούδαγε ακόμα, μην ακούσω καμιά εξυπνάδα εδώ μέσα!


Το ότι προχθές διαπίστωσα (μόνος μου)
πως έχω ΚΑΙ πρεσβυωπία,
δεν έπαιξε απολύτως κανένα ρόλο
στην απόφασή μου.
(στο διάολο… ένα πράγμα δούλευε σωστά πάνω μου, πάει κι αυτό…)






.

ή εγώ ζαλίζομαι;

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy