Στάθηκα τυχερός.
Έχω ταξιδέψει σε όλες τις μουσικές με όλους τους τρόπους.

Περπάτησα μέρες και νύχτες πάνω σε κλαβιέ πιάνων,
τρύπωσα μέσα στη μπότα μιας φάλτσας ντραμς,
έμεινα μετέωρος πάνω από ένα φαγκότο κι ένα όμποε,
έγδαρα τα χέρια μου στις πιο λεπτές στριγκλιές ενός βιολιού,
ηλεκτροσόκ με αναστήσανε από χιλιάδες ηλεκτρικές κιθάρες,
και σε μια γκρανκάσα μέσα με ξαναθάψανε.

Ένα βράδυ βράχνιασα παρέα μ’ ένα τσέλο,
κολύμπησα με μια φλογέρα-σχεδία τον Σηκουάνα,
κι άλλοτε κάπνιζα φτηνά πούρα που με κέρναγε ένα κοντραμπάσο.
Ένας τυφλός μ’ ακορντεόν έγινε ο καλύτερός μου φίλος για ένα βράδυ,
μια γκάιντα παλιά έστελνε νότες μαχαίρια στα γυμνά μου μπράτσα,
βινύλια απέθαντα με στοιχειώσανε για πάντα,
και πνίγηκα ευτυχισμένος μεσ’ τους καπνούς μιας ξεκούρδιστης μπάντας.

Τώρα ξεκουράζομαι στα πιο μαύρα πλήκτρα ενός πιάνου.
Bösendorfer.
Bösendorfer 290.
Το ήξερες ότι είναι το μόνο πιάνο στον κόσμο,
με 9 μπάσα πλήκτρα περισσότερα;
Όλα μαύρα.
Έτσι κι εγώ.
Ακόμα και μέσα στην πιο αδυσώπητη πραγματικότητά μου,
θέλω κάτι ξεχωριστό για να κρυφτώ.

Ο μπαμπάς έλειψε για λίγο.
Ήταν ταξίδι. Αλλά γύρισε πάλι. Είδες;


Δεν ήταν τόσο επικίνδυνο όσο νόμιζα.
Να, εδώ είμαι, με όλα μου τα χέρια και όλα μου τα πόδια. Αυτό που έχω πάνω στο λαιμό μου είναι κεφάλι και το στήθος μου κουνιέται επειδή αναπνέω. Ναι μωράκι μου μικρό… Είμαι εδώ τώρα δίπλα σου για να μη φοβάσαι.


Θέλεις να σου πω μια ιστορία για να κοιμηθείς;




Εκεί που πήγα λοιπόν, είδα πολλά ωραία αλλά και παράξενα πράγματα, είχανε χρώματα και μυρωδιές και γεύσεις. Δεν ήταν πάντοτε όμορφα, αλλά ξέρεις γλυκό μου κι εσύ όταν μεγαλώσεις θα μάθεις πως οι εκπλήξεις σε κρατάνε ζωντανή, και κάνουν το μυαλό σου να δουλεύει.
Που λες, είδα έναν τεράαααστιο ιπποπόταμο να χορεύει βαλς τόσο ωραία που ντράπηκαν όλες οι σχολές χορού και κλείσανε. Είδα ένα αερόστατο πολύχρωμο και παραφουσκωμένο, που όμως το είχανε καρφώσει στο χώμα κι αυτό αργοπέθαινε από κατάθλιψη. Χε, χε, πήγα ένα βράδυ λοιπόν, σσς… μη μας ακούσει κανείς, καήκαμε… πήγα ένα βράδυ που λες και ξερίζωσα όλα τα καρφιά από το έδαφος και μεμιάς το αερόστατο έφυγε μακριά κουνώντας μου το τεράστιο καπέλο που φορούσε για να με ευχαριστήσει.
Δεν ήταν εύκολο αυτό ξέρεις. Α, όλα κι όλα! Ο μπαμπάς έβαλε όλη του τη δύναμη, γιατί τα καρφιά είχανε ρίζες βαθιές, είχανε γίνει ένα με το χώμα κι είχανε αγκαλιάσει όλα τα ζωάκια που ζούνε κάτω από την επιφάνεια της γης, τα μυρμηγκάκια, τα σκουληκάκια, τα φιδάκια τα μικρά, τις σαυρούλες, τα ποντικάκια και τους δικαστικούς επιμελητές…

Είδα ψηλά στον ουρανό, ένα μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε, όλα τα πουλιά του κόσμου που μαζεύτηκαν εκεί που ήμουν, χόρεψαν έναν τρελό χορό, μαγευτικό, και μετά τα καημένα έπεφταν ένα ένα στη γη κάτω και σκοτώνονταν, μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Κι έτσι εσύ τώρα δεν θα μάθεις τι θα πει κελάιδισμα κανονικό, παρεκτός από τη φωνούλα της μαμάς σου αγάπη μου…

Είδα τρένα τεράστια, με άπειρα βαγόνια να ξεδιπλώνονται σα φίδια στις έρημες επαρχίες, και να κατεβάζουν τους επιβάτες τους στη μέση του πουθενά, ενώ περνάγανε από τις αποβάθρες σα δαιμονισμένα, λες και δεν θα ξαναεμφανιστούν σταθμάρχες ποτέ…


Είδα… είδα…
Θέλεις να σου πω κι άλλα ψυχή μου, ή βαρέθηκες;
Θα σου πω.

Είδα ένα χοντρούλη κλόουν που ήτανε λυπημένος, επειδή το τσίρκο που δούλευε έφυγε, ένα βράδυ που αυτός κοιτούσε το φεγγάρι αγκαλιά με την κοπέλα του, σ’ ένα παγκάκι στον Θερμαϊκό. Αλλά του έδωσα μια κουρδιστή μπαλαρίνα (σαν κι αυτή που σου πήρα για να κοιμάσαι τα βράδια, που κάνει γκλιν γκλον…) κι αυτός τη χάρισε στην κοπέλα του και χαμογέλασαν τόσο πλατιά κι οι δυο τους, που απλώθηκε στην παραλία ένα στρώμα γαλήνης κι ευτυχίας, κι όλοι οι άνθρωποι ξάπλωσαν επάνω του και κοιμήθηκαν ήρεμοι εκείνο το βράδυ, έχοντας αφήσει τις ελπίδες τους σε καλά χέρια.

Έπειτα ήμουν σ’ ένα τεράστιο καταπράσινο λιβάδι κι είδα εκεί παπαρούνες χιλιάδες κατακόκκινες κι ανάμεσά τους φράουλες και κυκλάμινα και νάνους και ξωτικά. Και τότε πέταξε από πάνω μας ένας πανέμορφος πελαργός κι άφησε στον καθένα από μια ευχή, που την είχε τυλίξει σε τούλια κι οργαντίνες και την είχε δέσει με κορδέλες ροζ και φούξια. Άνοιξα κι εγώ τη δική μου λαίμαργος και πεινασμένος μα βρέθηκα σ’ ένα μέρος σκοτεινό μωρό μου, που δεν είχε τοίχους πουθενά και δεν τελείωνε, κι από το βάθος άκουγα μοναχά σειρήνες και κλαδιά που σπάνε, κι είδα μέσα στο μισοσκόταδο μια σκάλα, στενή και ραγισμένη, ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό, δεν είχα που αλλού να πάω και φοβόμουν κι έτσι άρχισα να τρέχω προς το μέρος της, κι εκείνη σαν να απομακρυνόταν ολοένα κι εγώ έτρεχα ακόμα πιο γρήγορα, κι εκείνη, κι εγώ, κι εκείνη…
και μια μέρα χτύπησα δυνατά τα πόδια μου στη γη και τινάχτηκα πέρα μακριά και την έφτασα και γαντζώθηκα πάνω της κι ανέβαινα κι ανέβαινα… και κάποια μέρα έφτασα και είδα το σπίτι μας κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πάλι καρδιά μου, κι έβγαλα το κλειδί από τη μέσα τσέπη μου -πάντα στη μέσα τσέπη να το βάζεις φως μου κι εσύ, για να μην το χάσεις και δεν έχεις που να λυτρωθείς τα βράδια- κι άνοιξα την πόρτα μας και πλύθηκα κι έτρεξα κοντά σου αγαπούλα μου να σ’ αγκαλιάσω και να σε φιλήσω.

Μωρό μου γλυκό…

Γιατί με κοιτάς μ’ αυτά τα τεράστια μάτια…;



Δε σου άρεσε ματάκια μου το παραμύθι;



Αγάπη μου;



Νεραϊδούλα μου…



Μην κλαις ψυχή μου. Όχι, όχι… μην κλαις…
Ψέματα ήταν όλα! Ένα παραμύθι. Ναι αγάπη μου, ένα παραμύθι…
Μην κλαις.

Φοβήθηκες κορίτσι μου; Ε;




Συγγνώμη αγαπούλα μου, συγγνώμη.
Ο μπαμπάς δε ξέρει ακόμα να λέει ωραία παραμύθια.
Μάλλον…
Θα μάθει όμως. Θα μάθει!
Στο υπόσχομαι ζωή μου!

Και θα έρχομαι κάθε βράδυ δίπλα στο μαξιλαράκι σου
και θα σου λέω τις πιο όμορφες ιστορίες
και θα τραγουδάμε μαζί
και θα φωνάζουμε τις νεράιδες
να σου κρατάνε συντροφιά όλο το βράδυ
κι όταν θα γαληνεύεις φως μου
θα σβήνω όλον τον κόσμο από γύρω σου…

για να μην κάνει θόρυβο και σε ξυπνήσει…

…ελπίδα μου εσύ, μοναδική.









Κι ύστερα, εκεί που κάθεσαι και περιμένεις πως μια μέρα θα βγουν τα ψάρια από το νερό, θα κάτσουν σε ένα στρογγυλό τραπέζι και θα παίξετε όλοι μαζί καπνίζοντας μια τελευταία παρτίδα πόκερ, ανάβει ξαφνικά το φως κι ανακαλύπτεις πως είσαι μέσα σ' ένα τεράστιο ψυγείο, μαζί με άλλα διακόσια μοσχάρια κρεμασμένα ανάποδα, κι αυτός ο χριστιανός, ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια να χτυπήσει την πόρτα πριν μπει δεν είχε, κι ως συνήθως εσύ είσαι με το πουλί* στο χέρι.

*(ότι απέμεινε απ’ αυτό τέλος πάντων, λόγω ψύχους…)

Πουτάνα μνήμη…








.



Έλυσα μια μεγάλη απορία που είχα εδώ και πολλά χρόνια.
Μια απορία που με ταλάνιζε νύχτα – μέρα.
Τελικά ήταν απλό. Ακούστε:



Κι επειδή μερικές φορές τα απλά δεν τα καταλαβαίνουμε με την πρώτη,
ακούστε κι αυτό:



Είμαι τόσο συγκινημένος που ξέχασα ποια ήταν η απορία…






.



Ακούω έντεκα τραγούδια ταυτόχρονα. Τ’ αυτιά μου έχουν γίνει κέντρο προστασίας και περίθαλψης για κακοποιημένες μελωδίες. Θα δοκιμάσω να τις βάλω σε μια τάξη, αλλά είναι αδέσποτες αυτές, ατίθασες και κακομαθημένες.
Άμα δεν πιάσει το κόλπο ας έρθει να με βοηθήσει κάποιος. Μ’ ένα ζευγάρι ωτασπίδες κι ένα mix grill από Ασπιρίνες, Depon Extra, Panadol, Ponstan, και Mesulid θα είμαι μια χαρά. Μπορεί και να κοιμηθώ πριν ξαναλλάξει η κυβέρνηση.

Έπειτα θα βγω να ταΐσω τα σκυλιά της γειτονιάς με ότι απέμεινε από τις ρητορείες μου. Θα κεράσω ένα σφηνάκι Jack Daniels ή Captain Morgan όποιον ξέρει πώς να φιλάς ένα μωρό αξύριστος χωρίς να το γδέρνεις με την παραίτησή σου. Ένα σφηνάκι. Δεν έχω λεφτά για παραπάνω. Κι άμα δεν πιάσει κι αυτό το κόλπο…

…θα σταματήσω τα κόλπα.

Θα πάρω το μεγάλο κουζινομάχαιρο, θα πετσοκόψω καμιά τριανταριά χρόνια και θα βγω ξυπόλυτος στο δρόμο, ντάλα μεσημέρι, να κυνηγάω νυχτερίδες για τη συλλογή μου.






.



Τάκης: Ρε μαλάκα...
Μπάμπης: Τι;
Τ: Θα πας τελικά;
Μ: Πού ρε;
Τ: Να ψηφίσεις.
Μ: Δε ξέρω. Εσύ;
Τ: ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ! 7 μονάδες πίσω είμαστε!
Μ: Ε, και;
Τ: Τι “ε, και” ρε κάφρε; Χρειαζόμαστε κάθε ψήφο.
Μ: Τι να την κάνετε;
Τ: Τι να σου πω ρε πούστη μου; Μια ζωή μαλάκας ήσουνα.
Μ: Εγώ;
Τ: Όχι, στην γκόμενα απευθύνομαι...
Μ: Ωραίο τεμάχιο.
Τ: Τι λες μωρέ μαλάκα; Ποιος τη γαμεί αυτήνα; Εδώ ο κόσμος καίγεται!
Μ: Δε ξέρω ποιος τη γαμεί, αλλά άμα τον βρω θα τον σκίσω τον πούστη...
Τ: Ρε Μπάμπη, εγώ μιλάω σοβαρά.
Μ: Όχι. ΕΓΩ μιλάω σοβαρά. Εσύ ασχολείσαι ακόμα με τις εκλογές.
T: Μα θα πάθουμε πανωλεθρία σου λέω!
Μ: Εσείς θα την πάθετε. Εμείς μια χαρά είμαστε.
Τ: Ρε σκατοΠασόκε του κερατά, τον βλάκα θα ψηφίσεις;
Μ: Δεν είναι βλάκας. Τον παριστάνει.
Τ: Yeah! Sure… Τόσο καλά που πάει για Όσκαρ...
Μ: Άμα μιλάει ο Μπάμπης να τον ακούς. Ξέρει.
Τ: Τι ξέρεις ρε άχρηστε; Εγκάθετε του ΠΑΣΟΚ που έλεγε και ο Λεβέντης...
Μ: Παριστάνει το βλάκα για κερδίσει τις ψήφους των ηλιθίων. Θα νομίζουνε ότι είναι δικός τους και θα τον ψηφίσουνε τον Γιωργάκη μας.
Τ: ... ...
Μ: Ξέρεις πόσους από δαύτους έχουμε στην Ελλάδα;
Τ: Μαζί με σένα;
Μ: Άει γαμήσου ρε. Εγώ μιλάω σοβαρά.
Τ: Βρε Μπάμπη, βρε πουλάκι μου, βρε χριστιανέ μου...
Μ: Τι;
Τ: Είναι κρίσιμες οι εκλογές σου λέω. Δε μπορείς να...
Μ: Κρίσιμες δε ξέρω αν είναι, χρήσιμες πάντως σίγουρα δεν είναι.
Τ: Μα τι λες τώρα μωρέ;
Μ: Αυτό που ακούς. Είναι οι πιο άχρηστες εκλογές της μεταπολίτευσης.
Τ: Και τότε εσύ γιατί ασχολείσαι;
Μ: Δεν ασχολούμαι. Διασκεδάζω. Είναι σαν να πηγαίνεις γήπεδο στον τελευταίο αγώνα του πρωταθλήματος να δεις τον Ολυμπιακό με τον Λεβαδειακό, ενώ είναι 12 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο. Ο Ολυμπιακός. Για το ξεκάρφωμα πας. Να πιεις καφέ με τους κολλητούς σου. Να χαζέψεις το γκομενάκι του μπροστινού, να ρίξεις κανα μπινελίκι στον Ζαϊρί, τέτοια...
Τ: ... ...
Μ: ... ...
Τ: Χέσε με. Δεν τα βγάζω πέρα μαζί σου.
Μ: Α, γειά σου.
Τ: ... ...
Μ: ... ...
Τ: Τσιγάρο θέλεις; Συγχύστηκα.
Μ: Καπνίζω ήδη ρε στόκο! Δεν το βλέπεις;
Τ: Ναι... Sorry…
Μ: Δε πειράζει ρε φιλαράκι. Καλή καρδιά.
Τ: ... ...

Spy: (τι να έχει μαγειρέψει η μάνα μου; φασολάκια ή σουτζουκάκια;)










.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy