Όλα άρχισαν απ’ αυτήν την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου –ή μάλλον, γιατί να κλείνω τα μάτια ακόμα και στο χείλος της καταστροφής;- όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί, βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική. Πλην όμως αγαπόυσα πάντα τους συνανθρώπους μου και αυτό είναι μία από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου –και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους ή στους δημόσιους κήπους- σ’ αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα μου. Και παρ’ όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, για την οποία τόσα ωραία κεφάλια έπεσαν πάνω στο ικρίωμα, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο ωραίο.

Ενώ λοιπόν ήμουν από μια τίμια και αξιοπρεπή οικογένεια, δεν μου αρκούσε, ήθελα κι ένα καινούργιο σακάκι –ακούστε διαστροφή! Ο αγαπητός φίλος Ιουστίνος προσεφέρθη τότε να μου δώσει ένα δικό του παλιό –φυσικά σε αντάλλαγμα θα του ήμουν ευγνώμων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστον μιας ζωής (ή και δύο αν ήταν περισσότερο απαιτητικός). Τι να ‘κανα; Δέχτηκα. Διότι και το να ‘σαι συνέχεια απελπισμένος προσβάλλεις το Θεό. Ή να φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Ύστερα από χρόνια, λόγου χάρη, συναντάς κάποιον που σου αφάνισε τη ζωή: κάθεται σ’ ένα παγκάκι έρημος, γέρος, ένα ερείπιο. Σου έρχονται δάκρυα. Τον κοιτάζεις χωρίς μίσος, με απροσποίητη συμπόνια μάλιστα. «Πως μας ξεγέλασε και τους δυο η ζωή» σκέφτεσαι. Αλλά ας μην λοξοδρομούμε, μιλούσαμε για ένα σακάκι, κι εδώ έχω υποχρέωση να το φωνάξω πως ένα σακάκι είναι ένα ένδυμα εγκληματικό, όπως ακριβώς λέμε: ένα ένδυμα επίσημο –αποφάσισα λοιπόν να μην το δεχτώ. Όμως την ώρα που έλεγα «όχι, δεν θέλω» καθώς ήταν μισοσκόταδο, προσπάθησα με τα δάχτυλα, τάχα τυχαία, να το αγγίξω κάπως, να δω την αξία του υφάσματος και φυσικά τη φθορά, μπορεί να είμαι υπερήφανος αλλά θέλω να ξέρω τι χάνω, έτσι είμαι πλασμένος, δεν μπορώ να εθελοτυφλώ· -ίσως γι’ αυτό γίνομαι αντιπαθητικός.

Θυμάμαι μια μέρα στο λεωφορείο, απέναντί μου καθόταν μια γυναίκα μαραμένη, άσχημη, «τι θέλει και ζει;» αναρωτήθηκα εντελώς αυθόρμητα, τα πόδια της γυμνά –ήταν Ιούλιος- πανάθλια, απ’ αυτά τα πόδια που διηγούνται πάντοτε πράγματα θλιβερά ακόμα και το μεσημέρι, έκανα λοιπόν αυτές τις σκέψεις όταν η γυναίκα γύρισε και με κοίταξε με πόνο σαν να μου ΄λεγε «τι σας έφταιξα», είχε ακούσει τις σκέψεις μου κι αυτό συμβαίνει πάντα στους δυστυχισμένους, τα καταλαβαίνουν όλα αμέσως –από τότε όταν βλέπω κάτι το απελπιστικό φροντίζω να κάνω τις πιο ωραίες σκέψεις, λόγου χάρη, όταν τρώω στα βρώμικα οινομαγειρεία και βλέπω τον ατμό από τις κατσαρόλες τον παρομοιάζω με τον Χριστό που αναλήπτεται, και τότε τι σημασία να δώσεις στις μύγες που διεκδικούν το τραπέζι σου; αντίθετα τις παρακολουθείς με σεβασμό και τους αφήνεις στο πιάτο σου και το μικρό μερίδιό τους, ας φάνε κι αυτές, σκέφτεσαι, αφού δεν υπάρχει για κανέναν σωτηρία.

Ήταν Χριστούγεννα, θυμάμαι, μάλλον όχι, τέλος πάντων ήταν μια άγια μέρα που έπρεπε να τη σεβαστώ, αλλά εγώ τι έκανα; πήγα στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου, και, ώ των μυστηρίων, ενώ εκείνη είχε πεθάνει το σπίτι ήταν ακόμα εκεί «η δεσποινίς Λουίζα πέθανε» λέω στο θυρωρό, «ναι, πέθανε» μου λέει, «αχ, του λέω θριαμβευτικά, βλέπεις πόσο οι άνθρωποι συμφωνούν κατά βάθος;» τον αγκάλιασα και τον φίλησα –κι ύστερα με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά σοβαρός, ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αντρέψω όλες τις κατηγορίες- χαμηλώνεις το βλέμμα σου, άρα είσαι ένοχος, λένε, τι ένοχος, βρε τιποτένιοι, που εγώ κοιτάζω πάντα κάτω μήπως βρω κανένα πανηντάδραχμο, δηλαδή, γιατί όχι; είμαι τόσο πολυάσχολος ή τόσο τυφλός κι όποιος χτυπάει μια πόρτα χτύπους τελικά θα θερίσει, γέγραπται, γιατί, βέβαια, το βλέπετε, εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα

μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να ΄ναι μια νύχτα...






Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Αφήγηση: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Τραγούδι: Β. Παπακωνσταντίνου

28 Comments:

  1. Spy said...
    Δεν είναι κάθε μέρα του Αη Γιαννιού.
    Ανώνυμος said...
    Μπορεί να Αηγιαννοφέρνει όμως.
    Ανώνυμος said...
    Ανάληψις:εκ του ρήματος αναλαμβάνω και ουχί αναλήπτομαι.
    (Δεν βρήκα άλλη εξυπνάδα να πω...).

    Σελιτσάνος.
    Ατίθασος ενήλικας said...
    Πάλιωσε το σακάκι μου
    θα σβήσω απ' το μεράκι μου
    και καημό έχω μεγάλο
    δεν μπορώ να πάρω άλλο

    Τόσα κοστούμια χάρισα
    μα τώρα που ρεστάρισα
    φίλος δε με πλησιάζει
    τα παλιόρουχα κοιτάζει

    Ντυμένο σε προσέχουνε
    κι από κοντά σου τρέχουνε
    σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα
    δε σου λένε καλημέρα

    _
    Τσιτσάνης
    Ανώνυμος said...
    "Δεν ξέρω πως , δεν ξέρω που , δεν ξέρω πότε , όμως τα βράδια κάποιος κλαίει πίσω απ' την πόρτα κι η μουσική είναι φίλη μας - και συχνά μέσα στον ύπνο ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες στον καθρέφτη πρόσωπα που τα είδαμε κάποτε σ' ένα δρόμο ή ένα παράθυρο και ξανάρχονται επίμονα σαν ένα άρωμα απ' τη νιότη μας - το μέλλον είναι άγνωστο , το παρελθόν ένα αίνιγμα , η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη .Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος , άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι.Οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε , οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο κι η εξήγηση θα 'ρθει κάποτε , όταν δε θα χρειάζεται πια καμιά εξήγηση"

    Μοναδικός Λειβαδίτης επίσης

    (Eχετε γράψει ένα από τα καλύτερα κείμενά σας)
    pendulum said...
    ..όλα αρχίζουν από εκείνη την ευλογημένη λατρεία στον εαυτό σου..
    ο αποτέτοιος said...
    ουφ!!!

    εντάξει, τα παρατάω, δεν βρίσκω κάτι να σας γράψω..
    (κατάρα..)

    ε ναι, τι να γράψω για αυτό το κείμενο, πλάκα μας κάνετε θέλετε και σχόλια;

    αυτά δεν είναι για να σχολιάζονται!

    (αυτά τα παίρνεις μαζί σου και τα βάζεις κάτω από το μαξιλάρι σου για τις δύσκολες ώρες)
    b|a|s|n\i/a said...
    πετάτε όντως
    Aura said...
    Eσείς τα καταλαβαίνετε όλα αμέσως, όπως η κυρία στο λεωφορείο ?




    (Κάθε μέρα είναι του Αη Γιαννιού, όταν πιστεύεις περισσότερο σε αυτόν από οποιονδήποτε άλλον Άγιο.
    Και οι Αγιοι,ξέρετε, έχουν τους θαυμαστές - πιστούς τους.Οι τελευταίοι, φυσικά, εθελοτυφλούν-μάλλον το έχουν ανάγκη, αλλά κι επειδή η πίστη δεν έχει 'γιατί'- κι ότι κι αν συμβαίνει, "Αη Γιάννη μου βοήθα" θα τους ακούσετε να μονολογούν τρεμάμενοι..)



    Ωραίο κείμενο.
    Ειρωνικό, μέχρι αηδίας:)
    Y. K. said...
    ναι, ισως απο τα πιο σκοτεινα σας κειμενα.

    με αφηνετε σκεπτικη.

    καλησπερες
    Mara Lisha said...
    Τι όμορφο κείμενο είναι αυτό που έγραψες...
    Υπάρχουν στιγμές που σε ζηλεύω..

    Άσχετο: Ο αδερφός μου, πιτσιρίκια, μου πήρε ένα χιλιάρικο δανεικό με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει με τόκο! Πάνε 20 χρόνια. Μετά απ' αυτό που διάβασα νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να το πάρω πίσω :)
    Ανώνυμος said...
    Δεν ξέρω να το εξηγήσω αλλα νομίζω κατάλαβα: ο σπάι ποιητεύει επικινδύνως, αναμετριέται με τον κόσμο, δεν ξέρω ποιός κερδίζει και όλοι μιλάνε για τον αι γιάννη.
    Τα ρέστα μου (ταπί εχω μείνει)
    neni said...
    Οι δυστυχισμένοι τα καταλαβαίνουν όλα από τον περιφρονητικό τρόπο που τους κοιτάμε όλοι εμείς που την έχουμε δει κάπως με τον εαυτό μας. Σίγουρα τα πανάθλια πόδια ήταν κάποτε δίμετρα καλύτερα και από μοντέλου. Ξεχνάμε κ.spy από που ξεκινήσαμε,που οδεύουμε και που θα καταλήξουμε.
    antinetrino said...
    Πράγματι πολύ όμορφο κείμενο. :)
    Spy said...
    Δεν σας αγνοώ
    ούτε σας σνομπάρω.

    Θα μου επιτρέψετε όμως μια μέρα αποχής.

    Σας ευχαριστώ που ρίχνετε μια ματιά στο βλογ μου και μου το προσέχετε να μην κρυώσει.
    ο αποτέτοιος said...
    οκ, φέρνω την κουβέρτα.

    http://www.youtube.com/watch?v=d1fzqtTV2EE
    Kwlogria said...
    Αμάν ρε άνθρωπε! Διαλύθηκα!! Εγώ λέω να πλακωθούμε στα ξύδια και στα ναρκωτικά να πνίξουμε τον πόνο μας! (Μαλακίες λέω, εννοείται. Είσαι θεός:)
    Ανώνυμος said...
    Ώρες ώρες με συγκινείς...
    Πραγματικά!

    ... και μετά είδα και τον Cave που σου άφησε ο αποτέτοιος και ολοκληρώθηκε το συναίσθημα :)

    Να' σαι καλά :)
    Ο άλλος said...
    Και οι ήρωες όπως τα δευτερόλεπτα θέλουν απλώς να επαληθευτούν. Γι αυτό υπάρχουν τόσο λίγοι ανάμεσά μας. Δεν το αντέχουν να πρέπει να γίνεται μέσα απ τα πιο απλά πράγματα
    manetarius said...
    "...αααχ... ένας άνθρωπος υπήρχε στην βλογόσφαιρα που με καταλάβαινε... πάει...λάλησε κι αυτός..." είπε η manetarius. Σκέπασε το βλογ με μια κουβέρτα, έκλεισε τα παράθυρα και το άφησε να χουζουρέψει στο μισοσκόταδο. Μια μέρα αποχής όλοι το χρειάζονται.. ακόμα και τα βλογς.

    Πεζό: manetarius
    Αφήγηση: manetarius
    Μουσική (τι εννοείτε ποιά μουσική; κουφαθήκατε; εγώ πάντως την ακούω..): manetarius
    KitsosMitsos said...
    Αυτό με τις φωνές των απελπισμένων πλάκα-πλάκα έχω μια υποψία ότι συμβαίνει. Γι αυτό σε καρφώνουν συνέχεια με το παραπονιάρικο ύφος του δαρμένου.
    Άτιμη νύχτα.
    mamma said...
    Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται...
    rosie said...
    ..και μετά με ρωτάτε αν αργώ.. Τι να γράψει κανείς και τι να προσθέσει μετά από ένα τέτοιο κείμενο;

    Με τέτοιας ποιότητας γραπτά σαν το δικό σας και δυο-τριών άλλων που διαβάζω , αναρωτιέμαι φωναχτά και από μέσα μου..Που πας ρε Καραμήτρο....
    Shadowface said...
    Είχα ένα ριγε σακάκι
    διπλοσταυροκουμπωτό.

    Πολύ ωραίο κείμενο πραγματικά.
    ΠΟΔΗΛΑΤΡΗΣ said...
    ....... ξεκουραστείτε κ. Spy!
    εκπληκτική ανάρτηση.
    sadcharlotte said...
    δεν βρισκω καμια εξυπναδα να πω. εξαιρετικο κειμενο. μονο αυτο
    island said...
    Τα βράδια συνεχίζει να μυρίζει όμορφα η γη. Και η τύπισσα με τα άσχημα πόδια γεύεται το χώμα στις πατούσες της. Αυτό που εμείς δεν μπορούμε ακόμα.

    Μας γάμησες κύριε Σπάι
    demetrat said...
    δεν ξέρω τι είναι αυτό που σε ζορίζει, αλλά σε μάς δίνεις τα καλύτερα,να το ξέρεις.
    τις καλημέρες μου.

Post a Comment



My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy