Έριξα μια ματιά έξω.
Μια παράξενη ησυχία είχε σκεπάσει τη γειτονιά μου.
Φόρεσα τα καλά μου παπούτσια και κατέβηκα στο δρόμο. Από πάνω δεν φόρεσα τίποτα γιατί δεν υπήρχε κανείς να με χαζέψει. Η άσφαλτος όμως ήταν τραχιά και έκαιγε. Κάτι μου έλεγε επίσης πως εκεί που θα πάω δεν θα μπορούσα να περπατώ ξυπόλητος, θα ήταν αγένεια.

Έκλεισα αποφασιστικά την πόρτα πίσω μου. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, τίποτα, κανείς. Στην τύχη το έπαιξα και ξεκίνησα προς τα κει που ερχόταν το φως. Αυτή η αίσθηση του να τυφλώνομαι και να περπατώ με μισόκλειστα τα βλέφαρα πάντα με γοήτευε. Ένας καυτός αέρας φυσούσε και σήκωνε σκόνη χαμηλά, σκέπαζε το δρόμο και δεν έβλεπα που πατάω, μα ευτυχώς είχα τα παπούτσια μου τουλάχιστον και δεν φοβόμουν.

Τα σπίτια αραίωσαν και βγήκα σε έναν άθλιο επαρχιακό δρόμο, γεμάτο ξεραμένο θυμάρι και φύλλα δυόσμου που δραπέτευσαν από τις γλάστρες τους και ταξιδεύαν στον αέρα μέχρι να χάσουν το άρωμά τους και να πέσουν νεκρά στο χώμα. Τι παράξενο...

Σε λίγο το τοπίο είχε γίνει μια κίτρινη και αρρωστιάρα έρημος που σήκωνε στις πλάτες της τη θλίψη όλου του κόσμου. Στο βάθος μπορούσα να ξεχωρίσω μόνο τον ήχο που κάνουν τα λάστιχα από τα φορτηγά όταν γδέρνουν την άσφαλτο κι εκείνο το θλιβερό κρακ που κάνουν τα γέρικα κλαδιά των δέντρων όταν πεθαίνουν αποκαμωμένα και σπάνε προς το έδαφος. Ζωή πουθενά...

Πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον τρία χρόνια έτσι. Τρεφόμουν με χουρμάδες που είχα φυλάξει στην τσέπη από το πανωφόρι μου, το οποίο έβρισκα σκονισμένο και κρεμασμένο πάνω σε στύλους σε κάθε διασταύρωση μπροστά μου, σαν πινακίδες που μου έδειχναν τον προορισμό μου, και έπινα βρώμικο καφέ νερό από λακούβες που ανακάλυπτα όταν βυθίζονταν μέσα τους τα ωραία μου παπούτσια και βρέχονταν τα πόδια μου. Πρέπει να κουβάλησα πάνω μου πολλές αρρώστιες και πιο βαρύς πλέον περπατούσα αργά.

Μια μέρα έφτασα στο τέλος του δρόμου. Κοίταξα πίσω. Τίποτα. Μπροστά μου είχα κατακαθίσει η σκόνη κι ένα σκαλοπάτι θεόρατο είχε καρφωμένη επάνω του μια πινακίδα: “Only if you dare…”

Δεν είχα και πολλές επιλογές πλέον. Ανέβηκα με κόπο μιας και η κούραση με είχε εμφανώς καταβάλλει, αλλά τα κατάφερα και ισορρόπησα στην άκρη του. Από κάτω έχασκε ένας τεράστιος γκρεμός και ίσα που ξεχώριζα έναν ήχο από αφρισμένο νερό που κυλούσε, ή έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Μια τεράστια ξύλινη βαριά πόρτα έκλεισε πίσω μου με θόρυβο απαίσιο. Ποιος την έβαλε εκεί; Γιατί δεν την είδα πριν; Κι αν θέλω να γυρίσω;

Μονόδρομος.

Ή που θα πέθαινα από ασιτία σε ένα ανώνυμο τσιμεντένιο σκαλοπάτι στην άκρη του κόσμου, ή που θα βούταγα. Χωρίς μάσκα και αναπνευστήρα.

Έψαξα για τα φτερά μου, αλλά το μόνο που είδα στους ώμους μου ήταν το βάρος από τα ταξίδια που δεν τέλειωσα και τα νύχια των παιδιών μου να με γρατσουνάνε μέχρι να μου ματώσουν την πλάτη.

Βούτηξα χωρίς να κλείσω τα μάτια.



Τώρα που διαβάζετε αυτό το σημείωμα ταξιδεύω ακόμα. Προς τα κάτω. Ταξίδι είναι κι αυτό, one way only. Όταν φτάσω θα σας στείλω μια καρτ ποστάλ για να ξέρετε ότι είμαι καλά. Αν δεν έρθει μην τρομάξετε, θα φταίνε οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, όχι εγώ.

Εγώ θα είμαι καλά. Μάλλον...
.
.
.
.
.
.
.
.

Ο κ. Spy είναι ένας ιδιαίτερα εύχαρις και φιλικός άνθρωπος, από αυτούς που αναλώνονται στο να κάνουν τις παρέες ευχάριστες και κεφάτες. Καλωσυνάτος, μειλίχιος και διακριτικός, αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης, εξαιτίας κυρίως του ιδιαίτερου χιούμορ του, αλλά και της ευγενικής φυσιογνωμίας του.

Το ότι ο κ. Spy ήταν εδώ και καιρό ένας μυστικός πράκτορας μιας ξένης και όχι ιδιαίτερα φιλικής υπερδύναμης, το γνώριζαν όλοι όσοι συναναστρέφονταν μαζί του. Όταν εμφανιζόταν ανάμεσά τους, γύριζαν προσεκτικά και διακριτικά τις συζητήσεις τους στην αλλαγή του καιρού.

Αυτό που όλοι ανεξαιρέτως αγνοούσαν είναι πως
η αποστολή του κ. Spy ήταν να μαθαίνει την γνώμη των ανθρώπων για το κλίμα...


.
.
.
.
.
.



Ου-ζμπε-κι-στάν!

Δεν έχει ανάλυση. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Δεν θα σας δίνουμε και μασημένη τροφή κάθε μέρα.

Μεγάλα παιδιά είστε πια...
(χώρια που έχουμε και κρίση, και πρέπει να κρατήσουμε και καμιά καβάντζα)
.
.
.
.
.
.

Ένα ασθενοφόρο ουρλιάζει εδώ και μέρες στο κεφάλι μου.
Πήρα Depon, Panadol, Ασπιρίνη, Mesulid, Ponstan, ναρκωτικά, και φρυγανιές από το ψιλικατζίδικο, διότι πεινούσα κιόλας, αλλά τίποτα. Κατά κάποιον τρόπο πρέπει να έχει εγκλωβιστεί εκεί μέσα, καθώς εκτός από τη σειρήνα, ακούω μονίμως και τα λάστιχά του να τρίζουν στην άσφαλτο, το δε μυαλό μου μπαλαντζάρει πότε δεξιά και πότε αριστερά, διότι προφανώς είναι και φορτωμένο με τίποτα μισολιπόθυμους παππούδες (το ασθενοφόρο), και όπως και να το κάνουμε πόσο βάρος μπορεί να ισορροπήσει ένα κεφάλι μόνο του;

Εχθές το βράδυ πρέπει να τράκαρε.
Το κατάλαβα αυτό διότι κοιμόμουν και είχε σχετική ησυχία (η σειρήνα δεν μετράει, την είχα ψιλοσυνηθίσει) οπότε δεν γινόταν να μην αντιληφθώ τις άναρθρες κραυγές αλλά και τις βρισιές που περιφέρονταν μέσα στο μυαλό μου σαν αδέσποτες. Νομίζω πως λίγο πριν είχα ακούσει και ένα "σκρατσμπουγκουπ!" αλλά αυτό δεν μετράει σαν evidence καθώς όπως προείπα κοιμόμουν. Λογικά ο τύφλας που το οδηγούσε δεν είδε τον καινούργιο πυροσβεστικό κρουνό που έχω εγκαταστήσει, και πήγε κι έπεσε επάνω του το ζώον, χάνοντας την πορεία του, για να σταματήσει τελικά στη βιτρίνα με τα χριστουγεννιάτικα (που μου έχουν ξεμείνει και τα πουλάω μισοτιμής).

Μετά από λίγο (κανένα δίωρο πρέπει να ‘τανε) έφτασε και η τροχαία.
Ένα ανακριτικό και ένα περιπολικό. Γέμισε η περιοχή με μπλε φωτάκια που στριφογύριζαν και αναβοσβήνανε, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Τόσα χρόνια στο βυθό, έχω συνηθίσει στο μπλε μ’ αρέσει δεν μ’ αρέσει. Το κακό ήταν πως πολλαπλασιάστηκαν οι σειρήνες και με τόσες διαφορετικές συχνότητες ακόμα κι ένας καλά εκπαιδευμένος ηχολήπτης θα μπερδευόταν σε βαθμό αυτοπυρπόλησης. Όταν, δε, άρχισαν τις ανακρίσεις, ακόμα και οι καλύτεροι οικογενειάρχες που έμεναν τριγύρω και είχαν σκάσει μύτη για τα κανάλια, άρχισαν να κόβουν τις φλέβες τους με σκουριασμένα κονσερβοκούτια.

Η Πυροσβεστική ήρθε να με αποτελειώσει.
Ο κόκκινος φάρος του οχήματος, άρχισε να φλερτάρει αηδιαστικά με τους άλλους που ήταν ήδη εκεί, δίνοντας μια απόκοσμη μωβ απόχρωση στο τοπίο, οι φοβεροί αυτοί τύποι με τις ασημένιες στολές sanitas foil σκαρφάλωναν σε όποια σκάλα κινδύνου έβρισκαν, και έσωζαν γατάκια από τα παρακείμενα δέντρα, ενώ μια ομάδα αντρών από κάτω είχε ήδη τεντώσει αυτό το πανί με το στόχο που βλέπουμε στις ταινίες με τον Leslie Nielsen, ελπίζοντας να πετύχουν το πιάνο που έπεφτε από τον φλεγόμενο δέκατο έβδομο όροφο. Χάλια. Η σειρήνα του οχήματος ήταν ελαφρώς χαλασμένη, διότι την είχαν αντικαταστήσει κοψοχρονιά με μια μεταχειρισμένη από φάρο νησιού εν αποστρατεία, κι αντί να κάνει "ίου-ίου" έκανε "βριινζζζγκ γκιιεεκκττλκρρ". Τα άπαντα του Ιάννη Ξενάκη μου φαίνονταν η πιο γλυκιά μελωδία μπροστά της.

Όταν ήχησε η σειρήνα της εκκλησίας δεν άντεξα.
Πάντοτε τις φοβόμουν αυτές, γιατί αρχικά νόμιζα πως δεν υπήρχανε, και μετά μου είπε ο μπαμπάς μου (που είχε πάει και στην Κύπρο με το πραξικόπημα) πως "σημαίνουν πόλεμο όταν τις ακούς αυτές παιδί μου", και τότε έκανα ότι ακριβώς με είχαν συμβουλέψει στην σχολή αντιμετώπισης έκτακτων κρίσεων και ακραίων καιρικών φαινομένων. Άνοιξα μια μικρή τρύπα στην άσφαλτο, 25-30 πόντους πάνω κάτω, κι έχωσα γρήγορα το κεφάλι μου μέσα.

Δεν ξέρω αν έκανα ότι καλύτερο μπορούσα,
αλλά από εχθές το βράδυ τρώω πίσσα,
και κλάνω ανεξέλεγκτα προς τον ουρανό.

Κωλοκατάσταση...


.
.
.
.
.
.
.

- Αουουαρργκ κνεπε γκραντανταχχχρρεμπεεε ντε ααρμπαγκγκγκ...γουβουντε ντντμπαθτιι ρα μαμπμπλ γκγκροοοαργκ,χου χου βρεεμποντλο ντλα ρουουουγκ φοορ κκλικλαχοντο μπο....βαγκου ντντλογκο χουμπα...μπαβα ντουγκα...γουβουντε...

- Τι κάνεις;
- Ε...ε;
- Τι κάνεις λέω!
- Ε, ρπονηοησ, ε... προπόνηση.
- Έχεις τρελαθεί τελείως; Για ποιο πράγμα;
- Για το Κονγκό.
- Ποιό;
- Το Κονγκό!
- Θα πας στο Κονγκό;
- Ναι.
- Τι θα πας να κάνεις εκεί;
- Ε, ε... να πάρω τσιγάρα...
- Α...
- ...
- Θα ξανάρθεις;
- Ε, ναι αγάπη μου, φυσικά!
- Καλά. Να προσέχεις, ε;
- Ναι αγάπη μου.

ΖΜΠΑΦ! (<--- πόρτα)

- Γκρουουαρ, μπαμπο βουλμπα, εγκεγκουουλα...μπάβα ντουγκα.


.
.
.
.
.
.
.

Ο Σλόμποταν κοιμάται ανήσυχος στο Βελιγράδι, την ώρα που πουλιά φτεροκοπούν στην Βόνιτσα. Στα γόνατα σκάβει ο Κεμάλ στην Παλαιστίνη. Στο Πεκίνο αργοπεθαίνει η Μινγκ. Τραγουδάει μόνος του στο Σηκουάνα ο Ανρί, χαμογελώντας στ’ ακροκέραμα της Νοτρ Νταμ. Ο Χανς συναρμολόγησε το τελευταίο του βαγόνι, πριν πέσει για πάντα στην κατάθλιψη του Ντύσσελντορφ. Μπεθ τη φώναζε μόνο η μάνα της και γεννούσε ελπίδες στο σταχτί Μάντσεστερ, εχθές τ’ απόγευμα. Σε ένα κουφάρι βάρκας κοιμάται ο Φαρούκ λίγο πριν το ξημέρωμα του χτυπήσει στοργικά το μπράτσο. Στο Μανχάταν ο Άντριου ξεκοκακαλίζει ψάρια και στο Χάρλεμ τρυπιέται για τελευταία φορά ο Μάικ. Στο δέλτα του Νέστου ησυχία απλώνεται, μουντή και υγρή. Ανάβει ένα τσιγάρο στη σκοπιά ο Ελία, και το κρύβει στη χούφτα του μη φάει τη σφαίρα. Στον Νείλο ξεπλένουν απόβλητα και δέντρα πεθαμένα κολυμπούν στον Αμαζόνιο όλο το βράδυ. Μια μάϊνα στριγγλίζει δίπλα στα νερά της Βικτώρια. Στην Νικαράγουα ζητήσαν λύτρα. Ο πατέρας του Βλάντε κλαίει μονάχος κάθε απόγευμα στο Σεράγεβο. Ο Μίκα τρέχει, πάντα τρέχει, στις παγωμένες λίμνες, κι η Άντα χαράζει τα σπλάχνα της με μια κρεμάστρα σιδερένια. Σε σκουριασμένη σκάλα γλυστράει ο Ντέγιαν και σκοτώνεται. Ο Μάρκος της ψυθιρίζει τρυφερά στ’ αυτί. Γρατσουνάει τις χορδές ο Γουίλλυ στην Καρολίνα, και σ’ άδειους τοίχους ψεκάζει σχέδια ο Φελίπε στο Μπουένος Άϊρες. Στο Ανόϊ στριμώχνονται στους πάγκους. Ένα τατού χτυπάει στην καρδιά της Φένιας. Μάγισσα η Αλίσια με το πιο γαλάζιο βλέμμα στη Βαλένθια. Στον Ασπρόπυργο λαμαρίνες και φτηνά τσιγάρα. Στο Δελχί τα τρένα μουγκρίζουν. Μια εκκλησία χτίστηκε στο Βλαδιβοστόκ. Μια άλλη κάηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ.


Τώρα. Σήμερα. Πάντα. Παντού.



Σ’ αυτήν την πίστα πάντα κολλάω. Χάνω όλα μου τα κανονάκια που ευλαβικά τα μάζευα σε όλες τις προηγούμενες. Δεν είναι δα και εύκολο αυτό. Πρέπει να οπλιστεί με πολλή υπομονή κανείς, να παίξει έξυπνα, να κάνει οικονομία δυνάμεων, να μη σπαταλάει ενέργεια σε πίστες που δεν χρειάζεται να πονοκεφαλιάζει γι αυτές.

Μπορεί να έχω ξοδέψει ώρες και ώρες στο μηχάνημα, να έχω αναλώσει όλες μου τις μάρκες, αλλά εδώ πάντα κολλούσα. Αυτός ο καργιόλης ο κατασκευαστής πρέπει να το έκανε επίτηδες. Δεν εξηγείται αλλιώς. Προφανώς έχει έρθει εκ των προτέρων σε συνεννόηση με τον μαγαζάτορα, και έχει βάλει όλα τα όπλα του εχθρού να σου αδειάζουν μαζικά τις σφαίρες τους στο κεφάλι, μπας και σηκωθείς επιτέλους από το μηχάνημα και παίξει και κανένας άλλος.

Αυτή τη φορά όμως δεν σκοπεύω να κάνω τη χάρη σε κανέναν από τους δυό τους. Έχω χάσει πολλά κανονάκια ήδη, και πρέπει να κινηθώ έξυπνα και γρήγορα. Λίγες δυνάμεις έχω πλέον, η μπάρα της ενέργειας είναι κάτω από τη μέση, κι η πίστα αυτή δε βγάζει δωράκια. Θα μου πεις: «και σε τι ελπίζεις ρε φίλε δηλαδή;»

Δεν είναι θέμα ελπίδας πλέον. Οι ελπίδες είναι για τους απελπισμένους. Είναι θέμα στρατηγικής. Και υστεροφημίας φυσικά. Όταν έχεις κάνει τις δηλώσεις σου και όλο το μαγαζί έχει μαζευτεί τριγύρω για να δει αν θα είσαι ο πρώτος που θα περάσει την πίστα και θα κάνεις ρεκόρ, δεν μπορείς έτσι απλά να απογοητεύσεις το κοινό σου.

Έχω καταστρώσει τη στρατηγική μου λοιπόν (μη φανταστείτε τίποτα περίτεχνες ενέργειες βασισμένες στην «Τέχνη του Πολέμου»· της ώρας και στα κάρβουνα προτιμούσα πάντα), έχω πάρει ένα άβολο και χαλασμένο κάθισμα, για να μη μου επιτρέπει να επαναπαύομαι και να με κρατάει σε εκγρήγορση, και ήρθα με την τελευταία μου μάρκα, να δοκιμάσω, να παίξω, να κοντραριστώ ξανά με τις προθέσεις του κατασκευαστή, να του τσαλακώσω το προφίλ στα μούτρα και σαδιστικά, ή να φύγω ταπεινωμένος από το μαγαζί για πάντα.

Ο κόσμος γύρω πολύς.
Δεν με αγχώνει αυτό, εγώ τους κάλεσα. Λίγο οι ψίθυροι με ενοχλούν, αλλά μπροστά στο μηχάνημα κι αυτά ακόμα τα ξεχνάς ή τα ακούς σαν παράταιρες μελωδίες από άλλο παιχνίδι, που παίζει κάποιος αδιάφορος για τα τεκταινόμενα βλάκας, δυο σειρές παραπίσω.

Αυτό που με αγχώνει είναι που τα μαλακισμένα αυτά τα παιχνίδια δεν έχουν “undo”. Δεν είναι σαν το “Word” ή το “Photoshop”. Μια λάθος κίνηση και τέρμα. Σηκώνεσαι ηττημένος και νροπιασμένος, χαιρετάς με όση δύναμη σου έχει απομείνει το κοινό σου, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στο χώρο, ανάβεις τσιγάρο, και χωρίς να κοιτάξεις πίσω, φεύγεις με αργό βήμα ξέροντας πως δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ στο σκοτεινό αυτό καταγώγι, το γεμάτο καπνό και βρισιές, που πέρασες τα πιο καυλωμένα σου χρόνια, και έγινες άντρας μέσα από την αμφισβήτηση των πολλών.

Last coin. Last chance.

Σκατά!
Πολύ δύσκολη πίστα...


.
.
.
.
.
.
.

Στην κοιλιά μου ζει μια φάλαινα.
Ανακατεύει με την τεράστια ουρά της το βυθό μου, λάσπη σηκώνεται και γίνεται υγρή ομίχλη στα σωθικά μου μέσα. Κάποτε τραγουδούσε ένα τραγούδι να το ακούνε οι άλλες φάλαινες που βρίσκουν καταφύγιο στις κοιλιές καλών ανθρώπων, αλλά με τα χρόνια σιώπησε, κουράστηκε και τώρα μόνο κολυμπάει. Φοβισμένη. Είναι που έχω ένα ανακόντα στο στομάχι, τεράστιο, που σφίγγεται μονάχο του όπου βρει. Είναι τυφλό και δεν την βλέπει, αλλιώς θα είχε τυλιχτεί γύρω της, όπως έκανε και με μένα, και η φάλαινά μου θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ίσως γι αυτό να μην τραγουδάει πια. Από φόβο μην την βρούνε.



Η καρδιά μου είναι αρκούδα.
Καφετιά. Κρύβεται στα δάση και τρώει μέλι. Είναι τεράστια σαν όλες τις γριές αρκούδες και τη φοβάμαι. Μια φορά νόμισα πως αγρίεψε. Έβγαλε τα νύχια της και με κοίταξε κατάματα, μα μετά αγκάλιασε τον κορμό ενός μικρού δέντρου που έγερνε στον άνεμο. Γαντζώθηκαν τα νύχια της εκεί, και έμεινε για πάντα αγκαλιασμένη με το δέντρο. Εκείνο μεγαλώνει με τα χρόνια, κι ανοίγει περισσότερο η αγκαλιά της να το χωρέσει. Μάλλον φοβάται κι η αρκούδα.

Στα πνευμόνια μου περπατάνε σαύρες.
Σέρνουν τις ουρές τους και μου γδέρνουν το στήθος, σφυρίζοντας στο λιγοστό αέρα που βρίσκουν εκεί μέσα. Ψάχνουν νερό και μασουλάνε κάκτους. Τα βράδυα κλείνουν το ένα μάτι, και με τ’ άλλο ιχνογραφούν το έδαφος για το ταξίδι της επόμενης μέρας.
Ένα χταπόδι είναι τ’ άντερά μου, χωρίς μελάνι. Τρωτό και θλιβερό.

Μέδουσες τα χέρια μου.
Φτιάχνουν πίνακες σε σκούρους μπλε βυθούς με τα διάφανα πλοκάμια τους, και χρώματα ξεχειλίζουν στους καμβάδες. Οι κινήσεις τους απαλές, σαν ενός πιανίστα χάδι, ηδονικές και λάγνες. Καλούν. Αν πλησιάσει κάποιος, ρεύμα διαπερνά το σώμα τους και φωτίζουν. «Κίνδυνος» φωνάζουν σε αρένες κουφών. Οι μέδουσές μου. Ηλεκτρικές. Τα χέρια μου. Με νύχια νυχτερίδες. Ξυπνούν τα βράδια και βγαίνουν από τις φωλιές σε σμήνη. Κάθε πρωί σκουπίζω μια σταγόνα αίμα από τις άκρες.

Στην πλάτη μου φωλιάζει ένα γεράκι.
Ένας παράλυτος ξεδοντιάρης ερημίτης το εκπαίδευσε. Κοιτάει τριγύρω και γαντζώνεται στο δέρμα μου σφιχτά. Άμα ανατέλει ο ήλιος σηκώνει τα τεράστια φτερά του, με σκεπάζει, και πετάμε πάνω από χαράδρες και τρομερούς γκρεμούς. Ύστερα σ’ έναν ξεραμένο κορμό στην κορυφή ξαποσταίνουμε. Οι ώμοι μου το τρέφουν.

Μια φορά κατάπια έναν σκαντζόχοιρο.
Έκανε το μισό ταξίδι κουλουριασμένος και ξεδιπλώθηκε στον οισοφάγο μου. Τ’ αγκάθια του αγκιστρώθηκαν εκεί για πάντα, και με ματώνουν κάθε που πάω να φωνάξω. Έτσι έμαθα να τραγουδάω. Επειδή δεν μπορούσα να φωνάξω. Εντάξει, βοήθησε και το ψάρι. Το χρυσόψαρο που κολυμπάει στις αμυγδαλές μου. Τις γαργαλάει και αυτές χοροπηδάνε ευτυχισμένες, ακουμπούν στις φωνητικές χορδές και πάλλονται όλοι μαζί από μια παράξενη ευτυχία. Οργασμός.

Έχω τα μάτια από ένα πούμα.
Του τα ‘κλεψα ένα βράδυ που είχαμε βγει κι οι δύο για κυνήγι. Εκείνο σφάδαζε στα αίματα πνιγμένο και τυφλό, κι εγώ κράτησα τα μάτια του στη χούφτα μου, ψηλά στο φεγγαρόφωτο, θριαμβευτής σακατεμένος, πριν τα φάω και γίνουνε δικά μου. Ένας λύκος αλυχτούσε παραπέρα. Κοιταχτήκαμε. Εκείνος με τα κατακόκκινα μάτια του κι εγώ μ’ αυτά του πούμα. Μου χάρισε την όσφρησή του από σεβασμό. Έσκυψα το κεφάλι ευγνώμων. Δέχτηκα.

Η γλώσα μου είναι ταραντούλα και η φωνή μου σφήκα.
Παλεύουν με τα τριχωτά τους πόδια και δεν νικάει καμία. Δηλητήρια σκορπάνε στην αρένα και πέφτουν νεκρές οι λέξεις μου. Τότε κλέβουν τους ιστούς απ’ τις αράχνες, τυλίγουνε τα λόγια μου σ’ αυτούς, και μοιράζουνε τα μερτικά τους κατά πως κύλησε η μάχη. Όποια έχει περισσότερο δηλητήριο φυλαγμένο παίρνει τα πιο πολλά. Ισορροπία. Τρόμου. Δίκαιη.

Στο μυαλό μου ζει μια κόμπρα.
Το δαγκώνει απο μέσα και πονάω.
Εκείνη περιμένει. Μόνο.

Soundtrack composed & arranged by spy
All images from
National Geographic
.
.
.
.
.
.
.

Τις τελευταίες ημέρες κάθησα πολλές ώρες στο σπίτι (λόγω επαγγελματικής διαστροφής - μη ρωτήσει κανείς, δεν πρόκειται να του απαντήσω).

Έτσι έκαμα τις παρακάτω παρατηρήσεις (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά):

1) Δεν έχουμε ξεστολίσει ακόμα το χριστουγεννιάτικο δέντρο (η εργασιομανία δεν ήταν ποτέ το φόρτε μας...)
2) Έχει ξεβιδωθεί μια πρίζα από τον τοίχο στην κουζίνα
3) Έχω περισσότερες γραβάτες κι απ’ όσες θα χρειαζόταν ένας καλός πωλητής ασφαλειών
4) Ο σκύλος κατουράει (πάνω) στο πόδι του ξύλινου τραπεζιού στο μπαλκόνι (τι μαλάκας...)
5) Ο καναπές είναι πιο βολικός από τη δεξιά μεριά (μπαίνοντας)
6) Το τηλεκοντρόλ για οτιδήποτε είναι πάντοτε ένα μέτρο πιο μακρυά από όσο φτάνει το χέρι σου (ακόμα κι αν τεντωθείς)
7) Ο Πάγκαλος πάχυνε κι άλλο (ναι, βλέπω ειδήσεις, τι να κάνω;)
8) Ο γείτονας ξεκρέμασε επιτέλους τον απαγχονισμένο αγιοβασίλη του
9) Πρέπει να σημειώνω σε ένα post-it που στην ευχή βάζω το back-up πακέτο τσιγάρα (γαμώ τα περίπτερά μου μέσα)
10) Ο αυτοσαρκασμός δεν βοηθάει τελικά όσο λένε...


.
.
.
.
.
.

Κάθομαι και σε κοιτάζω έτσι όπως μεγαλώνεις και χαμογελάω.

Το βλέμα μου λίγο πιο πάνω από την οθόνη που με κρύβει, ευθυγραμμίζεται με τα μελλούμενα, που καλά κρυμένα και προφυλαγμένα, μεγαλώνουν στην κοιλιά σου. Εσύ νομίζεις φυσικά, πως κάθομαι με τις ώρες στο internet και χαζεύω αηδίες δεξιά κι αριστερά. Καλύτερα.

Καμιά φορά κάνω πως πληκτρολογώ κιόλας, ενώ στην ουσία γράφω “xc%&#)pfp8r hduw 0uh -3d8h hx-ui@%r48o7gh 43%#)+@*7807” σε άδεια φακελάκια στο desktop μου, για να νομίζεις ότι γράφω περισπούδαστα κείμενα και συνταρακτικά ποστ, και να με αφήνεις ανενόχλητο. Έτσι εγώ ευθυγραμμίζω την άκρη της οθόνης, ώστε να μη χρειάζεται να κουνάω το κεφάλι μου και με καταλαβαίνεις, και γράφω ποιήματα στο μυαλό μου, που δεν θα καταθέσω σε κανένα χαρτί.

Ζωγραφίζω μόνος μου ψεύτικους κόσμους πασπαλισμένους με άχνη ζάχαρη και φλούδες σοκολάτας, ντύνω τις σιωπές μας με μελωδίες από ξυλόφωνα και πλαγίαυλους, και ξεκουράζομαι πάνω σε μια πράσινη μοκέτα που μέσα της φωλιάζουν ξωτικά και νάνοι.

Ένα χάσμα μας χωρίζει, αγεφύρωτο για άλλες 136 ημέρες.

Εγώ θα πέφτω από τη μια αντίφαση στην άλλη προσπαθώντας να μη χτυπήσω άσχημα. Θα σχεδιάζω επιθέσεις σε φρούρια απόρθητα και θα ‘χω μόνο χάρτινα στρατιωτάκια στη διάθεσή μου. Θα τρέχω σαν τρελός να προλάβω τρένα που δεν με θέλουν. Θα ξενυχτάω τα βράδυα με οδοντογλυφίδες στα μάτια και παρέα telemarketing και θα κοιμάμαι το πρωί που κοιμούνται και οι εφιάλτες. Θα ξιφομαχώ στην άσφαλτο με τις εμμονές μου και με τις Σειρήνες και κάθε απόγευμα θα σου φέρνουν σε ένα σεντόνι το ίδιο πτώμα μου, ξανά και ξανά.

Εσύ, θα χαϊδεύεις απαλά την αμηχανία μας, μην τρομάξει και γίνει φόβος και θα τραγουδάς στιχάκια από τραγούδια που θα γράψω άμα επιζήσω. Θα γελάς δυνατά για να φεύγουν οι κατσαρίδες απ’ το σπίτι, και θα μας σκεπάζεις τα βράδυα για να μην κρυώνουμε.

Και μια μέρα, θα κρατήσουμε το χέρι ό ένας του άλλου
και θα είμαστε πολλοί...
.
.
.
.
.
.

Αγόρασα μια άσπρη πολική αρκούδα.

Την έβαλα στο ράφι δίπλα από την τεφροδόχο του παππού και την κορνίζα από την εκδρομή στα ορυχεία της Σιέρα Λεόνε. Κάθομαι στην παλιά μπερζέρα απέναντι και με κοιτάζει. Εγώ κάνω πως δεν βλέπω.

Άμα βλέπει πως δεν της δίνω πολύ σημασία, μουγκρίζει δυνατά και ο γείτονας μου χτυπάει τον τοίχο. Τότε κι εγώ τσαντίζομαι πολύ, την βουτάω στο χέρι μου, την κάνω πανάκι σουίφερ, κι αρχίζω και ξεσκονίζω με την αρκούδα το σύνθετο (που δεν είναι καθόλου σύνθετο, είναι πολύ απλό) με τα βιβλία και τα μπιμπελό από πλαστελίνη και τα σταχτοδοχεία που δεν αλλάξαμε από τον γάμο μας, και καμιά φορά ξεσκονίζω και το χαλάκι της εξώπορτας με την αρκούδα, διότι νομίζω πως της αρέσει να τρίβεται εκεί άμα έχει φαγούρα.

Μια φορά μου δάγκωσε τον αντίχειρα.

Η μαλάκω...
.
.
.
.
.
.



Πήγα μια βόλτα.

Στο δρόμο πάτησα μέσα σε κάτι λάσπες που είχαν μεταμφιεστεί σε ξεραμένα φθινοπωρινά φύλλα, κι ας είναι χειμώνας, δεν παίζει ρόλο. Τα παπούτσια μου γέμισαν και μέχρι και οι κάλτσες μου βράχηκαν κι έγιναν καφέ. Σε όλον τον δρόμο κουβαλούσα αυτές τις λάσπες και μου βάραιναν τον βηματισμό, με αποτέλεσμα να φτάσω τόσο αργά στην υπηρεσία την οποία ετοιμαζόμουν να επισκεφθώ που είχαν κλείσει όλα τα γκισέ και έτσι έφυγα ευτυχισμένος με το πιο γελοίο άλλοθι από καταβολής κόσμου.

Σε κάθε κατάστημα που μπήκα μετά, άφησα και λίγες από τις λάσπες μου, λερώνοντας κάθε ωραίο προορισμό αυτής της μουντής ημέρας, όμως πολύ λάσπη υπήρχε ακόμα στα παπούτσια μου, που ζητούσε επιμόνως χώρους υποδοχής. Έτσι περιπλανήθηκα σε μουσεία, σε ταβέρνες, σε πεζοδρόμια πάρκων, σε τράπεζες και μερικά θέατρα. Μου φάνηκε πολύ περίεργο που κάθε πιτσιλιά λάσπης που επαναπαύοταν στις εισόδους των χώρων που έμπαινα, αντί να με ελαφρύνει μου προσέθετε ακόμα περισσότερο βάρος στο παντελόνι, μέχρι που αποκαμωμένος άρχισα να σέρνω τα βήματά μου σε μια ηττοπαθή υποχώριση προς το σπίτι.

Τινάχτηκα όσο μπορούσα στην είσοδο της αυλής, στον κήπο, στην εξώπορτα. Μάταια φυσικά. Στο σημείο αυτό εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου και ξάπλωσα στο χαλί του σαλονιού. Τα βλέφαρά μου βαριά, με ανάγκασαν να κλεισω τα μάτια και αποκοιμήθηκα.

Πρέπει να πέρασαν μέρες έτσι. Δεν θυμάμαι αν ξύπνησα από πείνα ή από εφιάλτες. Αυτό που θυμάμαι είναι πως ξαπλωμένος εκεί κάτω, ένα παχύ στρώμα λάσπης είχε καλύψει τα πάντα γύρω μου και η στάθμη της απεχθούς ύλης έφτανε μέχρι το πρόσωπό μου. Διαπίστωσα πως μόνο το ένα μου χέρι ήταν πιο ψηλά, ακουμπισμένο σε ένα βουνό από τηλεκοντρόλ, κηροπήγια και γυάλινα βάζα. Είχε παραδόξως ισορροπήσει εκεί και ήξερα πως με την παραμικρή κίνησή μου, όλο αυτό το οικοδόμημα θα κατέρρεε.

Θυμήθηκα τότε τη φράση που μου είχε πει εκείνος ο ξεδοντιάρης επαίτης στο Σέντραλ Παρκ, ενώ προσπαθούσε να τυλιχτεί ακόμα καλύτερα με την εφημερίδα του: "Τι νόημα έχει, όταν είσαι βυθισμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη, να προσπαθείς να κρατήσεις τα νύχια σου καθαρά;"

Άφησα το χέρι μου να πέσει, πήρα μια τελευταία ανάσα, και το ρεύμα του βυθού με παρέσυρε στις πιο τρομακτικές κολάσεις μου.



Μια μέρα θα ξεβραστώ σε κάποια ακτή.
Αν δείτε ένα μπουκάλι με μήνυμα στον υπόνομο, μη σιχαθείτε.
Μπορεί και να είναι η μόνη μου σωτηρία μετά από την πιο βρωμερή κάθαρση της ζωής μου...
.
.
.
.
.
.

Ανέβηκα σε μια ψηλή σκάλα. Κοίταξα πάνω. Είχε δρόμο ακόμα. Έσφιξα το χέρι στα κάγκελα και συνέχισα. Θα μπορούσα να κάνω και διάλλειμα, αλλά ήμουν ανυπόμονος. Έπρεπε να φτάσω επάνω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Φυσικά και είχα λαχανιάσει. Τόσα τσιγάρα είχαν κάνει μια χαρά τη δουλειά τους εδώ και χρόνια. Στριφογύριζα ανεβαίνοντας την παλιά μαρμάρινη κυκλική σκάλα χωρίς να ζαλίζομαι. Πόρτες σε κάθε όροφο που οδηγούσαν σε γραφεία ερμητικά κλειστά. Καντίνα πουθενά.

Είχα φτάσει στον 28ο όροφο. Δέκα σκάλες ακόμα, δέκα όροφοι. Κοίταξα κάτω σχεδόν υπερήφανος που είχα διανύσει αυτή τη διαδρομή. Δεν τα καταφέρνουν όλοι δα... Αλλά εγώ είχα πεισμώσει. Θα έφτανα που να χάλαγε ο κόσμος. Τρόπος του λέγειν δηλαδή, μιας και με βόλευε περισσότερο αρτιμελής (ο κόσμος)...

Στον 37ο όροφο κοντοστάθηκα. Δεν ήταν κι εύκολο να πατήσω σε αυτά τα τελευταία σκαλοπάτια. Κάθησα για λίγο στο πλατύσκαλο, κι άναψα ένα τσιγάρο. Κόντεψα να ξεράσω ότι υπήρχε μέσα στα σωθικά μου, μα είχα ήδη αποφασίσει πως αν δεν το τελείωνα δεν θα προχωρούσα στον τελευταίο όροφο. Το χρειαζόμουν περισσότερο για να κερδίσω λίγο χρόνο, να σκεφτώ τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το σχέδιο φάνταζε απλό, αλλά δεν ήταν. Όσοι είχαν μπει εκεί μέσα πριν από μένα το ήξεραν καλά αυτό, και όλοι είχαν προσπαθήσει να με συμβουλέψουν με τον τρόπο τους.

Ο Έρικ ο φίλος μου μάλιστα, μου είχε πει σε ένα τρελό του μεθύσι επάνω: "πρόσεξε όταν θα ανοίξεις την πόρτα, διάλεξε προσεκτικά σε ποιά καρέκλα θα κάτσεις και μέτρα τα λόγια σου". Ο Φρανκ από την άλλη, παράτολμος από γεννησημιού του, έλεγε: "Μπες μέσα, πάρε τα λεφτά που είναι πάνω στο τραπέζι, σπάσε το τζάμι και πήδα με το αλεξίπτωτο. Προσγειώσου στην πλατεία μετά το πάρκο. Θα στείλω ελικόπτερο να σε περιμένει. Μπαίνεις μέσα και σε δυο ώρες είσαι Μεξικό. Εκεί δεν κινδυνεύεις".

Ένα δαχτυλίδι καπνού που σχηματίστηκε αυτοβούλως στον αέρα πάνω στο κεφαλόσκαλο σήμανε το τέλος της περιόδου χάριτος. Σηκώθηκα. Κούμπωσα το σακάκι μου, φόρεσα ένα ηλίθιο χαμόγελο που βρήκα πρόχειρο στη μέσα τσέπη, και ανέβηκα τα τελευταία σκαλοπάτια. Κοίταξα δεξιά αριστερά. Προχώρησα δέκα βήματα και κοντοστάθηκα σ’ έναν καθρέφτη να ισιώσω την γραβάτα μου. Ήμουν έτοιμος. Αποφασισμένος. Σίγουρος. Θα μπορούσες να πεις ότι είχα ακόμα και μια σχετική έπαρση. Προχώρησα λίγο ακόμα στον διάδρομο με τις δεκάδες πόρτες, ώσπου εντελώς αναπάντεχα μία άνοιξε μόνη της την ώρα που την κοίταξα. "Τι διάολο; αυτή θα είναι."

Μόνο όταν έκλεισε απότομα πίσω μου, και βρέθηκα να κοιτάζω έναν καθρέφτη στο μισό μέτρο από τη μούρη μου, κατάλαβα πως είχα μπει στο ασανσέρ. Κοίταξα απότομα προς το πλάι, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι τοποθετημένα τα κουμπιά με τους ορόφους, το stop, και όλα αυτά που συνοδεύουν ένα αξιοπρεπές ασανσέρ. Εκείνο άρχισε να κινείται. Προς τα κάτω. Μια φωτεινή οθόνη πάνω από την πόρτα, μου πέταγε στη μούρη αριθμούς ορόφων με φθίνουσα σειρά. Το κακό είναι πως δεν σταματούσε απλώς στο ισόγειο από το οποίο ξεκίνησα. Πρόλαβα να μετρήσω τουλάχιστον έξι υπόγεια. Μιας και κανείς δεν πήγαινε εκεί με ευτοκίνητο, θεώρησα πως είναι απλά οι αίθουσες βασανιστηρίων.



Ανάμεσα στον 2ο και στον 3ο όροφο κατάφερα να χώσω το κατσαβίδι που βρήκα τυχαία μέσα στην αριστερή μου κάλτσα, στη σχισμή της πόρτας και να ανακόψω την τρομακτική αυτή καθοδική πορεία. Ένας ανατριχιαστικός θόρυβος ακούστηκε, καθώς το μέταλλο έξυσε τα τοιχώματα, ώσπου σταμάτησε προσωρινά. Ήξερα πως δεν θα άντεχε πολύ ακόμα.

Έβγαλα το κινητό από τη τσέπη μου. "Μόνο επείγουσες κλήσεις. 112"

"Σκατά!" βλαστήμησα φωναχτά
"Δεν είναι επείγον. Το φανταζόμουν πως μπορεί και να συνέβαινε..."



Άσε που με μια πτώση απο τον 2ο όροφο δεν σκοτώνεσαι κιόλας, διάολε...
Προφανώς έπρεπε να βιώσω αυτήν την πτώση, και ευχήθηκα απλώς να με βρουν γρήγορα οι διασώστες, γιατί έπρεπε να ξανανέβω πριν πέσει και το κτήριο...
.
.
.
.
.
.

Λοιπόν.

Θα παραθέσουμε εδώ πέρα τώρα ένα σκανδαλωδώς συγκροτημένο ποστ, το οποίο συνάδει απολύτως με την ψυχολογία μας αυτή τη στιγμή
(αργότερα δεν ξέρω, αν αλλάξει θα σας στείλω mail).

Βρέχει στη φτωχογειτονιά ♪ ♫ ♪ ♫, βρέχει και στο μπλογκ μας ♪ ♫. Αλλά μη σας ζαλίσω τώρα με το σήκουελ “Παπάρια Part 3”…

Κάποιος πρέπει επιτέλους να ξεστολίσει το γαμωδέντρο. Έλεος πια με τα Χριστούγεννα, τα μπιρμπιλόνια και τους ξεφούσκωτους αγιοβασίληδες. Κοντεύουμε να φτάσουμε στην τσικνοπέμπτη και στις ειδήσεις τα παιδάκια μ’ ένα τρίγωνο στο χέρι αναλύουν σε έμπειρους ρεπόρτερ, πως υπάρχει κρίση στην αγορά και ο τζίρος τους από τα κάλαντα είναι πεσμένος σε σχέση με πέρυσι.

Ένας παπάρας είπε στη γυναίκα μου στη δουλειά της, πως ομόρφυνε τώρα με την εγκυμοσύνη. Να θυμηθώ να πάω να του χώσω μια σφαλιάρα αύριο... (να βρεις δικιά σου, ρε!)

Στην Παλαιστίνη γίνεται... ε... καλά άστο...

Άκουσα το πρωί στο ράδιο πως ένα καλό Κασλάνικωφ φτάνει μέχρι και τέσσερεις χιλιάδες ευρώ. Που ζεις ρε μεγάλε; Από το Ντουμπάϊ ψωνίζεις εσύ ή είναι Αρμάνι το δικό σου; Εγώ ξέρω κάτι λουκούμια αλβανικά με lifetime εγγύηση UCK με 600 ευρουλάκια. Έλεος πια με την παραπληροφόρηση!

(Να θυμηθώ να διαλέξω πορτ μπεμπέ για την κόρη μου. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, αλλά το ακούω όλο και πιο συχνά, άρα κάπου θα χρησιμεύει)

Κι άλλος λογαριασμός της ΔΕΗ;;; Πόσο;;; 280 ευρώ; (πόση ώρα είμαι στο internet ρε πούστη μου;)

Οι μισές εορταστικές εκπομπές των ημερών είχαν τον... Πασχάλη!!! (έρανο κάνει ο μαλάκας και γυρνάει απο κανάλι σε κανάλι;)

Σιγά μην ήταν πέναλτυ αυτό του Παναθηναϊκού. Το δικό μας στον Ντουντού δηλαδή την προηγούμενη εβδομάδα τι ήταν; Δολοφονία εν ψυχρώ;

Και τώρα ο καιρός με τον κύριο Καντερέ.
(μπα, άστο κι αυτό, θα ξαναγεμίσουμε παπάρια...)


Ήταν η πρώτη (και ελπίζω και τελευταία) προσπάθεια να γράψω ποστ επικαιρότητας. Είναι εμφανές πιστεύω το γιατί δεν θα το ξανακάνω...
.
.
.
.
.
.
.

Ωραίο δώρο βρήκε να μου κάνει κι ο καιρός σήμερα.

Ας είναι...

Έχω τραβήξει μια ξεγυρισμένη κατάθλιψη, απ’ αυτές που κολλάς τη μούρη σου στο τζάμι και τσουλάει αργά αργά, μέχρι να τρακάρει το σαγόνι σου στο αλουμίνιο, κι αν είσαι τυχερός και πονέσεις και λίγο από την πρόσκρουση μπορεί να σηκωθείς κιόλας, εξασκούμενος στα τελευταία μπινελίκια που έμαθες στο γήπεδο ή στα επεισόδια κάτω από το δέντρο, απ’ την άλλη μπορεί να έχεις ήδη πάθει ανοσία και το μόνο που θα είναι ικανό να σε σταματήσει θα είναι το πάτωμα, βρεγμένο (τι στο διάολο, βρέχει και μέσα;) δίχτυ ασφαλείας για τις πιο επώδυνες πτώσεις, αυτές από χαμηλό ύψος, καλά, μιλάμε είπα μεγάλη κουβέντα τώρα, κανονικά θα έπρεπε να το κλείσω εδώ το ποστ και να λιποθυμήσω από αυτοϊκανοποίηση, αλλά είναι που βάλθηκα να γράψω την μεγαλύτερη πρόταση της χρονιάς, και δεν μπορώ να σταματήσω τώρα, καταλαβαίνετε, έτσι; τουλάχιστον οι πιο παλιοί με νιώθετε, δεν χρειάζεται να σας τα εξηγώ όλα πια, μεγαλώσαμε, κι ένα μου βλέμα φτάνει πιστεύω, άλλο που δεν μπορείτε να με δείτε, αλλά εγώ πιστεύω ότι κατα βάθος με βλέπετε, για αυτό έχω πάρει αυτό το βλέμα τώρα, να, ίδιο με του σκύλου στο προηγούμενο ποστ, όλοι πλέον καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, ρε πούστη μου έχω στραμπουλήξει ήδη δύο δάχτυλα να γράφω και η κωλοβροχή δυναμώνει, τι στο διάολο; ρεπό έχει πάρει ο αρχισυντάκτης μου; γιατί δεν με σταματάει; παπάρια... όλα μόνος μου πρέπει να τα κάνω εδώ μέσα, και πρέπει να δουλεύω και τα πρωινά να ‘χουμε να παίρνουμε το φουά γκρα μας, με δυο χέρια τι να πρωτοκάνεις; γι αυτό το ποστ αυτό είναι έτσι, το έγραψα με τα πόδια, λογικά πρέπει να είναι το πρώτο (ελληνόφωνο τουλάχιστον) ποστ που γράφτηκε με τα πόδια, οπότε εντάξει, πρωτοτύπησα και σήμερα, δεν χρειάζεται να γράψω άλλη μαλακία, σας αφήνω τώρα, τα λέμε, ναι;
.

.
.
.
.
.
.



Ελαφάκι μου έφερε...
(γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα)
.
.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy