“Η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται”.
Αν δεχτούμε -έστω και προσωρινά- πως οι παροιμίες ισχύουν, η σημερινή μέρα μύριζε από ένα μίλι πως θα ήταν η χειρότερη στη σύντομη ζωή του Νόρμαν.


Αρχικά συνειδητοποίησε πως ξύπνησε ολομόναχος. Κοίταξε δίπλα του, δεξιά, αριστερά, κανείς. Παρόλο που θα ορκιζόταν πως το προηγούμενο βράδυ όταν έσβησαν τα φώτα είχε σίγουρα συντροφιά. Βέβαια. Έπειτα ήταν κι αυτή η απρόσμενη ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι, αυτή του τύπου: “η ηρεμία πριν την καταιγίδα”. Με το εγκεφαλικό παραλίγο να δώσουν ραντεβού, όταν ανακάλυψε πως όχι απλά ήταν μόνος, αλλά κι αυτό ακόμα το προστατευτικό που είχε πάντα μαζί του, αυτό που από τόσες κακοτοπιές τον είχε προφυλάξει τις τελευταίες ημέρες, είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς.

Έκανε να σηκώσει το ευαίσθητο κεφάλι του, γνωρίζοντας καλά πως αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη κίνηση για τύπους στην κατάστασή του, αλλά προφανώς δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Ίσα που πρόλαβε να μισο-δει πως ούτε οι γείτονες δεν ήταν εκεί. Για πρώτη ίσως φορά αντίκρυσε το αληθινό πρόσωπο του φόβου. Για πρώτη ίσως φορά άρχισε να αντιλαμβάνεται τον όρο “απόλυτη μοναξιά”. Και οι γιορταστικές αυτές ημέρες δεν ήταν κι ότι καλύτερο για ασκήσεις θάρρους.

Προσπάθησε να συνέλθει. “Για να στοχεύσεις σωστά που θέλεις να φτάσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις που βρίσκεσαι τώρα”. Το είχε διαβάσει σε ένα χαρτί στον τοίχο, που είχε κι άλλα μικρότερα κείμενα αλλά δεν έφτανε να τα διαβάσει. “Μάλιστα” είπε με ψεύτικη ψυχραιμία στον εαυτό του. Εκείνος δεν του απάντησε.

Η μνήμη του γύρισε πίσω, σ’ έναν ακαθόριστο γι αυτόν χρόνο, όπου όμως κατάφερε να θυμηθεί καθαρά τα πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν. Άρχισε να θυμάται ακόμα και τις συζητήσεις τους:
- Εσείς θα πάτε πουθενά αυτές τις μέρες;
- Είσαι τρελός; Με τέτοιο κρύο έξω;
- Δεν έχετε μεταφορικό μέσον;
- Φυσικά και όχι. Και τα παιδιά όπως βλέπεις είναι πολυ μικρά για δύσκολα ταξίδια.
- Χμ... ναι... (έκανε καθώς χάιδευε το απαλό, σχεδόν κατάλευκο, παιδικό κεφαλάκι που ήταν δίπλα του)
- Εδώ σπίτι λοιπόν.
- Εσείς; (έστρεψε από την άλλη, ρωτώντας τον κ. Μπρένταν)
- Όχι αγόρι μου (του έκανε συγκαταβατικά εκείνος). Είμαι πολύ γέρος πια. Μόνο σηκωτό μπορούν να με πάρουν από δω...

“Ωραία” σκέφτηκε, χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. “Τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνος...” άρχισε τα πυροσβεστικά κόλπα για τις αυταπάτες του.

Ήταν όμως! Πλέον. Μόνος.

Και ήξερε βαθιά μέσα του πως (όσα λεφτά κι αν ξόδεψε στην ψυχανάλυση) το τέλος ήταν κοντά, κι αυτό δεν ήταν αυταπάτη ούτε απλή φοβία. Οι μαύρες σκέψεις άρχισαν να τον παρασέρνουν σ’ ένα τρελό ντελίριο κι ήταν σχεδόν σίγουρος πως η γνώριμή του κρίση πανικού, του χτυπούσε την πόρτα.

Αυτό όμως που πραγματικά χτυπούσε και ο Νόρμαν δεν μπορούσε προσωρινά να δει, ήταν τα παπούτσια Του στο πάτωμα. Δεν τα έσερνε όπως έκανε συνήθως Εκείνος. Τα χτυπούσε, που σήμαινε με απλά λόγια πως όχι απλώς βιαζόταν αλλά πως ήταν και αποφασισμένος. Αποφασισμένος για όλα.

Προσπάθησε. Η αλήθεια να λέγεται. Προσπάθησε πραγματικά.

Δοκίμασε να κρυφτεί στα άπειρα σκεπάσματα που είχε γύρω του. Τίποτα. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Δοκίμασε να σηκωθεί, να φύγει από όποια έξοδο έβρισκε πρώτη, αλλά γρήγορα θυμήθηκε πως και δεν μπορούσε να σηκωθεί και η μόνη έξοδος ήταν αυτή από την οποία ερχόταν Εκείνος. Δοκίμασε ακόμα και να μεταλλαχτεί. Το είχε δει σε κάτι ταινίες -χωρίς να ξέρει πως είναι επιστημονικής φαντασίας- αλλά φυσικά δεν κατάφερε τίποτα. Ήταν ο ίδιος ο Νόρμαν αυτοπροσώπως και αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει με καμία δύναμη πάνω στη Γη. Δοκίμασε ακόμα και να βάλει μόνος του τέρμα στη ζωή του για να μη βιώσει το φριχτό μαρτύριο ενός αργού θανάτου, αλλά χωρίς χέρια αυτό ήταν μάλλον ανέφικτο...

Εκείνος μπήκε φουριόζος στην κουζίνα. Ήπιε βιαστικά μια χούφτα φάρμακα μ΄ένα ποτήρι κρύο νερό κι έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω. Ο Νόρμαν κουλουριάστηκε. Το ψυγείο άνοιξε κι έκλεισε σχεδόν ταυτόχρονα. Τίποτα εκεί. Το ίδιο και το ντουλάπι δίπλα από την καφετιέρα. Η καρδιά του Νόρμαν κόντευε να σπάσει, και σχεδόν το κατάφερε όταν άκουσε εκείνο το άθλιο και απόκοσμο:
“Αχά!!!”

Το χέρι Του απλώθηκε λαίμαργα και σχεδόν έκρυψε τον ήλιο από τα μάτια του μοναχικού μας φίλου. Αμέσως μετά τυλίχτηκε γύρω του και με μια κίνηση τον σήκωσε ψηλά στον αέρα. Ο Νόρμαν έκλεισε σφιχτά τα μάτια, κι η τελευταία του σκέψη στη σύντομη αυτή ζωή του ήταν να είναι όμορφα και γαλήνια εκεί που θα πάει. Όπως εδώ. Σαν παράδεισος. Όλα κατάλευκα, απαλά, γαλήνια, σχεδόν ζαχαρένια. Σχεδόν Παράδεισος...

Με μια γρήγορη και απρόσκοπτη κίνηση του χεριού Του, ο μοναχικός Νόρμαν κατέληξε στο στόμα και πολύ σύντομα στο στομάχι Του. Εκεί, διαλυόμενος στα εξ ων συνετέθη, δεν πρόλαβε καν να βρει το χρόνο να σκεφτεί αν η ελπίδα του θα έβγαινε αληθινή. Σχεδόν αστραπιαία είχε γίνει ένα με όλους τους άλλους εκεί.

Μια άμορφη πλέον μάζα από αλεύρι, βούτυρο, αμυγδαλόψυχα, ζάχαρη, κονιάκ, συμιγδάλι και ξύσμα πορτοκαλιού.

Ένα θλιβερό συνονθύλευμα από κουραμπιέδες και μελομακάρονα.

Σ’ ένα υγρό και σκοτεινό νεκροταφείο
για την οικογένεια και τους φίλους του...




.



Έπειτα από ομόφωνη απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της οικογένειας Spy (την οποία πήρα μόνος μου) αποφασίστηκαν και δημοσιεύονται τα κάτωθι:

Φέτος ΔΕΝ θα στολίσουμε δέντρο. Θα στολίσουμε την μπέμπα.
(εκτός από τις οικολογικές μας ανησυχίες, το παιδί πρέπει να αλλάζει που και που παραστάσεις…)

Η μικρή λοιπόν θα φορέσει μια πράσινη πυτζάμα, θα της βάλουμε και στα μαλλιά ένα χρυσουλί glitter αγγελάκι, που μας περίσσεψε από κάτι μαλακίες δώρα που μας φέρανε πέρσι, και θα τη βγάλουμε στη γειτονιά να πει “αγκου γκλ γκλ μπα ντα ντα αντά μμμ ντιγκλ” (όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει: “τρίγωνα κάλαντα κλπ. κλπ.), μπας και μαζέψουμε κανένα φράγκο να πληρώσουμε τη ΔΕΗ.

Η γυναίκα μου θα φορέσει τα κέρατα του Rudolf και θα περιμένει στην γωνία τον Αϊ-Βασίλη να του δώσει τα μελομακάρονα που δεν μας πέτυχαν (οποιοσδήποτε συνειρμός θα θεωρηθεί κακεντρέχεια και θα αποβληθείτε από το βλογ).

Εγώ θα βάλω τα λαμπάκια στον κώλο μου και θα χοροπηδάω γύρω γύρω (και καλά έχουμε τα πιο hi-tech-flashing-moving λαμπάκια στη γειτονιά -θα πεθάνει ο γείτονας με τον ξεφούσκωτο Santa στο μπαλκόνι…)




Μα ποιος είσαι επιτέλους;” του φώναξα.
“Είμαι ο βήχας που σε ξεραίνει κάθε πρωί, είμαι ο πονόδοντός σου, το ψαροκόκαλο που σου κάθισε στο λαιμό πρόπερσι κι ακόμα σε γρατσουνάει. Είμαι η πιο παράφωνη μελωδία στα τρύπια σου αυτιά και η μπόχα που αναδύει το σαπισμένο σου δόντι…”
“Μα, τι λες;” ίσα που πρόλαβα να πω πριν συνεχίσει.
“Είμαι η απάντηση σε κάθε ερώτηση που δεν έκανες ποτέ, το ξινισμένο σου χαμόγελο, είμαι η τελευταία φορά που χτύπησες τα γόνατά σου στο χώμα. Είμαι το τέρας κάτω απ’ το κρεβάτι σου.”
“Δεν… όχι… δεν… εγώ…” κοντοστάθηκα προσπαθώντας να ζυγίσω την κατάσταση.
“Είμαι τα χάπια σου που μόλις τελειώσανε και θα πεθάνεις από πανικό.”
Όχι!” χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι.
“Είμαι ο μαύρος σκύλος που σου γαβγίζει γλιστρώντας στα σάλια του, το τρακάρισμα στο μπροστινό σου αμάξι και η κηδεία του περιπτερά Τετάρτη μεσημέρι.”
Όχι! Όχι! Όχι!

“Είμαι τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλάκι. Είμαι ο εμετός σου και οι σαράντα βαθμοί πυρετός που σε λιώνουν. Είμαι κάθε σου πονοκέφαλος, ακόμα κι αυτός που θα ‘χεις σε λίγο. Είμαι το αίμα που φτύνεις και που χέζεις! Είμαι ο Η1Ν1. Εσύ με ρώτησες!
Αααααα!!!” προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά…
“Είμαι ο Gummy Bear που θα σου καταστρέψει το παιδί.”
Σταμάτα!
“Είμαι αυτός που σου πηδάει τη γυναίκα όποτε παίζεις πόκερ.”
Σταμάτα! Δεν υπάρχεις!” άφριζα πλέον.
“Χα! Υπάρχω και το ξέρεις.”
Δεν υπάρχεις!” επέμενα.
“Υπάρχω! Τσίμπα με και θα δεις”, μου άπλωσε το χέρι.

Τον τσίμπησα με τη μεγαλύτερη λύσσα που βγήκε ποτέ από μέσα μου.

Κι έτσι ήσυχα όπως είχε έρθει, εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι,
αφήνοντας με να κοιτάζω μια ερμητικά κλεισμένη πόρτα εδώ και ώρες

κι αυτή την κοκκινίλα στο μπράτσο μου…





.

Κουρεύτηκα!


(απλά είπα στον κουρέα μου την επόμενη φορά να μου βάλει άσπρη πετσέτα και όχι αυτή την μπλε γκουρμέ που χρησιμοποιεί, για να βλέπω μόνο τις μαύρες τρίχες, πάλι με κατάθλιψη έφυγα από 'κει...)


.



Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις όλων των μάγων της εποχής εκείνης, η ζωή μου υπήρξε πάντα γραμμές. Ούτε κυκλάκια, ούτε τετραγωνάκια, ούτε ρόμβοι, τρίγωνα και τραπέζια.
Θυμάμαι πολύ καλά πως άρχισα να λύνω τις πρώτες μου εξισώσεις σε ηλικία 7 μηνών (περίπου), όταν προσπαθούσα να υπολογίσω πόση προσπάθεια χρειαζόταν να καταβάλω προκειμένου (από την ύπτια θέση στην οποία βρισκόμουν) να φτάσω τα ξύλινα -τότε- αυτοκινητάκια μου. 30-40 πόντους πιο πέρα. Ολόκληρο ταξίδι.

Αργότερα, οι σύντροφοί μου βαρέθηκαν να με βλέπουν να χαράζω γραμμές, τεθλασμένες και ευθείες -σπάνια καμπύλες- πάνω σε χάρτες, ώστε να κρατήσω στην πεπερασμένη αιωνιότητα της ζωής ενός μελανιού τους προορισμούς που κατάφερα να φτάσω, μα και αυτούς που σκόπευα. Μάταια ή όχι, αυτό είναι άλλο ποστ.

Μετά όταν ήμουν μεγάλος αρκετά καταλάβαινα τόσο καθαρά πως τα πάντα γύρω μας είναι νήματα που κινούνται από σκοτεινά, θολά και καθόλου ανιδιοτελή κέντρα, ώστε αποφάσισα να δημιουργήσω κι εγώ τα δικά μου, τα έκανα πολύχρωμα για να ξεχωρίζουν στη γενική μουντίλα, και παρορμητικά τελείως τα έμπλεξα με των άλλων, τόσο έντεχνα που η ζωή να μη μου φαίνεται μια αναγκαστική διαδικασία, αλλά ένα ατέλειωτο παιχνίδι όπου ο καθένας προσπαθεί να ξεμπλέξει όσα περισσότερα μπορεί, λες και κερδίζει αυτός που θα καβατζώσει τα περισσότερα. Όταν κάποιος έφτανε κοντά στους πανηγυρισμούς, πήγαινα κρυφά και με επιδέξιες κινήσεις το βράδυ τα έκανα όλα ξανά ένα κουβάρι, ποτέ δεν μου άρεσε η μοναξιά.

Όταν πέθανα, μπόρεσα επιτέλους να επιβεβαιώσω αυτό που πίστευα από πριν ακόμα γεννηθώ. Από κει ψηλά, όλα είναι -δεν φαίνονται, είναι- γραμμές. Που ακολουθούν τις πιο τολμηρές και εξωπραγματικές διαδρομές ή που είναι εντελώς προβλέψιμες σαν τη μοναδική λύση μιας εξίσωσης, αλλά πάντως γραμμές. Πάνω στα πιο ομιχλώδη, ερεβώδη, παλλόμενα ή στατικά, μονόχρωμα ή πολύχρωμα, απλά ή περίπλοκα φόντα της ζωής που επέλεξε ο καθένας, και αναγκαστικά ή όχι αλληλεπιδρά με του διπλανού του, αλλά πάντως γραμμές. Τελικά απλές.

Γιατί πόσα σημεία χρησιμοποιήσαμε τελικά
ώστε να ορίσουμε τις δικές μας, όταν ακόμη ζούσαμε;






.



Καμιά φορά όταν βρέχει πολύ, ένα μικρό ρυάκι σχηματίζεται έξω από την πόρτα μου, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου να το συγκρατήσω εκεί, με άχρηστα ξεσκονόπανα και λειωμένες κουρελούδες που σφηνώνω στην χαραμάδα, εκείνο ατίθασο παρακάμπτει κάθε εμπόδιο, με κυνηγάει ανηλεώς μέσα στο σπίτι, κι όταν καταφέρνω αποκαμωμένος να φτάσω στο τελευταίο μου καταφύγιο -το κρεβάτι- το νερό σκαρφαλώνει πιο γρήγορα από μένα, μπαίνει από τα ρουθούνια μου και πλημμυρίζει όλες μου τις αρτηρίες, με κάνει άξιο για ρεκόρ στο βιβλίο Γκίνες: ο πρώτος άνθρωπος με περιεκτικότητα νερού στο σώμα του άνω του 97%, αλλά το κακό είναι πως όταν πάω να δώσω αίμα για κάποιον συγγενή που το χρειάζεται με διώχνουν με τις κλωτσιές από τα νοσοκομεία…

Τουλάχιστον άμα κάποια μέρα διψάσω στην έρημο,
θα κόψω τις φλέβες μου.






.



· Μια Ferrari (οποιοδήποτε μοντέλο)
· Μια βίλα στη Σαντορίνη ή στη Σαρδηνία
· Ένα iPod (όχι iPhone, εντάξει;)
· Μια βόλτα με ελικόπτερο πάνω από την Γη του Πυρρός
· Ένα “Κόκκινο Βελούδο” του 1998 παλαιωμένο σε σπιτική κάβα
· 8 Μολδαβές (ταυτόχρονα)
· Τα σωστά νούμερα του Τζόκερ (επιτέλους!)
· Μια Espressomaschine Achille von Gaggia”
· Ένα Chronomat B01” ρολόι της Breitling
· Όλα (ανεξαιρέτως) τα ηλεκτρικά τρένα της Märklin


·
Ένα ξύλινο σπιτάκι πάνω σε δέντρο





Είμαι απλός άνθρωπος. Δε ζητάω πολλά.
( τα υπόλοιπα τα έχω ήδη)

Να με χαίρεστε!
[42 and (still) counting…]







.



...δεν ήταν καθόλου απόκοσμη αρχικά
-ακόμα και αισθησιακή θα την έλεγες-
το ακροατήριό της την χάζευε πάντοτε μαγεμένο από τις μελωδίες που ξεπηδούσαν χορεύοντας εξωτικά, μέσα από τις παλλόμενες φωνητικές της χορδές.

Έως ότου μια μέρα κάπνισε τριάντα έξι ολόκληρα ραπανάκια μέσα σε μια ώρα.



Φυσικά άλλαξε επάγγελμα αμέσως.
Άρχισε να ηχογραφεί τρέιλερ για first-class splatters.

Με τα χρήματα που αποκόμισε μπόρεσε ευτυχώς να διορθώσει το τεράστιο πρόβλημα που είχε.
Έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλλου πάραυτα.









.



Λοιπόν. Έχουμε και λέμε:

“Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες, συμπολίτες και συμπολίτισσες, ομοεθνείς και αλλοδαποί, κολλημένοι και πυροβολημένοι, εσείς που με ψηφήσατε αλλά κι εσείς που μ’ έχετε χεσμένο,

Όπως προφανώς έχετε διαπιστώσει και μόνοι σας, εάν δεν έχετε IQ μοτοποδηλάτου, το βλογ ετούτο υπολειτουργεί εδώ κι ένα διάστημα. Τι υπολειτουργεί δηλαδή, στα όρια της αποσύνθεσης είναι. Άμα κολλήσετε τη μούρη σας στην οθόνη θα σας πάρει και η μπόχα… Τέλος πάντων.
Επειδής είμαι φύσει και θέσει ανάποδος άνθρωπος δεν έκανα το αυτονόητο. Δεν άρχισα τις κλαψομουνιές του τύπου: «εδώ κλείνει ένας κύκλος…», «προσωπικοί λόγοι με αναγκάζουν να απέχω για ένα διάστημα…», «ήσασταν η καλύτερη παρέα που είχα ποτέ…» κλπ. κλπ. διότι δεν αντέχω τα σχόλια του τύπου: «Μην ανησυχείς, εσύ να είσαι καλά…», «Πάρε το χρόνο σου…», «Κι εμείς σε αγαπάμε…», «Η μπλογκόσφαιρα χάνει ένα αληθινό ταλέντο…», «Στ’ αρχίδια μας…» κλπ. κλπ.

Αντιθέτως, όπως διαπιστώσατε και από την έλλειψη του καταπληκτικότερου μπλε άβαταρ στα βλογ σας, σας έγραψα κανονικότατα στα παπάρια μου χωρίς προειδοποίηση, αφενός μεν διότι είμαι ανώτερος άνθρωπος και δεν σας έχω ανάγκη, αφετέρου δε διότι πιστεύω ακράδαντα πως όλα αυτά τα πάρε δώσε είναι πούτσες μπλε, προκειμένου να βρούμε γκόμενα/ο, και ως γνωστόν εγώ δεν έχω ανάγκη. Έχω ήδη τρεις (γκόμενες).

Anyway. Το θέμα είναι αλλού: Επέστρεψα.
Κι επειδή προβλέπω ρίγη συγκίνησης, ποτάμια δακρύων χαράς, και ομαδικές παρακρούσεις, σας προειδοποιώ: Επέστρεψα χειρότερος! Αν περιμένετε γλυκανάλατες ιστοριούλες, ροζ παραμυθάκια με νεράιδες ή ύμνους στην αγάπη και στην ανθρωπιά, να φύγετε, να πάτε αλλού!
Εδώ θα βρείτε πλέον μόνο ιστορίες από την κρύπτη, από τα μαύρα τρίσβαθα, μονόλογους εφιαλτικούς και διαλόγους εξωπραγματικά πραγματικούς, το σουρεαλισμό σε όλο του το μεγαλείο (ε, είμαι και ψώνιο, τι να κάνω;) εικόνες που θα λιώνουν στην ανάγνωση του κειμένου, και αλληγορίες που δεν θα εξηγούνται. Άμα τ’ αντέχετε, καλώς. Άμα όχι, και πάλι καλώς (για μένα μιλάω πάντα…)

Και τώρα που ξηγήθηκα μπορώ να πάω να κάνω κακά μου με την ησυχία μου.

Άντε, τα λέμε."




… …

… …

-
Τι είναι αυτό;
- Ποιο αυτό;
- Αυτό που γράφεις.
- Δελτίο Τύπου.
- Για πού;
- Για το βλογ φυσικά!


Μπαφ!

- Είσαι καλά μωρέ; Τι βαράς;
- Θα δημοσιεύσεις αυτό το έκτρωμα;;;

- Γιατί; Τι έχει; Η αλήθεια είναι.
- Διότι θα σου φύγει όλη η πελατεία μ’ αυτές τις αηδίες.
- Χέστηκα!
- Πάρε αυτό να δημοσιεύσεις.
- Τι είναι αυτό;
- ΚΑΝΟΝΙΚΟ Δελτίο Τύπου!
- Μα… αυτό είναι εντελώς ξενερουά! Ακόμα κι ο Πεταλωτής πιο συναρπαστικός είναι απ’ αυτή την μπαρούφα!

Μπαφ!

- Καλά… καλά… μη βαράς. Θα το βάλω.
(να δούμε τι θα καταλάβεις…)

“Αγαπημένοι μου φίλοι, (ποιος ήρθε;)
Συγχωρέστε το φτωχό, κι ελεήστε τον ακτήμονα, ήταν υπεράνω της θελήσεώς μου (αρχίδια μάντολες, μόνος μου τα’ αποφάσισα). Έλειψα για ένα μικρό χρονικό διάστημα (τι μικρό μωρέ; οι μισοί αναγνώστες μου φοράνε γυαλιά πρεσβυωπίας πλέον…), λόγω σοβαρότατων προσωπικών υποχρεώσεων (είχα πάει σ’ ένα σπα στο Βέλγιο), αλλά πλέον θα είμαι και πάλι μαζί σας (ε, ρε γέλια…), στην καθημερινή μας εκπομπή, να μοιραστούμε βάσανα και καημούς (τι;), χαρές και στενοχώριες (μπαρδόν;;), να ανταλλάσουμε σχόλια (αλλαξοκωλιές το λένε στο χωριό μου αυτό), και να επικοινωνούμε μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο εμείς ξέρουμε (μπλιάχ!), και που τόσο πολύ μου έλειψε (θα ξεράσω στην οθόνη!).
Καλώς σας βρίσκω και πάλι.»



(Αν δεν δείτε σημεία ζωής τις επόμενες τρεις ημέρες,
πάει να πει πως έχω πεθάνει από αηδία…)





.



- Το μυαλό μου πάει να εκραγεί…
- Και τι θες να κάνω εγώ;
- Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο;
- Λέγε.
- Έλα από πίσω μου.
- Μπαρδόν;
- Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Έλα σου λέω.
- Ορίστε. Ήρθα.
- Ωραία. Μπορείς να πατήσεις αυτό το κουμπί στο κεφάλι μου γιατί εγώ δεν βλέπω.
- Ποιο κουμπί;;;
- Αυτό που λέει EJECT”…







.



Ίσως θα ‘πρεπε να το πάρω απόφαση επιτέλους.

Αυτό το δέντρο στην απέναντι μεριά του δρόμου δεν πρόκειται να φυτρώσει ποτέ. Για κάποιους είναι λογικό συμπέρασμα αυτό, μιας και δεν το φύτεψε ποτέ κανείς για να φυτρώσει, αλλά για μένα όχι. Και πως θα ήταν άλλωστε; Εδώ νομίζω ακόμα πως οι ηλίθιοι είναι λιγότεροι από εμάς τους κανονικούς…

Περιμένοντας λοιπόν -μάταια όπως πάντα- μια ανύπαρκτη σκιά να μετακινηθεί προς το μέρος μου, σύμφωνα με την τροχιά του ήλιου, παρατηρώ πως το χορτάρι στον κήπο είναι ακόμα άθικτο αν και κάθε βράδυ τα κοράκια από το διπλανό νεκροταφείο φωλιάζουν για ώρες εκεί, πιθανότατα συζητώντας για την έλλειψη φιλοξενίας από μέρους μου, μιας και ποτέ δεν τα φίλεψα ούτε ένα τόσο δα πτώμα από τις λέξεις μου. Αντιθέτως τους έκλεβα μονίμως μικρά κρωξίματα για να τα στριμώξω σε κάποιο ρεφραίν ή να τα βάλω κάτω από το μαξιλάρι μου να σηκωθεί λιγάκι -χρόνια τώρα ψάχνω μια πιο βολική θέση για να αποδημήσω με τη μέγιστη δυνατή υστεροφημία.

Μια μέρα (Τετάρτη πρέπει να ‘ταν, αν και εγώ πάντα νόμιζα πως ήταν Σεπτέμβρης), άρχισε να βρέχει τόσο δυνατά που έβλεπα παντού Κιβωτούς, ξέροντας εκ των προτέρων πως χωρίς ταίρι δεν θα ‘βρισκα ποτέ εισιτήριο για τον Παράδεισο, έτσι άρχισα να ανοίγω τρύπες με ένα πιρούνι σε κάθε μια απ’ αυτές, ώστε να μη σωθεί κανείς τελικά, αφού κι εγώ θα πέθαινα, τι μ’ ένοιαζε εν τέλει ο υπόλοιπος πληθυσμός αν δεν ήμουν εκεί να τον χαζεύω;

Από τότε μου ‘μεινε.
Κουσούρι.
Άνοιξα τρύπες σε όλα τα θεμέλια του σπιτιού μου, ίσα ίσα να χρειάζεται μια μικρή αμφιβολία για να καταρρεύσει, και μετά ξεσκονίστηκα κι έκανα πως δεν ήξερα τίποτα για όλα αυτά τα τριξίματα που ακούγονται κάθε βράδυ κάτω από το κρεβάτι. Κι άμα περνάει και κανένας ξέμπαρκος φόβος που και που για αρμένικη βίζιτα, του ανοίγω τρύπες και αυτουνού κι όλοι νομίζουν στη γειτονιά πως παράγω Έμμενταλ στο υπόγειο…

Τώρα πλέον ανοίγω τρύπες στα βλέφαρα μου,
μπας και δω επιτέλους που σκατά βλέπουν όλοι οι άλλοι τα χρώματα…





Και κάθεσαι ένα μεσημέρι και λες:
Κι αν αύριο είναι αλλιώς;
Και ποτέ δεν είναι.
Γιατί αλλιώς θα είναι μόνο αν τα κάνεις εσύ αλλιώς.
Αλλά εσύ δεν τα κάνεις αλλιώς γιατί βαριέσαι.
Ή φοβάσαι.
Ή κουράστηκες.
Ή όλα τα παραπάνω.
Κι έτσι ξαπλωμένος όπως είσαι στη σαιζ λονγκ και πίνεις ατάραχος το μαρτίνι σου, προσπαθώντας να κρυφτείς από τις επιβλαβείς ακτίνες του ήλιου, και παρακαλώντας να μην πέσει σήμερα ο ουρανός στο κεφάλι σου μιας και δεν είναι ωραία μέρα για κατάγματα, σε προσπερνάει ένα “κάτι” με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αναποδογυρίζοντας όλο σου το ανιαρό περιτύλιγμα, και διαπιστώνεις έντρομος πως στις πινακίδες γράφει “ζωή” και πως τελικά δεν είχε και τόσο ήλιο όσο νόμιζες, αλλά μάλλον ρίχνει σαλοτραπεζαρίες κι η ομπρελίτσα από το μαρτίνι δε σου φτάνει για να κρατήσεις στεγνό ούτε το γαμημένο πληκτρολόγιο του laptop.
Ούτε αυτό που έχεις κάτω από τα βλέφαρα.

Κουράγιο μπαμπά.
Θα περάσει κι αυτό...





.


Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Μαγκούρα
Γυαλιά γκαβομάρας (γενικώς)
Μασέλα
Πι
Slipad (για την ακράτεια)
Μια σακούλα φάρμακα (ότι να ‘ναι, αρκεί να κρατάω τη σακούλα)
Κασμιρένιο παλτό
Εφημερίδα “Ακρόπολις”

Σπόρια για τα περιστέρια
(να επιστρέψω τα εισιτήρια των U2)
Φιδές
Τίλιο ή χαμομήλι
Μακρύ σώβρακο
Ακουστικό βαρηκοΐας
Υπογλώσσια
Κασέτες Καζαντζίδης - Μαρινέλλα
Τρανζιστοράκι για βραχέα
Μια αποκλειστική…
• …



(Χμ… νομίζω φτάνουν για αρχή…)

- Γυναίκα! Θέλουμε τίποτα άλλο από το σούπερ μάρκετ;






.



Κοιτάζω τις φωτογραφίες.
Τις κοιτάζω και δεν μπορώ να την αναγνωρίσω. Λέω “μα καλά, είναι δυνατόν; ήταν εμένα το παιδί μου έτσι πριν από τρεις μήνες;” Τις βάζω σε μια σειρά, τις τακτοποιώ σ’ ένα άλμπουμ και κάθομαι και ξεφυλλίζω αποβλακωμένος μέχρι να πάθω κατάθλιψη.
Το μαιευτήριο, η πρώτη μέρα στο σπίτι, η κούνια της, η πρώτη της βόλτα με καρότσι, η εκδρομή, τα παιχνίδια της, στο χωριό, ξανά πίσω, έξω με φίλους, η πρώτη της κρέμα, οι πρώτες της πόζες…

Κι όμως. Αυτή είναι. Η ίδια. Ο χρόνος που πέρασε τόσο λίγος κι όμως τόσο καταλυτικός επάνω της. Μάλλον και μέσα της. Ποτέ δε θα μάθουμε. Πριν από πέντε μήνες απλώς ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ, και τώρα κοντεύει να μου ρίξει χαστούκι όποτε γκρινιάζω. Ο χρόνος. Που την έκανε από μια κουκίδα σ’ ένα υπερηχογράφημα, κορίτσι για παντρειά μέσα σε 150 μέρες.

Μα για στάσου! Ο ίδιος χρόνος, ακριβώς ο ίδιος, δεν πέρασε και για μένα και για σένα και για όλους;
Ναι, μάλλον.
Όχι μάλλον, σίγουρα.
Άρα;
Άρα τι;
Άρα ΤΟΣΟ μεγάλωσα κι εγώ!
Φυσικά!
Όχι φυσικά, όχι φυσικά…
Φυσικότατα σε πληροφορώ. Αφύσικο θα ήταν να μην μεγάλωνες.
Μα εγώ κάθε πρωί στον καθρέφτη βλέπω την ίδια σκατόφατσα!
Κι ο καθρέφτης.
Τι;
Την ίδια βλέπει…
Τότε;
Προφανώς μεγαλώνεις μέσα σου.
Που μέσα μου; Τι λες τώρα;
Μέσα σου. Εσωτερικά. Το είναι σου. Πως το λένε;
Μα… μα… θα σκάσω! Δεν χωράμε παραπάνω εδώ μέσα!
Είσαι ηλίθιος.
Μπορεί, αλλά στ’ αλήθεια δεν έχει άλλο χώρο!
Βρε μανάρι μου, πώς να στο πω; Γερνάς.
Ώπα! Οξύμωρο!
Μπαρδόν;
Και “ΜΑΝΑΡΙ” και “ΓΕΡΝΑΣ” δεν πάνε μαζί .
Καλά μη φρικάρεις, για να σε καλοπιάσω στο ‘πα.
Ποιο απ’ τα δύο;
(τι μαλάκας…!)

Έτσι που λες… Κάπως έτσι. Αποφάσισα πως γερνάω. Κι αυτές οι αηδίες πως “τα χρόνια που περάσαν σ’ ομορφαίνουνε” τις έλεγε μόνο η Δήμου παλιά που τραγούδαγε ακόμα, μην ακούσω καμιά εξυπνάδα εδώ μέσα!


Το ότι προχθές διαπίστωσα (μόνος μου)
πως έχω ΚΑΙ πρεσβυωπία,
δεν έπαιξε απολύτως κανένα ρόλο
στην απόφασή μου.
(στο διάολο… ένα πράγμα δούλευε σωστά πάνω μου, πάει κι αυτό…)






.

ή εγώ ζαλίζομαι;



Στάθηκα τυχερός.
Έχω ταξιδέψει σε όλες τις μουσικές με όλους τους τρόπους.

Περπάτησα μέρες και νύχτες πάνω σε κλαβιέ πιάνων,
τρύπωσα μέσα στη μπότα μιας φάλτσας ντραμς,
έμεινα μετέωρος πάνω από ένα φαγκότο κι ένα όμποε,
έγδαρα τα χέρια μου στις πιο λεπτές στριγκλιές ενός βιολιού,
ηλεκτροσόκ με αναστήσανε από χιλιάδες ηλεκτρικές κιθάρες,
και σε μια γκρανκάσα μέσα με ξαναθάψανε.

Ένα βράδυ βράχνιασα παρέα μ’ ένα τσέλο,
κολύμπησα με μια φλογέρα-σχεδία τον Σηκουάνα,
κι άλλοτε κάπνιζα φτηνά πούρα που με κέρναγε ένα κοντραμπάσο.
Ένας τυφλός μ’ ακορντεόν έγινε ο καλύτερός μου φίλος για ένα βράδυ,
μια γκάιντα παλιά έστελνε νότες μαχαίρια στα γυμνά μου μπράτσα,
βινύλια απέθαντα με στοιχειώσανε για πάντα,
και πνίγηκα ευτυχισμένος μεσ’ τους καπνούς μιας ξεκούρδιστης μπάντας.

Τώρα ξεκουράζομαι στα πιο μαύρα πλήκτρα ενός πιάνου.
Bösendorfer.
Bösendorfer 290.
Το ήξερες ότι είναι το μόνο πιάνο στον κόσμο,
με 9 μπάσα πλήκτρα περισσότερα;
Όλα μαύρα.
Έτσι κι εγώ.
Ακόμα και μέσα στην πιο αδυσώπητη πραγματικότητά μου,
θέλω κάτι ξεχωριστό για να κρυφτώ.

Ο μπαμπάς έλειψε για λίγο.
Ήταν ταξίδι. Αλλά γύρισε πάλι. Είδες;


Δεν ήταν τόσο επικίνδυνο όσο νόμιζα.
Να, εδώ είμαι, με όλα μου τα χέρια και όλα μου τα πόδια. Αυτό που έχω πάνω στο λαιμό μου είναι κεφάλι και το στήθος μου κουνιέται επειδή αναπνέω. Ναι μωράκι μου μικρό… Είμαι εδώ τώρα δίπλα σου για να μη φοβάσαι.


Θέλεις να σου πω μια ιστορία για να κοιμηθείς;




Εκεί που πήγα λοιπόν, είδα πολλά ωραία αλλά και παράξενα πράγματα, είχανε χρώματα και μυρωδιές και γεύσεις. Δεν ήταν πάντοτε όμορφα, αλλά ξέρεις γλυκό μου κι εσύ όταν μεγαλώσεις θα μάθεις πως οι εκπλήξεις σε κρατάνε ζωντανή, και κάνουν το μυαλό σου να δουλεύει.
Που λες, είδα έναν τεράαααστιο ιπποπόταμο να χορεύει βαλς τόσο ωραία που ντράπηκαν όλες οι σχολές χορού και κλείσανε. Είδα ένα αερόστατο πολύχρωμο και παραφουσκωμένο, που όμως το είχανε καρφώσει στο χώμα κι αυτό αργοπέθαινε από κατάθλιψη. Χε, χε, πήγα ένα βράδυ λοιπόν, σσς… μη μας ακούσει κανείς, καήκαμε… πήγα ένα βράδυ που λες και ξερίζωσα όλα τα καρφιά από το έδαφος και μεμιάς το αερόστατο έφυγε μακριά κουνώντας μου το τεράστιο καπέλο που φορούσε για να με ευχαριστήσει.
Δεν ήταν εύκολο αυτό ξέρεις. Α, όλα κι όλα! Ο μπαμπάς έβαλε όλη του τη δύναμη, γιατί τα καρφιά είχανε ρίζες βαθιές, είχανε γίνει ένα με το χώμα κι είχανε αγκαλιάσει όλα τα ζωάκια που ζούνε κάτω από την επιφάνεια της γης, τα μυρμηγκάκια, τα σκουληκάκια, τα φιδάκια τα μικρά, τις σαυρούλες, τα ποντικάκια και τους δικαστικούς επιμελητές…

Είδα ψηλά στον ουρανό, ένα μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε, όλα τα πουλιά του κόσμου που μαζεύτηκαν εκεί που ήμουν, χόρεψαν έναν τρελό χορό, μαγευτικό, και μετά τα καημένα έπεφταν ένα ένα στη γη κάτω και σκοτώνονταν, μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Κι έτσι εσύ τώρα δεν θα μάθεις τι θα πει κελάιδισμα κανονικό, παρεκτός από τη φωνούλα της μαμάς σου αγάπη μου…

Είδα τρένα τεράστια, με άπειρα βαγόνια να ξεδιπλώνονται σα φίδια στις έρημες επαρχίες, και να κατεβάζουν τους επιβάτες τους στη μέση του πουθενά, ενώ περνάγανε από τις αποβάθρες σα δαιμονισμένα, λες και δεν θα ξαναεμφανιστούν σταθμάρχες ποτέ…


Είδα… είδα…
Θέλεις να σου πω κι άλλα ψυχή μου, ή βαρέθηκες;
Θα σου πω.

Είδα ένα χοντρούλη κλόουν που ήτανε λυπημένος, επειδή το τσίρκο που δούλευε έφυγε, ένα βράδυ που αυτός κοιτούσε το φεγγάρι αγκαλιά με την κοπέλα του, σ’ ένα παγκάκι στον Θερμαϊκό. Αλλά του έδωσα μια κουρδιστή μπαλαρίνα (σαν κι αυτή που σου πήρα για να κοιμάσαι τα βράδια, που κάνει γκλιν γκλον…) κι αυτός τη χάρισε στην κοπέλα του και χαμογέλασαν τόσο πλατιά κι οι δυο τους, που απλώθηκε στην παραλία ένα στρώμα γαλήνης κι ευτυχίας, κι όλοι οι άνθρωποι ξάπλωσαν επάνω του και κοιμήθηκαν ήρεμοι εκείνο το βράδυ, έχοντας αφήσει τις ελπίδες τους σε καλά χέρια.

Έπειτα ήμουν σ’ ένα τεράστιο καταπράσινο λιβάδι κι είδα εκεί παπαρούνες χιλιάδες κατακόκκινες κι ανάμεσά τους φράουλες και κυκλάμινα και νάνους και ξωτικά. Και τότε πέταξε από πάνω μας ένας πανέμορφος πελαργός κι άφησε στον καθένα από μια ευχή, που την είχε τυλίξει σε τούλια κι οργαντίνες και την είχε δέσει με κορδέλες ροζ και φούξια. Άνοιξα κι εγώ τη δική μου λαίμαργος και πεινασμένος μα βρέθηκα σ’ ένα μέρος σκοτεινό μωρό μου, που δεν είχε τοίχους πουθενά και δεν τελείωνε, κι από το βάθος άκουγα μοναχά σειρήνες και κλαδιά που σπάνε, κι είδα μέσα στο μισοσκόταδο μια σκάλα, στενή και ραγισμένη, ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό, δεν είχα που αλλού να πάω και φοβόμουν κι έτσι άρχισα να τρέχω προς το μέρος της, κι εκείνη σαν να απομακρυνόταν ολοένα κι εγώ έτρεχα ακόμα πιο γρήγορα, κι εκείνη, κι εγώ, κι εκείνη…
και μια μέρα χτύπησα δυνατά τα πόδια μου στη γη και τινάχτηκα πέρα μακριά και την έφτασα και γαντζώθηκα πάνω της κι ανέβαινα κι ανέβαινα… και κάποια μέρα έφτασα και είδα το σπίτι μας κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πάλι καρδιά μου, κι έβγαλα το κλειδί από τη μέσα τσέπη μου -πάντα στη μέσα τσέπη να το βάζεις φως μου κι εσύ, για να μην το χάσεις και δεν έχεις που να λυτρωθείς τα βράδια- κι άνοιξα την πόρτα μας και πλύθηκα κι έτρεξα κοντά σου αγαπούλα μου να σ’ αγκαλιάσω και να σε φιλήσω.

Μωρό μου γλυκό…

Γιατί με κοιτάς μ’ αυτά τα τεράστια μάτια…;



Δε σου άρεσε ματάκια μου το παραμύθι;



Αγάπη μου;



Νεραϊδούλα μου…



Μην κλαις ψυχή μου. Όχι, όχι… μην κλαις…
Ψέματα ήταν όλα! Ένα παραμύθι. Ναι αγάπη μου, ένα παραμύθι…
Μην κλαις.

Φοβήθηκες κορίτσι μου; Ε;




Συγγνώμη αγαπούλα μου, συγγνώμη.
Ο μπαμπάς δε ξέρει ακόμα να λέει ωραία παραμύθια.
Μάλλον…
Θα μάθει όμως. Θα μάθει!
Στο υπόσχομαι ζωή μου!

Και θα έρχομαι κάθε βράδυ δίπλα στο μαξιλαράκι σου
και θα σου λέω τις πιο όμορφες ιστορίες
και θα τραγουδάμε μαζί
και θα φωνάζουμε τις νεράιδες
να σου κρατάνε συντροφιά όλο το βράδυ
κι όταν θα γαληνεύεις φως μου
θα σβήνω όλον τον κόσμο από γύρω σου…

για να μην κάνει θόρυβο και σε ξυπνήσει…

…ελπίδα μου εσύ, μοναδική.









Κι ύστερα, εκεί που κάθεσαι και περιμένεις πως μια μέρα θα βγουν τα ψάρια από το νερό, θα κάτσουν σε ένα στρογγυλό τραπέζι και θα παίξετε όλοι μαζί καπνίζοντας μια τελευταία παρτίδα πόκερ, ανάβει ξαφνικά το φως κι ανακαλύπτεις πως είσαι μέσα σ' ένα τεράστιο ψυγείο, μαζί με άλλα διακόσια μοσχάρια κρεμασμένα ανάποδα, κι αυτός ο χριστιανός, ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια να χτυπήσει την πόρτα πριν μπει δεν είχε, κι ως συνήθως εσύ είσαι με το πουλί* στο χέρι.

*(ότι απέμεινε απ’ αυτό τέλος πάντων, λόγω ψύχους…)

Πουτάνα μνήμη…








.



Έλυσα μια μεγάλη απορία που είχα εδώ και πολλά χρόνια.
Μια απορία που με ταλάνιζε νύχτα – μέρα.
Τελικά ήταν απλό. Ακούστε:



Κι επειδή μερικές φορές τα απλά δεν τα καταλαβαίνουμε με την πρώτη,
ακούστε κι αυτό:



Είμαι τόσο συγκινημένος που ξέχασα ποια ήταν η απορία…






.



Ακούω έντεκα τραγούδια ταυτόχρονα. Τ’ αυτιά μου έχουν γίνει κέντρο προστασίας και περίθαλψης για κακοποιημένες μελωδίες. Θα δοκιμάσω να τις βάλω σε μια τάξη, αλλά είναι αδέσποτες αυτές, ατίθασες και κακομαθημένες.
Άμα δεν πιάσει το κόλπο ας έρθει να με βοηθήσει κάποιος. Μ’ ένα ζευγάρι ωτασπίδες κι ένα mix grill από Ασπιρίνες, Depon Extra, Panadol, Ponstan, και Mesulid θα είμαι μια χαρά. Μπορεί και να κοιμηθώ πριν ξαναλλάξει η κυβέρνηση.

Έπειτα θα βγω να ταΐσω τα σκυλιά της γειτονιάς με ότι απέμεινε από τις ρητορείες μου. Θα κεράσω ένα σφηνάκι Jack Daniels ή Captain Morgan όποιον ξέρει πώς να φιλάς ένα μωρό αξύριστος χωρίς να το γδέρνεις με την παραίτησή σου. Ένα σφηνάκι. Δεν έχω λεφτά για παραπάνω. Κι άμα δεν πιάσει κι αυτό το κόλπο…

…θα σταματήσω τα κόλπα.

Θα πάρω το μεγάλο κουζινομάχαιρο, θα πετσοκόψω καμιά τριανταριά χρόνια και θα βγω ξυπόλυτος στο δρόμο, ντάλα μεσημέρι, να κυνηγάω νυχτερίδες για τη συλλογή μου.






.



Τάκης: Ρε μαλάκα...
Μπάμπης: Τι;
Τ: Θα πας τελικά;
Μ: Πού ρε;
Τ: Να ψηφίσεις.
Μ: Δε ξέρω. Εσύ;
Τ: ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ! 7 μονάδες πίσω είμαστε!
Μ: Ε, και;
Τ: Τι “ε, και” ρε κάφρε; Χρειαζόμαστε κάθε ψήφο.
Μ: Τι να την κάνετε;
Τ: Τι να σου πω ρε πούστη μου; Μια ζωή μαλάκας ήσουνα.
Μ: Εγώ;
Τ: Όχι, στην γκόμενα απευθύνομαι...
Μ: Ωραίο τεμάχιο.
Τ: Τι λες μωρέ μαλάκα; Ποιος τη γαμεί αυτήνα; Εδώ ο κόσμος καίγεται!
Μ: Δε ξέρω ποιος τη γαμεί, αλλά άμα τον βρω θα τον σκίσω τον πούστη...
Τ: Ρε Μπάμπη, εγώ μιλάω σοβαρά.
Μ: Όχι. ΕΓΩ μιλάω σοβαρά. Εσύ ασχολείσαι ακόμα με τις εκλογές.
T: Μα θα πάθουμε πανωλεθρία σου λέω!
Μ: Εσείς θα την πάθετε. Εμείς μια χαρά είμαστε.
Τ: Ρε σκατοΠασόκε του κερατά, τον βλάκα θα ψηφίσεις;
Μ: Δεν είναι βλάκας. Τον παριστάνει.
Τ: Yeah! Sure… Τόσο καλά που πάει για Όσκαρ...
Μ: Άμα μιλάει ο Μπάμπης να τον ακούς. Ξέρει.
Τ: Τι ξέρεις ρε άχρηστε; Εγκάθετε του ΠΑΣΟΚ που έλεγε και ο Λεβέντης...
Μ: Παριστάνει το βλάκα για κερδίσει τις ψήφους των ηλιθίων. Θα νομίζουνε ότι είναι δικός τους και θα τον ψηφίσουνε τον Γιωργάκη μας.
Τ: ... ...
Μ: Ξέρεις πόσους από δαύτους έχουμε στην Ελλάδα;
Τ: Μαζί με σένα;
Μ: Άει γαμήσου ρε. Εγώ μιλάω σοβαρά.
Τ: Βρε Μπάμπη, βρε πουλάκι μου, βρε χριστιανέ μου...
Μ: Τι;
Τ: Είναι κρίσιμες οι εκλογές σου λέω. Δε μπορείς να...
Μ: Κρίσιμες δε ξέρω αν είναι, χρήσιμες πάντως σίγουρα δεν είναι.
Τ: Μα τι λες τώρα μωρέ;
Μ: Αυτό που ακούς. Είναι οι πιο άχρηστες εκλογές της μεταπολίτευσης.
Τ: Και τότε εσύ γιατί ασχολείσαι;
Μ: Δεν ασχολούμαι. Διασκεδάζω. Είναι σαν να πηγαίνεις γήπεδο στον τελευταίο αγώνα του πρωταθλήματος να δεις τον Ολυμπιακό με τον Λεβαδειακό, ενώ είναι 12 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο. Ο Ολυμπιακός. Για το ξεκάρφωμα πας. Να πιεις καφέ με τους κολλητούς σου. Να χαζέψεις το γκομενάκι του μπροστινού, να ρίξεις κανα μπινελίκι στον Ζαϊρί, τέτοια...
Τ: ... ...
Μ: ... ...
Τ: Χέσε με. Δεν τα βγάζω πέρα μαζί σου.
Μ: Α, γειά σου.
Τ: ... ...
Μ: ... ...
Τ: Τσιγάρο θέλεις; Συγχύστηκα.
Μ: Καπνίζω ήδη ρε στόκο! Δεν το βλέπεις;
Τ: Ναι... Sorry…
Μ: Δε πειράζει ρε φιλαράκι. Καλή καρδιά.
Τ: ... ...

Spy: (τι να έχει μαγειρέψει η μάνα μου; φασολάκια ή σουτζουκάκια;)










.

.

ΩΨΧΦΥΤΣΡΠΟΞΝΜΛΚΙΘΗΖΕΔΓΒΑ
ωψχφυτσρποξνμλκιθηζεδγβα
9876543210

+=-)(*&^%$#@!

(καθότανε μόνη της, οι φίλες της δεν την παίζανε, κι είπα να τη μαζέψω...)







.





Τριγύριζε ώρες ατελείωτες στο άδειο δωμάτιο. Μήτε ψίθυρος μήτε μουσική. Το εκνευριστικό και μονότονο τακ-τακ των παπουτσιών του ήταν το μόνο που του αποσπούσε την προσοχή από τις συννεφιασμένες σκέψεις.
Που και που έριχνε μια ματιά έξω από τα μεταλλικά στόρια, μα λες και είχε συμφωνήσει κι ο κόσμος σε μια σιωπηλή διαμαρτυρία εναντίον του, και τίποτα δεν φαινόταν στην πηχτή ομίχλη που είχε περικυκλώσει το σπίτι του. Μέσα στο κατακαλόκαιρο.
“Τι περίεργο…” σκέφτηκε.
Δεν έδωσε καθόλου σημασία φυσικά στις κάργιες που είχαν φωλιάσει στα απέναντι μπαλκόνια και περίμεναν υπομονετικά, μα ούτε και στο απόκοσμο μωβ χρώμα που είχαν πάρει τα σύννεφα πάνω από το σπίτι του. Το μυαλό του είχε τροχιοδρομήσει λανθασμένα σ’ έναν έρημο διάδρομο εγκαταλειμμένου αεροδρομίου που οδηγούσε πλέον στη θάλασσα, μίλια μακριά από τον πύργο ελέγχου και αιώνες μακριά από οποιαδήποτε λύση. Εκείνος στεκόταν ακόμα όρθιος. Η άτρακτος κόντευε να διαλυθεί από τους κραδασμούς, αλλά στεκόταν. Όρθιος. Ή μάλλον… έτσι νόμιζε.
Γιατί αν κοίταζες από ψηλά το μικρό δωμάτιο, στο οποίο άθελά του αυτοσχεδίαζε στο πικρό αυτό αδιέξοδο μονόπρακτο της ζωής του, θα καταλάβαινες εύκολα πως δεν υπήρχαν πλέον καμαρίνια για ν’ αλλάξει, ούτε και υποβολέας να τον βοηθήσει. Το ταβάνι είχε χαμηλώσει ασφυκτικά και ήταν φυσικά αδύνατο να σταθεί οποιοσδήποτε όρθιος εκεί μέσα. Τα λιγοστά κεριά στη γωνία με τα βιβλία, χάριζαν πλέον το τελευταίο τους φως πριν περάσουν για πάντα στην ανυπαρξία.
Κι εκείνος…
Προσηλωμένος σ’ αυτό που νόμιζε για αλεξίπτωτο, κοίταζε μόνο ευθεία μπροστά, με σφιγμένες τις γροθιές και δαγκωμένα τα χείλη, λες και το αίμα τους θα τον έκανε πιο δυνατό. Και όλο νόμιζε πως αν τρέξει λίγο πιο γρήγορα στην αρχή θα καταφέρει να διαπεράσει -έστω και δύσκολα- όλους τους φόβους του κόσμου που ούρλιαζαν ανατριχιαστικά απ’ έξω.

Δεν υπήρχε πιο σκοτεινό σημείο στο σύμπαν από την πόρτα του…







.



Έπειτα από σωρία επιτολών διαμαρτυρίας που έλαβε η γραμματέας μου, σχετικά με το γεγονός της εξαφάνισής μου το τελευταίο διάστημα, αποφάσισα να αναθέσω το πολύ σοβαρό αυτό θέμα σε μια αξιόπιστη εταιρία δημοσκοπήσεων. Παρακαλούμε απαντήστε στην ερώτηση: “Πόσο συχνά επιθυμείτε να διαβάζετε ποστ του αξεπέραστου βλόγερ;

1) Σε ικετεύουμε! Γράφε πιο συχνά!
2) Είμαστε εθισμένοι! Βοήθησέ μας!
3) Είσαι χειρότερος κι από ηρωίνη.
4) Κάθε μέρα που περνάει είναι φτωχότερη χωρίς τα ποστ σου.
5) Εντάξει, καλή κι η αγρανάπαυση, αλλά ένα ποστ στις δέκα μέρες δε γράφει ούτε ο Γ.Α.Π. ρε φίλε!
6) Ώπα! Μια χαρά είσαι. Έτσι κι αλλιώς δεν προλαβαίνουμε να κλάσουμε.
7) Τι είναι ποστ;
8) Στ’ αρχίδια μας! Κατά τύχη περνάμε έτσι κι αλλιώς από δω, άμα κάνουμε κατά λάθος κλικ στη φάτσα σου...
9) Ποιος είπαμε ότι είσαι;
10) Δεν ψηφίζω. ΚΑΙ σε αυτές τις εκλογές θα πάω στην παραλία.





.



Πάω ήμουν στις έφυγα για λίγο που διακοπές δεν όταν θα ξαναήρθαν οπότε στις λίγο είπα σταματήσαμε να blogging κομπιούτερ μου και άρα λίγο ευκαιρία να είσαι σπάσιμο του habit ούτε ασχοληθούμε με δουλειά μόνο μαζεμένα τα όλα λεφτά τίποτα.

Χαλασμένος είσαι θα γιατρός πήγε γυναίκα μου είναι terror άμα κατάλαβε ότι όχι τοστ φαΐ παιδί μου ευτυχώς βυζί είναι καλά προτίμησε τηγάνι όχι φαΐ πονάω κεφάλι μου.

Ξαναγράφεις λίγο με ρεύμα όχι δικό μου ασύρματο router είναι άλλος.

Αυτός κοιμάμαι εσύ κλέβω σήμα του.

Over and out.



.



Όταν βρέχει, πιτσιλάει το πεζοδρόμιο απόνερα σακατεμένων σαββατοκύριακων χωρίς έρωτα, πάνω στο πανωφόρι μου, και μου το λερώνει. Κάποιοι λυτρώνονται στο διπλανό τριάρι, οι αμαρτίες τους βρωμάνε σα βρεγμένος σκύλος. Δεν καβαλάω τη μηχανή μου γιατί γλιστράει στη γλιτσιασμένη άσφαλτο και πέφτω και σκοτώνομαι, κι άντε μετά να ξαναζήσω όλες αυτές τις ανασφάλειες από την αρχή...

Όταν σταματάει να βρέχει, τεντώνω όλα μου τα ρουθούνια κι ακούω πως ψιθυρίζουν οι τοίχοι όταν φοβούνται. Καθαρίζω τις καρέκλες του κήπου να έρθουν να κάτσουν οι τρομαγμένες δεκαοχτούρες, μα αφήνω τις πιτσιλιές στα τζάμια για να θυμάμαι πως είναι η άφιλτρη ενατένιση των πραγμάτων. Σκληρή μάλλον. Τελικά. Με στίγματα. Πουά.

Όταν μετά νυχτώνει, δε βλέπω τίποτα. Κλείνω τα βλέφαρα, γέρνω λίγο πίσω το κεφάλι -αν ήμουν στο θέατρο θα ήταν ωραία πόζα για αφίσα αυτή, ασπρόμαυρη ή σέπια- χαϊδεύω τις φωνητικές μου χορδές με τον παράμεσο και κάνω ασκήσεις ορθοφωνίας, για να μη με βρει απροετοίμαστο η οντισιόν στο θέατρο με τις τύψεις για την εφηβεία μου.

Όταν ξημερώνει τελικά μια άλλη μέρα, έχω απορίες.

Πόσο θόρυβο κάνουν τα σύννεφα πριν ξαναγίνουν βροχή;





.



Από το Ειδικό Κέντρο Αποτοξίνωσης Βλόγερς (ΕΚΑΒ), στο Gstaad της Ελβετίας, εξεδώθη το ακόλουθο ανακοινωθέν:

“Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Κέντρου μας, δεν κατέστη δυνατόν να διατηρηθεί εν ζωή η κα Motherboard Spy, κι έτσι σήμερα τις πρώτες πρωινές ώρες εξέπνευσε. Ο θεράπων ιατρός καθώς και όλοι οι συνάδελφοι εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένεια της εκλιπούσας, και ειδικότερα στον κ. Spy, ο οποίος δίνει τη δική του άνιση μάχη με τη σχιζοφρένεια, σε άλλη πτέρυγα του Κέντρου μας, και ευχόμεθα γρήγορη ανάρρωση, ώστε να είναι πάλι κοντά μας, με τα σκουπίδια υπέροχα ποστ(ς) του, που τόσα χρόνια μας κράτησαν συντροφιά και γαλούχησαν τα παιδιά μας. Η νεκρώσιμος ακολουθία της αειμνήστου θα τελεσθεί σήμερα, την εβδόμην απογευματινήν, σε στενό οιογενειακό κύκλο στο νεκροταφείο του Pere - Lachaise του ανατολικού Παρισιού και δεν θα επιτραπεί η είσοδος σε δημοσιογράφους, τηλεοπτικά συνεργεία, δικαστικούς κλητήρες, τρανσέξουαλς, και λοιπούς περίεργους. Ευχαριστούμε θερμά την οικογένεια του κου Spy, για την προτίμησή της στην Κλινική μας.”

Αμέσως μετά, ο εκπρόσωπος τύπου του Κέντρου, δέχτηκε να απαντήσει σε τρεις μόνο ερωτήσεις των δημοσιογράφων που είχαν κατακλύσει τον χώρο υποδοχής του ΕΚΑΒ, και έτρωγαν καναπεδάκια.

- Δημ.1: Θα μας πείτε δύο λόγια για την κατάσταση του κου Spy; Πως εξέλαβε τον θάνατο της αγαπημένης του motherboard;
- Εκπρ.: Ο κ. Spy βρίσκεται εδώ και τρεις ημέρες σε καταστολή. Έχει παρουσιάσει μόνο δύο “εκλάμψεις”. Κατά την πρώτη, ζήτησε ένα κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο κι ένα πληκτρολόγιο ή ποντίκι. Φυσικά δεν κατέστη δυνατόν να του χορηγηθούν αυτά. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανάκαμψης και επαναφοράς του στην ενεργό δράση, ζήτησε ένα ίντερνετ καφέ, οπότε και οι θεράποντες ιατροί εγκατέλειψαν το δωμάτιο και κατευθύνθηκαν προς το εντευκτήριο του Κέντρου, για το πρωτάθλημα μπριτζ που συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία και τηλεθέαση.
- Δημ.2: Θεωρείτε πως στην περίπτωση που μια καινούργια motherboard εμπλακεί στην προσωπική ζωή του δυστυχούς βλόγερ, αυτό θα αποτελέσει εφαλτήριο για την μελλοντική του ολική επαναφορά;
- Εκπρ.: Θεωρούμε πως αυτό θα αποτελέσει εφαλτήριο για την ολοσχερή καταστροφή της προσωπικής του ζωής. Άμα τη επαναφορά του στην πραγματικότητα, θα του συστήσουμε φυσικά να απέχει δια βίου από το βλόγιν. Η τελική επιλογή βεβαίως είναι στη απόλυτη δικαιοδοσία του αρχηγού του κόμματος. Μπαρδόν... του κ. Spy εννοούσα.
- Δημ.3: Θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε τον σπουδαίο βλόγερ στο δωμάτιό του, ώστε να έχουμε πιθανόν κάποιες φωτογραφίες του;
- Εκπρ.: Αυτό φυσικά δεν είναι δυνατόν, για λόγους ψυχικής υγείας του ασθενούς. Όμως, το Κέντρο μας μεριμνώντας για την ενημέρωση του κοινού, θα σας μοιράσει τη παρακάτω φωτογραφία, που τράβηξε η αποκλειστική νοσοκόμα του εχθές το βράδυ, και δείχνει τον ασθενή σε μία σχετικώς ήπια κατάσταση.



Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.






.



Ευσπευσμένα εισήχθη σε μονάδα εντατικής αποθεραπείας ο διάσημος βλόγερ Spy, έπειτα από σωρεία παρατεταμένων εγκεφαλικών επεισοδίων, που υπέστη κατά τη διαπίστωση της ολοσχερούς καταστροφής της motherboard του υπολογιστή του, λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα.

Ο επιφανής celebrity των βλογ(ς) ετοίμαζε πυρετωδώς μια μεγαλειώδη τριλογία ποστ(ς), όταν μια ξεδιάντροπη όσο και ακάλεστη διακοπή ρεύματος, τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, παρακάμπτοντας όλα τα συστήματα ασφαλείας και στους σταθεροποιητές τάσης της έπαυλής του, και στην προσπάθειά της να αποσπάσει ένα πολυπόθητο αυτόγραφο σκόνταψε στην προέκταση του χεριού του επιφανούς ανδρός (αναφέρεται και ως “πληκτρολόγιο” για συντομία), και συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με την μητρική πλακέτα του πολυβραβευμένου συγγραφέα. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ και μη διασταυρωμένες πληροφορίες, ο άλλως αποκαλούμενος και “άρχων της βλογόσφαιρας” παρέμεινε σε κατάσταση νεκρικής ακαμψίας, μέχρι τη στιγμή που φίλος του ζεύγους (βλόγερ + υπολογιστή) ανησυχώντας εξαιτίας της μυρωδιάς αποκαϊδιών που κατέκλυσε τους πέριξ της οικίας δρόμους, ειδοποίησε το ΕΚΑΒ, την Πυροσβεστική, το Υπουργείο Αγαίου, το STAR, την Espresso και τον ραδιοφονικό σταθμό Ντέρτι FM.

Ο θεράπων ιατρός του κατακα(η)μένου βλόγερ, δήλωσε σήμερα το μεσημέρι: “Η κατάσταση του ασθενούς, παραμένει κρίσιμη αλλά σταθερή. Καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να σώσουμε όσα μέρη της motherboard μπορούμε, και μέχρι τώρα έχουμε σημειώσει σημαντική επιτυχία στην RAM, στην κάρτα ήχου και στις 4 από τις 6 θύρες USB. Όποτε υπάρξει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην κατάσταση θα σας ειδοποιήσουμε μέσω νεώτερου ανακοινωθέντος”.

Σε ερώτηση αναιδούς δημοσιογράφου της κρατικής τηλεόρασης, περί της υγείας του ιδίου του βλόγερ, ο θεράπων δήλωσε λακωνικά:
“Είναι καμμένος”.





.



Σαν μπουγάδα με κατάλευκα ρούχα σε λασπωμένο χωράφι
Σαν καλωδίωση των servers της Google
Σαν μποτιλιάρισμα στην Χαμοστέρνας
Σαν τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου όταν τα ξεκρεμάς και μπλέκονται όλα μαζί και σου σπάνε τα νεύρα
Σαν τον κώδικα του DNA
Σαν τους κινέζους στις παραγκουπόλεις της Σαγκάης
Σαν πιτυρίδα κρυμμένη καλά στις τρίχες
Σαν τα μακαρόνια αν δεν τους βάλεις λίγο ελαιόλαδο στο βράσιμο
Σαν γυναικεία διαδήλωση Σάββατο μεσημέρι στην Ερμού, παραμονή γιορτών
Σαν το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ
Σαν το κασελάκι εργένη ηλεκτρολόγου
Σαν εκατομμύρια φύκια στο βυθό της πιο σιχαμένης θάλασσας
Σαν τις μπουρμπουλήθρες της Sprite
Σαν γυάλινο μπουκάλι που το ξέχασες στην κατάψυξη
Σαν τα κουμπάκια μιας κονσόλας ήχου
Σαν την registry των Windows
Σαν δίσκος του Ιάννη Ξενάκη (με ή χωρίς τις γρατσουνιές –το ίδιο είναι…)
Σαν ταινία των Monty Pythons
Σαν μυρμηγκοφωλιά που δέχεται επίθεση
Σαν πυροτεχνήματα που σκάνε στα χέρια σου γιατί κανείς δεν τους είπε που είναι ο ουρανός
Σαν παιδάκια σε λούνα-παρκ
Σαν αποικία από βδέλλες
Σαν άδειο τούνελ
Σαν εμένα…

(άνοιξα μια τρύπα στο μυαλό μου, κι έριξα μια κλεφτή ματιά,
της πουτάνας γινόταν, κι άντε τώρα να την ξανακλείσω…)




Οσονούπω στις ημερομηνίες θα γράφει --/09/09 αντί --/08/09.


Δεν είναι κι άσχημα αν το καλοσκεφτείς. Το φετινό καλοκαίρι (ο Θεός να το κάνει…) σύρθηκε βαριεστημένα και νωχελικά κάτω απ’ τα πόδια μου, και ειρήσθω εν παρόδω δεν θα θυμάμαι τίποτα απ’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς το σημαντικότερο (μέχρι τώρα) γεγονός της ζωής μου συνέβη μία μέρα ακριβώς πριν αρχίσει.
Στις 89 τελευταίες ημέρες:

Δεν έζησα τίποτε συγκλονιστικό.

Δεν περπάτησα ούτε σε μία παραλία.

Δεν σταμάτησα να καπνίζω.

Δεν σταμάτησα να γκρινιάζω.

Δεν φωτογράφησα καμία πανσέληνο.

Δεν έκανα σέρβις στο αμάξι.

Δεν αγόρασα λουλούδια σε κανέναν.

Δεν μέθυσα.

Δεν ερωτεύτηκα (ξανά).

Δεν καθάρισα το υπόγειο.

Δεν έγραψα ένα ποστ της προκοπής.

Δεν δούλεψα όσο θα έπρεπε.

Δεν πήγα ούτε σε μία συναυλία.

Δεν γνώρισα ούτε ένα καινούργιο πρόσωπο.

Δεν ξυρίστηκα παρά 10 φορές όλο κι όλο.

Δεν χρησιμοποίησα το καταπληκτικό μου αντηλιακό.

Δεν έγραψα κανένα ποίημα.

Δεν έγραψα κανένα τραγούδι.

Δεν έγραψα αυτούς που έπρεπε στα παπάρια μου…


Αλλά, τελειώνει…


Κι ανυπομονώ να γιορτάσω σε μια εβδομάδα
την επέτειο της καλύτερης ιδέας που συνέλαβα ποτέ: ενός παιδιού!


Υ.Γ.: Αυτό το ποστ είναι τόσο χάλια (άσε που θυμίζει και κοριτσίστικο ημερολόγιο, πέραν της κλαψομουνιάς που το διατρέχει), που λογικά θα αυτοκαταστραφεί μόνο του, αν έχει έστω κι ένα ίχνος υπερηφάνειας και αυτοσεβασμού.


Αουφίντερζεεν.








.



Την ώρα που ξύπνησα ο ουρανός ήτανε μωβ. Σαν να είχες φυτέψει εκατομμύρια μελιτζάνες πάνω στα σύννεφα και κάποιος ατζαμής να πήγε και να τις ζούληξε όλες μαζί κατά λάθος. Κατά λάθος... Τρόπος του λέγειν φυσικά. Διότι τίποτα δεν γίνεται κατά λάθος, παρεκτός αν είσαι επίκουρος καθηγητής πυρηνικής φυσικής κι εκεί που ψάχνεις να αποδείξεις κάποια τρύπα στη θεωρία των παιγνίων –που φυσικά δεν είναι δική σου ειδικότητα ούτε αρμοδιότητα, αλλά τι σκατά; έλληνας γεννήθηκες, έλληνας θα πεθάνεις- ξάφνου σου πέφτει στο κεφάλι ένα ελενίτ από τη σκεπή της παράγκας της γιαγιάς σου, που έχεις μετατρέψει σε μυστικό εργαστήριο, και καθοδόν προς το πλησιέστερο δημόσιο ραντζοπωλείο, ανακαλύπτεις κατά λάθος μέσα στο ασθενοφόρο πως ο ήχος της σειρήνας κάνει τα σκυλιά, τις νυχτερίδες, τους μηρμυγκοφάγους και τις φάλαινες να παθαίνουν ομαδική παράκρουση και να προσπαθούν να αλληλοεξοντωθούν, κατά τη διάρκεια μιας ατέλειωτης ερωτικής επαφής, που δεν καταλήγει ποτέ σε εκσπερμάτωση, αλλά σε τρακάρισμα με τρένο. Τρένο διαγαλαξιακό φυσικά που μόλις αφήχθη από τον Πλούτωνα, κι έστριψε σε λάθος διασταύρωση, γιατί αλλιώς σιγά μην έριχνε τα μούτρα του και πέρναγε από δω...

Και... τι λέγαμε; Α, ναι, οι μελιτζάνες!
Οι μελιτζάνες λοιπόν... ε, χμ... ε... (σκατά, δε γουστάρω τις μελιτζάνες).
Θα πούμε λοιπόν ότι που και που πετάω ένα κέρμα στον ουρανό, κι αν δεν σκαλώσει στο μπαλκόνι του αποπάνω υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να το τσιμπήσει και να το καταπιεί το πρώτο διερχόμενο περιστέρει ή να μπλεχτεί στον έλικα κάποιου ελικοπτέρου, του οποίου σύσσωμοι οι τηλεοπτικοί αστέρες των οκτώ (άρτι αφιχθέντες με το μισό από το προγραμματισμένο μαύρισμά τους) θα ψάχνουν με τρομαγμένες άναρθρες κραυγές να βρουν τα αίτια της πτώσης, χωρίς καν να υποθέσουν πως πρόκειται απλά για μια διαβολική σύμπτωση ανακατεμένη με δυο τζούρες από την παροιμιώδη μου γκαντεμιά, οπότε θα κοιμηθούμε όλοι μαζί ευτυχισμένοι κατά τις τρεις τα ξημερώματα, στο τέλος αυτού του μαραθωνίου ενημέρωσης κατά τη διάρκεια των δηλώσεων του εκπροσώπου τύπου του ΚΚΕ για το φαινόμενο.

Έτσι, κάθε φορά που παρακολουθώ μια αναδάσωση, ψάχνω να βρω τον μαλάκα που φυτεύει μελιτζάνες, αντί για κέδρους και ροδακινιές και ζαχαροκάλαμα, μήπως και κατανοήσω το παράξενο αυτό μωβ, αλλά συνήθως μου χώνουνε ένα μικρόφωνο του ΣΚΑΪ στη μούρη -προφανώς είμαι και τυχερός που δεν μου το χώνουνε στον κώλο- και με ρωτάνε για το Global Warming (στα ελληνικά φυσικά, αλλά που να θυμάμαι τώρα...) κι εγώ προφανώς αποσυντονίζομαι, νομίζω πως ήρθαν πλέον τα προσωπικά μου 15 λεπτά δημοσιότητας, κι έτσι παίρνω ένα περισπούδαστο ύφος κι αρχίζω και μιλάω για επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία, για έναν καργιόλη συνάδερφο μου που πιάνει κάθε πρωί τον κώλο μιας κοπελίτσας εκπαιδευόμενης κι εκείνη η καημένη δε μιλάει μιας κι έχει μεγάλη ανάγκη τη δουλειά, για τον Δήμο Βερύκιο που σχεδόν εύχομαι στην επόμενη πυρκαγιά να εγκλωβιστεί σε ένα δωμάτιο με μικρόφωνα χωρίς βύσματα, στη μέση του δάσους που θα καίγεται, και για την κρίση που περνάει η Σούπερ Λίγκα λόγω των αμφισβητούμενων μεταγραφών των μεγάλων ομάδων παρόλο που σχεδόν ξεπουλήσανε τα διαρκείας τους. Φυσικά στα κανάλια δεν ακούγεται τίποτε απ’ όλα αυτά. Βάζουνε μόνο την έντρομη φάτσα μου, κι από πάνω ήχους από σειρήνες, ξερόκλαδα που καίγονται και το intro από το soundtrack του Armageddon. Άσε που γεμίζουν και με τίτλους κι εξηγήσεις την οθόνη κι η καημένη η μάνα μου ακόμα δεν μ’ έχει δει live…

Στα τσακίδια!
Σφήνωσε κι ο οικιακός μας πυροσβεστήρας κάτω από τον καναπέ, εξαιτίας της απύθμενης γούβας (κλικ ντε!) που έχει κάνει στη μεριά μου...






.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy