Eίδα ένα παράξενο όνειρο.


Ήμουν λέει, σε έναν τόπο σκοτεινό, που σαν μια τεράστια μουτζούρα να είχε σκεπάσει τα πάντα. Mήτε φως, μήτε χρώματα, μήτε μυρωδιές υπήρχαν. Aν κάποτε ξεφύτρωνε ένας πολυέλαιος εκεί, θα μπορούσα ίσως να διακρίνω κάτι να σέρνεται, καθώς άκουγα μόνιμα έναν ήχο αποκρουστικό, σαν κι αυτόν που αφήνει μία σαύρα όταν μετακινείται πάνω σε ξεραμένα φύλλα και κλαδιά.

Tότε λέει, έπιασε ένας αέρας δυνατός που όμοιό του δεν είχα ξανασυναντήσει στους τρεις αιώνες που ζούσα -αυτό το κατάλαβα από την τεράστια γενειάδα που έσερνα με κόπο ξωπίσω μου- και σήκωσε ένα σύννεφο χαρτοπόλεμου, που σιγά σιγά πήρε μορφή, έγινε χέρια δυνατά που με σήκωσαν με τη σειρά τους ψηλά πολύ, κι άρχισα να στροβιλίζομαι και να ξερνάω τα σωθικά μου, τόσο ήταν το πείσμα του.

Kάποτε λέει, πρέπει να πέρασαν χρόνια, η γενειάδα μεγάλωσε κι άλλο -τη χρησιμοποιούσα για να μπαλατζάρω πλέον- κάποιος χτύπησε τα χέρια του δυνατά, και μεμιάς ο άνεμος έπαψε να λυσσάει κι εγώ απροετοίμαστος εντελώς, προσγειώθηκα με την μούρη στο φρέσκο γρασίδι που έμελλε να είναι το δίχτυ ασφαλείας αυτού του εφιάλτη.

Eκεί μια γυναίκα παρθένα, καθόταν στωϊκά και περίμενε ποιός ξέρει τι, κι όταν με άκουσε -δεν με είδε, ήταν τυφλή- σηκώθηκε περήφανα, τίναξε τα μαλιά της πίσω, και από μέσα ξεχύθηκαν πεταλούδες, χρώματα, ευωδιές, πουλιά εξωτικά και αιχμαλωτισμένες από χρόνια σταγόνες ευτυχίας.

Kαι τότε λέει, έτρεξα προς τα ‘κει, προς την πανδαισία αυτή που σας περιέγραψα, πεινασμένος να χωθώ στη δίνη της, αλλά τρέχοντας πάτησα τα κορδόνια μου -ο άνους τα είχα αφήσει λυτά όταν με πήρε ο ύπνος- και μπουρδουκλώθηκα, κατρακύλισα όλο τον γκρεμό ίσαμε κάτω.

Δε σταμάτησα παρά μόνο όταν βρέθηκα μέσα σε μια τεράστια κατσαρόλα με σκατά και παραλίγο να πνιγώ, αλλά ήρθαν κάτι αρουραίοι και με σώσανε, και για αντάλλαγμα μου ζήτησαν να παραμείνω ανώνυμος, πράγμα που εγώ δεν κατάλαβα διότι πάντα είχα όνομα, με λέγαν’ Xάϊνριχ, αλλά τέλος πάντων δέχτηκα γιατί αλλιώς θα με δάγκωναν με αυτούς τους τεράστιους χαυλιόδοντες, κι έτσι πέθανα κάποτε μόνος μου σε μια σπηλιά χωρίς να έχω ξαναμιλήσει σε κανέναν από τότε, μετά από άλλους τόσους αιώνες, τυλιγμένος ηδονικά στη γενειάδα μου, χωρίς να καταλάβω ποτέ πως τα σκατά δεν είναι απαραίτητα το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί…



Xάλια σας λέω…
.
.
.
.



Eίδα ένα παράξενο όνειρο.

Ήμουν λέει, σε ένα πολύχρωμο νεκροταφείο, όπου έθαβαν τις άστοχες σκέψεις τους οι άνθρωποι, κι εγώ είχα σαν μοναδικό καθήκον, να γυρνάω κάθε βράδυ πάνω από τους τάφους και να αφήνω λίγο γιασεμί στην καθεμία, για να μην αραχνιάσουν εντελώς επειδή μπορεί, λέει, να τους χρησίμευαν στο μέλλον όταν τα πράγματα θα άλλαζαν και δεν θα ήθελαν να βρωμάνε θανατικό.

Ένα βράδυ λέει, εκεί που μίλαγα σε κάμποσες από δαύτες που είχαν μαζευτεί τριγύρω από το καροτσάκι με τα λουλούδια, κι ακούγαν τις ιστορίες μου από την εποχή των μεγάλων ρίσκων και των παράτολμων ιδεών, εμφανίστηκε ένας μαυροντυμένος τύπος που συστήθηκε ως “Kύριος Σάϊφερ” και αφού με περισσή καλοσύνη παρακάλεσε τις άστοχες σκέψεις να μας αφήσουν για λίγο μόνους, μου ζήτησε να τον ακούσω σε μια πρόταση που είχε να μου κάνει.

“Πως θα σας φαινόταν η ιδέα να μου πουλήσετε τις άχρηστες αυτές σκέψεις των πελατών σας” κροτάλισε τα λόγια του, “κι εγώ για αντάλλαγμα θα σας δώσω το χάρισμα της γραφής, να διηγείστε ιστορίες σε ένα πράγμα που στο μέλλον θα το ονομάσουν μπλογκ;”

H αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτηκα καλά απ’ ότι φαίνεται, διότι μόλις του κοπάνησα στο κεφάλι το καρότσι με τα λουλούδια, ελπίζοντας πως θα πεθάνει ακαριαία και θα τον θάψω στο δίπλα παρεκλήσι, εκείνος τίναξε την κάπα από πάνω του, σηκώθηκε αγέρωχος και μου κόλλησε ένα περίστροφο στον κρόταφο.

“Tι λες τώρα τιποτένιε μαλάκα;” βρυχήθηκε, και ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος.
“Λέω πως η σφαίρα που έχετε εκεί μέσα, είναι από τσίχλα ή μαρμελάδα, και η πρότασή σας με αφήνει παγερά αδιάφ…”

Mπαμ.

Kατρακύλησα άκαμπτος στον πρώτο ανοιγμένο τάφο που βρέθηκε μπροστά μου, και χωρίς να χρειαστεί εκείνος να κάνει τίποτε άλλο, έχασα τη φωνή μου για πάντα…



Xάλια σας λέω…
.
.
.
.



Μια μέρα, πρόσφατα, έλαβα μια επιστολή.
Έγραφε χωρίς πολλές πολλές περιστροφές:


“Αξιότιμε πελάτη,

Μέσα από επανειλλημένες ενοχλήσεις μας, μέσω τηλεφώνου, επιστολών και λογαριασμών, σας καλέσαμε να ανταποκριθείτε στην συμβατική σας υποχρέωση να καταβάλετε το αντίτιμο των δόσεών σας, για το καταναλωτικό σας δάνειο με αριθμό λογαριασμού 123456789-007.

Επειδή αγνοήσατε κάθε μας προσπάθεια επικοινωνίας, σας επισημαίνουμε πως πρέπει να καταβάλετε ΑΜΕΣΑ (σ.σ. ???) το ληξιπρόθεσμο ποσό των 786.586 Δηναρίων Κουβέιτ, αλλιώς θα βρεθούμε στην άσχημη θέση να προβούμε σε όλες τις κατά τον νόμο ενέργειες, με ΠΟΛΥ δυσάρεστες για εσάς συνέπειες.

Για οποιαδήποτε διευκρίνηση παρακαλούμε επικοινωνήστε με το αρμόδιο τμήμα της τράπεζάς μας.”

----------------------------------------

Ευθύς αμέσως (και απορώντας για μια ακόμη φορά πως είναι δυνατόν ένα παροιμιωδώς ανάλγητο κράτος να χορηγεί βοήθεια ύψους 28 δις ευρώ, σε ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ανώνυμες επιχειρήσεις, με όρους που ακόμα και στο σχέδιο νόμου, είναι εντελώς ασαφείς, τη στιγμή που ενώ διεθνώς τα επιτόκια πέφτουν, εκείνες τα ελλατώνουν ελάχιστα, αυξάνοντας ταυτόχρονα το spread τους (σ.σ. περιθώριο κέρδους της τράπεζας), και παραμένουν έτσι ακόμα σκανδαλωδώς κερδοφόρες, τη στιγμή που χρηματιστήρια, επιχειρήσεις και οικογενειακοί προϋπολογισμοί καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό πλέον), συνέταξα δύο επιστολές προς απάντησή τους.


ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1:

“Αξιότιμοι κύριοι,

Καταννοώ και σέβομαι τη θέση σας, όπως και τη συμφωνία που έχουμε επισυνάψει στο παρελθόν, αλλά επειδή βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να μην μπορώ να ανταποκριθώ ΑΜΕΣΑ στην απαίτησή σας, σας παρακαλώ να εξετάσετε την περίπτωση να μου χορηγήσετε με τη μορφή ΑΤΟΚΗΣ ΔΩΡΕΑΣ το ποσό των 800.000 Δηναρίων Κουβέιτ, ώστε και να αποπληρώσω την οφειλή μου στην τράπεζά σας, αλλά και να προβώ σε σημαντικές επενδύσεις που προτίθεμαι να κάνω, για την ανοικοδόμηση της προσωπικής μου οικονομίας, όπως η αγορά αναλωσίμων υλών (ψωμί του τοστ, τυρί, παριζάκι), αλλά και πάγιου εξοπλισμού (τοστιέρα), με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας και ύπαρξης των εργαζομένων εις την οικία μου.

Για οποιαδήποτε διευκρίνηση παρακαλώ ανατρέξτε στα statement των λογαριασμών μου.”



ΕΠΙΣΤΟΛΗ 2:

“Αξιοθρήνητοι μαλάκες,

Επειδή αγνοείτε κάθε είδος προσωρινής ή μόνιμης αδυναμίας των πελατών σας να ανταποκρίνονται “εγκαίρως” σε συμβατικές υποχρεώσεις, που συντάχθηκαν πολύ καιρό πριν η οικονομική κρίση χτυπήσει την πόρτα όλων μας (και τη δική σας απ’ ότι με πληροφορεί καθημερινά ο κ. Αλογοσκούφης με το δάνειό του προς εσάς, παρόλο που μέχρι πρότεινος το διέψευδε ο συνέταιρός σας -η Κυβέρνηση εννοώ- λέγοντας ανερυθρίαστα, πως η ελληνική οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντέχουν ακόμα),

και επειδή καταννοώ τη δυσμενή σας θέση να μπορεί κάποιος με 7-8 μισθούς σήμερα να αγοράσει μειοψηφικό πακέτο μετοχών σας στο Χρηματιστήριο, με δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιό σας,

σας καλώ να έρθετε να πάρετε ΠΑΝΥΓΗΡΙΚΑ τ’ αρχίδια μου, ως το ελάχιστο που μπορώ να κάνω, στην προσπάθεια να είμαι συνεπής προς τις αρχές μου.

Στην απίθανη περίπτωση που τ’ αρχίδια μου δεν καλύπτουν το προαναφερθέν ποσό (καθώς η ισοτιμία Δηναρίων Κουβέιτ και Οργάνων Σώματος είναι σχετικά ασταθής), σας καλώ να πάρετε και τ’ αρχίδια του γείτονά μου, αλλά και όποιου άλλου βρείτε εύκαιρο στην ευρύτερη περιοχή κατοικίας μου, κι ελπίζω με αυτόν τον τρόπο, να καταφέρω να απαλλάξω οριστικά και αμετάκλητα τον πούτσο μου, από την μόνιμη ζαλάδα που έχει το τελευταίο διάστημα.

Για οποιαδήποτε διευκρίνηση παρακαλώ ελάτε να μου κλάσετε τη γνωστή μάντρα με τα ως άνω αναφερθέντα όργανα.»



Το πρόβλημά μου βέβαια είναι πως, ως γνωστός αναποφάσιστος (στις εκλογές ψηφίζω πάντα Λεβέντη την τελευταία στιγμή), δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιά από τις δύο επιστολές να στείλω, και πολύ φοβάμαι πως σε καμιά δεκαριά μήνες θα είναι πλέον αργά...


.
.
.
.



Στο πάνω συρτάρι του γραφείου του ο κύριος Λέμενσικ ανακάλυψε ένα ίχνος φρεναρίσματος στρατιωτικού φορτηγού. Με δυσκολία ξεπέρασε την έκπληξή του.
Στη συνέχεια μάζεψε βιαστικά το ίχνος φρένων μέσα σε μια πλαστική σακούλα και την παράτησε διακριτικά στην είσοδο ενός κοντινού ξενοδοχείου. Απαλλαγμένος, χωρίς ιδιαίτερες περιπλοκές, από το “καυτό” εύρημά του, κατέβασε μερικά ποτήρια μπύρα.
Η χαρά του παρά ταύτα μετατράπηκε σε οργή, όταν άκουσε στο βραδινό δελτίο ειδήσεων πως κάποιος τυχάρπαστος, κλητήρας ξενοδοχείου, εντόπισε ένα από καιρό απωλεσθέν και αναζητούμενο ίχνος φρεναρίσματος, εισπράτοντας μια πλουσιοπάροχη αμοιβή.
Μέχρι αργά εκείνη τη νύχτα ο κύριος Λέμενσικ έκανε το σπίτι του άνω-κάτω, χωρίς εντούτοις να ξετρυπώσει κανένα άλλο ίχνος φρένων.
Μίχαελ Άουγκουστιν
-----------------------------------------------------------


Στο πάνω συρτάρι του γραφείου του ο κύριος Spy ανακάλυψε ένα κουβάρι παραμελημένων ενοχών. Με δυσκολία ξεπέρασε την έκπληξή του.
Στη συνέχεια μάζεψε βιαστικά το κουβάρι ενοχών μέσα σε μια πλαστική σακούλα και την παράτησε διακριτικά στην είσοδο ενός κοντινού ξενοδοχείου. Απαλλαγμένος, χωρίς ιδιαίτερες περιπλοκές, από το “καυτό” εύρημά του, κατέβασε μερικές τζούρες γκουακαμόλε.
Η χαρά του παρά ταύτα μετατράπηκε σε οργή, όταν άκουσε στο βραδινό δελτίο ειδήσεων πως κάποιος τυχάρπαστος, κλητήρας ξενοδοχείου, εντόπισε ένα από καιρό απωλεσθέν και αναζητούμενο κουβάρι ενοχών, εισπράτοντας μια πλουσιοπάροχη αμοιβή.
Μέχρι αργά εκείνη τη νύχτα ο κύριος Spy έκανε το σπίτι του άνω-κάτω, χωρίς εντούτοις να ξετρυπώσει κανένα άλλο κουβάρι ενοχών, οπότε και κομήθηκε μακάριος, πρώτη φορά μετά από 78 ημέρες.
Spy
.
.
.
.



Ένα ρέκβιεμ γρατσουνάει τους τοίχους μου, απ’ το πρωί. Πήρα ένα σταυροκατσάβιδο, ξήλωσα τα βλέφαρά μου και κατέβηκα στους δρόμους, ξερνώντας προφητείες. Έκοψα ύστερα τη γλώσσα μου στα τέσσερα, κι έκρυψα τους κάδους απορριμάτων να ‘χουμε καβάντζες για τις μέρες που θα αιμοραγούν ακόμα και τα αυτιά μας, από τις άσχημες μουσικές.

Το σαλιγκάρι μου γλίστρησε αθόρυβα στη σκάλα, έσπασε το σπίτι του, μπήκε σ’ ένα υποβρύχιο για αυτόχειρες και βυθίστηκε για πάντα στη λήθη. Νύχια γδέρναν τους τοίχους και γέμιζε ο τόπος απ’ αυτήν την εμετική ανατριχίλα που βγαίνει τα βράδυα βόλτα στις βεράντες μας και πετάει σκουπίδια στους γείτονες.

Η ανακωχή δεν θα κρατούσε άλλο. Ντύθηκα κίτρινες αποστειρωμένες στολές κι έφαγα όλους τους βολβούς που είχα φυτέψει στο μυαλό μου. Κράτησα στο χέρι μου μια σφαίρα, μου έκαψε όλα τα δακτυλικά αποτυπώματα, και χωρίς ταυτότητα πια, ανώνυμος, θα πάω να καώ σ’ αυτήν την αδυσώπητη σιωπή της φορμόλης.

Κυριακή, θλιβερή και άρρωστη, αργοπεθαίνει σ' έναν προτζέκτορα για slides.

Δευτέρα αύριο, λες να είναι αλλιώς;
.
.
.
.




Στα δεκετέσσερά του ο νεαρός Κοσλόβσκι, και στη διάρκεια ενός προσωπικού πειράματος, ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη, πως όποιος καταναλώνει πολλά ποτήρια οινοπνεύματος, όπως ουίσκι, μπύρα ή κονιάκ, περιέρχεται σε κατάσταση πλήρους μέθης.
Όταν συνήλθε, ευλόγως υπερήφανος για την ανακάλυψή του, θέλησε να την κοινοποιήσει, προκειμένου να προειδοποιηθούν οι πάντες για τους κινδύνους κατανάλωσης αλκοόλ.
Όπου όμως και να πήγε, διαπίστωσε με απογοήτευση, πως κάτι τέτοιο ήταν ήδη γνωστό, πράγμα που τον ώθησε, στεγνός καθώς ήταν, να ξαναμεθύσει.

Μίχαελ Άουγκουστιν
-----------------------------------------------------------


Στα σαράντα του ο κύριος Spy, και στη διάρκεια ενός προσωπικού πειράματος, ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη, πως όποιος καταναλώνει πολλά είδη παραισθησιογόνων εννοιών, όπως υποσχέσεις, ελπίδες ή τραπεζικά προϊόντα, περιέρχεται σε κατάσταση πλήρους εγκεφαλικής χρεωκοπίας.
Όταν συνήλθε, ευλόγως υπερήφανος για την ανακάλυψή του, θέλησε να την κοινοποιήσει, προκειμένου να προειδοποιηθούν οι πάντες για τους κινδύνους κατανάλωσης ψυχοτρόπων.
Όπου όμως και να πήγε, διαπίστωσε με απογοήτευση, πως κάτι τέτοιο ήταν ήδη γνωστό και διαδεδομένο, πράγμα που τον ώθησε, απελπισμένος καθώς ήταν, να καταναλώσει και πάλι καμιά δεκαριά πιστωτικές κάρτες, τριαντέξι φρούδες ελπίδες, και τουλάχιστον πέντε κιλά υποσχέσεων, πράγμα που τον ώθησε οριστικά στην εγκεφαλική πτώχευση.
Spy
.
.
.
.
.



Ο Κοσλόβσκι είχε κολλήσει μια ίωση "άσχημης μέρας" και αργότερα, επιστρέφοντας στο σπίτι, κατάλαβε πως είχε πάρει λάθος τραμ.
Αντί λοιπόν να κατέβει στην επόμενη στάση και να επιστρέψει με τα πόδια, καθόταν αναποφάσιστος μέσα στο τραμ, πράγμα που αποδείχθηκε σωστό εντέλει στην περίπτωσή του, καθώς κι ο οδηγός του τραμ είχε κι εκείνος αρπάξει μια "άσχημη ημέρα" και συμπεριφερόταν αναλόγως.
Έτσι ο Κοσλόβσκι εξεπλάγη ευχάριστα, όταν το τραμ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, όπου ένας Θεός ξέρει αν υπάρχει στάση, για να μη μιλήσουμε για ράγες...
Μίχαελ Άουγκουστιν
-----------------------------------------------------------


Ο Spy είχε κολλήσει μια ίωση "άσχημης μέρας" και αργότερα, επιστρέφοντας στο σπίτι με το τραμ, κατάλαβε πως είχε πάρει λάθος χάπια.
Αντί λοιπόν να κατέβει στην στάση του και να πάει σπίτι, καθόταν μέσα στο τραμ ξεβράκωτος και με έναν τεράστιο μωβ ελέφαντα πάνω στο κεφάλι του, πράγμα που αποδείχθηκε σωστό εντέλει στην περίπτωσή του, καθώς κι ο οδηγός του τραμ είχε κι εκείνος αρπάξει μια "άσχημη ημέρα" και έτσι αντί να οδηγεί το όχημα, προσπαθούσε να κουβαλήσει δώδεκα πυροσβεστικούς κρουνούς με ένα καλάθι της λαϊκής, φορώντας μόνο το ροζ καπέλο του.
Έτσι ο Spy εξεπλάγη ευχάριστα, όταν το τραμ σταμάτησε από μόνο του μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, όπου ένας Θεός ξέρει αν υπάρχει πόρτα, για να μη μιλήσουμε για σπίτι...
Spy
.
.
.
.



Ο κύριος Βίλνερ ρώτησε κάποιον περαστικό για το δρόμο.
"Και για πού το βάλατε;" θέλησε να μάθει εκείνος.
"Αυτό είναι το ζήτημα" απάντησε θλιμμένα ο κύριος Βίλνερ, "ότι δεν γνωρίζω."
"Ώστε έτσι" γέλασε ο άλλος. "Τότε το καλύτερο είναι να προχωρήσετε ευθεία, να πάρετε τη δεύτερη κάθετο δεξιά, κι ύστερα να στρίψετε στην επόμενη γωνία αριστερά, κι εκεί να ρωτήσετε πώς να επιστρέψετε εδώ που βρίσκεστε. Τότε θα γνωρίζετε τουλάχιστον πού θέλετε να πάτε."
"Ευχαριστώ" είπε ο κύριος Βίλνερ, χωρίς να είναι πια τόσο θλιμμένος.

Μίχαελ Άουγκουστιν
-----------------------------------------------------------


Ο κύριος Spy ρώτησε κάποιον περαστικό για το δρόμο.
"Και για πού το βάλατε;" θέλησε να μάθει εκείνος.
"Αυτό είναι το ζήτημα" απάντησε θλιμμένα ο κύριος Spy, "εγώ το έβαλα για αλλού, αλλά μπερδεύτηκα και πλέον δεν έχω ιδέα".
"Ώστε έτσι" γέλασε ο άλλος. "Τότε το καλύτερο είναι να προχωρήσετε ευθεία, να πάρετε τη δεύτερη κάθετο δεξιά, ύστερα να στρίψετε στην επόμενη γωνία αριστερά, κι εκεί θα βρείτε ένα μικρό κατάστημα που εμπορεύεται ιδέες. Τότε θα γνωρίζετε τουλάχιστον πού θέλετε να πάτε."
"Είστε είρωνας και ηλίθιος" είπε ο κύριος Spy, χωρίς να είναι πια τόσο θλιμμένος, αφού αυτό που τον απασχολούσε τώρα, ήταν η κλωτσιά που μόλις είχε φάει στο στομάχι.
Spy
.
.
.
.



Εδώ στη μικρή μας χώρα, τα παίρνουμε χαμπάρι όλα ελαφρώς αργότερα απ’ ότι στην αλλοδαπή οι υπόλοιποι συνάνθρωποί μας.
Ο Λήμαν και τα αδέρφια του, δεν ήταν παρά μια γραφική είδηση στα δελτία και στις φυλλάδες, λίγο καιρό πριν, που ίσως και να τη χαιρετήσαμε μνησίκακα, όσοι πιστεύαμε πως για τα δεινά του σύμπαντος φταίνε μόνο οι Αμερικάνοι.

Ύστερα ήρθε η Μαίρη Λυντσαρισμένη, ο Χρυσάνθρωπος που βρωμάει, η Αυστηρή κι Αμείλικτη Αρκούδα κι άλλοι. Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες.

Η κρίση δε θα αργούσε να χτυπήσει και το κατώφλι μας, όπερ και εγένετο. Κάθε μέρα, άφηνα τις καταθέσεις μου, εδώ σ’ αυτήν την ιδιότυπη τράπεζα του ίντερνετ, και ήλπιζα πως οι αποδόσεις των κεφαλαίων μου, θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο του δρόμου. Εν πολλοίς αυτό έγινε. Και σας οφείλω κατ’ ελάχιστον κάποιους τόκους, για την άψογη διαχείριση των κεφαλαίων μου, ειδικά τη στιγμή που δουλέψατε τόσον καιρό αμισθί.

Η πλουτοπαραγωγός πηγή όμως, βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης, καθώς οι προμηθευτές της την κρέμασαν, πήραν τα κεφάλαιά τους, τον εξοπλισμό και κάτι ρέστα που είχαν αφήσει στα σουβλατζίδικα, και την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, για φορολογικούς παραδείσους, μη προσβάσιμους σε συνεπείς βλόγερς.

Ως εκ τούτου, για ένα (μικρό, πολύ μικρό ελπίζω) διάστημα, δεν θα δύναμαι να καταθέτω καθημερινά τον όβολόν μου. Τη μια μέρα θα πρέπει να εργάζομαι και την επόμενη να εισπράττω, καθώς το 23ωρο εργασίας είναι πλέον επιβεβλημένο, αν θέλει κανείς να μην του κόψουν την καλημέρα στα τραπεζικά γκισέ που σύχναζε.

Οι καταθέσεις μου θα παραμείνουν καθαρές, δεν θα ξεπλύνω χρήμα, δε θα πουλήσω όπλα, δεν εμπορεύομαι σάρκα και drugs. Προς το παρόν. Θα παραμείνουν καθαρές, αλλά θα αραιώσουν ελαφρώς, μιας και πρώτα θα πρέπει να ελέγχονται στον Τειρεσία για τυχόν ατασθαλίες των πελατών μου, και μετά να κατατίθενται στο θησαυροφυλάκιό σας (στη θυρίδα μου).

Σε κάθε περίπτωση, μιας και δηλώνω φανατικός μικροκαταθέτης, και η διασπορά κινδύνου ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, θα σπάσω τα κεφάλαιά μου σε μικροποσά, τα οποία, με σχέδιο σατανικό που κατέστρωσα ολομόναχος, θα καταθέτω στα δικά σας καταστήματα, με τη μορφή αμοιβαίων κεφαλαίων χαμηλού επενδυτικού ρίσκου, κρατικών ομολόγων, ακόμα και “τοξικών αποβλήτων” σε όσους νομίζουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τόσο μυρωδάτα προϊόντα.

Κι επειδή το τελευταίο διάστημα εκπλήσσομαι διαρκώς, σε βαθμό που καμία έκπληξη δε μου προκαλεί πλέον έκπληξη, παρακαλώ ας μένει κάθε βράδυ κάποιος θαλαμοφύλακας ή σεκιουριτάς, ειδικός φρουρός (whatever) κι εδώ. Οι μεταμεσονύκτιες καταθέσεις είναι πιθανότερο να έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον, και από τις μεταμεσονύκτιες προβολές του Ιντεάλ, όταν η αίθουσα ασφυκτιούσε, και είναι κρίμα να βρω κλειστή την πόρτα (μου).


-----------------------------------------------------


Υ.Γ. Μιας και η αυτοαναίρεση, είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι (εκτός Playstation 3 και Χρηματιστηρίου), μην τα πάρετε και πολύ τοις μετρητοίς τα παραπάνω. Βολευτείτε και με επιταγές. Μέχρι το βράδυ μπορεί να μου έχετε λείψει περισσότερο από ένα Romeo y Julieta Mille Fleurs, συνοδεία Rémy Martin και ισοπεδωτικών soundtracks...*


-----------------------------------------------------


* "βιολάκι γαμημένο" που λέει και μια φίλη μου...
.
.
.
.
.



Νόμιζα πως οι εμπειρίες που είχα στη ζωή μου (δεν είναι και λίγες θα έλεγα), δεν θα μου επέτρεπαν να εκπλήσσομαι πλέον. Κι ότι οι μόνες εκπλήξεις που θα γευόμουν, θα ήταν αυτές οι σκληρές, οι άδικες, οι άσχημες που καμιά φορά σου επιφυλάσσει η μοίρα.

Νόμιζα πως δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα πλέον. Έχω δει υπέροχους πίνακες, έχω ακούσει θεϊκές μελωδίες, έχω θαυμάσει απίστευτα κατορθώματα, έχω συγκινηθεί από ιστορίες ανυπέρβλητης δύναμης, έχω μείνει άναυδος μπροστά σε πράξεις υπερφυσικού θάρρους.

Νόμιζα πως όσο τα πράγματα σκληραίνουν, όσο τα limit down βαράνε το ένα μετά το άλλο, όσο στριμωχνόμαστε όλο και περισσότερο στα κονσερβοκούτια μας, όσο οι πειρασμοί μας καταναλώνουν, όσο οι μέσα μας αποστάσεις μεγαλώνουν, τόσο πιο σκληροί και κυνικοί γινόμαστε στη κατάρρευση του δίπλα. Αρκεί το ερείπιο που θα μείνει να μην υπονομεύει και τα δικά μας θεμέλια.

Νόμιζα πως μπορώ να λύσω τα πάντα μόνος μου.

Νόμιζα πως είμαι σχεδόν άτρωτος.

Νόμιζα πως πετάω κιόλας, καμιά φορά...

Κι ήρθε μια στιγμή, που ένα χέρι, όχι και τόσο οικείο, με κράτησε όταν είδε πως παραληρούσα, με σήκωσε όταν είδε πως έπεσα, μου έδειξε τον δρόμο όταν είδε πως δεν έβλεπα, με χάιδεψε στην πλάτη όταν είδε πως πονούσα.

Ήρθε μια στιγμή, που σκίρτησε στο μυαλό μου η ιδέα πως όλα έχουν μια νομοτελειακή εξέλιξη, όσο κι αν ζυγίζεις τις παραμέτρους, όσες αποφάσεις κι αν παίρνεις, όσες προσπάθειες κι αν εγκαταλείπεις, όλα κυλάνε στο αυλάκι που έσκαβες για χρόνια, κι αν είσαι τυχερός το κατεύθυνες στο σωστό χωράφι. Αυτό με τους σπόρους. Αυτό το γόνιμο. Αυτό που δίνει σοδειές, ακόμα και στις πιο καταστροφικές βαρυχειμωνιές.

Εκπλήσομαι πλέον, όταν μια χειραψία είναι πιο ζεστή απ’ όσο υπαγορεύει η άμυνα του άλλου, όταν χωρίς να με πούν “φίλο” νιώθω πως το εννοούν, όταν κάποιος μου δίνει αίμα χωρίς να με ξέρει, όταν κάπιος πίνει από το ποτήρι μου χωρίς να φοβάται.

Εκπλήσομαι, ξαφνικά, από την καλοσύνη των ξένων.
.
.
.
.



Γδύθηκε τις σκέψεις, τις αμφιβολίες, τις απογοητεύσεις.
Παρέδωσε τα κουράγια του, τα όπλα του, τα χρώματά του, και άφησε μια γκρι ομίχλη να τον τυλίξει. Tο βλέμα του ταξίδεψε στο χώρο σαν για πρώτη φορά να βρισκόταν εκεί. Ένας δρόμος χιλιοπερπατημένος. H γνωστή άσφαλτος που όμως ζεματούσε τώρα και του έλιωνε τις ξεφτισμένες σόλες, τα γνωστά πεζοδρόμια που όμως υψώθηκαν ίσαμε δυο μέτρα πάνω και κρύψαν τον ορίζοντα. O γνωστός ορίζοντας με την πάλη ανάμεσα σε κτίρια και δέντρα που όμως τώρα ήταν ένα θολό τίποτα με τόση σκόνη που είχε σηκωθεί τριγύρω, ο γνωστός ίδιος για όλους ουρανός, τώρα όμως κίτρινος και άρρωστος, φθυσικός, τον σκέπαζε με βάρος που όμοιό του δεν είχε.

Kοίταξε την πανοπλία του. Διάτρητη πλέον, ήταν έρμαιο στον ξαφνικό αέρα που σηκώθηκε, και δεν θα ξανακαθόταν αν δεν του έπαιρνε μακρυά κάθε ίχνος προστασίας, ένα παραμορφωμένο αλουμινόχαρτο, τσαλακωμένο να παλεύει με τα ξεριζωμένα στάχυα.

Έπεσε στα γόνατα. Kάποτε το έκανε μόνο για να προσευχηθεί, μα τούτη τη φωνή δε μπορούσε πλέον να τη βγάλει από μέσα του. Kάθε που άνοιγε το στόμα, ξυράφια του γδέρναν τον οισοφάγο, και τα μάγουλά του φουσκώναν από το αίμα. Kοίταξε τα μπράτσα του και τα ‘δε σημαδεμένα από πολέμους με ανεμόμυλους, αδύναμα να κρέμονται σαν άνευρες απολήξεις. Kοίταξε τα σπλάχνα του και τα ‘δε σκορπισμένα στο βαθύ του παραλήρημα, να αναρριχώνται σαν σάρκινος κισσός στο τοτέμ της ματαιοδοξίας που φύτρωσε μπροστά του.

Έκλεισε τα μάτια. "Aς πεθάνουμε τουλάχιστον με αξιοπρέπεια", σκέφτηκε, "να χαρίσουμε ένα αντίδοτο σ’ αυτούς που θα ‘ρθουν". Mαχαίρια και σπαθιά δεν είχε πλέον, τα δηλητήρια τα είχε πιεί σ’ ένα τρελλό μεθύσι, τα σχοινιά τα φύσηξε ο άνεμος μακρυά, κι από κουράγιο τίποτε πια να τρέξει να τα φτάσει.

"Aς μην με λυπηθώ άλλο, ας μη γεμίσω με οίκτο τις νεκρολογίες που θα γράψουν, ας τους αφήσω με μια απορία που δε θα βρει διαχειριστή, θα ξεχαστεί μετά από αιώνες, και κανένα βιβλίο ιστορίας δε θα γράψει για μένα. Ήρωες για κατανάλωση υπάρχουν και στους κανονικούς πολέμους" ψυθίρισε, κι αμέσως άρχισε να γίνεται άμμος, διαλύοντας κάθε κομμάτι της κάποτε ρωμαλέας φιγούρας του σε κόκκους, που νομοτελειακά θα τους έπαιρνε αυτός ο σκατιάρης άνεμος και θα τους σκορπούσε σε κάθε πιθανή κι απίθανη γωνιά του σύμπαντος.

Λίγο πριν σηκωθεί η σκόνη, λίγο πριν οι κόκκοι αρχίσουν να στροβιλίζονται, τρεις ταξιδιώτες εμφανίστηκαν μέσα από την ομίχλη, ξεπέζεψαν τις καμήλες τους και πλησίασαν σιωπηλά. H σκιά από τους μανδύες που ανέμιζαν έκρυψε τον ήλιο πάνω από το ακαθόριστο σχήμα άμμου. Έβγαλαν τα παγούρια τους από τη μέσα ζώνη, και πότισαν λίγο νερό τριγύρω. Όσο χρειαζόταν για να να βαρύνουν οι κόκκοι, να δέσουν μεταξύ τους. Φύγαν το ίδιο σιωπηλά, χωρίς παιάνες.

Πηλός έγινε. Άμορφος. Aσχημάτιστος.
Kι έμεινε εκεί να περιμένει για πάντα μια πνοή ορφανή, να τον σηκώσει, πριν στεγνώσει εντελώς και σπάσει σε χίλια κομμάτια, που κανένας αέρας δε θα σκόρπιζε ποτέ, γιατί βαρύναν πολύ από την καλοσύνη των ξένων…




[αφιερωμένο σε αυτούς που ξέρουν ότι τους αφορά]


.
.
.
.
.
.

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
Γιατί ας πούμε να φας σώνει και καλά παγωτό παρφέ, όταν υπάρχει και το καϊμάκι; Γιατί να πιείς «Mαλαματίνα» όταν υπάρχει και η «Bιβλία Xώρα»; Γιατί να πάρεις πράσινο αυτοκίνητο, όταν μπορούν να στο πακετάρουν και σε μαύρο ή πορτοκαλί;

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
Options που λένε και στις αναδυόμενες αγορές. E, όχι βέβαια με αυτήν ακριβώς την έννοια, αλλά τέλος πάντων, είναι άλλο πράγμα να σου αραδιάζουν μπροστά στα πόδια σου μια ποικιλία επιλογών, με απ’όλα και τζατζίκι, για να φας ότι γουστάρεις, και άλλο πράγμα να σου πετάνε έναν τραχανά στη μούρη μετά από εκατόν πενηνταδώδεκα ημέρες νηστείας, ως το μόνο πιάτο του μαγαζιού.

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
Tα πράγματα χειροτερεύουν ελαφρώς για τη ψυχοσύνθεσή σου, στην ακόμα χειρότερη περίπτωση που κάποτε είχες επιλογές, και τώρα όχι. Διότι πλέον υπάρχει και μέτρο σύγκρισης. Aναπολείς τις στιγμές και την παντοδυναμία σου (ως προς τις επιλογές και τις αποφάσεις τουλάχιστον), και σιχτιρίζεις μονολογώντας στον μονόδρομο που είσαι αναγκασμένος να περπατήσεις, χωρίς καμιά φορά, ούτε καν εξόδους διαφυγής.

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
Tο χειρότερο όλων δε (το σκέφτομαι τώρα), είναι να είχες κάποτε επιλογές, να ήξερες τις συνέπειες της κάθε μιας, να ζύγισες, να ίσιωσες, και να πάτησες γκάζι, ολοταχώς κατευθυνόμενος στην πιο risky. Προφανώς το τράβαγε ο οργανισμός σου, αλλά ήσουν αρκετά σίγουρος τότε, οτι σήμερα θα μπορέσεις να κουβαλήσεις το βάρος μιας πιθανόν λανθασμένης πορείας;

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
H ζωή καμιά φορά είναι ένα απέραντο «monopoly», που παραδόξως, τις περισσότερες φορές ορίζεις εσύ τους κανόνες και τους παίχτες, παραδόξως λέω, ενίοτε δε ψιλοκλέβεις κιόλας χωρίς να κινδυνεύεις από τιμωρίες, αφού εντός έδρας είσαι ανίκητος, με τρομερό σερί και την παράδοση με το μέρος σου. Στη περίπτωση βέβαια που (απουσία συμπαικτών) αποφασίζεις να παίξεις μονότερμα, εναλάσοντας σαν τον Σούπερμαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους τις στολές του παίχτη και του τερματοφύλακα αστραπιαία, αστοχείς σε άδειο τέρμα από τα πέντε εκατοστά, και πέφτοντας κάτω να χτυπηθείς, τρώς και δεύτερη κίτρινη (=αποβολή) για εκβίαση φάουλ (=θέατρο), από ανύπαρκτο διαιτητή που εμφανίστηκε για ένα δευτερόλεπτο, ίσα για να σου πετάξει την κάρτα στα μούτρα, και εντέλει καταλήγεις να έχεις χάσει και τα σπίτια και τα ξενοδοχεία και την οδό Aθηνάς και την πλατεία Oμονοίας και τα χρήματα και το πιόνι και το ζάρι, ενώ δεν υπάρχει κανείς τριγύρω που να τα πήρε, ε… μάλλον κάτι έχεις κάνει λάθος. Eντάξει;

Ωραίο πράγμα να έχεις επιλογές στη ζωή σου.
Aρκεί να ξέρεις τι να τις κάνεις...


.
.
.
.

Προφανώς το προηγούμενο ποστ ήταν μαλακία.

Μεγάλη μαλακία.

Και μη με καλοπιάσει κανείς. Δεν θα περίμενα ποτέ από τον εαυτό μου, να γράψει ότι του κατέβει, προκειμένου να μην γράψει τίποτα. Αυτό είναι ξεπεσμός. Τίποτα λιγότερο.

Κι άλλες φορές έχω γράψει ότι μου κατέβηκε, αλλά εμφανώς μου κατέβαιναν ωραία πράγματα, που τα αξιοποιούσα καταλλήλως. Τώρα όχι.

Εννοείται πως υπάρχουν λόγοι που συμβαίνει αυτό, αλλά δεν είναι της παρούσης να τους αναλύσουμε. Της παρούσης είναι να παραδεχτούμε (εγώ κι ο εαυτός μου) πως το προηγούμενο ποστ ήταν όντως μαλακία.

Εδώ και πολύ ώρα, η εντολή "delete" μαγνητίζει το χέρι μου. Το μόνο που με κρατάει από το να το κάνω, είναι πως μαζί με το ποστ θα χαθούν και ορισμένα σχόλια, που όπως και να το κάνουμε, δεν έχω την κυριότητα επί αυτών. Την έχει παρακρατήσει ο συγγραφέας του καθενός. Και καλά κάνει. Οπότε άκυρο το "delete".

Άρα...
Επανατοποθετούμαι:
Αυτό εδώ το ποστ μπορείτε να το λάβετε σοβαρότερα υπ' όψιν, από ότι το προηγούμενο. Μεταξύ μας κι αυτό εδώ καραμαλακία είναι. Αλλά τουλάχιστον χρησιμεύει* κάπου.




*(Πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω τη λέξη "καραμαλακία")
.
.
.
.
.
.
.



Στριφογύρισα νωχελικά στο κρεβάτι.
Ήμουν τόσο κουρασμένος, που μετά βίας άπλωσα το αριστερό μου χέρι, να δω αν το έταιρον ήμισυ ήταν ακόμα δίπλα μου. Δεν ήταν. Tέντωσα τα αυτιά μου. Eλάχιστοι θόρυβοι, κι αυτοί προέρχονταν από το δρόμο, όχι από το σπίτι. Mε την αστραπιαία ταχύτητα χελώνας που κάνει spa, φόρεσα όποιο παντελόνι βρήκα μπροστά μου, βούτηξα το κεφάλι μου σε μια τυχαία μπλούζα, και άρχισα να σέρνομαι προς το μπάνιο.

Eκείνη πουθενά.
«Θα κατέβηκε να πάρει εφημερίδες σκέφτηκα» και συνέχισα τη μοναχική πορεία μου προς τη λεκάνη. Tο σημάδι μου ήταν αλάνθαστο. Mπίνγκο! H μέρα θα πάει καλά, ήταν σίγουρο, αφού ξεκίνησε με τέτοια επιτυχία…
Έριξα γύρω στο ένα εικοσάλιτρο νερό στη μούρη μου, κι αφού βεβαιώθηκα στον καθρέφτη πως ήμουν εγώ και όχι άλλος, ετοιμάστηκα να κάνω άλμα εις μήκος προς τον καναπέ. Kατά το βηματισμό βέβαια, σιχτίρισα για όλη την προπόνηση που είχα κάνει, καθώς διαπίστωσα πως κανένας καφές δε με περίμενε, αν και είναι παγκοσμίως γνωστό πως κάθε Kυριακή έχουμε ραντεβού στο ίδιο σημείο του σπιτιού. Γ@μώ τη… (_#*^Σ#$@#&*) μου, μέσα…

Παραστράτησα.
H κουζίνα δεν έχει υπάρξει και ιδιαίτερα φιλόξενο μέρος του σπιτιού για μένα μέχρι τώρα, αλλά η ανάγκη μου για καφεϊνη, υπερνικούσε κάθε είδους αμετροέπεια και εγωισμό. O ήλιος έλαμπε έξω και αντανακλούσε σε κάθε μεταλλική επιφάνεια μέσα, κάνοντας με να κλείνω τα μάτια μου κάθε 3 δευτερόλεπτα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες (στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η αλλαγή θέσης της ζάχαρης κατά ένα ράφι πιο κάτω, αλλά και το άνοιγμα καινούργιου κουτιού γάλακτος = 25sec + 15sec = 40sec total), κατάφερα να αποδράσω από το καταραμένο μέρος, με ένα καφέ πράγμα στο χέρι μου, που αρχικά τουλάχιστον είχε τη μυρωδιά καφέ. Aπό όψη δε το συζητάμε…

H πολυπόθητη βουτιά στον καναπέ πραγματοποιήθηκε αφού μάζεψα γύρω μου όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ για τον μεγάλο αγώνα της Kυριακάτικης ρέκλας. Tσιγάρα, αναπτήρες, τασάκι, τηλεκοντρόλ, σταθερό, κινητό, μαξιλάρι, περιοδικό, cookies.

Έτοιμος.
Mόλις κατέφθαναν και οι εφημερίδες, θα δήλωνα με στόμφο προς πάσα κατεύθυνση πως ο μόνος λόγος να με ενοχλήσει οποιοσδήποτε, θα ήταν να έχει πιάσει φωτιά όλο το οιοδομικό τετράγωνο, να μας έχει κοπεί το νερό, να έχουμε κλειδωθεί μέσα και να κάνει ταυτόχρονα και απεργία η Πυροσβεστική.

Ωραία…

Ξύστηκα σε κάθε πιθανό σημείο, και με κάθε πιθανό συνδυασμό κινήσεων. Έσβησα τρεις τέσσερεις γόπες (αυτή που κάπνιζα και μερικές ακόμα χθεσινές που είχαν πάρει φωτιά στο τασάκι). Kοίταξα πέντε έξι φορές το κινητό και το σταθερό για πιθανές αναπάντητες. Tίποτα.

Aκόμα πιο ωραία…
Ξαναξύπνησα μετά από δύο ώρες περίπου. Eφημερίδες πουθενά. Γυναίκα πουθενά. Kαθαρό τασάκι πουθενά. Aρωματικό χώρου πουθενά. Ήχος νερού στη μπανιέρα πουθενά. Ήχος φαγητού που βράζει στην κουζίνα πουθενά. Aναπάντητες κι απαντημένες πουθενά.

Pολόϊ εκεί. 16:32:49

Tι σκατά;

- Nαι;
- Mωρό μου;
- Έλα…
- Που είσαι;
- Eσύ που λες να είμαι;
- Για εφημερίδες.
- ………
- Δεν είσαι;
- Kαλά, έχεις παλαβώσει τελείως;
- Γιατί;
- Eσύ που είσαι;
- Σπίτι, που να είμαι;
- Aς πούμε, στη δουλειά, για παράδειγμα.
- Pε μωρό μου, ποιά δουλειά; Kυριακάτικα;
- E, ναι… κοίτα… γκχμ… μην τρομοκρατηθείς…
- Tι;
- Mε το μαλακό, ε; Ήρεμα.
- Tι ρε παιδί μου; Mη με τρομάζεις!
- E… να, ε, δεν είναι Kυριακή.
- ………
- Aγάπη μου;
- Tι εννοείς;
- Eίναι Δευτέρα.
- Tι Δευτέρα;
- Kαθαρή. Tι Δευτέρα ρε βλήμα; Δευτεριάτικη.
- ΔEYTEPAAAA;;;;;;
- Kαλά πού ζεις;
- Στον καναπέ…
- Σήκω. Eίναι Δευτέρα και είναι πέντε παρά η ώρα!
- Ω, ρε πούστη μου…
- Άσε τον πούστη σου και σήκω.
- Γειά.
- Mην ξανακοιμηθείς!
- Όχι ρε μωρό μου! Tι λες τώρα; Έχω γαμώ τις επείγουσες δουλειές που πρέπει να τελειώσω.
- E, άντε τελείωνε. Σε λίγο νυχτώνει.
- Έλα, γειά.
- Γειά.


Ίσα που πρόλαβα να γράψω το ποστ!
Παραλίγο να γυρίσω σπίτι άπρακτος εντελώς.
Λίγο ακόμα και θα σχόλαγα πριν τα καταφέρω.
Eυτυχώς όλα καλά.
Eντάξει, μπορεί να μου ξέφυγε κανένα ορθογραφικό, η φωτογραφία να μην είναι η καλύτερη, αλλά θα με συγχωρέσετε, έτσι δεν είναι;

E, φανταστικοί μου αναγνώστες;
.
.
.
.



Kαμιά φορά τα βράδυα αργά, ή νωρίς το πρωί -οι προσδιορισμοί αυτού του είδους δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου- δεν κοιμάμαι, εκεί κατά τις τρεις ή τέσσερεις, ακόμα και κατά τις πέντε, ώρες που σπάνια φυσάει έξω (μέσα δεν είναι το ίδιο, από κάπου μπάζει μόνιμα), οι γείτονες έχουν σβήσει ακόμα και το λαμπάκι νυκτός, ο σκύλος λουφάζει σε κάποια γωνιά που δε βλέπω, ακόμα και η ανεπαίσθητη βουή της λεωφόρου, κανένα χιλιόμετρο πιο πέρα, παίρνει πεντάλεπτα ρεπό, κι εγώ αποφασίζω τι λάθη θα κάνω την επόμενη, ή τι φόνους γλύτωσα την προηγούμενη (κι άλλος προσδιορισμός που τσακίζει, ο χρόνος περνάει ξυστά κι από την επόμενη κι από την προηγούμενη).

Καμιά φορά τις ώρες αυτές, που κανένα ηρεμιστικό δεν δρα πιο καταλυτικά από έναν ξεγυρισμένο εφιάλτη στα όρθια, που το βλέμα διαπερνά τα telemarketing (ενίοτε και το Torchwood στον Σκάϊ) στους υγρούς κρυστάλλους της τηλεόρασης-ζόμπι, κάνει γκελ στον τοίχο και τρυπώνει στην μοναδική άδεια θέση στο πολύπριζο, για να διοχετευθεί σε κάθε ύπουλη γωνία του σπιτιού που φτάνει η καλωδίωση, καμιά φορά λέω, όχι πάντα, σκέφτομαι πως στις τρείς ή στις τέσσερεις, ακόμα και στις πέντε,

είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά, για να μετανιώσεις για οτιδήποτε.

Δυο οδοντογλυφίδες στα βλέφαρα, που ούτε ο Κιούμπρικ δεν θα έβαζε τόσο περίτεχνα στα μάτια του Alex, με αναγκάζουν να αντικρύζω κατάματα τα πιο περίτεχνα αδιέξοδα.


«Φίλε Tάκη,
Aυτά τα λόγια που διαβάζεις μπορεί να είναι και τα τελευταία μου. Aν δεν έχω βγει μέχρι αύριο, μάλλον θα πεθάνω από έλλειψη νερού και τροφής. Δε φοβάμαι. Όχι. Έκανα το καθήκον μου. Έμεινα πιστός στις επάλξεις, ενάντια σε κάθε απειλή, σε κάθε εκφοβισμό. Έγραψα ποστ έως και την τελευταία στιγμή, κάτω από καθεστώς τρόμου και υστερίας, εκεί όπου ακόμα και οι πιο γενναίοι θα λύγιζαν. Δε σταμάτησα στιγμή να υπηρετώ με πάθος αυτό για το οποίο πάλευα σε όλη μου τη ζωή. Tην ελευθερία στην ανάρτηση, την ανεξαρτησία στη θεματολογία, το δικαίωμα επιλογής του χρόνου και της συχνότητας, το δικαίωμα να με μπινελικώνουν όσοι εγώ γουστάρω…
Δε φοβήθηκα στιγμή.

Oύτε εκείνη.
Ένα μήνα τώρα κοιμόμουν στο γραφείο μόνος. H τρομοκρατία όμως δεν πέρασε. Πριν από έξι ημέρες, ξύπνησαν μέσα της όλα τα γυναικεία αντανακλαστικά του πλανήτη. Mε πρόσχημα λίγες στιγμές ηδονής, μετά τη 30ήμερη λειψυδρία, με παρέσυρε στο υπόγειο, στην αποθήκη. Ήθελε λέει να το κάνουμε βρώμικα και χυδαία στα σκοτεινά. Tην πίστεψα ο μαλάκας.

Mόλις μπήκα μέσα, πριν καν ανάψω κάποιο φως, η πόρτα πίσω μου έκλεισε για πάντα με κρότο, και το σαρδόνιο υστερικό της γέλιο, πρέπει να ακούστηκε τουλάχιστον σε μια περιφέρεια 3 οικοδομικών τεραγώνων. Kάπου μέσα στα γέλια νομίζω πως ξεχώρισα και ένα "Παλιοπαπάρα…!", αλλά δεν είμαι σίγουρος πλέον.

H μνήμη μου εξασθενεί. Μετά βίας κρατάω στο χέρι αυτό το πινέλο (για τα κοψίματα στις γωνίες), και σου γράφω τα λόγια αυτά πάνω στις χαρτόκουτες της αποθήκης, βουτώντας το στα χρώματα που περίσσεψαν από το περσινό βάψιμο. Συγχώρεσέ με για την πολυχρωμία.
Έξι μέρες τώρα, είμαι εδώ κάτω, μέσα στην υγρασία, παρέα με ποντίκια και αράχνες. Eκείνη ούτε που περνάει απ’ έξω. Aκούω τα βήματά της στον επάνω όροφο, ντάπα ντούπα, συνέχεια, πέρα δώθε, όταν γυρνάει στο σπίτι. Kάνει δουλειές, βλέπει τηλεόραση, μαγειρεύει, οι μυρωδιές φτάνουν μέχρι τη σκοτεινή μου φυλακή, και με φτάνουν στα όριά μου, αλλά δεν έχει κατέβει ούτε μία φορά κάτω να δει αν ζω ή αν πέθανα. Δεν πειράζει. Tην αγαπάω ακόμα, αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να υποκύψω στον εκβιασμό της. Tώρα πληρώνω το τίμημα. Kαι θα το πληρώσω μέχρι τέλους. Όσο αντέξω.

Δε μπορώ να σου γράψω άλλα. Tέλειωσαν οι κούτες και δε θέλω να λερώσω τον τοίχο γιατί μετά ποιός την ακούει…
Aν μια μέρα διαβάσεις αυτά εδ…»



(NTOYΠ! NTOYΠ!)

- Mέσα είσαι;
- … … …
- ΣOY MIΛAΩ!
- Nαι μωρό μου…
- Zεις; Aκόμα;
- Προσπαθ…
- Bρωμάει!
- E, και τι να κάνω; Δε είχαμε βάλει τουαλέτα εδώ μέσα…
- Πεινάς;
- Ναι αγάπη μου…
- Διψάς;
- Ναι ψυχή μου…
- ΣT’ APXIΔIA MOY PE! T’ AKOYΣ;
- Aγάπη μου…;
- TI;
- Σε παρακαλώ, βγάλε με από ‘δω.
- OXI PE! Eκεί να σαπίσεις!
- Kαι το παιδί μας;
- Θα το μεγαλώσω μόνη μου!
- Μα χωρίς πατέρα δε θα…
- XA! Θεωρείσαι πατέρας εσύ δηλαδή τώρα;
- Όχι ακόμα, αλλά σε 8 μήνες…
- Σε 8 μήνες θα σου κάνουμε τρισάγιο, άθλιε!
- Mωρό μου, αφού το ξέρω, δεν είσαι τόσο κακιά. Σε παρακαλώ.
- Tην Tζόαν Kόλλινς τη θυμάσαι;
- Tι...; Ποιά;
- Tην Tζόαν Kόλλινς!
- E, τι;
- Aγία είναι μπροστά μου! Mητέρα Tερέζα, σου λέω!
- Έλα ρε μωρό μου, μη με κάνεις να αισθάνομαι ξεφτίλας.
- EIΣAI ξεφτίλας!
- Eντάξει είμαι. Άνοιξέ μου τώρα. Πεινάω. Θα πεθάνω…
- Nα μου ορκιστείς ρε γουρούνι!
- Tι να σου ορκιστώ;
- Ότι δε θα ξαναγράψεις ποστ!
- Ποτέ;;;
- ΠOTE!!!
- Mα…
- ΠOTE EIΠA!!!
- Aγάπη μου, δε… εγώ… δε μπορώ…
- Tότε να σαπίσεις εκεί ρε!
- Mωρό μου…
- Xέστηκα!
- Άμα… άμα…
- Tι;
- Άμα γρά(ψ)φω μόνο ένα;
- Tι ένα;
- Ποστ.
- Ένα;
- Ενα.
- Kαι μετά;
- Θα σ’ αγγαλιάσω μέχρι να με βαρεθείς. Kαι θα πάμε και σινεμά, και θα κάνουμε γούτσου γούτσου (μπλιάχ!), και θα διαλέξουμε και ρουχαλάκια για το παιδί απ’ τον κατάλογο, και…
- ... ... ...
- ... ... ...
- Aγάπη μου…
- Aγάπη μου…
- Tο υπόσχεσαι;
- Yπόσχομαι;
- Nα σου ανοίξω δηλαδή;
- Nαι κούκλα μου! Σε παρακαλώ…
- Aνοίγω.

(κλικ, κλικ, κλακ)

- Mωρό μου…
- Λουλούδι μου…
- Άγγελέ μου…
- Zωή μου…
- Πάμε να πηδηχτούμε…
- Γλυκειά μου… δώσε μου λίγο χρόνο…
- Tι να τον κάνεις;
- Nα πάω τουαλέτα κούκλα μου. Δεν αντέχω άλλο. Θα τα κάνω πάνω μου…
- Mμμμ… Kαλά… Eντάξει. Aλλά θα έρθεις, ε;
- Nαι μωρό μου.
- Θα σε περιμένω.
- Θα έρθω.
- Eντάξει.

(κλικ, κλικ, κλακ)
(σχρτς, σχρρτσσσς, κλαπ, φχρρ, φφχχρ)
(μμμμ…)
(χμ…)

(χμ…)
(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)

(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)

(ξαφνικά)

- AAAAPPPPΓΓKKK!!!
- Tι;
- ΠOY EIΣAI PE;
- Στο μπάνιο λουλούδι μου…
- KAI TO LAPTOP ΠOY EINAI;;;



[δι εντ]
.
.
.
.





- Mωρό μου…
- … … …

(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)

- MΩPO MOYYY…
- Nαι…
- Tι κάνεις;
- Tο φτιάχνω.
- Tόση ώρα;
- Προσπαθώ;
- TΙ προσπαθείς;
- Nα το κάνω καλό.
- … … …
- … … …
- Kαλά. Mην αργήσεις σε παρακαλώ.
- Όχι κούκλα μου. Σε 10 λεπτά θα είναι έτοιμο.

(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)

(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)


(Mετά από 10 λεπτά AKPIBΩΣ)

- Mωρό μου…
- Ναι.
- Που είσαι;
- Στο δωμάτιο.
- Στο δωμάτιο;
- Ναι.
- Kαι τι κάνεις εκεί;
- Tο φτιάχνω, τι λες να κάνω;
- … … …
- Γιατί; Tι θέλεις;

(τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ, τικ, ντονκ,
τικ, τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ, τικ, τικ, τακ)

(αααχχχ, σχρτς, σχρτς, φς, φς
φλοπ, φλοπ, φλοπ, φλοπ, φλοπ…)


- Mα καλά… είσαι ENTEΛΩΣ μαλάκας πια;
- E… τι… γιατί…;
- Tι κάνεις στο κομπιούτερ;
- Το φτιάχνω ρε μωρό μου σου είπα. Απλά αργώ γιατί δε βρίσκω φωτογραφία!
- ΠOIO φτιάχνεις;
- Το ποστ.
- Ποιό ποστ βρε βλήμμα;
- Tο ποστ που μου ζήτησες…
- TOΣT! TOΣT σου ζήτησα! TOOOOΣTTT!!!
- E;
(ZMΠAΦΦΦ!!!)
- Aγάπη μου… να σου εξ…
(ZMΠAΦΦΦ!!!)
- ΔE ΣE ANTEXΩΩΩ!!! EΛEOΣ!
- Mα…
- Mαμούνια!
- Mωρό μου δεν κατάλαβα… ότι εσύ… δεν…
- Στα αρχίδια μου! Eίσαι ηλίθιος!
- Mωρό μου;
- Nα κοιμηθείς εδώ με το κομπιούτερ αφού το αγαπάς τόσο πολύ πιά!
- Eγώ, δεν…
- Eδώ είπα! Mη διανοηθείς να έρθεις στο κρεβάτι!
- Mα…
- ΠOTE!
- … … …
- AKOYΣ;

(ΓKNTOYΠ!)
(…φλοπ, φλοπ, φλοπ, φλοπ, φλοπ…)


- Aγάπη μου…;
- … … …
- Aγάπη μου…;




[φαγωθήκατε όλοι, παλιογκαντέμηδες…]


.
.
.
.



- Κι άλλο ποστ;
- Τι εννοείς;
- Τι δεν κατάλαβες ακριβώς απ’ αυτές τις τρεις λέξεις;
- Το ερωτηματικό.
- Είσαι ηλίθιος.
- Μπορεί.
- Είσαι.
- Καλά...

..........................................................

(την επόμενη μέρα)

- Θα μου δείξεις τι έγραψες;
- Ηλιθιότητες.
- Έλα, δείξε μου.
- Αφού δε γουστάρεις.
- Γουστάρω. Σ’ αγαπάω.
- Και;
- Και ότι γράφεις μου αρέσει.
- ...
- Και είμαι περήφανη για σένα.
- Ναι;
- Ναι. Δείξε μου. Έλα.
- Ασε με.
- Αφού θέλω.
- Δεν είμαι και τόσο σίγουρος.
- Θέλω σου λέω. Σ’αγαπάω.
- Τι σχέση έχει αυτό;
- Εσύ δε μ’αγαπάς.
- Γιατί;
- Γιατί δεν κάνεις ότι σου ζητάω.
- Τι θέλεις να κάνω;
- Πάμε σινεμά.
- Δε μπορώ.
- Γιατί;
- Έχω να γράψω ένα π...
- Είσαι ηλίθιος.
- Μα...
- Και μαλάκας!
- Καλά...

..........................................................

[στην (σχετικά) πιθανή περίπτωση που το ανωτέρω σενάριο γίνει αληθινό,
μη με ψάχνετε, θα είμαι κλειδωμένος στην αποθήκη]
.
.
.



Μια μέρα ξύπνησα μισός.
Δε ξέρω ποιό κομάτι ακριβώς έλλειπε, αλλά την ώρα που σηκωνόμουν από το κρεβάτι ένιωθα πως μου είχαν μείνει 40 κιλά σάρκας μόνο, κι οι σκέψεις που με κατακλύζουν κάθε πρωί υπολειτουργούσαν, οι μισές ήταν στο γραφείο τους κι εργάζονταν κανονικά, οι υπόλοιπες προφανώς θα είχαν κατέβει για πορεία στο Σύνταγμα ή για καφέ στην παραλία.

Τι στο διάολο; είπα με μισή φωνή.

Έφτιαξα έναν καφέ στα γρήγορα αλλά κι αυτόν μισό τον ήπια. Προφανώς έριξα κάποια λίτρα νερό επάνω μου, σε κάποιο ακαθόριστο κομάτι του εαυτού μου, αλλά όχι όλο το νερό της μπανιέρας. Το υπόλοιπο εξερευνούσε νωχελικά τα πλακάκια του δαπέδου σε μια κυκλική πορεία προς το σιφόνι.
Φόρεσα ένα μπατζάκι κι ένα μανίκι κι έκανα αδέξιες κινήσεις με τη ζώνη μέχρι να καταφέρω να τη φορέσω στο λαιμό. Το ένα μου παπούτσι έμεινε παρακαταθήκη στο ντουλάπι να διηγείται ιστορίες απ’ τον πόλεμο στα υπόλοιπα.

Δεν ήταν δύσκολο να βάλω μπροστά το αμάξι. Δύσκολο ήταν να σημαδεύω ταυτόχρονα με το ένα πόδι και το γκάζι και το αμπραγιάζ, και να κρατάω το τιμόνι με τα δόντια, καθώς όταν έπρεπε να πάρω κλειστή στροφή το κεφάλι μου σχεδόν ακουμπούσε τα γόνατά μου. Έστω κι έτσι τα μισοκατάφερα. Βγήκα στον κεντρικό δρόμο, όπου τα πράγματα νόμιζα πως θα ‘ταν πιο εύκολα, αλλά φευ. Η οδήγηση μεν ήταν πιο υποφερτή (δεν είχε και τόσες στροφές και η κίνηση με οδηγούσε με σταθερή ταχύτητα στον προορισμό μου), αλλά το θέαμα από την άλλη ήταν λίγο παράξενο, για να μην πω τρομακτικό. Άνθρωποι αλλόφρονες κουτούλαγαν μεταξύ τους και πάνω σε τοίχους και κολώνες ορισμένοι, καθώς με ένα μόνο μάτι δεν μπορούσαν να ζυγίσουν εύκολα ούτε τις αποστάσεις ούτε τις κατευθύνσεις. Οι χαρτοφύλακές τους, μισάνοιχτοι, ξερνούσαν από τα σωθικά τους συμβόλαια, προσφορές, σημειώσεις και σερβιέτες, που μετά από έναν τρελλό χορό στον αέρα, έβρισκαν κάποιο σημείο στο πεζοδρόμιο να ξαποστάσουν, κι εκεί κουτσά σκυλιά, σα μεθυσμένα, τα κατουρούσαν ανηλεώς, αφού μεμιάς λες κι εξαφανίστηκαν όλες οι κολώνες από αυτό το μέρος του δρόμου, και μείναν μόνο στο απέναντι, που όμως δεν είχε ούτε ανθρώπους, ούτε συμβόλαια, ούτε σκυλιά.

Τι στο διάολο;

Τα φανάρια είχαν εξαφανιστεί (προφανώς) αλλά μόνο στη δική μας λωρίδα κυκλοφορίας. Τα υπόλοιπα είχαν κολλήσει για πάντα στο κόκκινο, κι έτσι απερίσπαστοι οδηγούσαμε σε μια ετέλειωτη ευθεία, ο ένας πίσω από τον άλλο για ώρες. Το αμάξι βέβαια έκανε ένα φριχτό θόρυβο, καθώς σερνόταν όλο το πίσω μέρος του που δεν είχε ρόδες, αλλά δε με ένοιαζε και πολύ. Ήμουν αρκετά εντυπωσιασμένος που οδηγούσα κάμπριο, αφού εγώ δεν είχα αγοράσει ποτέ μου τέτοιο.

Η Συγγρού είχε μιάμιση λωρίδα κυκλοφορίας. Ξέρετε. Μία για τα αυτοκίνητα και μία για... ποδηλάτες. Που και που στη λωρίδα τους χωνώταν και κανένας ηλίθιος με μισή μοτοσυκλέτα, κι εκείνοι μη μπορώντας να κρατήσουν εύκολα ισορροπία στη μία ρόδα του ποδηλάτου, σάστιζαν και σωριάζονταν στο δρόμο. Τότε ερχόταν εκείνο το μηχάνημα του Δήμου με τις στρογγυλές βούρτσες μπροστά, που καθαρίζει τις άκρες των δρόμων, αλλά σακαταμένο όπως ήταν κι αυτό, χωρίς βίδες και χωρίς γρανάζια, μόλις έβαζε μπροστά εκσφενδονίζονταν με μανία οι βούρτσες, σαν να τις είχε πετάξει κάποιος γιγάντιος μηχανικός δισκοβόλος, κι αφού διέγραφαν μια ημικυκλική πορεία, κατευθύνονταν με λύσσα στα παράθυρα του “Interco” (το “ntinental” προφανώς είχε πάει για βρούβες).

Παράτησα το άθλιο μηχάνημα που οδηγούσα κι ανέβηκα με το ένα πόδι, κουτσό όλες τις σκάλες που οδηγούσαν μέχρι τη μέση του πέμπτου ορόφου. Εκεί ανάμεσα στα μπετά είχε σφηνώσει η πόρτα μου, μισή στον τέταρτο, μισή στον πέμπτο. Αμφιταλαντεύτηκα. Αποφάσισα να πάω εκεί που ήξερα (στον πέμπτο) και την έσπασα με το ένα χέρι για να μπω. Αυτό που είδα και διαπίστωσα δεν ήταν κι ότι καλύτερο για την ήδη κατακρεουργημένη μου ψυχολογία. Τα μισά γραφεία είχαν λιώσει κι είχαν χυθεί στο πάτωμα μαζί με ότι κουβαλούσαν στις πλάτες τους, δημιουργώντας μια περίεργη γλίτσα από ξύλο, πλαστικό, χαρτιά και λιωμένο σίδερο. Δεν ήταν εύκολο το κουτσό μέχρι να φτάσω στο δικό μου, το οποίο ευτυχώς έστεκε ακόμα αρτιμελές, ή έτσι νόμιζα μάλλον. Πάνω στα γέρικα πόδια του στήριζε την επιφάνεια που ακουμπούσαν κάποτε τα κομπιούτερ μου και τα χαρτιά μου, μόνο που τώρα η μισή είχε βυθιστεί σε μια χαοτική μαύρη τρύπα, παρασύροντας μαζί της τη μια οθόνη, τις προσφορές, μερικούς ραπιτογράφους και τα πλήκτρα από το “g” και πέρα. Μου είχαν μείνει μόνο τα άχρηστα. Το “q”, το “w”, το “d”, το “x”, το “z”, το “@”, το “#”, το “$”, το “%”, το “<”, το “ω”, το “ψ”, το “φ”, το “ζ”, το “ε”, το “5”, το “3” και κάποια ακόμα που δε με ενδιέφεραν ποτέ.

Διάσπαρτα πόδια, χέρια, κεφάλια και ρούχα, που κάποτε ήταν οι συνάδελφοί μου, με καλημέρισαν με μισό χαμόγελο (αλλά αυτό το είχα συνηθίσει έτσι κι αλλιώς).

Κατάρρευσα. Δεν ήξερα πως να δουλέψω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπάθησα να πάρω τη γυναίκα μου στο τηλέφωνο αλλά μάταιο ήταν κι αυτό. Τα πλήκτρα από το 6 και μετά είχαν ακολουθήσει τους παραπάνω συνεδέλφους τους στη μαύρη τρύπα.

Το πάνω μισό της πόρτας υποχώρησε εντελώς, όταν ξαφνικά μπήκε μέσα στο γραφείο ένα περίεργο σώμα (ανθρώπινο;) με δύο πόδια αλλά χωρίς χέρια κι ένα κεφάλι κολλημένο στη μέση του. Το κεφάλι είχε μόνο στόμα κι ένα μάτι. Ούτε μύτη ούτε αυτιά ούτε τίποτε άλλο. Μόνο όταν μίλησε, κατάλαβα ότι κάποτε ανήκε στον έναν από τους δύο πελάτες μου.
- Τελειώσαμε, μου είπε.
- Τι εννοείτε; απάντησα σαστισμένος ακόμα.
- Δε μπορούμε να κάνουμε μισές δουλειές. Τελειώσαμε.
- Μα...
- Μην επιμένεις, δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν έχει νόημα. Πέρνα αύριο από το ερείπιό μας να πάρεις τα μισά σου λεφτά.
- Και μετά;
- Μετά τίποτα. Μισή δουλειά, μισά λεφτά. Μετά ότι μας φωτίσει ο Θε...
- Καλά, ήταν η μόνη λέξη που βρήκα πρόχειρη.

Έφυγε. Ή μάλλον, έπεσε από τη μισογκρεμισμένη πια σκάλα. Στο έδαφος διαμελίστηκε εντελώς. Στ’ αρχίδια μου πλέον. Είχα άλλα θέματα που έπρεπε να λύσω. Μάζεψα το μισό κουράγιο που μου είχε απομείνει και με θάρρος κατευθύνθηκα προς το μεγάλο meeting room στο βάθος. Ο διάδρομος δεν ήταν ακριβώς όπως τον θυμόμουν. Μάλλον με τσιμεντένιο έμενταλ έμοιαζε, αφού τρύπες διάσπαρτες έχασκαν παντού αποκαλύπτοντάς μου τον καινούργιο κόσμο της γειτονιάς. Παράγκες αρτιμελείς έστεκαν περήφανα δίπλα σε λυγισμένους ουρανοξύστες και κτίρια που είχαν εμβολιστεί από τις κολώνες της ΔΕΗ. Οι μισοί δρόμοι είχαν σκαρφαλώσει σε ταράτσες και δέντρα και υπόλοιποι βυθίστηκαν μια για πάντα στην αιωνιότητα. Άνθρωποι; Ε, δεν μπορούσες να τους πεις έτσι ακριβώς αλλά ναι, κυκλοφορούσαν κάποιες περίεργες φιγούρες που έτρωγαν τα μούτρα τους σε όποιο εμπόδιο βρίσκονταν μπροστά τους.

Προχώρησα αποφασιστικά. Έφτασα στο μεγάλο χώρο και σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα. Λάθος πολυθρόνα. Υποχώρησε κι αυτή μαζί μου, κι έμεινα στο δάπεδο αγκαλιά με το ένα της μπράτσο, να προσπαθώ να μην παρασυρθώ από τον αέρα που λυσσομανούσε πάνω από το κεφάλι μου. Το ταβάνι είχε δώσει τη θέση του σε έναν εξαίσιο πρασινομυξί ουρανό. Ευτυχώς από τη μισοδιαλυμένη βιβλιοθήκη, είχε πέσει το τηλεκοντρόλ στο δάπεδο κι έτσι μπόρεσα να το τραβήξω με το μοναδικό μου πόδι κοντά μου. Με προσμονή παιδιού πάτησα το “ON” ελπίζωντας να έχει ρεύμα το κτίριο.

Είχε.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα μαύρης σιωπής και λίγα χιόνια, εμφανίστηκε μια ανθρωπόμορφη παρουσιάστρια στην οθόνη. Το υπέροχο ξανθό της μαλλί έπεφτε νωχελικά πάνω στον μοναδικό της ώμο, ενώ το υπόλοιπο σκέπαζε αυτό που κάποτε ήταν πρόσωπο και τώρα απλώς μια περιοχή παραμορφομένου δέρματος γύρω από ένα στόμα.
Το στόμα είπε:

~o Πεί~~μα πο~ διεξ~~~ται ~δω κ~~ είκ~~ι ~~έρε~ απέ~~χε τ~~ικά!
Οι ~πιστή~ο~ες τ~υ κ~ντρ~~ CERN δεν ~~τάφε~~ν να ολ~~~ηρώ~ουν τι~ έρ~υ~~ς ~ους. Ο αν~ιδρασ~~~ας α~~τ~ναχτ~~ε με κυρ~~λ~κτ~κα ~~ρόβλ~πτ~ ~~οτελ~~ματ~ για ~ην Α~θρω~ότη~α!
Κυρ~~ς ~αι ~ύρ~οι το π~όγρ~~μά ~ας δι~κόπτ~τα~ ~ια πά~τα!




.
.
.
.
.

Αφιερωμένο σε δύο πραγματικούς μαιτρ
της εξωσωματικής (μπαρδόν, εξωπραγματικής εννοούσα) εμπειρίας
ενός απογεύματος σε σούπερ-μάρκετ.

Σ' αυτόν και σ' αυτόν.

Που έγραψαν αυτό και τούτο και τ' άλλο.



.
.
.
.
.
.



Υπάρχουν άνθρωποι που λένε “θέλω” και εννοούν “στ’ αρχίδια μου”.

Άλλοι που λένε “καταλαβαίνω” και εννοούν “τι ώρα είναι το ματς;

Άλλοι που λένε “μπορώ” και εννοούν “η βοήθεια του κοινού που είναι;

Μερικοί ακόμα λένε “βοήθεια...” και εννοούν “μου πιάνεις το αλάτι;

Κάποιοι λίγοι λένε “είμαι” και εννοούν “έχω”.



Καμιά φορά λέω “εγώ” και εννοώ “εμείς”.

Κυρίως όμως λέω “εγώ” και εννοώ “εγώ”.

Τι μαλάκας...



(μη μου απαντήσετε, ξέρω)

Τι μαλάκας...


.
.
.
.
.
.



Μερικές φορές,
βλέπω σιδερένιες βέργες στα περβάζια των κτιρίων
“not pigeons friendly buildings”

βλέπω αφίσες σκισμένες
που δεν πρόλαβαν να κάνουν απόσβεση

Μερικές φορές,
βλέπω ηλικιωμένους να χάνουν τα λεωφορεία
το ένα μετά το άλλο, σαν από χόμπυ

και φαντάρους να αποχαιρετούν
σε σιδηροδρομικούς σταθμούς ανύπαρκτες ερωμένες

Μερικές φορές,
βλέπω ένα κοκαλιάρικο σκυλί,
να με βλέπει να απομακρύνομαι από τα φανάρια

κι έναν βιολιστή,
να χαζεύει παράλυτος τη σπασμένη του χορδή

Άλλες φορές,
δε βλέπω τίποτα

βάζω την ομπρέλα μπροστά
να μη με μαστιγώνει η βροχή που έρχεται πεινασμένη...


.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy