Tις χωρίζουν 19 ολόκληρα χρόνια.
Στο ΟΑΚΑ και οι δύο.
Οι μοναδικές δύο συναυλίες που γέμισαν
ΟΛΟ το διαθέσιμο (πλην σκηνής και backstage) στάδιο.*
Τις χωρίζει μια ολόκληρη γενιά αν το καλοσκεφτείς.

Με λίγα λόγια τις χωρίζουν, κουλτούρες, ήθη, ακούσματα,
κοινωνικά status, επαναστάσεις original αλλά και του κώλου,
dress codes, δημοσιότητα, έπαρση, ανάγκες του κόσμου,
δίψα, πολιτικές, παγκοσμιοποίηση, τιμές εισητηρίων,
κι άμα δε βαριόμουν θα 'γραφα και πέντε έξι παραγράφους ακόμα...

Πόσοι άραγε απ' αυτούς που είχαν ανατριχιάσει στην πρώτη
έριξαν τα μούτρα τους και στάθηκαν στην ουρά για τη χθεσινή;
Εγώ πάντως ναι.

Απλά για να θυμηθώ τη διαφορά
ανάμεσα σε αυτό και αυτό...

(Καλός μαλάκας είμαι κι εγώ...)
.
.
.
.
* Οι Stones δεν το γέμισαν όλο.
.
.
.
.

Ο Κινέζος προφανώς δεν ήταν, ούτε φαινόταν για κινέζος. Ήταν ένας θηριώδης Σέρβος ονόματι Σλόμποταν, ίσαμε δυο μέτρα ύψος και άλλα τόσα πλάτος, πολλά κυβικά ο τύπος, δε σ’ έπαιρνε να του κάνεις πουστιά, κι εγώ είχα υπερβεί τα εσκαμμένα. Κινέζο τον φωνάζανε στην πιάτσα, γιατί του άρεσαν περισσότερο οι εξ ανατολής πιτσιρίκες που φιλοξενούσε στην κωλοέπαυλή του.


(Τρεις εβδομάδες νωρίτερα)

- Εσύ Στέκας ακούσει εμένα, σε γαμήσω.
- Σλόμπο, σου είπα ότι θα σε πληρώσω κανονικά. Θέλω λίγο χρόνο.
- Κρόνο ντεν έχει. Λεφτά μου τώρα, σε γαμήσω.
- Ηρέμησε ρε μεγάλε, θα τα πάρεις τα λεφτά σου.
- Λεφτά τώρα, όχι τώρα, αντίο μαμά σου, κλαίει κηντεία, σε γαμήσω σε κώλο.
- Δε θα σου τα φάω ρε φίλε, μπέσα. Απλά ξέμεινα ο μαλάκας.
- Μαλάκα εσύ, εγώ μαλάκα όχι, κάνω ντουλειά μου, φέρω πουτανάκια γκαμήσει εσύ παρέα σου, λεφτά ντώσε, πληρώσω πουτανάκια, κρατήσω ντώσω στα παιντί δουλεύουν εμένα, όχι λεφτά, σε γαμήσω όρτιο.
- Ναι ρε πούστη μου, γαμώ τη γραμματική σου μέσα! Θα στα δώσω τα κωλολεφτά. Σε ένα μήνα. Δώσε μου λίγο χρόνο. Τόσο καιρό με ξέρεις που ψωνίζω από σένα.
- Στέκας όχι εντάκζει. Γαμήσω.
- Άσε με κάτω ρε Σλόμπο, μου έχεις σκίσει το μπουφάν.
- Σκίσεις κώλο σου, είναι μικρό, πονάω, αλλά γαμήσω. Γκουφάλα.
- Ρε Σλόμπο... άσε με... θα κάνω ότι θες!
- ...
- Αλήθεια σου λέω. Ότι μου ζητήσεις. Και τα φράγκα θα σου δώσω και όλα. Άσε με ρε πούστη μου...
- Κσανασκεφτώ κόλπο...
- Τι κόλπο;
- Σκάσε!
- Σκάω...
- Χμ...
- Έλα ρε Σλόμπο, άσε με...
- Ακούσει τι τέλω, εσύ φτιάξεις εμένα κόλπο, σε γαμήσω
- Λέγε ρε, ότι θέλεις.
- Πρέπει να φύγκω Ελλάντα. Μπζάχνει μαφία Αλμπανός, σκοτώσει.
- ...
- Εσύ βοήθεια εμένα, εγκώ ξεχάσει μπουστιά.
- Δε σου έπαιξα πουστιά ρε φίλε, απλώς θ...
- Σκάσε! Ξεχάσει μπουστιά, εσύ φύγκει κύριο είσαι, εγώ όχι γαμήσω. Κάνεις ντουλειά. Γκρήγκορα. Γκια μένα.
- Ότι θες ρε φίλε. Ότι θες. Πες μου.


Μου είπε. Δε μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου, μ’ αυτά που άκουγα. Ο αθεόφοβος είχε σκεφτεί το ΑΠΟΛΥΤΟ κόλπο για να εξαφανίσει τα ίχνη του, και να αρχίσει να κάνει αλλού δουλειές με άλλο όνομα.
Θα σκηνοθετούσαμε λέει το θάνατό του.
Θα βρίσκαμε ένα γαμημένο πτώμα. Θα το πηγαίναμε στο γαμώσπιτό του. Εκεί θα του γδέρναμε το δέρμα από τα δάχτυλα, να κρατήσουμε τα αποτυπώματα. Θα του αφαιρούσαμε όλα τα γαμωδόντια. Ο Σλόμπονταν θα έβγαζε τα δικά του και θα τα φυτεύαμε στο γαμημένο πτώμα, θα έγδερνε κι αυτός τα δάχτυλά του ή έστω κάποια. Θα λούζαμε το πτώμα με γαμωβενζίνη και θα του βάζαμε φωτιά, ίσα που να αρπάξει, ίσα που να του κάψει την γαμημένη επιδερμίδα, και τη μούρη. Μετά θα σβήναμε την κωλοφωτιά, και θα την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια.

Κάποιο “καρφί” θα το σφύριζε στον Αλβανό που τον κυνηγούσε. Εκείνος θα ερχόταν στο σπίτι του Σλόμποταν με το στρατό του, πριν τους μπάτσους, θα διαπίστωνε τη γαμημένη τη δολοφονία, και θα την έκανε. Θα άραζε στο γαμώσπιτό του περιμένοντας τις ειδήσεις. Κάποια στιγμή οι μαλάκες οι μπάτσοι, θα επιβεβαίωναν την ταυτότητα απο τα μοναδικά στοιχεία που θα είχαν, τα αποτυπώματα και τα γαμωδόντια. Ο Αλβανός θα ηρεμούσε. Ο Σλόμπονταν θα είχε πάρει τις γαμημένες τις κινέζες πουτανίτσες του και θα ταξίδευε ήδη για τίποτε Φίτζι ή Αζόρες.

Για Σέρβος γορίλλας δεν τα σκέφτηκε κι άσχημα. Μια χαρά σχέδιο ήταν. Κι εγώ ο μαλάκας, είχα μπλέξει τόσο άσχημα που δε μπορούσα να κάνω πίσω. Έπρεπε να βρω ένα πτώμα ακριβώς στα μέτρα και στα κιλά του Σλόμπο. Έπρεπε να το κουβαλήσω μέχρι το σπίτι του. Έπρεπε να βρω ένα “καρφί” που θα “σφύραγε” τα νέα στον Αλβανό. Έπρεπε να βρω κι έναν μαλάκα που θα έκανε το “έγκλημα”. Σιγά μην πήγαινα εγώ.


(μία εβδομάδα νωρίτερα)

- Πως σε λένε;
- Ντίντα, κύριο.
- Θες λεφτά ρε;
- Εγκώ ντουλέψει, γκια σένα, ότι τέλει. Κάνεις τούμπλα, κάνεις μπετά, κάνεις μπογκιατζή, κάνεις τζάκια, κάνεις μελεμέτι, ότι τέλει κύριο. Καλή ντουλειά, εγκώ πατρίντα μου, μάστορα...
- Ναι, ναι, ναι...
- Αλήτεια σε λέω. Μάστορα εγκώ, φωνάξεις μάστρο-ντίντα, χου, χου, χου, μάστρο εγκώ σου φτιάκζει μπρύσες, ντουλάπα, ατοκίνητο μπάρει μπροστά κάλασε, εγκώ φτιάκζει όλα...
- Άκου χαμούρη. Στ’ αρχίδια μου. Δε θέλω όυτε αυτοκίνητο, ούτε βρύσες ούτε τίποτα. Μια δουλίτσα θα κάνεις δέκα λεπτά, θα πάρεις πεντακ... τρ... διακόσα ευρώ. Ντάξει;
- Τι κάνει εγκώ, κύριο, πάρει λεφτά;
- Θα σε βρω την άλλη Παρασκευή εδώ στο ίδιο μέρος και..
- Ίντιο μέρος.
- Ναι, και θα έρθω να σε πάρω με τα αμάξι...
- Ατοκίνητο...
- Ναι μωρέ γαμημένε. Αυτό. Θα πάμε σε ένα σπίτι μαζί να...
- Σπίτι, σντάζει μπρύση σου;
- ΟΧΙ μωρέ μαλάκα... ΣΚΑΣΕ επιτέλους!
- Σκάσε...
- Θα σου δείξω ένα σπίτι. Θα πας στον τρίτο όροφο. Η πόρτα θα είναι ανοιχτή.
- Κάλασε μπόρτα;
- ΑΑΑΑΑααααρρρργκγκγκ...!!!
- Μπω, μπω...
- ΔΕ ΧΑΛΑΣΕ Η ΜΠΟΡΤΑ! Θα είναι ανοιχτή για να μπείς μέσα. Στο μπάνιο θα βρείς ένα πτώμα.
- Τι είναι μπτώμα;
- Πτώμα ρε γαμίδι, πτώμα. Πεθαμένος.
- Ααα... πεταμένος! Εγκώ πετάκσει σκουπίντια τέλει.
- (θα τον γαμήσω...) Άκου Ντίντι, καλέ μου άνθρωπε...
- Ντίντα μάστορα, Ντίντα...
- Ναι, εντάξει. Ντίντα. Πτώμα είναι άντρας σαν κι εμένα, όχι ακριβώς, πιο ψηλός λίγο και πιο γεμάτος, άντρας, άνθρωπος, κατάλαβες; Πέθανε όμως ο μαλάκας και είναι πτώμα.
- Μπτώμα από ντουλειά! Κσέρει! Εγκώ λέει γκυναίκα κάτε βράντυ γκυρίζω, είσαι μπτώμα αγκάπη μου, γκάνεις μπάνιο...
- (ΜΠΑΦ!) Σκάσε ρε πούστη μου! ΣΚΑΣΕ!
- Σκάσε...
- Μπτώμα είναι καπούτ. Κατάλαβες; ΚΑΠΟΥΤ! Όχι αναπνέει. Όχι ζει. Όχι τρώει. ΚΑΠΟΥΤ! Μόρτο! Ντέντ! Τέζα!
- Ντέζα...
- Ναι, ντέζα... Στ’ αρχίδια μου! Πας μέσα, πας στο μπάνιο, πτώμα στη μπανιέρα, ξέρεις μπανιέρα;
- Γκζέρει.
- Ωραία. Πάρεις πετρέλαιο, βάλεις λίγο λίγο μέσα, και θα ανάψεις φωτιά.
- Φωτιά μπτώμα;
- Ναι. Λίγο. Μετά από δύο λεπτά, θα πάρεις πετσέτα, σβήσεις φωτιά. Λίγο μόνο φωτιά. Όχι πολύ. Κατάλαβες;
- Λίγκο φωτιά, λίγκο μπετζέτα, λίγκο μπάνιο. Όλα κάλασε σπίτι σου; Εγκώ φτιάκσει, μάστορα...
- Ω, ρε πούστη μου! Σκατά θα τα κάνεις!
- Κάλασε και λεκάνη σκατά; Εγκώ φτιάκσει...
- Άσε θα στο ζωγραφίσω καλύτερα...
- ...
- (μαλάκα)...


Μετά από έξι ώρες, δεκαπέντε σφαλιάρες και πενήντα ευρώ ο πακιστανοϊνδοταϋλανδέζος μάλλον κατάλαβε. Υποθέτω. Μάλλον. Δεν υπήρχε καμιά πολυτέλεια για επαγγελματίες τώρα. Η οικονομική μου κατάσταση ήταν στο μείον άπειρο, κι έπρεπε να βρω και φράγκα για να αγοράσω πτώμα.

Θεωρητικά τα είχα οργανώσει όλα όσο καλύτερα γινόταν, τηρουμένων των συνθηκών. Θα περίμενα έξι μέρες να τελειώσει ο “Κινέζος” τις γαμωδουλειές του, και θα σκηνοθετούσαμε την τέλεια δολοφονία. Όλοι θα πίστευαν πως κάποιος ανταγωνιστής την έκανε τη δουλειά. Είχε πολλούς. Μετά θα ξεμπέρδευα κι εγώ με το χρέος μου, θα ξεμπέρδευε κι αυτός με τον Αλβανό, και θα πηγαίναμε ο καθένας σπίτι του ή στο διάολο. Στ’ αρχίδια μου.
Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;


(σήμερα)


- Αρχίδια.
- Τι αρχίδια;
- Δε θα πιάσει.
- Γιατί;
- Τι γιατί ρε φίλε; Έχεις δει ποτέ μπριζόλα σκύλου;
- ...
- Δε μοιάζει με το τίποτα σου λέω. Όλο κόκαλα είναι ο γαμήδης.
- Μη μιλάς έτσι για το σκύλο μου...
- Ναι, αυτό σε μάρανε! Εσύ τον δολοφόνησες ρε μαλάκα.
- Αλλά τον αγαπούσα...
- Ναι.
- Τι θα κάνουμε;
- Ξέρω ‘γω;
- Στο ψυγείο έχει καθόλου κρέας;
- ...
- Τι κοιτάς ρε γαμιόλη; Άντε να δεις!
- Καλά ντε! Πάω.
- ...
- ...
- ...
- Έχει ένα κοτόπουλο στην κατάψυξη.
- ...
- Και κάτι μπιφτέκια. Τέσσερα. Της μάνας σου.
- Της δικιάς σου!
- (βρήκες την ώρα...) Τι να κάνω;
- Πάρτα.
- Όλα;
- Όλα!
- ...
- ...
- Και;
- Βάλτα σε μια σακούλα και ρίξτα στο πορτ μπαγκάζ, μαζί με τ’ άλλα. Πάω λίγο στο φαρμακείο. Σε πέντε λεπτά θα είμαι πίσω και φεύγουμε.
- Στο φαρμακείο;
- Ναι.
- Τι θες από το φαρμακείο;
- Θα δεις.


(πριν από 20 λεπτά)


- Τα έχουμε όλα;
- Ναι.
- Ωραία. Όπως τα είπαμε, εντάξει;
- Ε, εντάξει...
- Τι;
- Είσαι σίγουρος ρε φίλε;
- Ναι. Αρκεί να κάνεις ότι σου είπα.
- Δε ξέρω... φοβάμαι.
- Τι φοβάσαι μωρέ μαλάκα. Απλό είναι.
- ...
- Πάμε τα κρέατα επάνω. Τα βάζουμε στη μπανιέρα. Κατεβαίνω και σε περιμένω στ’ αμάξι με αναμένη τη μηχανή. Φοράς τα γάντια. Ρίχνεις το οξύ πάνω στα κρέατα...
- Ρε πούστη μου...
- Χαλάρωσε. Δεν είναι τόσο τρομερό όσο ακούγεται.
- Όχι. Είναι χειρότερο...
- Ρίχνεις το οξύ. Οι σάρκες θα αρχίσουν να παραμορφώνονται. Μη ρίξεις πολύ και λιώσει όλο το κρέας! Θέλουμε απλά να παραμορφωθεί. Να μην είναι αναγνωρίσιμο. Του χώνεις τη μασέλα του Κινέζου στο στόμα κι αφήνεις το δέρμα του, πάνω στα δάχτυλα. Ρίχνεις λίγο ακόμα, ίσα που να τα κολλήσει...
- Μαλάκα θα ξεράσω...
- Κρατήσου μωρέ μαλάκα! Έχεις κάνει χειρότερα. Τώρα θα κωλώσεις;
- ...
- Ρίξε και πάνω στο κοτόπουλο. Και στα μπιφτέκια. Και τον Κόν...
- Να ρίξω και λίγη πάπρικα;
- ...
- Καλά ντε...
- Ανακάτεψε όλα τα σκατά μαζί, μέσα στη μπανιέρα, κι εξαφανίσου. Θα σε περιμένω εδώ.
- Μαλάκα, μη φύγεις.
- Δε φεύγω ρε. Φίλοι είμαστε. Θα σε παράταγα;
- Φοβάμαι...
- Τελείωνε.


Δεν πήγαν όλα ΑΚΡΙΒΩΣ όπως στο σχέδιο. Και σε ποιά ταινία πάνε δηλαδή; Κουβαλήσαμε όλα τα κρέατα χωρίς να μας δει κανείς. Εγώ κατέβηκα. Ο μαλάκας έμεινε επάνω. Όταν ήμουν έτοιμος του έκανα μια αναπάντητη. Αυτός άνοιξε το δοχείο με το οξύ κι άρχισε να λούζει τη μάζα. Το οξύ μύριζε έντονα. Πολύ. Ο μαλάκας ζαλίστηκε. Έκανε εμετό πάνω στο πτώμα, στα μπιφτέκια και στον Κόναν. Ζαλίστηκε κι άλλο. Το δοχείο ανοιχτό, του ανακάτευε τα σωθικά η μυρωδιά. Δεν άντεξε άλλο. Λιποθυμώντας γλίστρησε κι έπεσε στη μέσα στη μπανιέρα.

Μετά από δύο λεπτά εμφανίστηκε ο Ντίντα.
(Ρε πούστη μου! Τον είχα ξεχάσει αυτόν τον μαλάκα!)
Δεν τον πρόλαβα. Ανέβηκε τρέχωντας τις σκάλες και χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα. Ο ηλίθιος είδε τον δικό μου και νόμισε πως αυτός ήταν το “μπτώμα”… Του αδειάζει ένα λίτρο πετρέλαιο πάνω του κι ανάβει ένα σπίρτο.

Σε δέκα δευτερόλεπτα είχε λαμπαδιάσει όλο το μπάνιο. Σε δύο λεπτά όλο το σπίτι. Στα επόμενα δέκα όλο το κτίριο. Ο Σλόμποταν που κρυβόταν στο υπόγειο, δεν πρόλαβε να βγεί. Φλόγες ξεχύνονταν από παντού. Προφανώς έγινε στάχτη πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβη.

Εγώ, αποχαυνωμένος από την εξέλιξη είχα βγει από το αμάξι, και χάζευα προς τον τρίτο, ακίνητος. Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπά στον ώμο, την ώρα που από το βάθος ακούγονταν οι σειρήνες της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας.


- Εντάξει;
- Εντάξει.
- Σίγουρα;
- Σίγουρα.
- Είσαι στρέϊτ τελικά.
- Μμμ...
- Τα υπόλοιπα είναι στο λογαριασμό σου. Όπως συμφωνήσαμε.
- Ναι...
- Κοίτα να εξαφανιστείς για λίγες μέρες.
- Ναι...
- Αν και... έτσι πουτάνα που τα έκανες κανείς δε θα βγάλει άκρη. Χα, χα, χα...
- ...
- Την κάνω.
- Μμμ...
- Κι όποτε χρειαστείς δουλειά, ξέρεις που θα με βρείς.
- Ξέρω...


Ο Αλβανός μπήκε στη Μερσεντέ, μαζί με τα τσιράκια του κι εξαφανίστηκε. Άναψα ένα τσιγάρο. Τράβηξα την πρώτη τζούρα τόσο άγρια, που νόμιζα πως θα μου κάψει το μεδούλι. Στο δρόμο επικρατούσε νεκρική σιγή. Και γλίτσα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει και η άσφαλτος αντανακλούσε τα κακοφωτισμένα κτίρια.

Έφυγα.



(τέλος)
.
.
.
.

(ΑΥΣΤΗΡΑ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ)



O ύπνος δεν άργησε να μας πάρει. Είμασταν λιώμα και οι δύο. Εγώ ήμουν λιώμα (σωματικά κι εγκεφαλικά) στον καναπέ, ο άλλος στο πάτωμα. Δίπλα του ο Κόναν. Ο πιστός τετράποδος φίλος και φύλακάς μου στα ζόρια, ένα θαρραλέο πανέξυπνο ντόπερμαν. Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι πριν κλείσω τα μάτια, ήταν το απορημένο του βλέμμα.

Η πρώτη εικόνα που είδα όταν ξύπνησα, ήταν και πάλι ο Κόναν. Εκεί στην ίδια θέση, που τον είχα αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Σήκωσε το βλέμμα του μόνο, να με κοιτάξει σαν καλημέρα. Χαμογέλασα. Έτριψα τα μάτια μου για κανένα δίλεπτο, και προσπαθώντας να αλλάξω στάση 90 μοίρες προς τα πάνω, το είδα. Η φρίκη μπήκε βιαστικά από την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, και με χαστούκισε με φόρα στη μούρη.


- Ααααααααα!
- Χμμμμ...φφ...ζζζ.ζζζ...χχχ... ...
- Θα πεθάνω!
- Χχχφφ.. τι έπαθες ρε μαλάκα πρωινιάτικα;
- Ο Κόναν!
- Τι ο Κόναν;
- Θα το σκοτώσω το γαμημένο...
- Τι έγινε ρε;
- Κοίτα! Κοίτα!
- Τι;
- Κοίτα τι έχει στο στόμα του!
- Ε, τι;
- ...
- Τι σκατά είναι αυτό;
- Μάντεψε.
- Μοιάζει... μοιάζει... με... κρ... κρέας.
- Θα το σκοτώσω...
- Έλα ρε, μη τρελαίνεσαι, θα πείναγε το ζωντανό.
- Βρε μαλάκα! Ηλίθιε! Δεν είναι οποιοδήποτε κρέας αυτό.
- Τι είναι;
- Είναι ΤΟ ΚΡΕΑΣ!
- Ποιό κρ... (χμφφ) μη μου... ιιι... ΤΟ ΚΡΕΑΣ;
- Θα το γαμήσω! ΘΑ το γαμήσω!
- Μη, σταμάτα ρε. Έλα εδώ!
- ...
- Ρε μαλάκα μη γίνεσαι παιδί, έλα εδώ σου λέω. Ρεεε!


Είχα ήδη αρχίσει να τρέχω πίσω από τον Κόναν, σκουντουφλώντας σε κάθε γωνία επίπλου που φύτρωνε μπροστά μου. Ο μαλάκας έτρεχε από πίσω μου. Το γελοίο αυτό τρίο, κατέβηκε σχεδόν κουτρουβαλώντας τα 12 σκαλοπάτια της σκάλας προς το υπόγειο, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο Κόναν έτρεξε και χώθηκε κάτω από το αμάξι, προφανώς διαισθανόμενος το μέγεθος της ανυπέρβλητης μαλακίας που είχε κάνει. Ο ηλίθιος έτρεξε κατευθείαν στο ψυγείο για καμιά μπύρα. Εγώ στη ζυγαριά. Κι εκεί σωριάστηκα.


- Έλα ρε μην κάνεις έτσι.
- Δεν το πιστεύω ρε πούστη μου, δεν το πιστεύω...
- Έλα εντάξει...
- Δεν το πιστεύω...
- Θα βρούμε μια λύση. Χαλάρωσε.
- Θα το σκωτώσω το γαμημένο...
- Πόσο έφαγε;
- ...
- Λέγε ρε...
- Δε... θα... θα...
- Άσε θα δώ μόνος μου.
- ...
- Ρε μαλάκα είναι δυνατόν;
- Θα το σκοτώσω...
- Εδώ δείχνει 81 κιλά...
- Θα το σκοτώσω...
- Ω, ρε πούστη...
- ...
- ...
- ...
- Θες τσιγάρο;
- Φέρε.
- ...
- (παφ)
- Ω, ρε πούστη...
- (παφ)
- Τι θα κάνουμε;
- Τσιγάρο.
- Εννοώ μετά ρε φίλε. Ο Κινέζος περιμένει.
- Το ξέρω.
- Και τι σκέφτεσαι;
- Θα μας σκοτώσει...
- Χα! Πολύ άνετο σε βρίσκω...
- Είχε ζητήσει 86. Ούτε γραμμάριο λιγότερο.
- 86.
- Ναι.
- ...
- Εντάξει. Το ένα θα το καλύπταμε κάπως, κάτι θα σκεφτόμουν.
- ...
- Τα 4 κιλά που έφαγε το γαμώσκυλο, που θα τα βρώ; μου λες;
- Έλα κούλαρε... ρε συ...
- Τι να κουλάρω ρε πούστη μου; Θα το σκοτώσω το γαμ... (!)
- ...
- Χα!
- Τι;
- Θα το σκοτώσω!
- Ναι μωρέ μαλάκα, μας το ‘πες...
- Όχι, εννοώ στ’ αλήθεια! Θα το σκοτώσω!
- Ντάξει...
- Είσαι εντελώς ηλίθιος!
- ...


Πριν προλάβει να καταλάβει τίποτε το ζώον (μη ρωτήσετε ποιό ζώον), είχα πεταχτεί όρθιος, είχα τρέξει στον πάγκο με τα εργαλεία και είχα βουτήξει το πιο μεγάλο κατσαβίδι που βρήκα. Άρπαξα ένα κομμάτι κρέας από τη ζυγαριά και πλησίασα ήρεμα προς το αμάξι. Το ζώον με κοίταζε αποβλακωμένο (μη ρωτήσετε).

Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Κάτι το κρέας που του ξύπναγε τα πιο πεινασμένα του ένστικτα, κάτι η μειλίχια φωνή μου που τον καλούσε, ο Κόναν δεν άργησε να βγεί από τη κρυψώνα του. Έτρεξε χαρούμενος στην αγκαλιά μου, κουνώντας έντονα αυτό που του είχε απομείνει ως ουρά. Έκλεισα τα μάτια. Του χάιδεψα το κεφάλι και του έχωσα απότομα το κατσαβίδι στο λαιμό.

Το ζωντανό έρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται, αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ή αυτό ή εγώ. Του έχωσα άλλες δύο στα σωθικά, κι όταν πλέον ανήμπορο κυλιόταν στο τσιμέντο, πήρα το τσεκούρι στα χέρια μου, κι εντελώς παγωμένος, το σήκωσα ψηλά.
Συγγνώμη αγόρι μου.
Η τροχιά είχε κατεύθυνση προς το λαιμό του. Και δεν αστόχησα. Σε τρία δευτερόλεπτα ήταν νεκρό. Γονατιστός δίπλα του, άφησα το κατσαβίδι και το τσεκούρι να γλυστρίσουν από τα χέρια μου. Άφησα και δυο δάκρυα να κυλήσουν, ώσπου έπεσαν με κρότο μέσα στη λίμνη από το αίμα, και γίναν με μιας ο πιο αρρωστημένος εφιάλτης μου.

Το ζώον ξεμύτισε.


- Είσαι... είσαι... δολοφόνος...
- ...
- Το σκότωσες ρε γαμιόλη...
- Το πρόσεξα.
- Είσαι δολοφόνος ρε.
- Ενώ εσύ...
- Τι... εγώ... δεν... δεν.. θα μπορούσα να το...
- Σκότωσες έντεκα άτομα εχθές το βράδυ. Το θυμάσαι καθόλου;
- Δεν είναι το ίδιο.
- Όχι. Αλλά τα σκότωσες.
- Το ζωντανό δε σου είχε φταίξει σε τίποτα.
- Ούτε εσένα οι μπάτσοι.
- Είσαι μαλάκας ρε. Είσαι άρρωστος.
- ...
- Ένας άρρωστος μαλάκας! Αυτό είσαι!
- ...
- Είσαι...
- Πάρε το πριόνι.
- Τι;
- Πάρε το πριόνι. Πάω επάνω να πλυθώ. Κόψε τρία τέσσερα κομμάτια από τον Κόναν και βάλτα μαζί με τ’ άλλα.
- Τι λες μωρέ μαλάκα;
- Προτίμησε το στήθος και τα πίσω πόδια. Έχουν πιο πολύ κρέας.
- ...
- Βάλτα στη ζυγαριά και ζύγισέ τα. 86.
- 86...
- Ούτε γραμμάριο παρακάτω. Πάω να πλυθώ.
- 86...
- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνουμε. Θα έρθει ο Κινέζος.
- ...
- Ναι... ο Κινέζος...
- Τελείωνε μη σε γαμήσω και σένα ρε πούστη μου!
- Νταξει...
- Πάω.


Ήταν τα πιο πολλά σκαλοπάτια που έχω ανέβει ποτέ. Σύρθηκα στο μπάνιο, άνοιξα τη κρύα βρύση στο τέρμα, και χώθηκα κάτω από το παγωμένο νερό. Έβγαλα μια απόκοσμη κραυγή, όχι από το κρύο. Προσπαθούσα να ξεσπάσω, για να χαλαρώσω, αλλά μάταια. Έπρεπε να σκεφτώ μια σημαντική λεπτομέρεια ακόμα. Κι είχα λιγότερο από μία ώρα καιρό. Ή μία ώρα ζωής.



(στο επόμενο: το τέλος)
.
.
.
.



Όπως ίσως γνωρίζετε,
ο κινηματογράφος μας δεν αρέσκεται στις εκπτώσεις
και ως εκ τούτου δεν κάνει διάλλειμα στο μέσον της ταινίας.

Σήμερα όμως ήταν μια ξεχωριστή ημέρα για τον ιδιοκτήτη του.

Ο αξιότιμος κύριος Spy έμαθε επιτέλους
πως αισθάνεται κάποιος, τη στιγμή που ακούει
από τα χείλη της γυναίκας του για πρώτη φορά,
πως θα γίνει πατέρας...

...ενώ το μεσημέρι είδε με χαρά και ανακούφιση
τον δικό του πατέρα να εξέρχεται υγιής
από μια χειρουργική μονάδα,
στον προθάλαμο της οποίας είχε κατασκηνώσει
εδώ και τρεις ημέρες.

Ας μας συγχωρέσει λοιπόν το φιλοθέαμον κοινό
που σήμερα δε θα ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του,
αλλά ακόμα κι οι καλύτεροι σεναριογράφοι
έχουν στραμπουλήξει, εν καιρώ, τα δάχτυλά τους.

Ο εγκέφαλος του γράφοντος
δεν αντέχει άλλες υπερωρίες σήμερα.

Έχει να γεφυρώσει τρεις γενιές.



- Λοιπόν;
- Τι λοιπόν;
- Σας έκανα μια ερώτηση.
- Μα σας έχω απαντήσει σαράντα φορές.
- Και μία, σαρανταμία!

(ντουπ!)

- Δεν έχω να πω κάτι περισσότερο.
- Κοιτάξτε αγαπητέ μου. ΕΔΩ δεν παίζουμε! Καταλαβαίνετε που βρισκόσαστε;
- Σε αστυνομικό τμήμα.
- Τόμπολα!
- ...
- Όσο δε μιλάτε τόσο επιβαρύνετε τη θέση σας.
- Μα μιλάω... Γλώσσα δεν έχω βάλει μέσα.
- Ναι αλλά δε μας λέτε αυτό που θέλουμε.
- Και τι να κάνω εγώ κύριε αστυνόμε; Αυτό που θ...
- ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ! (ντουπ!) Ντετέκτιβ. Εκατό φορές σας το είπα!
- Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σας προσβ...
- Σκασμός!
- Σκάω.
- Σε ποιόν ανήκει το πτώμα;
- Δε γνωρίζω.
- Πως είναι δυνατόν να μη γνωρίζετε; Κουβαλάτε ένα τεμαχισμένο πτώμα μέσα σε σακούλες βραδυάτικα στο κέντρο της πόλης, χωρίς να γνωρίζετε σε ποιόν ανήκουν τα τεμάχια;
- Δεν μας είχαν συστήσει ποτέ...
- Με ειρωνεύεστε κιόλας;
- ΟΧΙ! Προς Θεού!
- Κι ο προορισμός σας;
- Σας είπα. Σπίτι μου πήγαινα.
- Με το πτώμα.
- Με το πτώμα.
- Όπου θα το κάνατε τι ακριβώς;
- Κοιτάξτε αστυνόμε, σέβ...
- ΝΤΕΤΕΚΤΙΒΒΒΒΒΒ!
- Μάλιστα. Σέβομαι την αγανάκτησή σας, αλλά πιστέψτε με, δεν μου είναι καθόλου εύκολο να σας εξηγήσω.
- Και γιατί παρακαλώ;
- Το στομάχι σας.
- Τι έχει το στομάχι μου;
- Τώρα τίποτα. Άμα σας πω θα έχει.
- Εγώ μια χαρά το βλέπω το στομάχι μου. Η υπομονή μου όμως εξαντλείται...

(ταπ ταπ ταπ)
...
(ταπ ταπ ταπ)

- Λέγε ρε!
- Δεν... εγώ...
- Ξέρασέ τα όλα!
- Πολύ φοβάμαι πως εσείς θα τα ξεράσετε...
- ΛΕΓΕΕΕΕΕ!!!

(Νταπ! Ντουπ! Ντουπ!)
(Μπαπ!)
...
(Μπαμ. Μπαμ. ... Μπαμ)

- Γαμώ την πουτάνα μου!
- Σκάσε ρε μαλάκα!

(Μπαμ!)

- Τι κάνεις εσύ εδώ;
- Ήρθα να σε σώσω ρε ζώον!
- Μα... μα... τους σκότωσες!
- Έλα...
- Ρε μαλάκα τους σκότωσες λέμε!
- Λες να μην το πρόσεξα; Σήκω να φύγουμε γαμώ το κέρατό μου!
- Είναι... εγώ... το... ο αστυνόμος... μπλγκρ...χφμ...
- Σήκω ρε μαλάκα! Σήκω!

(ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ζμπαμ, ταπ, ταπ, ταπ)
(ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ)

- Ρε μαλάκα! Το κρέας...
- Ποιό κρέας;
- Το πτώμα. Τα κομάτια.
- Τα έχω πάρει ήδη. Τους καθάρισα κι αυτούς κάτω.
- Τι λες ρε;
- Είχα σιγαστήρα. Μην ανησυχείς. Δεν μας έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι.
- Και που είναι τώρα;
- Στ’ αμάξι. Τρέχα σου λέω!
- Τρέχω...
- Μην κοιτάς κανέναν. Άμα μας στραβοκοιτάξουν θα πρέπει να τους καθαρίσω όλους μετά.
- Όχι. Δεν αντέχω άλλο.
- Τρέχα!
- Γαμώ την πουτάνα μου. Γαμώ!


Στο δρόμο επικρατούσε νεκρική σιγή. Και γλίτσα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει (ξανά) και η άσφαλτος αντανακλούσε τα καλοφωτισμένα κτίρια. Προσπαθούσαμε να τραβήξουμε όση λιγότερη προσοχή μπορούσαμε πάνω μας. Δεν είναι κι εύκολο να την κοπανάς από αστυνομικά τμήματα.

Για καλή μας τύχη άργησαν να πάρουν χαμπάρι το μακελειό. Μόλις μπήκαμε σπίτι ανοίξαμε την τηλεόραση. Τίποτα. Μετά από μισή ώρα μόνο, ένα έκτακτο δελτίο, που μίλαγε για ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες σχετικά με επίθεση σε αστυνομικό τμήμα από έναν μανιακό. Καμία εικόνα. Κανένα όνομα. Καμία είδηση.

Το αμάξι στέγνωνε στο υπόγειο γκαράζ. Αλλάξαμε ρούχα και κατεβήκαμε βιαστικά κάτω. Οι λάμπες αλογόνου τρεμόπαιξαν για λίγο πριν μας δώσουν σταθερό φως. Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ.


- Είναι όλα;
- Όλα όσα είχαν εκεί.
- Τι εννοείς;
- Ξέρω γω ρε μαλάκα αν τα πήραν όλα από το δρόμο;
- Δίκιο έχεις.
- Αυτοί είναι ηλίθιοι. Νομίζουν πως παίζουν στο CSI και δε ξέρουν να ξεχωρίσουν το τρόλλεϋ απ’ το βόλλεϋ!
- Κόφ’ τις μαλακίες και βοήθησέ με.
- Που θα τα βάλουμε;
- Στη ζυγαριά. Πρέπει να βεβαιωθώ.
- Έλα, πιάσε.

(Σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ)
(Σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ)
(Σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ)
(Σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ, σχρχρτς ζντουπ)

- Πόσο δείχνει;
- 82 κιλά.
- ...
- Πόσα έχουν μείνει ακόμα;
- Δύο μικρά.
- Φέρτα ρε πούστη μου. Θα πεθάνω.
- Πάρε.
- Γκμφφφ!
- Πάρε κι αυτό...
- Γκμφφφ! Ουφ!
- Πόσο
- ...
- Λέγε ρε! Πόσο;
- Δεν το πιστεύω...!
- Τι;
- ΟΧΙ, γαμώ το κέρατό μου!!!
- Τι έγινε ρε μαλάκα;
- 85...
- Τι 85;
- Φουντούνια! Τι 85...; ΚΙΛΑ ρε στόκο! ΚΙΛΑ!
- ...
- Δεν το πιστεύω...!
- Είσαι σίγουρος ρε;
- Κοίτα!
- ...
- ...
- 85...
- ...
- ...
- Την πουτσίσαμε...



(συνεχίζεται)
.
.
.
.



- Ήρθε;
- Ήρθε.
- Είναι φρέσκος;
- Δεν θα ‘χει ούτε δυο ώρες.
- Χμ, αυτός είναι;
- Ναι.
- ...
- Λοιπόν;
- Σκάσε!
- ...
- Μυρίζει.
- Τι μυρίζει;
- Ξέρω ‘γω; Μυρίζει. Χάλια. Σαν πτώμα.
- ΕΙΝΑΙ πτώμα!
- ...(χμ) Ναι..
- Λοιπόν;
- Έτσι μυρίζουν αυτοί;
- Όχι είναι και μερικοί που έχουν κάνει μπάνιο πρώτα.
- Μπάνιο;
- Ναι. Γουστάρουν να αυτοκτονούν αξιοπρεπείς. Και καλά!
- Δεν καταλαβαίνω.
- Δεν πειράζει. Σου κάνει αυτός;
- ...
- Μα τι κοιτάς, ρε πούστη μου τόση ώρα;
- Θέλω να δω αν έχει ουλές.
- Γιατί; Κι αν έχει; Θα σου χαλάσει τη σούπα;
- Μη γίνεσαι αηδιαστικός!
- Χα! Κοίτα ποιός μιλάει!
- Σκάσε!
- ...
- ...
- ...
- Πόσα κιλά είναι;
- Κάτσε να δω το καρτελάκι.
- ...
- 86.
- Καλός είναι.
- Στο ‘πα ρε μαλάκα. Ο τύπος είναι αυτό που ζήτησες.
- Χμ...
- Έλα τελείωνε. Θα μας πάρουν χαμπάρι.
- Ποιός; Έχει κι άλλον νυχτοφύλακα εδώ;
- Όχι ρε παιδί μου, αλλά έχουμε αναμένα όλα τα φώτα.
- Λες να ξυπνήσουν οι υπόλοιποι;
- Είσαι μαλάκας...
- ...
- Λοιπόν;
- Μπορείς να μου τον κόψεις;
- Τί;
- Να μου τον κόψεις λέω!
- Πως να τον κόψω δηλαδή; Έχεις παλαβώσει τελείως;
- Σε φέτες. Σε κύβους. Ξέρω ‘γω;
- Τι λες μωρέ άρρωστε;
- Πως θα τον κουβαλήσω έτσι ρε μαλάκα; 200 κιλά είναι ο τύπος.
- 86.
- Ναι 86, εντάξει. Μπορείς να τον κόψεις;
- Με τι να τον κόψω ρε πούστη μου βραδυάτικα; Με τα δόντια;
- Δε με νοιάζει. Τον θέλω κομένο.
- Μήπως θέλεις να του βάλω κι ένα καρότο στον κώλο;
- Τελείωνε.
- Όχι, άμα είναι να σου τον κάνουμε και συσκευασία δώρου.
- Θα ‘πρεπε. Τόσα φράγκα σου σκάω.
- (γρμφφφ)
- Ναι;
- Έχε χάρη.


(Ββββββζζζζζζζζ........γργργργργργργργρ....σπλσπλπλσπλσπλς)
(γργργργργργργργργρ..... κρακ... κρακ... ζζζζζζζβββββσσςςςςς)


- Εντάξει;
- Εντάξει.
- Φέρε τα φράγκα.
- Πρώτα να μου τον βάλεις σε σακούλες. Πρέπει να τον φορτώσουμε στην μηχανή.
- Τι λές μωρέ μαλάκα; Ποιά μηχανή; Δεν ήρθες με αμάξι;
- Είχε κίνηση.
- (!!!) Και θα κουβαλάς ένα τεμαχισμένο πτώμα πάνω στη μηχανή; Σε σακούλες;
- Θα τον βάλουμε στη μπαγκαζιέρα.
- Στη μπαγκαζιέρα δε χωράνε ούτε ούτε τα μισά! 300 κιλά είναι ο τύπος!
- 86.
- Ναι. Σωστά. Το λύσαμε το πρόβλημα τώρα.
- Τις υπόλοιπες σακούλες θα τις πιάσουμε με χταπόδια στη σέλα.
- Μα...
- Τελείωνε ρε γαμημένε. Δε θα προλάβω...
- Είσαι μαλάκας. Εντελώς μαλάκας!
- Πρόβλημά μου. Κουβάλα.
- (γκμφφφ) Άντε, προχώρα.

(................................)

- Εντάξει τώρα;
- Εντάξει.
- Φέρε τα φράγκα.
- Πάρε.
- 100, 200, 300, 400, 500...
- Εδώ θα τα μετρήσεις;
- 600, 700, 800, 900, 950, 970, 990.
- ...
- 990.
- Ναι.
- 1.000 είχαμε πει.
- Θέλω 10 για βενζίνη.
- Κοίτα ρε έναν μαλάκα...
- Άντε γαμήσου.
- Γαμήσου εσύ, μαλάκα.
- ...
- Γειά.
- Γειά.


Στο δρόμο επικρατούσε νεκρική σιγή. Και γλίτσα. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει και η άσφαλτος αντανακλούσε τα καλοφωτισμένα κτίρια. Προσπαθούσα να τραβήξω όση λιγότερη προσοχή μπορούσα πάνω μου. Δεν είναι και συνηθισμένο πράγμα να κουβαλάς έναν πεθαμένο σε 36 άτοκες δόσεις πάνω σε μοτοσυκλέτα.

Δεν την είδα τη μαλάκω. Πετάχτηκε από ένα κωλοΣΤΟΠ και φρέναρε ένα μέτρο μπροστά μου. Εγώ δεν πρόλαβα. Να φρενάρω. Η μηχανή γλίστρησε, έχασα το τιμόνι και σταμάτησα να σέρνομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Ο δρόμος είχε γεμίσει λάδια, βενζίνη, σκισμένες σακούλες και παγωμένες σάρκες.

Η αστυνομία δεν άργησε να έρθει. Το αίμα μου είχε παγώσει.



(συνεχίζεται...)
.
.
.
.

- Όχι μωρέ. Ένα τσιγάρο ποστ…




(χχρτς)

(τσσσσσςςςς)

(παφ)

(παφ)

………

(παφ)

………

(γκλου γκλου γκλου)

(παφ)

………

Mμμμμμμμ

(παφ)

………

{Iου.ιου.ιου.ιου.ιου.ιου…}

(σκρτς)

(χρ χρ χχχχχρρρρρ)

(χρ χρ κρ κρ)

(κρ κρς κρτςςςς)

………

Σκατά!

………

(παφ)

(κλινκ)

(γκλου γκλου)

(παφ)

(φφφφφφφ…)

………



………

(τακ)

(ζ τζ τζ σ τκ ζ τζ)

………

(παφ)

(παφ)

………

Άντε!

………

(Nταν!)

χμ

(τικ τικ)

………

Xα!

(παφ)

………

(τικ τικ τακ τικ τακ τικ τικ τικ τικ τακ ντονγκ
τακ τακ τικ … … τικ … τικ τακ τικ τικ … τικ ντονγκ)

(παφ)

(τακ τακ τ τ τ … τικ τκικτ … τοκ τοκ τοκ τοκ … ικ)

(παφ)

(ζζζζζζββββιιιζζζζνννν)

(τικ τικ τικ τακ τακ τικ τικ … τικ τικ … ντονγκ
τικ τακ τακ τακ τικ … τικ τικ … … … …)

(ζζζζζζββββιιιζζζζνννν)

Nα σου γαμήσω…

(ζζζζζζββββιιιζζζζνννν)

(ζζζζζζββββιιιζζζζνννν)

(τικ … τικ …)

(ζζζζζζββββιιιζζζζνννν)

(Zμπαφ!)

Mαλακισμένο…

(παφ)

(κλινκ)

(γκλου γκλου)

………

(παφ)

Xμ…

(ντονγκ)

(τακ)

(παφ)

………

(Πακ)

………

(παφ)

………

(τσσσσσςςςς)

.........



.........

- Eντάξει;
- Eντάξει.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.

έγιναν οι σκέψεις μου...
.
.

(να με συγχωρείτε κύριε Ράϊχ για το δάνειο)



Παρακαλώ θερμά να καταθέσετε τον όβολόν σας σήμερα
(ότι προαιρείται ο καθείς, ελεύθερα και ανερυθρίαστα),
διότι στην επόμενη ανάρτηση δεν θα επιτραπούν τα σχόλια.

Με το μπαρδόν δηλαδής αλλά έτσι γουστάρω...
.
.
.



Τώρα γυρνάω τα μέσα έξω.
Μασάω ταμπάκο και φτύνω καφέ κατάρες. Στην τύχη το 'ριξα μα ο Χάρος παίρνει πάντα το ίδιο σπέρμα. Αν ήθελα μπορούσα να πνίξω τη μισή Ινδία στο κλάμα.

Γυρνάω τις ραφές. Τα μέσα έξω. Και φαίνονται πλέον τα σημάδια από το κακό σιδέρωμα. Ένα tattoo σπαρταράει στο στήθος, πάλλεται σ’ ένα ρυθμό που δεν είναι δικός μου, τέμπο γρήγορο, psychedelic trance.

Ριπές οι σκέψεις γαζώνουν το ταβάνι, καπνός στριμώχνεται σε μια γωνία, η τηλεόραση μυξοκλαίει. Βλέπω μα δεν ακούω. Ένα αιωνόβιο σίγμα σέρνεται στ’ αυτιά μου. Σίγμα κεφαλαίο. Σαν ανεκπλήρωτη σιωπή.



Τώρα αλατίζω τις πληγές μου.
Ξερνάνε πύον και ξυράφια, διπλώνομαι, μπήγονται τα ξυράφια πιο βαθιά, μα δε φωνάζω. Ανακωχή. Με τη φωνή μου. Εχθές ούρλιαζε τραγούδια. Pause.

Μετράω τα CD μου, 786, τα ράβω μεταξύ τους με κλωστή διάφανη σαν αμνιακό υγρό, ένα φεύγει, αιωρείται, παίζει ξεκούρδιστο στον αέρα, pause, πέφτει, παρασύρει τον καπνό, κάνουν κρότο στο πάτωμα, ο σκύλος τεντώνει τ’ αυτιά, τίποτα.

Μπάνιο. Τρίβομαι με λύσσα μέχρι να φανεί κόκκαλο, η μπανιέρα καταπίνει τις σάρκες μου, τρέχω να τις προλάβω, γυμνός, βρεγμένος, άδικα. Στο μισοσκόταδο λαμπυρίζουν γροθιές φαντάσματα, στο χωλ κρεμάω τα καπέλα μου, μια μπαμπούσκα ξεκοιλιασμένη βρωμάει πατσουλί και χόρτο.



Τώρα ανοίγω τα τετράδια.
Ήμουν αυτό κι εκείνο, και τ’ άλλο το γκρί, μια νότα είχε μείνει ζωντανή δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, έτρωγε τις σελίδες για να επιβιώσει, κι έμεινα χωρίς μνήμες από το σχολείο, χαλάλι. Το τραγούδι βγήκε μισό, το τσέλο ολόκληρο, χάριζε χορούς απόγνωσης στα όμποε και κείνα χαρακώναν μελωδίες παρακμής σε άδεια βινύλια.

1984, έκανα το πρώτο μου παιδί. Μεγάλωσε εκτός, ορφανό στο μυαλό μου, αλήτης τώρα, τρυπιέται στο Μανχάτταν και θα πεθάνει σε τρακάρισμα. Φριχτά παραμορφωμένο θα κλείσω το σώμα του σ’ ένα κουτί, απ’ αυτά που επιπλέουν, και θα το ρίξω στη μπανιέρα να γεμίσει το σπίτι αφρούς, να γλιστράω, μπας και πέσω και σκοτωθώ με αξιοπρέπεια.

Έχω το μοναδικό τετράδιο στο Σύμπαν με μονές σελίδες, η μία δεν έχει τίποτα από πίσω. Την πιάνω και όταν την γυρνάω με ρουφάει μέσα της η λήθη, ένας καθρέφτης χαλασμένος που δείχνει μόνο κάτω το βρεγμένο πάτωμα.



Τώρα βγάζω φωτογραφίες θολές.
Όχι. Ακτινογραφίες. Θολές. Κουνιέται το μηχάνημα συνέχεια και δείχνει Πάρκινσον στους πνεύμονες η πλάκα. Χα! Μπορεί και να με τιμήσουν με Νόμπελ, μπορεί και να ‘ναι ο ρόγχος. Βρωμάει νοβοκαϊνη ο διάδρομος. Τρέχω.

Μακρυά τα νησιά ψυχοραγούν, καταβροχθίζουν τουρίστες, εγώ έστειλα το μυαλό μου ασυνόδευτο. Θα το δώσω αντιπαροχή, να πάρω μαιζονέτα για λεπρούς, θα φτιάξω άσυλο για τις νότες που μου έκλεψαν στα ωδεία, να έρχονται να τρώνε σούπα με πιπέρι.
Πιπερόσουπα.

Οι μισές είναι καμένες. Όχι οι μισές. Όλες είναι καμένες, στη μέση. Από τη μεριά μου. Άρα οι μισές είναι καμένες. Οι φωτογραφίες. Απλό.

Κι αφού δεν έχω καθρέφτη, θα μου πείτε εσείς τι νούμερο φοράω κι άμα χρειάζομαι κούρεμα, γιατί αλλιώς θα τα γαμήσω όλα.
Χωρίς σάλιο.



Τώρα ξεριζώνω τη γαρδένια.
.
.
.

.
.
.



...που ακούμπησα πάνω σου να ξαποστάσω κι εσύ έγινες παγκάκι, για μένα, και μετά νερό και μετά πετσέτα να σκουπιστώ από τον ιδρώτα, να μην κολάω, κι έσβησες τη σκιά μου να μην την κυνηγάω πια, κι έμεινα χωρίς project, να σ’ αγαπώ για όλα αυτά που ζωγράφισες στον τοίχο του υπνοδωματίου, όσα βράδυα κοιμήθηκες μόνη σου, εγώ έγραφα κακοφορμισμένες μελωδίες που δεν θα τις παίξει κανένα πιάνο.

...που μεγάλωσα πιο αργά, γιατί έπρεπε να με προλάβεις, κι εγώ διψούσα για το παιδί που ήσουν, αλλά δεν είχα χρήματα για στρατιωτάκια και κούκλες, τα ξόδεψα σε περιοδικά με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες και σκάφη και στερεοφωνικά και μπογιές και ταπετσαρίες τοίχου, το μέλλον μου ήθελε ντεκόρ, κι εσύ διάλεγες απλόχερα παυσίπονα και μου ‘δινες τα βράδυα να κοιμάμαι, να αντέξω το άλλο πρωί, να φτιάξω κι άλλα περιοδικά.

...που έχεις αιχμαλωτίσει το βλέμμα μου, σαν για πάντα, κάθε που πάει να φύγει ζωγραφίσεις δρόμους τριγύρω, τους ακολουθεί, μπερδεύεται, εσύ ξαποσταίνεις γιατί είναι αδηφάγοι οι δρόμοι, κι έρχεται αυτό μόνο του, ακολουθεί τις πινακίδες που τις έβαλες επίτηδες ανάποδα, ήξερες πως δεν λειτουργεί έτσι εκείνο, και χτυπάει με δύναμη στη γκαραζόπορτα, εσύ ανοίγεις, του κάνεις μπάνιο, καθαρίζει και ξεκουράζεται μέσα σου.

...που κάθε μου επανάσταση χορταίνει με τις αντοχές σου και κάθε μου μολύβι σκεύρωσε από το κλάμα σου, κουκουλοφόροι προδότες σε χτύπησαν αλύπητα, κι εσύ γυμνή, δεμένη στην καρέκλα, στο πάτωμα, δεν μίλησες για τα κρησφύγετά μου, έτσι τώρα κυκλοφορώ ελέυθερος, να ζωγραφίζω μέλισσες στις λεωφόρους, και μόνο μια γέφυρα με καμένες λάμπες με κράτησε από κάτω της για πάντα.

...που κάθε που βραδυάζει, μου κρατάς τα χέρια που σου κρύβω και με σφιγμένες τις παλάμες μου τραγουδάς παραμύθια, μαύροι κύκλοι στο φεγγάρι απ’ έξω σε σαγηνεύουν, μιλάς, εμένα με τρομάζει το αλύχτισμα του λύκου από το δίπλα μπαλκόνι, μιλάς, δε φοβάμαι, και τρέμω σε κάθε σου λέξη μην εκστομίσεις όνειρα που με καυλώνουν, και δεν πληρώσω τις πιστωτικές, θα κάνω μια μεγάλη έκπτωση να πάρω όλους τους πελάτες, θα γεννήσεις μυρωδιές, βάλσαμα, αιώρες στα σύννεφα, θα γεννήσεις ένα παιδί, που θα το ακουμπήσουμε στοργικά επάνω τους, θα το χαϊδέψουμε με την ανάσα μας και θα σβήσουμε το φως, κι εκείνο θα διώχνει τους μπαμπούλες μου, γιατί είναι γενναίο σαν τις αντιρρήσεις σου και άπειρο σαν τις ενοχές μου.

...που σε γυρνούσα πίσω απ’ όλες σου τις εκδρομές, και μετά σε κλείδωνα σε μουσικές που μισούσες, σε μπαλκόνια χωρίς λουλούδια και σε καναπέδες να ανασαίνεις τον ιδρώτα μου, κι εσύ σφουγγάριζες κάθε θλίψη από το ταβάνι, έφτιαχνες ψεύτικα λουλούδια από πλέξιγκλας, έστρωνες σεντόνια καθαρά στους εφιάλτες μου, να μη βρωμάνε, κόλλαγες τα χείλη σου μέσα μου, μου χάριζες δυο φρέσκιες ανάσες και κλεινόσουν στο υπόγειο να κλάψεις για τις καινούργιες σου εκδρομές, που θα τις κάνεις με μειωμένο εισητήριο, μην χάσεις κι αυτό το τρένο της ηλικίας.

...που όποτε σκοντάφτω κοιτάς με θαυμασμό έναν χάρτινο ήρωα, και γράφεις άρθρα στις εφημερίδες για το αντάρτικο των πόλεών μου, λες και ξεμείναμε από επαναστάσεις και συ έπρεπε να ζωγραφίσεις άλλη μία να χύσουμε το αίμα μας, τα ξυραφάκια δεν αξίζουν ανδριάντες, ενώ εγώ μια θέση στην αιωνιότητα την κράτησα με τη απερισκεψία μου, να ‘χω όλο το χρόνο να σου πως πως σ’ αγαπάω.
.
.
.
.



* κι όποιος πει "πονγκ" απολύεται με συνοπτικές διαδικασίες.
Σήμερα παίζει μπάλα μόνη της.
.
.
.
.
.
.



(=Αναγραμματισμός)



Γράψω δυσκολευόμουν να σήμερα. Πληκτρολογήσω μια και παράγραφο κράμπα κατάφερα νωτιαίο μυελό να έπαθα στον. Ριψοκίνδυνο λοιπόν που ως είμαι άτομο, με αποφάσισα παίξω τις να λέξεις.




Μπουρδέλο τα έκανα μάλλον...
.
.
.
.
.
.
.

UPDATE:

H
Λου μου απάντησε.
Και με παρέπεμψε εδώ.
Αξίζει μια ανάγνωση.

---------------------------------------------------

H Λου με ρώτησε:
"Για την ηθελημένη άγνοια, τί έχετε να πείτε;
Σας έχει βοηθήσει;"




OXI!
(Mα καθόλου σας λέω.)


Tο να μην πηγαίνω στον γιατρό όταν με πονάει το στήθος μου, από φόβο μήπως μου πει, πως έχω καρκίνο και πεθάνω, δεν με έκανε υγιέστερο…

Tο να μην ρωτάω τη γυναίκα μου αν μ’ αγαπάει, από φόβο μήπως και μου πει «όχι» και καταρρεύσω, δεν με έκανε ευτυχέστερο…

Tο να μην κοιτάω το τέρμα την ώρα του πέναλτυ, δεν με έκανε να αγωνιώ λιγότερο…

Tο να μην προχωράω στο σκοτεινό δωμάτιο (όταν ήμουν μικρός), δεν με έκανε γενναιότερο…

Tο να μην ρωτάω «τι εννοείς» όταν δεν κατάλαβα τάχαμου την απειλή, δεν με έκανε σοφότερο…

Tο να μην μαθαίνω πως πυροβολείς, δεν με έκανε ασφαλέστερο…




Tώρα είμαι πλέον οπαδός του:
«Θα πάω…
κι ας μου βγει και σε κακό…»*





*«Aύγουστος», Nίκος Παπάζογλου
.
.
.
.
.
.

Προσοχή:
Ακολουθεί σοφιστικέ και άκρως σοβαρό κείμενο.
Παρακαλούμε συνεχίστε την ανάγνωση με δική σας ευθύνη.
Το κατάστημα ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχόν παρενέργειες.



Ο αυτοσαρκασμός αποτελεί για μένα μέγιστη αρετή, και σημάδι υψηλής ευφυϊας, πραγματικού γνώθι σεαυτόν και πηγαίου χιούμορ.
Τώρα τελευταία, έχω αρχίσει να βάζω στο ίδιο επίπεδο και την αυτοαναίρεση.

Η αυτοαναίρεση δεν είναι η μηδενιστική κοινοτυπία που συνοψίζεται στη φράση: “είπα ξείπα”… Είναι κάτι πέρα από αυτό, πιο βαθύ και πιο σκληρό, αλλά συνάμα και πιο λυτρωτικό.


Έχει να κάνει με αποφάσεις που πήρα σε σημαντικές στιγμές, με αποφάσεις βαρύνουσας σημασίας, με δηλώσεις λογίδρια, και την κατάριψη όλων των λόγων που με κάνουν να αποφασίζω κάτι, με αλλαγή εντέλει στάσης και τρόπου ζωής.

Οι ενέργειές μου, ως αποτέλεσμα είτε σκέψης, είτε παρορμητισμού, σημαδεύουν το παρελθόν και το παρόν μου, προσδίδοντάς του χαρακτηριστικά που αν τα συνθέσεις κατάλληλα ιχνογραφούν περίφημα το περίγραμμά μου. Το περίγραμμα και μόνον αυτό, διότι το μέσα μου, το γεμίζουν οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι φόβοι, τα όνειρα, οι επιθυμίες. Με λίγα λόγια, οι ενέργειές μου, και ειδικότερα οι ορατές από τους άλλους, είναι η εικόνα που εγώ θα ήθελα να έχουν οι υπόλοιποι για μένα. Αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι όντως αυτήν έχουν, αλλά εν κατακλείδι είναι ο αυτοστιγματισμός μου και όπως σε κάθε έργο τέχνης, έτσι και εδώ, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι μπορεί και θέλει, κι έτσι διαμορφώνει την άποψή του για την αισθητική και όχι μόνο, του έργου.

Κατά καιρούς οι ενέργειές μου, και πριν από αυτές οι αποφάσεις μου, ήταν προϊόντα εμπειριών, λαθών, παραμετροποιήσεων, ζυγίσματος καταστάσεων, παιδείας, κουλτούρας και στάσης ζωής. Όλα τα παραπάνω είχαν το ειδικό βάρος τους τη στιγμή της απόφασης ή της πράξης. Το ειδικό βάρος αυτό δεν είναι σταθερό. Μεταβάλλεται, καθώς μεταβάλλονται οι εξωγενείς παράγοντες αλλά και οι εσωτερικές παράμετροι που οδηγούν στο αποτέλεσμα.

Αποκτώ έτσι λοιπόν, αυτόματα και αδιαπραγμάτευτα, το δικαίωμα, να αυτοαναιρεθώ, όταν μέρος ή το σύνολο των παραμέτρων που προσδίδουν το ειδικό βάρος αυτό, αλλάζει, καταργείται, ή επαναπροσδιορίζεται σε μια νέα στιγμή, μια νέα εποχή, με νέα δεδομένα.

Η αυτοαναίρεση, είναι το εντελώς προσωπικό μου ρίσκο, του να ακυρώσω μια στάση ζωής (αλλά όχι απαραίτητα και τα αποτελέσματα που μέχρι τώρα υπήρξαν βάσει αυτής), ή μια σημαντική απόφαση που ορίζει συμπεριφορές και τρόπους σκέψεις, και να τα αντικαταστήσω με κάτι νέο ή απλώς τροποποιημένο, που με εκφράζει καλύτερα τη δεδομένη στιγμή, ή απλώς μου ανοίγει ορίζοντες, την πόρτα των οποίων αγνοούσα ή συνειδητά απέφευγα να ανοίξω ως τούδε.

Η αυτοαναίρεση (για να το συνδέσω και με προηγούμενο ποστ), είναι η δήλωσή μου π.χ. ότι το μαύρο δεν είναι ένα ακόμα χρώμα, αλλά ο συνδυασμός όλων των υπολοίπων χρωμάτων στο μέγιστο βαθμό. Είναι η απόφαση να δοκιμάσω π.χ. σούσι, ενώ μέχρι πριν λίγο δήλωνα ότι δεν πρόκειται να φάω ποτέ ωμή σάρκα, ως στάση ζωής ή ως αποτέλεσμα ταμπού. Είναι τέλος ο παρορμητισμός μου να ερωτευθώ π.χ. παράφορα ένα μολύβι, ένα σύννεφο, μια γαρδένια, ένα κείμενο ή μια μουσική, ενώ μέχρι τώρα ξόδευα τα τελευταία μου αποθέματα σε ανθρώπους και δη του αντιθέτου φύλου.

Ακόμα και η δημιουργία αυτού του blog εντέλει, είναι για μένα μια ακόμη έκφανση αυτοαναίρεσης, αφού η εσωστρέφεια που με κατέτρεχε μέχρι πρότινος, μου όριζε την απαγόρευση δήμοσιας επίδειξης οποιασδήποτε μύχιας σκέψης μου, οποιουδήποτε προσωπικού μου προβληματισμού, και την δημόσια αποκύρηξη οποιασδήποτε σταθεράς στη ζωή μου.

Αυτοαναιρούμαι, σημαίνει για μένα πως δεν είμαι αμοιβάδα (ούτε αχιβάδα), πως μεταλλάσομαι και προσαρμόζομαι, ρισκάρω και τολμώ, βουτάω με τα μούτρα σε τοίχους από άγνωστα υλικά, σταματάω να ισορροπώ στο ίδιο καλοτεντωμένο σχοινί με δίχτυ ασφαλείας από κάτω, επαναπροσδιορίζω τις σχέσεις μου και το περιβάλλον μου για να μην πεθάνω από ανία, ανακαλύπτω εκ νέου τη χαρά της δημιουργίας...

Αυτοαναιρούμαι κάθε φορά που ξυπνάω και είναι πρωί με ήλιο στον ουρανό, ενώ είχα πείσει τον εαυτό μου πως το βράδυ θα πέθαινα στο κρεβάτι, λουσμένος τους εφιάλτες μου και δαγκώνοντας σκληρά το μαξιλάρι και τις αγωνίες μου...


Αυτοαναιρούμαι για να νιώθω πως έχω κι άλλα να κατακτήσω...




Αν δείτε αυτό εδώ το post σήμερα,
δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν:

1) Δεν έχω ακόμα σύνδεση internet στο σπίτι
(και στο γραφείο θα ξαναπάω την Τετάρτη).

2) Με φάγανε μπαμπέσικα οι χθεσινοί οχτροί, και κάποιος χριστιανός με βαλσάμωσε για να μείνει το θεϊκό μου σώμα, στο πέρασμα των αιώνων διατηρημένο (χωρίς τη θέλησή μου)...


Αυτό είναι ένα post, που το έγραψα με όσο κουράγιο μου έμεινε από τον χθεσινό ανελέητο πόλεμο των κόσμων, από αυτό το μαρτύριο που ίσως διαβάσατε στο προηγούμενο post, από αυτήν την εκατόμβη των τελευταίων μου εγκεφαλικών νευρώνων.

Το έγραψα με αγάπη και νοσταλγία, για τις ωραίες εποχές που ζήσαμε πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη, για να μάθουν οι επόμενες γενιές (αν υπάρξουν), πως κάποιοι υπήρξαμε ωραίοι και ρομαντικοί bloggers, και δώσαμε και την τελευταία σταγόνα (ψηφιακού) αίματός μας, στο βωμό της μάχης για το δικαίωμα του blogging...


Σας φιλώ αγαπημένοι μου.


Είθε το πνεύμα σας να συνοδεύει αυτό το περίεργο ταξίδι μου...


Σαλούτ...
.
.
.
.

Το μέρος ήταν σκοτεινό.
Και βρώμικο.

Πολύ σκοτεινό θα έλεγα, για τα μάτια μου που δεν είχαν συνηθήσει σε τέτοιους είδους βαρβαρότητα. Ένας ακαθόριστος επαναλαμβανόμενος θόρυβος σερνόταν στο βάθος. Στα παλιά τα χρόνια θα μπορούσες να τον πεις ακόμα και μουσική, αλλά εδώ όχι, ήταν σκέτος θόρυβος σίγουρα. Επιβεβαιωμένα. Πεθαμένα τσιγάρα ανέδυαν στον αέρα εκείνη τη γνώριμη μυρωδιά πτωμαϊνης πάνω από τα τασάκια.

Δίπλα μου οι υπόλοιποι κατάδικοι συμπεριφέρονταν εντελώς αλλόκοτα. Σαν να μην τους ένοιαζε που βρίσκονταν, τι πρόκειται να τους συμβεί. Οι περισσότεροι χαζογελούσαν, σίγουρα τους είχαν ναρκώσει, σκέφτηκα. Σαν υπνωτισμένοι κουνούσαν τα κεφάλια τους αργά πέρα δώθε, και ψιθύριζαν ακατάληπτες λέξεις από κώδικες που δεν αναγνώριζα.

Στο πλάι μου κάθεται εκείνη. Αρκετά όμορφη και υπερβολικά ξένη για τον χώρο που μας είχαν μεταφέρει. Κι όμως, ακόμα κι αυτή ένιωθε κάπως... οικεία εδώ μέσα. Σαστισμένος γύρισα το κεφάλι μου. Σηκώθηκα, έκανα μια στροφή 360 μοίρες και ξανακάθησα αποκαμωμένος. Το μόνο γνώριμο αντικείμενο που μπορούσα να διακρίνω ολόγυρα ήταν οθόνες. Τεράστιες μαύρες οθόνες, που εξέπεμπαν αυτό το λευκό αρρωστημένο φως τους, μέσα στο μισοσκόταδο, σαν να είχαμε πάει όλοι εκεί για ομαδική ανάκριση.

Τρομοκρατήθηκα είναι η αλήθεια. Τώρα, μετά από τόσο καιρό που τα θυμάμαι όλα αυτά, αναγνωρίζω πως μπορεί να σκεφτόμουν και λίγο υπερβολικά εκείνη τη στιγμή, αλλά το μέγεθος του τρόμου που σε κυριεύει, δεν είναι ποτέ επιλογή σου. Ένιωθα σα να μη μπορούσα να πάρω ανάσα. Και δε μπορούσα με τίποτα να τρέξω προς την έξοδο. Όχι τουλάχιστον πριν τελείωνα αυτό για το οποίο είχα καταδικαστεί εδώ.

Ακόμα και στη Μοσάντ η εκπαίδευση που πέρασα φάνταζε κουκλοθέατρο μπροστά σ' αυτό.

Κανείς τρομοκράτης δε με απείλησε (αν και οι φωνές τους ακούγονταν καθαρά ολόγυρά μου), κανείς αιμοσταγής δολοφόνος δε με πλησίασε (κι ας έβλεπα αίματα σε κάθε ξαφνική λάμψη που φώτιζε το χώρο), καμία δολιοφθορά δεν υπήρξε εις βάρος μου, κι όμως οι μισοί στρατιώτες δίπλα μου ήταν ήδη νεκροί, κι οι υπόλοιποι δεν είχαν και πολλή ώρα ζωής μπροστά τους...

Αίμα, μπαρούτι και θάνατο, μύριζε το καινούργιο μου σύμπαν. Αίμα, φρέσκο, ζεστό, χυνόταν σε έναν πόλεμο που εξελισόταν με ιλλιγγιώδεις ρυθμούς μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Μια εκατόμβη θυμάτων, που υπάκουαν τυφλά σε εντολές, ανήμπορα να αντιδράσουν...



Ένας αναπάντεχος, όσο και ακατάληπτος διάλογος, με προσγείωσε σε μια πραγματικότητα, πιο πεζή κι από διαδηλωτή στο Σύνταγμα:

- Έλα ρε μαλάκα, άστο σου λέω...
(τακ, τακ, τακ, τακ, τακ, τακ , τακ, τακ...)
- Άστο να σου δείξω...
- Παράτα με!
- Να σου δείξω ρε ηλίθιε, και μετά το παίρνεις...
(τακ, τακ, τακ, τακ, τακ, τακ , τακ, τακ...)
(κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ...)
- Όχι ρε πούστη...
- Παρ'τα 'ρχίδια μου...
- Μα τί έγινε;
- Τί έγινε ρε μαλάκα; Σε γάμησε, αυτό έγινε.
- Μα αφού τον είχα γαζώσει...
- Ναι καλά. Το τοίχο γάζωσες, θέοστραβε...
(κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ...)
- Γαμώ... τη... πουτ...
- Γιατί δεν πεθαίνει ο καργιόλης;
- Ξέρω 'γω... Θα 'χει φάει σπανάκι.
- (!)
- Είσαι μαλάκας.
- Εσύ είσαι μαλάκας.
- Καφέ πήρες;
- Δεν έχω άλλα λεφτά.
- (...)
- Είσαι μαλάκας...

(κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ... ... ... ... ...)
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
(Έτσι και ξαναπάω σε internet cafe
να γράψω post εμένα να με χέσετε...)
.

.
.
.
.
.


Τις τελευταίες 33 ώρες,
μόνο δουλεύω...






Α, πήγα και μια φορά στην τουαλέτα.










Και δεν έχω και κανέναν άλλον να μου γράφει τα post...





.
.
...
.
.

O Nomad μου είπε:
"Δεν αλλαζεις τώρα και το χρώμα του μπλογκ;
Δεν είσαι μαύρος εσύ λεμε.
"


Kαι βέβαια δεν είμαι μαύρος. Oύτε κόκκινος, ούτε κίτρινος, ούτε καν μπεζ. Άσπρος είμαι, κάτασπρος. Kαι φέτος που έκανα διακοπές-σφηνάκι μάλιστα, είμαι ακόμα πιο άσπρος κι από πρόβειο γιαούρτι.



Προφανώς ο επιφανής συνιστολόγος εννοούσε το μαύρο background του blog μου. Kι επειδή κι άλλοι έχουν διερωτηθεί ή γκρινιάξει για την επιλογή μου αυτή, εξηγούμαι (χωρίς να απολογούμαι):

Eίμαι designer.
Mπορεί όχι ο καλύτερος, αλλά κουτσά στραβά τα καταφέρνω. Eπίσης έχω κι άλλα ελλατώματα: είμαι τελειομανής, λάτρης της λεπτομέρειας, και (πλέον) υπέρμαχος της αυτοαναίρεσης. Για το τελευταίο θα μιλήσουμε σε άλλο post. Σαν τέτοιος λοιπόν, όταν δημιούργησα το μπλογκ, σκέφτηκα πολύ τον σχεδιασμό του. Πειραματίστηκα αρκετά και κατέληξα σε αυτό που βλέπετε (μέσες άκρες, καθότι κατά καιρούς κάποια διακοσμητικά στοιχεία του blog αλλάζουν) για τρείς λόγους.

1) Tο μαύρο χρώμα κάνει το ωραιότερο κοντράστ με σχεδόν όλα τα άλλα χρώματα. Aν δε, τα συνδυάσεις και κατάλληλα, παίρνεις εξαιρετικό αποτέλεσμα, που συνήθως δημιουργεί έντονα συναισθήματα, είτε καλά είτε κακά. Kι αυτό μου αρέσει. Ήμουν πάντα της άποψης "ή κάν'το ή μην το κάνεις καθόλου, το να το ψιλοκάνεις είναι μια μαλακία και μισή". Άρα δεν θα το έκανα μάλλον ποτέ ούτε γκρι, ούτε κάποιο άλλο ουδέτερο χρώμα.

2) Στη μεγάλη βουτιά της ενδοσκόπησης, και της ανασκαφής στα μέσα σου, που τόσο μου αρέσει, το πρώτο χρώμα που (δεν) βλέπεις είναι το μαύρο. Kατόπιν αν είσαι τυχερός, θαρραλέος και ειλικρινής, βλέπεις κι άλλα, ο καθένας τα δικά του. Kι αν επιζήσεις από αυτή τη βουτιά του θανάτου, ανασύρεις μαζί σου και ψήγματα, σταγόνες, ή ξύσματα αν θέλετε, των χρωμάτων που βρήκες. Mε λίγη παιδική άγνοια κινδύνου και αρκετά ρίσκα, τα εκθέτεις κι ελπίζεις η γκαλλερί να γεμίσει.

3) Tο σημαντικότερο όμως απ’ όλα είναι τούτο: Έχοντας μαύρο φόντο γράφω λευκά. Tα κείμενά μου είναι λευκά. Mαύρα είναι όσα συναντάμε σε άλλα blogs με ανοιχτόχρωμα backgrounds. Tα δικά μου είναι λευκά. Tο καταλάβαμε ή να το ξαναγράψω; Eίναι λευκά! Kαι πορτοκαλί, και πράσινα, και μπλε, και κίτρινα και μπορντοροδοκόκκινα άμα θέλω, αλλά κυρίως λευκά. Kι αυτό με αντιπροσωπεύει. Aνεξάρτητα με το αν αυτό που θα διαβάσετε εδώ σας φέρει κατάθλιψη ή χαρά, πόνο και δάκρυα στα μάτια ή το χέρι στα νεφρά από το γέλιο, είναι γραμμένο με λευκό χρώμα, που για μένα σημαίνει αγνά, άδολα, με ειλικρίνεια και παρθενογένεση. Kανείς δεν το έχει ακόμα καταπατήσει, κανείς δεν το έχει ακόμα σπιλώσει. Eίναι δικό μου και βγαίνει από μέσα. Aπό ένα αλλοπρόσαλο "μέσα", αλλά από εκεί τέλος πάντων. Kαι εκεί χιονίζει ξεχιονίζει, το άσπρο χαρίζει το φως του σε κάθε σκοτεινό, βρωμερό, ξεδοντιάρη και τρισκατάρατο μπαμπούλα…


Mαύρο λοιπόν, αλλά στο φόντο, από πίσω, στο βάθος…
Mαύρο γιατί είναι classy, γιατί είναι ιντριγκαδόρικο, γιατί είναι πολλά υποσχόμενο, και γιατί όπως είχε πει και η τρισμέγιστη Kατερίνα:

"Αστους να λένε για το μαύρο φόντο.
Έχουμε δίκιο. Το μαύρο είναι classy.
Σε τελευταία ανάλυση, όποιος θέλει
να διαβάζει ...αριστουργήματα τζάμπα,
πληρώνοντας απλά μια συνδρομή στον ΟΤΕ,
ε, ας κουράσει λίγο και τα ματάκια του."

"Άνθρωπος δάγκωσε σκύλο"
Έτσι θα 'ναι. Το έγραψε η εφημερίδα...

"Ο Ζαχόπουλος πηδιόσαντε με την Τσέκου"
Έτσι θα 'ναι. Το έδειξαν στις ειδήσεις...

"Ο Spy γιορτάζει τα 100 post"
Έτσι θα 'ναι. Το έγραψε στο blog...


Ε, όχι λοιπόν, δεν είναι έτσι...
Εντελώς συμπτωματικά ανακάλυψα οτι ΑΥΤΟ είναι το εκατοστό post!
Κανείς (ούτε καν εγώ) δεν κοίταξε δίπλα στο sidebar, στη στήλη "Inner Archive", η οποία εχθές όλη μέρα έλεγε 2008: 99 posts

Σήμερα λέει 2008: 100 posts!


Δεν το έκανα βεβαίως επίτηδες. Στο Dashboard μου (Πανόπτη για τους γαλλομαθείς) εκατό έλεγε, διότι μετρούσε κι ένα που ποτέ δεν δημοσιεύθηκε και το ανακάλυψα σήμερα που πήγα να γράψω το επόμενο...

Κι όμως εσείς ήρθατε όλοι εδώ, πιστεύοντας φυσικά αυτό που σας είπα, μου ευχηθήκατε και όλοι μαζί περάσαμε μια χαρά. Κανείς δε μπήκε στον κόπο να ρίξει έστω και μια ματιά ακριβώς δίπλα, για να διαπιστώσει του λόγου το αληθές. Και καλά κάνατε. Δεν ήταν σκοπός μου να σας κοροϊδέψω.Τη γιορτή θα μπορούσαμε να την έχουμε κάνει κάλλιστα σήμερα, και στο κάτω κάτω δεν είναι και κανένα ιδιαιτέρως σοβαρό θέμα το 100ό μου post...

Έχετε αναρωτηθεί όμως ποτέ, πόσα πράγματα θεωρήσαμε δεδομένα, απλά και μόνο επειδή ένα δυνατό μέσο (όπως η τηλεόραση) μας τα πλάσαρε τεχνιέντως ή ακόμα και χύμα, στη μούρη; Πόσα πράγματα εντυπώθηκαν στη μνήμη μας και μάλλον και στο υποσυνείδητό μας, επειδή η δύναμη του μέσου είναι απλά ανίκητη; Πόσα πράγματα δεν φιλτραρίστηκαν ποτέ, απλά και μόνο επειδή μας τα είπε κάποιος περισπούδαστος;

Οι περισσότεροι άνθρωποι που διατηρούν ένα blog, είναι άνθρωποι σκεπτόμενοι, ευφυείς, προβληματισμένοι. Μερικοί είναι και προβληματικοί. ΟΚ. Κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα αρχίζει μ' αυτούς που είναι κατευθυνόμενοι.

Όπως λέγει και ο μέγας κ.κ.μοίρης, οι βλόγερς είναι δύο ειδών: οι established και οι ρολλίστες. Κι όταν εμείς διαβάζουμε άκριτα κάποια ενημερωτικά blogs, ή online "εφημερίδες" ή οτιδήποτε σχετικό, έχουμε την αυτόματη τάση να εμπιστευόμαστε τα γραφόμενα, διότι το μέσον (εν προκειμένω το blog) αυτοαποκαλέσθηκε ενημερωτικό. Χωρίς να σκεφτούμε πολλές φορές, πως πίσω από την ανωνυμία του γράφοντος, μπορεί να κρύβεται μια καλολαδωμένη και καλοπληρωμένη μηχανή παραπλάνησης ή προβοκάτσιας...

Δεν είμαι από αυτούς που τους αρέσει το κυνήγι μαγισσών, ούτε βάζω τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι.
Απλά, να, στη μελαγχολία που ακολουθεί κάθε γιορτή, όταν όλοι φεύγουν κι εσύ μαζεύεις τα πλαστικά ποτηράκια από το γκαζόν ή τη μοκέτα, σου έρχονται διάφορες σκέψεις. Κι άμα πιστεύεις πως έστω κι ένας ακόμη από αυτούς που σε διαβάζουν, ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτά που σκέφτεσαι, τις δημοσιεύεις.

Να τα χιλιάσω λοιπόν.
ΣΗΜΕΡΑ.

Λίγο πιο μόνος από εχθές.

Λίγο πιο σκεπτικός...
.
.
.
.

Το καλοκαίρι τελείωσε
το πρωτάθλημα ξεκίνησε
κι εγώ έφτασα αισίως τα 100 posts
χωρίς να τραυματιστώ σοβαρά.

Όπως κάθε σοβαρή ομάδα τέτοια εποχή
θέλω να σας κάνω την επίσημη παρουσίαση των χορηγών μου
με την ευκαιρία της επετείου αυτής.

(η σειρά που παρουσιάζονται
αφορά καθαρά προσωπικούς μου λόγους
και σε όποιον δεν αρέσει να πάρει τον πούλο)


<--------------------------------->


ΜΕΓΑΣ ΧΟΡΗΓΟΣ:


(διότι αυτός ο άγνωστος που ποτέ του ίσως να μην σχολιάσει,
καμιά φορά είναι ο φανατικότερος αναγνώστης μας)




ΠΛΑΤΙΝΕΝΙΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ:





(διότι χωρίς αυτούς δεν θα είχα ξεκινήσει το blogging)


ΧΡΥΣΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ:



(διότι χωρίς αυτούς δεν θα είχα συνεχίσει το blogging)



ΑΣΗΜΕΝΙΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ:







ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ:








ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ:




ΧΟΡΗΓΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΟΥ ΥΓΕΙΑΣ:





ΧΟΡΗΓΟΙ CATERING:





ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΩΡΟΘΕΤΗΣ:




<------------------------------------->


ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ:













ΜΕΛΗ:










ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ:







Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους
που μου κρατήσατε συντροφιά
τα κρύα βράδυα του χειμώνα
και που μου επιτρέψατε με την παρουσία σας
να συνεχίζω να μαλακίζ... (ε, μπαρδόν)
να γράφω ακόμα.

(υ.γ. links δεν έβαλα στα avatars,
διότι ήδη μου πήρε δεκαοχτώ μέρες
να τελειώσω αυτό το post.
Ελπίζω να βάλω αύριο)


Άντε στην υγειά μας!
.
.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy