Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ωραίο κουνουπίδι, άσπρο τρυφερό, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο του και πήγαινε για το σπίτι, ώσπου ξαφνικά συνάντησε μια αχλαδιά που έκανε ηλιοθεραπεία και τη ρώτησε αν είχε δει πουθενά τη μαμά του γιατί ήθελε να της πει πως η δασκάλα του έβαλε καλό βαθμό, εκείνη αποκρίθηκε πως δεν είχε ιδέα και συνέχισε να πίνει αμέριμνη το μαρτίνι της, και το κουνουπιδάκι άρχισε να κατρακυλά στο καταπράσινο λιβάδι ώσπου σκουντούφλησε σε έναν κουλουριασμένο σκατζοχοιράκο, «άουτς» έκανε, στα ψέμματα βέβαια γιατί τα κουνουπίδια δεν πονάνε, ο σκατζόχοιρος ξύπνησε, τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, κοίταξε το κουνουπίδι με μισό μάτι, που του είχε χαλάσει τον ύπνο, με το άλλο μισό κοίταξε ένα δελτίο του τζόκερ που το είχε αφήσει μισοτελειωμένο, έβγαλε μια πένα Montblanc από την κωλότσεπη και συμπλήρωσε και το ύπολοιπο δελτίο, «να, πάρτο» είπε στο κουνουπιδάκι, «τι να το κάνω;» ρώτησε αυτό, «να το παίξεις για να κερδίσεις πολλά λεφτά και ν’ αγοράσεις μια κόκκινη Φερράρι, τι άλλο;», «εντάξει, αλλά μήπως είδατε τη μαμά μου;», «δεν έχω ιδέα, πως είναι η μαμά σου;», «πολύ όμορφη!» απάντησε εκείνο, «μπα... θα την είχα προσέξει, γιατί δεν ρωτάς τον κυρ-Θανάση που τους προσέχει όλους;», «εντάξει, γειά σας» και βάλθηκε να τρέχει προς το σπίτι του κυρ-Θανάση που ήταν ένας μεγάλος ωραίος βραχόκηπος και στη μέση είχε κι ένα συντριβάνι, που έκανε συνέχεια «γκλ, γκλ, φλοπ, γκλ, πλοφ», «κύριε Θανάση είδατε τη μαμά μου;», «ναι παιδί μου, γκλ, γκλ, πλοφ, πήγε με τη φίλη της την Κολοκύθα, πλοφ, στην αγορά για ψώνια, γκλ, γκλ, φλοπ, γκλ, γκρ, κρρ, ρκρρ, πλοφ, φτου!», «φχαριστώ» έτρεχε χαρούμενο προς την αγορά, στο δρόμο προσπέρασε με ζηλευτή δεξιοτεχνία χορεύοντας, ένα τρακτέρ, δυο πικροδάφνες, κάτι τουρίστες φοίνικες, ένα χελιδονόψαρο σε μυστική αποστολή, δυο κάδους απορριμάτων που είχαν πιάσει κουβέντα για το μπάσκετ, έτρεχε, έτρεχε, συνάντησε κι έναν αστυνομικό που σφύριζε «φρρ, φρρρ...» για να μην τρακάρουν μεταξύ τους τα βελανίδια που είχαν σκορπιστεί δεξιά κι αριστερά, «κύριε αστυνομικέ, μήπως...», «φρρ, φρρρ...», «καλά, δεν πειράζει θα τη βρώ μόνος μου», έτρεχε, χοροπηδούσε, του πέσανε από τη σάκα του όλα τα μολύβια, κίτρινα, μπλε, μωβ, καφέ, άσπρα, «άσπρα;», «ναι άσπρα», «καλά...» έτρεχε και πλησίαζε προς τη μεγάλη πλατεία με τα αερόστατα που περίμεναν στην ουρά να γεμίσουν βενζίνη, «τα αερόστατα;», «... ...», «καλά ντε», έτρεχε, και τότε είδε μια τεράστια χοντρή πορτοκαλί κολοκύθα που ήξερε πως ήταν η φίλη της μαμάς του γιατί τις είχε δεί που ψωνίζανε μαζί φουστάνια, και φώναξε «μαμά, μαμά» και η μαμά του εμφανίστηκε καμαρωτή καμαρωτή πίσω από την κολοκύθα και το μικρό κουνουπιδάκι έτρεξε στην αγκαλιά της και παραλίγο να πέσουν και οι δύο κάτω και βάλανε τα γέλια και αγκαλιάζονταν ξανά και ξανά, και ξέχασε να της πει για τη δασκάλα και τον καλό βαθμό που πήρε, αλλά θυμήθηκε το τζόκερ και πήγανε οι τρεις τους στο ειδικό μηχάνημα που βάζεις τα τζόκερ που κερδίζουν, και το βάλανε, και το μηχάνημα άρχισε να κάνει «κρ, κρ, πακ, πακ, κρ, τζζζ, βλβλ, κρ» και τότε ανάψανε όλα του τα λαμπάκια, κόκκινα, πράσινα, μπλε, κίτρινα, φούξια, μαύρα, «μαύρα;», «ναι ρε παιδάκι μου, μαύρα, αφού ήταν ειδικό μηχάνημα σου λέω», «εντάξει», και ανάψανε που λες όλα τα λαμπάκια και άρχισε να κάνει ίου ίου ντονγκ ντονγκ, και άνοιξε ένα πορτάκι στο πλάι και άρχισαν να τρέχουν λεφτά από μέσα, πολλά λεφτά, χιλιάδες λεφτά, εκατομμύρια λεφτά, τρισεκατομμύρια λεφτά, «χι, χι..», ναι και που λες, πήραν όλα αυτά τα άπειρα λεφτά και πήγαν στο διπλανό κατάστημα που πούλαγε αυτοκίνητα και πήραν μια κατακόκκινη φερράρι, κι έδωσαν μερικά και στην κολοκύθα τη φίλη τους που πήρε ένα μπεζ χιουντάι, και πήγε σπίτι της να του κρεμάσει αρκουδάκια και γκάρφιλντ στα τζάμια και σταυρουδάκια στον καθρέφτη, κι η μαμά με το μικρό κουνουπιδάκι χάθηκαν στον ορίζοντα, ζβίιιιν, γιατί έτρεχε η φερράρι γρήγορα, και... και... έτρεχαν, και... βζίιιιν, και η φερράρι, και... αυτά...

...... ?

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

...... :(

Σου άρεσε;

Μπαμπά...;

Τι;

Τι είναι το μοντμπλάνκ;

......




(τι; μόνο αυτός θα λέει δηλαδή ωραία παραμύθια;)
.
.
.
.
.
.
.



Θα χρειαστείτε:

  • 1 spy ολόκληρο ξεφλουδισμένο
  • 1 φούρνο
  • 1 κουζίνα που εμπεριέχει τον ως άνω φούρνο
  • 1 νταμιτζάνα λάδι
  • Αλατοπίπερο
  • 5 λεμόνια
  • 12 πατάτες
  • Υπομονή
  • Μπόλικη αρρωστημένη φαντασία

Tip: Είναι μείζονος σημασίας να έχετε αγοράσει τον Spy ξεφλουδισμένο και για να μην ταλαιπωρείστε (με την πέτσα δεν τρώγεται με τίποτα), και για να ψηθεί ομοιόμορφα στο εσωτερικό του το έδεσμα.

Ετοιμάζουμε τον Spy προσεκτικά τεμαχίζοντας το κυρίως σώμα σε μικρούς κύβους μεγέθους περίπου 5cm. Αφαιρούμε φυσικά τα κόκκαλα, τα οποία και φυλάσσουμε για να τα κάνουμε σούπα σε άλλη συνταγή. Τον εγκέφαλο τον τοποθετούμε προσεκτικά σε μια γαβάθα, ώστε να φτιάξουμε αργότερα ένα συνοδευτικό πατέ. Πασπαλίζουμε τα άρτι τεμαχισθέντα κομμάτια Spy με αλάτι, πιπέρι και για όσους επιθυμούν πιο gourmet πειραματισμούς προσθέτουμε και τζούρες ρίγανης, κόλιαντρου, φασκόμηλου και ΦΥΣΙΚΑ γκουακαμόλε!

Αδειάζουμε τη μισή νταμιτζάνα λάδι σε ένα βαθύ ταψί, και την υπόλοιπη στον νεροχύτη. Κατόπιν τη γεμίζουμε με νερό, τοποθετούμε μέσα ένα ωραίο μπουκέτο λουλούδια την τυλίγουμε με τούλι, οργάντζα, τεντόπανο ή ότι άλλο βρούμε πρόχειρο και φτιάχνουμε ένα ωραιότατο βάζο που κάνουμε δώρο στον γείτονα προκειμένου να έχουμε το θάρρος να του ζητάμε ζάχαρη, ξύλα για το τζάκι ή δανεικά.

Έχουμε ήδη προθερμάνει τον φούρνο στους 400 βαθμούς. Απλώνουμε ομοιόμορφα το τεμαχισμένο κρέας στο ταψί και το τοποθετούμε στο φούρνο. Χαμηλώνουμε τη θερμοκρασία στους 150. Όσο ο Spy τσιρτσιρίζει, ασχόλουμαστε με τα υπόλοιπα. Κόβουμε τα μισά λεμόνια σε λεπτές φέτες και τα έχουμε έτοιμα για τα μαρτίνι που θα καταναλώσουμε με τους συνδετημόνες. Τα υπόλοιπα τα πολτοποιούμε και περιλούζουμε με αυτά το κρέας μέχρι να επιτευχθεί η απαραίτητη ξυνίλα. Κάθε μισή ώρα, ανοίγουμε τον φούρνο για να βεβαιωθούμε ότι δουλεύει, αλλάζουμε πλευρό στον Spy, καπνίζουμε ένα τσιγαράκι, και στο ενδιάμεσο σχολιάζουμε στα μπλογκς της αρεσκείας μας.

Μία ώρα πριν σβήσουμε τον φούρνο πετάμε μέσα τις πατάτες ολόκληρες με τη φλούδα τους (κατά προτίμηση και άπλυτες), ώστε να έχει μια ντεμέκ εσάνς βαρβατίλας το όλο ψητό. Τυλίγουμε με αλουμινόχαρτο το ταψί, και ρίχνουμε έναν υπνάκο στα γρήγορα. Στις τρεις και τέταρτο ακριβώς, σβήνουμε τον φούρνο, αφαιρούμε το αλουμινόχαρτο και κάνουμε ατμοθεραπεία με το κεφάλι μέσα στο φούρνο. Ο Spy πλέον θα πρέπει να έχει μια μπορδοροδοκόκκινη απόχρωση, δείγμα του ότι ψήθηκε σωστά και του ότι έβλεπε πολύ Μοιραράκη όταν ζούσε.

Σερβίρουμε σε στρατιωτικές καραβάνες για ακόμα περισσότερη βαρβατίλα και συνοδεύουμε με τα μυαλά πατέ σε ξεχωριστά μπωλάκια με άνιθο και φουντούνια ως γαρνιτούρα.



Προετοιμασία: Ψυχολογική
Ψήσιμο: Κανα πεντάωρο...
Βαθμός δυσκολίας: 3-5 (ανάλογα με το μαχαίρι)
Συνοδεύεται με: Μαλαματίνα (είπαμε, βαρβατίλα...)
.
.
.
.
.
.

Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για τα δανεικά.
Μ' αυτά και μ' αυτά μάζεψα ένα ολόκληρο πουγκί λέξεις.

Δεν είναι δικό μου αυτό το ποστ. Κλοπιμαία είναι που θα τα φυλάξω.
Όσοι με δανείσατε ανιδιοτελώς μην ανησυχείτε.
Θα σας τα επιστρέψω μέχρι τελείας. Σε συσκευασία δώρου.



Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον φίλτατο [Germanos] για το link.
.
.
.
.



Όλο το καλοκαίρι μάζευα ωραίες λέξεις. Λέξεις παρατημένες δεξιά κι αριστερά, άλλες χρησιμοποιημένες που οι πρώην ιδιοκτήτες τους δεν τις χρειάζονταν πια, άλλες αδέσποτες που ταξίδευαν σαν αποδημητικά πουλιά στην καλοκαιρινή αύρα, λέξεις που μου άρεσαν και πίστευα πως θα τις χρειαστώ τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.

Mάζεψα κάμποσες, τις έκλεισα σε ένα τετράδιο, που και που το άνοιγα να αερίζεται, το πήγαινα βόλτα στα πάρκα να μην νιώθουν παραμελημένες οι λεξούλες μου, καμιά φορά μάλιστα τις πρόφερα μεγαλόφωνα για να μη σκουριάσουν από την ακινησία, στρέτσινγκ λέξεων, αερόβια και αναερόβια γυμναστική για να κρατούν τη φόρμα τους και να ‘ναι ετοιμοπόλεμες όποτε θα ερχόταν η ώρα τους.

O χειμώνας ήρθε. Ένας χειμώνας ερμαφρόδιτος, με διχασμένη προσωπικότητα και αγοραφοβία, ένας χειμώνας που χρειάζεται επειγόντως ψυχοθεραπεία και κοκταίηλ βαρβιτουρικών για να συνέλθει, με αυξημένες τις πιθανότητες να μην τα καταφέρει και να ξεψυχήσει σε κάποιο σανατόριο, ισοπεδωμένος από τα μεταλλαγμένα καλοκαίρια που θα έρθουν.

O χειμώνας αυτός, έστω και λειψός, ανάπηρος ή ανίκανος, ήρθε. Kι εγώ ξεπαραδιασμένος πλέον, έχοντας σκορπίσει τον γλωσσικό μου πλούτο σε εφήμερες απολαύσεις, ανέτρεξα στο τετράδιό μου να σηκώσω μετρητά κι ας ήξερα πως τα επιτόκια θα με γονατίσουν. Θα έπαιρνα λίγες λέξεις, όχι όλες, ίσα ίσα να πληρώσω κάποιες δόσεις που μαζεύονταν, μια κατάθεση εδώ, μια πληρωμή πιο κει, μια μεταφορά υπολοίπου πιο πέρα και λίγες να μου μείνουν στην τσέπη να περνάω.

Aλλά φευ! Tα πράγματα σπανίως έρχονται όπως τα έχεις σχεδιάσει. Άνοιξα το τεράδιο και η κατάρρευση των αγορών με χτύπησε κατακούτελα. Kάποιοι έιχαν αρπάξει από μέσα χωρίς καν να ρωτήσουν τις πιο ωραίες από δαύτες. Τις πήραν προφανώς για να τις εξαργυρώσουν στα ενεχυροδανειστήρια των άσκοπων συναντήσεών τους ή να τις θάψουν στα πυρηνικά τους καταφύγια, τρομολάγνοι φοβισμένοι πως θα ξεμείνουν από γαλατάκια, χαρτιά υγείας και κουβέντες της προκοπής, οι ίδιοι που αδειάζουν τα ράφια των σουπερ μάρκετς όταν στις ειδήσεις βάζουν μουσική υπόκρουση από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.

Oι υπόλοιπες αποσυντονίστηκαν, ξαφνιάστηκαν, ξεβολεύτηκαν από τις ωραίες θέσεις που τις είχα τακτοποιήσει και άρχισαν να περιφέρονται ασκόπως δεξιά κι αριστερά στα κενά που έβρισκαν, μέχρι που έχασαν το δρόμο και δεν ήξεραν πως να ξαναγυρίσουν στη θέση τους. Kαι τότε τα πιο αντισυμβατικά γράμματα όρθωσαν το ανάστημα τους, έκαναν την μικρή τους επανάσταση, έσκαψαν μεθοδικά και υπομονετικά το εξώφυλλο και την κοπάνησαν μεγαλοπρεπώς αφήνοντας τις λεξούλες μου και τις οικογένειές τους ανάπηρες και τσακισμένες.

Oι μόνες που βρήκα ψυχορραγούσαν σε ράντζα διαδρόμων με τα άκρα τους να κρέμονται αβοήθητα κι ετοιμοθάνατα, μιας και το συστημα περίθαλψης του τετραδίου μου έπνεε τα λοίσθια χρόνια τώρα…

α.τ\γν_σί_
¥-ερ΅φνε..
äξ+ο§ρ:-ε®α
κ©υ÷ά™!ο
&έΛ#σ#
ô±“ρçι@
£σw+ε¦ιçό
É≥α°ά•†ασΐ
Ꙇαρ@υ½ή…

Ήταν φανερό πως είχαν καταστραφεί ανεπανόρθωτα και μαζί τους κι εγώ. Aπελπίστηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω… Άχρηστες πλέον όλες μου οι οικονομίες κι εγώ ανήμπορος δεν αντέχω ούτε έναν ορό να κρεμάσω σωστά στο κρεβάτι του πόνου τους…

Έκκληση κάνω φίλοι μου. Aν με ακούτε, και αν έχετε κάποιο περρίσευμα, λέξεων, βοηθήστε με σας παρακαλώ κι εγώ δεν θα το ξεχάσω. Θα σας χρωστώ. Kαι θα σας ξοφλήσω μόλις μπορέσω. Mια δυο λεξούλες ο καθένας, θα τον βγάλω τον χειμώνα.

Nτρέπομαι, αλλά δε φταίω εγώ, να ξέρετε.

H διεθνής κατάσταση φταίει, και η εγχώρια αναισθησία…
.
.
.
.
.
.


Σήμερα ήθελα να γράψω για παραιτήσεις, για γονατιστά ανθρωπάρια που εκλιπαρούν σταγόνες επιείκιας, για ελπίδες που εγκαταλείφθηκαν αμαχητί σε κλειδωμένους αχυρώνες, για...

Όμως πριν από λίγο, είδα το μέγεθος του αναστήματος ενός γενναίου ανθρώπου, που όσα νυστέρια κι αν τον γδάρουν πάντα θα φυτρώνουν φτερά στην πλάτη του, που θα στέκεται όρθιος μπροστά στις πιο τρομακτικές θύελλες, και θα μας δίνει μουσικές που θα μας αφήνουν άφωνους.
Και τρόμαξα...

Και δεν έχω λέξεις...

Καλή τύχη γλυκειά μου, και καλή δύναμη!
Όλα τα κόκκινα ανθρωπάκια μου θα είναι μαζί σου.


.
.
.
.

26 χρόνια επί 365 ημέρες = 9.490
(χέστηκα για τα δίσεκτα...)

9.490 ημέρες επί 30 τσιγάρα την ημέρα = 284.700
(πω... πω...!)

Τα παραπάνω επί 10mg πίσσας το καθένα = κάτι λιγότερο από 3 κιλά πίσσας

(Και προσπαθούσα τρεις μήνες τώρα
να καταλάβω πως στο διάολο πάχυνα...)


.
.
.
.



Κάποτες ήταν ένας κλόουν. Ωραίος.
Με φαρδιά παντελόνια, τιράντες, κόκκινες μύτες και όλα αυτά. Ευτυχισμένος σουλατσάριζε στο θεόρατο τσίρκο, καθώς αυτό που έκανε τον γέμιζε. Ήταν από τους τυχερούς που επέλεξαν να κάνουν επάγγελμά τους την τρέλλα τους. Ο κόσμος τον αγαπούσε, διότι ήταν καλός και ευγενικός με τα παιδιά και κατάφερνε να κάνει ακόμα και τους μεγαλύτερους να γελούν, ξεχνώντας έστω και στιγμιαία τους καημούς τους. Δημοφιλής και ευκατάστατος, θα μπορούσε να εξαργυρώνει την επιτυχία του αυτή για χρόνια και μια μέρα να πεθάνει ήσυχος και πλήρης σε κάποια ακριβοπληρωμένη κλινική.

Όμως ο κλόουν μας δεν ήταν ένας συνηθισμένος κλόουν. Δεν του αρκούσαν αυτά. Γεμάτος δίψα για τη ζωή, για τις περιπέτειες, για τις νέες εμπειρίες, αδυνατούσε να επαναλαμβάνει για χρόνια το ίδιο νούμερο.

Κατά καιρούς ζήλεψε: τον ταχυδακτυλουργό που εμφάνιζε λαγούς κι εξαφάνιζε ντουλάπες, τον θηριοδαμαστή που ασκούσε μια μαγευτική γοητεία σε τόσο ενστικτωδώς αδίστακτα ζώα και αυτά τον σέβονταν και τον φοβόνταν με τον τρόπο τους, τον ζογκλέρ που κατάπινε φωτιές και μαχαίρωνε με χειρουργική ακρίβεια τον ξύλινο τοίχο δίπλα από την αγαπημένη του σκορπώντας ρίγη στο πλήθος, ακόμα και τον μαέστρο ζήλευε που ανεβασμένος εκεί ψηλά στο θεωρείο του, ήταν λες και είχε την διεύθυνση όχι μόνο της ορχήστρας αλλά και του πλήθους.

Μα πιο πολύ απ’ όλους ο κλόουν ζήλεψε τους ακροβάτες. Ήταν που πάντα του άρεσε να βλέπει από άλλη οπτική γωνία τα πράγματα, ήταν που εκείνοι αψηφούσαν κάθε νόμο ισορροπίας, ήταν που οι καλύτεροι έπαιρναν το ρίσκο της επώδυνης προσγείωσης χωρίς δίχτυ ασφαλείας, ήταν που πάντα ο κόσμος σιωπούσε εκστασιασμένος στα νούμερά τους, ήταν όλα αυτά...

Ζήλεψε και παθιάστηκε. Κι ανήσυχος ως πάντα, βάλθηκε να μαθαίνει πιρρουέτες, κόλπα περίεργα σε τεντωμένα σχοινιά, κι όταν μαζεύονταν μικρότεροι τριγύρω του άρχιζε τις κωλοτούμπες κι εκείνοι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα μόλις προσγειωνόταν φαρδύς πλατύς στην άμμο του τσίρκου κι ένα γαρύφαλλο πετάγοταν από το σακάκι του...

... ... ...

Μια μέρα βολτάριζε στην παραλία. Εκεί δίπλα στην παλιά προκυμαία, εξασκούσε τις πιρρουέτες του και τα ακροβατικά του, και που και που κάποιος ξέμπαρκος περαστικός διέκοπτε τον περίπατό του για να τον χαζέψει λιγάκι, εκείνος του χαμογελούσε συντροφικά, κι έπειτα ο καθένας συνέχιζε την πορεία του. Εκεί στην παλιά προκυμαία, ήταν απόγευμα, κι άρχισαν να μαζεύονται ζευγαράκια που αγκαλιασμένα εξομολογούνταν τον έρωτά τους δίπλα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, μητέρες με παιδάκια στα καρότσια ή κάτω από ένα βουνό μπαλόνια, ενήλικοι σκεπτικοί με τηλέφωνα στο χέρι και ρολόγια και χαρτοφύλακες, ηλικιωμένοι που συγκρίναν τους απολογισμούς τους δυο-δυο στα παγκάκια χτυπώντας τις μαγκούρες τους στις πλάκες. Ένα πλήθος ετερόκλητο, “ιδανικό για μιαν ωραία παράσταση”, σκέφτηκε.

Και άρχισε τα δικά του ακροβατικά. Αυτά που είχε μάθει τις ατελείωτες ώρες που χάζευε τους ακροβάτες στο τσίρκο, αυτά που εξασκούσε κάθε βράδυ στα κρυφά μέσα στη σκηνή του, ή τα απογεύματα των ρεπό στις έρημες προκυμαίες που τόσο του άρεσαν.

Έτρεχε πάνω κάτω σα δαιμονισμένος στην άκρη της προβλήτας κι ας έσκαγαν δίπλα του θεόρατα κύματα, πιτσιλίζοντάς τον με κουβάδες κινδύνου, έκανε τις κωλοτούμπες του εκεί στην ίδια άκρη ισορροπώντας επικίνδυνα στο χείλος μιας μανιασμένης θαλασσοταραχής... ο κόσμος χάζευε μεγεμένος και αμίλητος... περπατούσε ανάποδα με κλειστά τα μάτια και μια τεράστια γλάστρα στο κεφάλι για καπέλο... ο κόσμος ψιθύριζε λόγια θαυμασμού... χόρευε πάνω από τα κύματα που έσκαγαν με λύσσα στην προκυμαία σαν αιθέρια μπαλαρίνα... ο κόσμος χειροκροτούσε... σηκωνόταν ανάποδα και προχωρούσε με τα χέρια, και το τεράστιο φαρδύ του παντελόνι έπεφτε προς τα κάτω αφήνωντας να φανεί το θεόρατο πρασινοκίτρινο πουά βρακί του... ο κόσμος αναπάντεχα ξαφνιασμένος ξεσπούσε σε δυνατά γέλια... στριφογύριζε ο κλόουν μας, χαρούμενος, αδιάφορος, μαγεμένος κι αυτός, ξανά μια κωλοτούμπα, πιρουέτα, τρέξιμο, κωλοτούμπα, χορός, περιστροφές, κωλοτούμπα... ώσπου χωρίς να το καταλάβει έφτασε στην άκρη της προβλήτας... πιρουέτες, κωλοτούμπα... ο κόσμος ανησύχησε, που θα πήγαινε;... τρέξιμο, περιστροφή, κωλοτούμπα... ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος και σταμάτησε να μιλάει... περιστροφή... κάποιοι του φώναξαν φοβισμένοι να σταματήσει... εκείνος εκστασιασμένος, χοροπηδητό, πιρουέτα, κωλοτούμπα... μια συντονισμένη καραυγή απ’ το πλήθος... Αααα!... κωλοτούμπα... Πλάφ! Τίποτα...

Όλοι έτρεξαν προς τα κει, μερικά παιδάκια άρχισαν να κλαίνε, οι μεγαλύτεροι του φώναζαν, τίποτα...

Έφτασε κόσμος πολύς στην άκρη της προκυμαίας, προσπαθώντας να διακρίνουν κάτι, οτιδήποτε, στην φουρτουνιασμένη θάλασσα, φώναζαν, ούρλιαζαν, κάποιοι άρχισαν να γδύνονται, έτοιμοι να βουτήξουν με το πρώτο σημάδι, κάποιοι έφεραν φακούς, τίποτα...

... ... ...

Μια ηλικιωμένη κυρία μάζεψε την ομπρέλα της, σηκώθηκε από το παγκάκι, έριξε τους υπόλοιπους σπόρους στα περιστέρια που μαζεύτηκαν ήσυχα τριγύρω της, προσπέρασε τον κόσμο σιωπηλή αλλά γαλήνια, περπάτησε λίγο ακόμα, και κοντοστάθηκε πάνω από τον υπόνομο με το ανοιγμένο καπάκι. Πλαφ, πλαφ, πλαφ...

Η σκιά της έπεσε μέσα στον υπόνομο, και του σκοτείνιασε για λίγο την καινούργια του σκηνή. Τότε μόνο ο κλόουν μας σταμάτησε τον ξέφρενο χορό του, και τις κωλοτούμπες, και όλα, και σήκωσε ψηλά το κεφάλι, την είδε που στεκόταν εκεί αμίλητη, φώναξε για τον ακούσει:

“Μαμά...; Μαμά μην ανησυχείς....
Καλά είμαι. Ακροβατώ αλλού τώρα. Αλλά εντάξει είμαι...»

“Το ξέρω αγάπη μου. Εγώ το ξέρω... άστους αυτούς...”


.
.
.
.
.
.



15 πράγματα
που μπορεί (μη σας πω "πρέπει" και τρομάξετε)
να κάνει ένας άντρας, όταν ΔEN έχει μια ώρα ελεύθερο χρόνο:

1. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να πιεί δυο μπύρες, άντε και τρεις (το Champions League δεν θεωρείται αναγκαία συνθήκη).
2. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να ακούσει ένα υπέροχο soundtrack (ενίοτε και της ζωής του).
3. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να γραφτεί σε μια σχολή για αυτοδύτες.
4. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να γραφτεί μέλος της Xεσμπολάχ.
5. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να σκηνοθετήσει τους λόγους της επόμενης αναρρωτικής του άδειας.
6. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να καπνίσει μερικά από τα καλύτερα τσιγάρα της ζωής του.
7. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να βουτήξει γυμνός σε ένα aquarium με καρχαρίες (τι σημαίνει δεν υπάρχει κανένα εδώ τριγύρω;)
8. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να διαλέξει με τυχαία επιλογή έναν προορισμό από τον πίνακα ανακοινώσεων του αεροδρομίου. Kατόπιν να αγοράσει ένα εισητήριο για τον προορισμό αυτόν (προσοχή: όχι δύο), και να ξοδέψει τον υπόλοιπο χρόνο που θα του απομένει προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα το χρησιμοποιήσει ή όχι.
9. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να περιμένει με τα πόδια πάνω στο γραφείο του διευθυντή του, διαβάζοντας αθλητική εφημερίδα, πότε εκείνος θα επιστρέψει, για να του πει: "Kαλά, δεν σου είπα να μου φέρεις κι έναν καπουτσίνο;"
10. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να ανεβοκατέβει με τα πόδια την Eυρυπίδου ή την Φυλής χαρίζοντας εικοσάευρα στις εργαζόμενες κυρίες (προϋποθέτει βραδυνή απουσία ελεύθερου χρόνου).
11. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να παίξει one-off όλο του το βιος στη ρουλέτα (το νούμερο δεν παίζει ρόλο, για τη χαρά του παιχνιδιού θα το κάνει, άντε για το καλό του χρόνου…)
12. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να μπουκάρει ασυγκράτητος στην εταιρία όπου εργάζεται η γυναίκα του, να πετάξει τους πάντες έξω από το γραφείο της, να της κάνει ξεδιάντροπο σεξ με ανοιχτές τις γρίλλιες που βλέπουν στο δρόμο, και φεύγωντας μαζί της να πει περιφρονητικά στο αφεντικό της: "Mπορώ να της δίνω τα ίδια, για πλάκα, και να με περιμένει εκείνη στο σπίτι αντί για τον σκύλο!"
13. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να γράψει τα απομνημονεύματά του. Mε τόση έλλειψη χρόνου, θα αρκεί και μισή ώρα φαντάζομαι, μαζί με την εικονογράφιση…
14. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να λουστεί με πετρέλαιο μέσα στο σαλόνι, περιμένοντας το πρώτο τυχαίο ανναμένο σπίρτο που θα περάσει (προσοχή στις κουρτίνες: ποιός Tην ακούει μετά…;)
15. Nα τα γράψει όλα κανονικά και να επισκεφτεί έκτακτα τον ψυχολόγο ή τον πνευματικό του (κατά βούλησιν), φωνάζοντας ξεδιάντροπα στον χώρο αναμονής: "Tα κατάφερα! Θεραπέυτηκα! ΔEN ΠPOΛABAINΩ να αγχωθώ, να στενοχωρηθώ, να χαρώ ή να νευριάσω για τίποτα…! Eπιτέλους μπορώ να σταματήσω τα χάπια!"
.
.
.
.



Ο κύριος Παντελής Τζορμπατζόγλου ήταν ένας μεσήλικας, ένας συνηθισμένος αστός, από αυτούς που τους χτύπησε πρώτους η κρίση. Κλασσική περίπτωση υπερδανεισμένου ανθρώπου, που προκειμένου να εξυπηρετήσει την μία κάρτα, έπαιρνε ένα δάνειο, και μετά άλλη μια κάρτα για να βγάζει τις δόσεις του δανείου και ούτω καθεξής. Και ποιός δεν είναι έτσι θα μου πείτε. Όμως ο κύριος Παντελής είχε μια κεφαλαιώδη διαφορά από όλους τους υπόλοιπους.

Από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να έχει αναστολές. Κάθε είδους. Και το σημείο αυτό ήταν η στιγμή που πήγε στο σουπερμάρκετ, για τα συνηθισμένα ψώνια της εβδομάδας. Στο ταμείο, και ενώ προσπαθούσε να στριμώξει, με παταγώδη αποτυχία ομολογουμένως, στην ίδια σακούλα κρακεράκια, μπακαλιάρους, φτηνά άφτερ σέηβ και σκυλοτροφές, ανακάλυψε έντρομος πως δεν έχει πάνω του τα 36 ευρώ και σαράνα λεπτά που του ζήτησε η ξινισμένη ταμίας. Έκανε πως ψάχνεται για λίγο, αλλά μόλις κατάλαβε πως δεν είχε νόημα κανένα σκηνοθετικό εύρημα, έδρασε αστραπιαία. Κοίταξε πίσω του. Κανείς. Κάτι γριές στα διπλανά ταμεία αγκομαχούσαν να σπάσουν τα νεύρα των άλλων γυναικών που δούλευαν εκεί, αλλά στο δικό του ταμείο, κανείς. Έβαλε τα τελευταία πράγματα μέσα στην πλαστική σακούλα, κούμπωσε το μπουφάν του, σήκωσε το γιακά, και τράβηξε μια ξεγυρισμένη μπουνιά στην ταμία, η οποία την βρήκε επιτυχώς στο δοξαπατρί και ευθύς σωριάστηκε με τη μούρη γεμάτη αίματα, πάνω στο κυλιόμενο πλαστικό διάδρομο του ταμείου. Άρπαξε τη σακούλα και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Συνέχισε χωρίς να κοιτάξει πίσω, μέχρι που μπήκε σπίτι του. Κλείδωσε.

Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως το γεγονός αυτό ήταν η αρχή του τέλους, αλλά ήταν.

Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, ο μπακαλιάρος, τα κρακεράκια, τα ρύζια και κάτι ξεχασμένες κονσέρβες (που από καιρό το περιεχόμενό τους είχε περάσει στο επέκεινα), είχαν εξαντληθεί. Το ίδιο και η ανέχεια του Παντελή Τζορμπατζόγλου. Λίγο πριν αρχίσει να φαντάζεται ως το πιο εύγευστο πρωινό το άφτερ σέηβ του, θυμήθηκε τη σκυλοτροφή. Άρχισε να τη μασουλάει με ανησυχητική βουλιμία. Το μικρό σακουλάκι μέχρι το ίδιο βράδυ είχε αδειάσει. Άνοιξε και το τελευταίο. Έβαλε μια μερίδα στον κακόμοιρο σκύλο που τον κοιτούσε μ’ αυτά τα τεράστια λυπημένα μάτια, το μετάνιωσε αυτόματα, του ξαναπήρε πίσω τη μισή κυριολεκτικά μέσα από το στόμα, έφαγε μερικά και κλείδωσε τη σακούλα με τα υπόλοιπα στο συρτάρι του κομοδίνου, για παν ενδεχόμενο. Κοιμήθηκε.
Ένας θεός ξέρει πως...

Την επομένη, έκανε τάχαμου κάποιες δουλειές στο σπίτι, περισσότερο για να ξεχαστεί. Έφαγε τις τελευταίες σκυλοκροκέτες. Ούτε για πρόγευμα δεν έφταναν φυσικά. Δεν κατάφερε καν να πιεί λίγο νερό για να γεμίσει το στομάχι του με υγρό. Κομμένο. Από την προηγούμενη. Αυτό το ανακάλυψε όταν άδειασε όλο το περιεχόμενο του γεμισμένου με κάθε λογής αηδία στομαχιού του στην λεκάνη της τουαλέτας, και το καζανάκι δεν λειτούργησε. Σκέφτηκε να γεμίσει έναν κουβά με νερό, καθότι η μπόχα ήταν τουλάχιστον δηλητηριώδης, αλλά μάταια. Κομμένο. Μέχρι το επόμενο πρωί, η μυρωδιά είχε κατακλύσει κάθε γωνία του σπιτιού, πράγμα που τον έκανε απλώς να την συνηθίσει.

Κοίταξε τον σκύλο. Ο σκύλος τον κοίταξε κι αυτός. Έπειτα άρχισε να γλείφει τις πατούσες του (ο σκύλος), όπως έκανε πάντα όποτε έτρωγε. Ο κύριος Παντελής άρχισε να γλείφει τα χείλη του. Το σκέφτηκε λίγο ομολογουμένως. Περί τα σαρανταπέντε δευτερόλεπτα. Όσο τα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων πάνω κάτω. Άρπαξε ένα μεγάλο πηρούνι από το συρτάρι της κουζίνας, αυτό που είχε για τα μακαρόνια τον παλιό καλό καιρό, και σχεδόν σαν σε ιεροτελεστία το κάρφωσε στα σπλάχνα του σκύλου. Μια απόκοσμη κραυγή ακούστηκε σε όλο το κτίριο, αλλά ο αιμοσταγής κύριος Παντελής δεν είχε άλλα περιθώρια. Άρχισε να κοπανάει με λύσσα το κεφάλι του άτυχου ζωντανού στο δάπεδο, μέχρι που το έλιωσε, απλώνοντας παντού κηλίδες αίματος, και γεμίζοντας το χώρο με λυωμένα μυαλά σκύλου. Ανακάθησε. Άναψε ένα από τα τελευταία του τσιγάρα και έτσι όπως ήταν βουτηγμένος μέσα στα αίματα έκανε μια τελευταία προσευχή για τον νεκρό πρώην φίλο του. Μετά άναψε απλά το γκαζάκι, έβαλε επάνω ένα σαγανάκι με λίγο βούτυρο, κι άρχισε να πετάει μέσα ορισμένα από τα άρτι τεμαχισμένα μέλη του πιστού τετράποδου. Το κρέας τσιρτσίριζε. Σχεδόν αηδιασμένος πέταξε μέσα στο σκεύος και τη γόπα από το τσιγάρο. Κωλομέρια σκύλου φλαμπέ. Μπλιαχ...

Το υπόλοιπο (πρώην) ζωντανό, κράτησε άλλες τρεις ημέρες. Ευτυχώς για τον εν δυνάμει δολοφόνο, το είχε καλοταϊσμένο, και έτσι του έβγαλε άλλες πέντε μερίδες. Μετά όμως;

Πέρασε μια μέρα ακόμα νηστικός. Το σπίτι είχε γίνει πλέον μόνιμος τόπος παραθερισμού και αναψυχής για κάθε συνομοταξία μύγας που υπήρχε στην πόλη. Πέραν τούτου, το στομάχι του ειδεχθούς πλέον ανθρώπου, παραγεμισμένο με κάθε λογής βρώσιμη αηδία, είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται εντόνως, υπό την μορφήν απαράμιλλης πρωτοτυπίας πορδών. Καθώς κανένα παράθυρο δεν ήταν ποτέ ανοιχτό, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου, έφτασε στο σημείο να μην αντέχει ούτε ο ίδιος τις μυρωδιές. Είχε όμως ένα μεγαλύτερο πρόβλημα να λύσει. Πεινούσε.

Το ίδιο βράδυ τρία έντονα χτυπήματα στην πόρτα τον έκαναν να συνέλθει από την σχεδόν κωματώδη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έτρεξε στο ματάκι της πόρτας. Ο Νικολάου! Έκανε τον αγουροξυπνημένο μέχρι να σκεφτεί κάτι:
- Ποιός είναι;
- Ο διαχειριστής είμαι κύριε Τζορμπατζόγλου.
- Ποιός;
- Ο Νικολάου. Ο διαχειριστής. Θέλω να σας μιλήσω.
- Μα είναι αργά!
- Είναι ανάγκη κύριε Παντελή. Έχουμε πρόβλημα. Όλοι οι ένοικοι διαμαρτύρονται.
- Για ποιό πράγμα;
- Για τη μπόχα! Αυτή που έρχεται από το διαμέρισμά σας. Ανοίξτε μου σας παρακαλώ!
- Μισό λεπτό...

Άρπαξε το πορτατίφ που είχε στο τραπεζάκι. Το ξεγύμνωσε από το περιττό ύφασμα και άνοιξε την πόρτα. Τη στιγμή που ο Νικολάου πέρναγε το κατώφλι, ο ένοικος του βρωμερού διαμερίσματος έκλεισε απότομα την πόρτα, και με λύσσα του έχωσε το φωτιστικό στο στόμα. 230 βολτ διαπέρασαν την ραχοκοκαλιά του άτυχου διαχειριστή, ο οποίος άρχισε να τραντάζεται από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ο σατανικός ένοικος πρόλαβε να τρέξει μέχρι την κουζίνα, να αρπάξει το μαχαίρι για το ψωμί και να ξαναγυρίσει στο σημείο που το θύμα του ξεροψηνόταν. Τον έριξε κάτω με μια δυνατή κλωτσιά στα αχαμνά και με μια απότομη κίνηση του ξέσκισε το λαιμό με το μαχαίρι. Αίμα πιτσίλισε τα πάντα. Ένας πίδακας που έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν. Ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε μόλις περάσει το σημείο χωρίς γυρισμό!

Κατά βάθος ήταν πολύ τυχερός. Αφενός μεν ο κύριος Νικολάου ήταν δεόντως τροφαντός για να του βγάλει αρκετές μερίδες, και αφετέρου ήταν εργένης, πράγμα που σήμαινε πως κανείς δεν θα τον έψαχνε σύντομα. Κατάφερε να περάσει άλλες επτά ημέρες τρώγωντας ότι μπορούσε από το κουφάρι του πρώην διαχειριστή. Μην έχοντας νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό στο σπίτι, ήπιε κατά σειρά το απορρυπαντικό για τα πιάτα, το καθαριστικό του φούρνου, το σαμπουάν, την κόλλα στιγμής και στο τέλος απελπισμένος κυριολεκτικά άρχισε να πίνει τα ίδια του τα ούρα. Φυσικά τα βράδυα σφάδαζε από φριχτούς πόνους και ξέρναγε πρασινοκίτρινους αφρούς, αλλά τουλάχιστον ζούσε.

Η δολοφονία της κυρίας Αριέτας που ζούσε δίπλα ήταν πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Η γριά γυναίκα, έκανε το λάθος να του χτυπήσει για να ζητήσει λίγη ζάχαρη για το γλυκό που θα έφτιαχνε. Ο Τζορμπατζόγλου προτίμησε το σιτεμένο κρέας από άλλο ένα κακοψημένο κέϊκ, κι έτσι απλά της έφερε στο κεφάλι τον πλάστη που κρατούσε στο χέρι η γριά, πριν καν εκείνη προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει. Ανοιγμένο κρανίο κλπ. αίματα, μυαλά κλπ. κομματάκια, μερίδες κλπ. πέντε ημέρες ακόμα...

Την ίδια τύχη είχαν κατά σειρά: ο ταχυδρόμος, ο συντηρητής του ασανσέρ, ένας κούριερ και ο δικαστικός κλητήρας που είχε έρθει για να του επιδώσει ένα εξώδικο από μία τράπεζα. Τον τελευταίο τον απόλαυσε. Έτυχε να βρεί στην μέσα τσέπη του μπουφάν του ένα φλασκί με κονιάκ, κι έτσι όταν τον μαγείρευε “έσβηνε” το κρέας με λίγο ποτό. Του φάνηκε ο πιο νόστιμος από όλους. Οι τρίχες από το μουστάκι δεν τον ενόχλησαν ούτε λεπτό.



Ένα σχεδόν μήνα αργότερα, ο Παντελής Τζορμπατζόγλου είχε φτάσει στα όρια του. Είχε να φάει τρεις ημέρες. Το σώμα του ήταν γεμάτο φλύκταινες, και τα άκρα του είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Πληγές έτρεχαν πύον και αίμα σε όλο του το κορμί. Το σπίτι του μια ανεξάντλητη πηγή μικροβίων και ασθενειών. Το μυαλό του λάσπη. Βούρκος. Είχε ξεπεράσει τα όρια της τρέλλας, μέρες τώρα. Η πιο αρχέγονη όμως ανάγκη του ανθρώπου, η πείνα, δεν τον άφηνε να σκεφτεί πως είχε μεταμορφωθεί σε ένα ανθρωπόμορφο κτήνος, που έτσι κι αλλιώς δεν θα αργούσε να πεθάνει. Το άρρωστο μυαλό του έπρεπε να βρει μια λύση ακόμα. Και την βρήκε.

Κατάπιε μονορούφι δέκα γουλιές καθαρό οινόπνευμα και σωριάστηκε στα πλακάκια της κουζίνας. Κράτησε το πριόνι με το δεξί του χερί, το καλό, και χωρίς ίχνος μορφασμού άρχισε να πριονίζει το αριστερό του πόδι. Τα μάτια του έλαμπαν. “Κρέας”…

Το έφαγε ωμό. Δεν είχε νόημα πια. Αρκεί να έβαζε κάτι στο σάπιο του στομάχι. Αυτό του μαλάκωσε την πείνα για εκείνη την ημέρα. Κοιμήθηκε μέσα σε μια λίμνη από αίμα, ξερατά και περιττώματα. Δεν λιποψύχησε ούτε όταν ακρωτηρίασε και το άλλο του πόδι, ούτε όταν έφτασε η σειρά του αριστερού του χεριού. Έκοβε και έτρωγε, έκοβε και έτρωγε. Τύλιγε σφιχτά πανιά γύρω από το ακρωτηριασμένο του σώμα, για να συγκρατήσει το αίμα, αν και δεν είχε κανένα νόημα πλέον...

Σάββατο βράδυ.
Ένα σακατεμένο σώμα, με ένα χέρι κι ένα κεφάλι να κρέμεται στο πλάι, σερνόταν στο σιχαμερό δάπεδο της κουζίνας. Αφροί έβγαιναν από το στόμα του Παντελή Τζορμπατζόγλου και μόνο μια σκέψη τριγύριζε σε ότι είχε απομείνει από το μυαλό του. Πέταξε το πριόνι σε μια γωνία. Με τεράστιο κόπο κατάφερε να σηκώσει το δεξί του χέρι και να το φέρει στο ύψος του προσώπου του. Άνοιξε τα κατακόκκινα μάτια μου για μια τελευταία φορά. Μπροστά του δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα γεύμα. Τα σαπισμένα του δόντια φάνηκαν μέσα από ένα υστερικό γέλιο που έκανε το μεγαλύτερο θόρυβο εδώ και πολλές εβδομάδες σε αυτό το σπίτι της φρίκης. Έναν θόρυβο που ήταν αρκετός για να καλέσει κάποιος φιλήσυχος γείτονας την αστυνομία. Αυτό που αντίκρυσαν οι άντρες της Άμεσου Δράσης, δεν υπήρχε σε κανέναν εκπαιδευτικό σεμινάριο της Σχολής τους...

Μέσα σε έναν βούρκο από ακαθαρσίες, ξεραμένα αίματα, κόκκαλα, μαλλιά, ξερατά, σκουλήκια και κατσαρίδες, ένα κουλουριασμένο σώμα δίχως άκρα, είχε μείνει κοκκαλωμένο σε μια στάση περίεργη, που δήλωνε ξεκάθαρα την απεγνωσμένη προσπάθεια του τέρατος που κάποτε ονομαζόταν Παντελής Τζορμπατζόγλου, να φάει και το δεξί του χέρι. Πράγμα που σχεδόν είχε καταφέρει, αφού σταμάτησε μόνον όταν πια ο λαιμός του έσπασε, στην προσπάθεια να φτάσει τον ώμο του...


ΔΕΝ συνεχίζεται...



.
.
.
.
.
.

*[H ιστορία αυτή αποτελεί συνέχεια αυτού του post]



A Toymaker’s Story
Hosted by Spy
*η ιστορία είναι αφιερωμένη από τον Toymaker στον Spy


Ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του «Συγγραφέα»…Το βιβλίο σε μία εβδομάδα από τη στιγμή που κυκλοφόρησε σημείωσε εκδοτικό ρεκόρ… Λίγο αργότερα αποσύρθηκε και όλα τα αντίτυπα κάηκαν ή πετάχτηκαν όταν παρατηρήθηκε μια σειρά αυτοκτονιών και δολοφονιών μετά την ανάγνωσή του… 12 συγγραφείς του είδους δηλώθηκαν ως εξαφανισμένοι… Δεν βρέθηκαν ποτέ… Ο εκδότης αυτοκτόνησε λίγο πριν εκδοθεί «Ο συγγραφέας»… ήταν ο πρώτος που το διάβασε…Δεν ξανάκουσε κανείς για τον Toymaker…Μερικά χρόνια μετά…Ένας εκδοτικός οίκος έλαβε μέσω e-mail ένα χειρόγραφο… είχε τον τίτλο «Η επιστροφή»…


Την ίδια στιγμή…

Ο David Lang θεωρούνταν ο μεγαλύτερος συλλέκτης βιβλίων του κόσμου… Υπήρχε όμως ένα βιβλίο που ήθελε όσο κανένα άλλο στη συλλογή του και αυτό ήταν ο «Συγγραφέας»… Είχε ακούσει τόσα γι’ αυτό το βιβλίο… αλλά δεν είχε την ευκαιρία να το διαβάσει ποτέ. Οι φήμες έλεγαν πως το ένα και μοναδικό αντίτυπο που υπήρχε ακόμα, βρισκόταν στα χέρια του ίδιου του Toymaker του οποίου η τύχη αγνοούνταν…
Το σπίτι του Lang ήταν περισσότερο βιβλιοθήκη παρά τόπος κατοικίας. Οι ως τότε έρευνες του για τον «Συγγραφέα» δεν είχαν φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα μέχρι που ένας φίλος του από γνωστό εκδοτικό οίκο τον ειδοποίησε ότι έλαβαν ένα χειρόγραφο με τίτλο «Η Επιστροφή» και ο συγγραφέας υπέγραφε ως Toymaker…
Ο David ρώτησε τον φίλο του αν είχε διαβάσει το χειρόγραφο… η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική αφού το είχε μόνο η εκδότρια και η οποία είχε διαγράψει το αρχείο με το κείμενο αφού πρώτα το εκτύπωσε… Είχαν να δουν στο γραφείο την εκδότρια πάνω από δύο μέρες…
Ο David Lang έπρεπε να κινηθεί άμεσα… Κάλεσε στο τηλέφωνο τον ιδιωτικό ερευνητή με τον οποίο συνεργαζόταν ως τότε… Δεν ήξερε ούτε το όνομα του αφού χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο αλλά έκανε καλά τη δουλειά του…
-Κύριε Spy έχω μια νέα δουλειά για σας… Μπορείτε να περάσετε σήμερα το απόγευμα;
-Βεβαίως… θα είμαι εκεί…


Το ίδιο απόγευμα…

Ο Lang εξήγησε λεπτομερώς στον Spy τα πάντα για το μυστηριώδη συγγραφέα και το χαμένο μυθιστόρημα του… Του μίλησε για την «Επιστροφή» και το μοναδικό αντίτυπο που διέθετε η εκδότρια…
Ο Lang ζήτησε από τον Spy να εντοπίσει τον Toymaker και ταυτόχρονα το μοναδικό αντίτυπο του «Συγγραφέα»… Αφού συμφώνησαν σε μια τιμή ο Spy αναχώρησε… και θα έκανε αρχικά μια στάση στο διαμέρισμα της εκδότριας…


Στο διαμέρισμα…

Ο Spy χτύπησε την πόρτα… καμία απάντηση… χτύπησε ξανά… πάλι τίποτα…
Έβγαλε ένα μαχαιράκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του… η διάρρηξη σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν μια λύση… η πόρτα άνοιξε… μπήκε μέσα…
«Είναι κανείς εδώ;» Σιωπή…
Προχώρησε στο σαλόνι… και την είδε… η εκδότρια βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα… νεκρή… Από όσο μπορούσε να καταλάβει είχε αφαιρέσει τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια… αλλά δεν πέθανε από αυτό… πέθανε στην προσπάθεια της να καταπιεί κάποιες σελίδες… πνίγηκε… κοίταξε τις σελίδες… υποψιάστηκε πως ήταν η «Επιστροφή»…
Άρχισε να ψάχνει… Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση του… και τότε το είδε… ένα χαρτί πεσμένο λίγο πιο πέρα από το πτώμα της εκδότριας… με μία διεύθυνση και ένα όνομα…
«Σε βρήκα Toymaker» ψιθύρισε…
Είχε αρχίσει να νυχτώνει… θα συνέχιζε το άλλο πρωί…


Το ίδιο βράδυ…

Ήταν περασμένα Μεσάνυχτα αλλά ο Spy δεν έλεγε να κοιμηθεί… κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, του ερχόταν στο νου η εικόνα της εκδότριας και μετά αίμα… μόνο αίμα…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε… Πήρε το χαρτί με τη διεύθυνση…
Βγήκε στο δρόμο και πήγε στο αμάξι του…
Θα έκανε μια επίσκεψη στον Toymaker…


Περίπου μισή ώρα αργότερα…

Η διεύθυνση οδήγησε τον Spy σε ένα παλιό… αν όχι εγκαταλελειμμένο, πέτρινο αρχοντικό έξω από την πόλη…Κατευθύνθηκε προς την παλιά μεταλλική πόρτα της οικίας…Χτύπησε αλλά δεν πήρε απάντηση…Μπήκε μέσα… Μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά τον έκανε να συνοφρυωθεί…
Στο χώρο παντού ήταν αναμμένα κεριά… Άκουσε κάποιον να πληκτρολογεί…
Ο ήχος ερχόταν από τον δεύτερο όροφο…
«Toymaker…” φώναξε… αλλά δεν πήρε απάντηση…

Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο…
Είχε την αίσθηση πως το κτίριο ήταν ζωντανό… πως ανέπνεε… φτάνοντας στον δεύτερο όροφο ο ήχος από το πληκτρολόγιο έγινε πιο έντονος… Τον ακολούθησε και τον οδήγησε στο τέλος του διαδρόμου… μπροστά σε μια πόρτα που οδηγούσε στη σοφίτα… Άνοιξε την πόρτα… και άλλες σκάλες… ο ήχος ερχόταν από την κορυφή…
Ανέβηκε… Φτάνοντας και μπροστά σε αυτό που αντίκρισε έβγαλε μια κραυγή…

Ο Toymaker ήταν καθισμένος στο γραφείο του… περιτριγυρισμένος από δώδεκα σκελετούς… «οι δώδεκα εξαφανισμένοι συγγραφείς» σκέφτηκε ο Spy… Πάνω στο γραφείο του Toymaker, ο Spy παρατήρησε ένα αντίτυπο του «Συγγραφέα»…
Ο Toymaker μίλησε…
-Κάποιος πρέπει να συνεχίσει…»
-Τι εννοείς;
-Φοβάμαι…
-Ποιον φοβάσαι;
-Κάποιος πρέπει να συνεχίσει…
Την στιγμή εκείνη ο Toymaker άνοιξε το στόμα του και ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε που κατέληξε στο στόμα του Spy…

Σε λίγη ώρα ο Spy εγκατέλειπε το κτίριο κρατώντας στα χέρια του ένα βιβλίο… Στο εξώφυλλο έγραφε… «Ο Συγγραφέας»… Στο δεύτερο όροφο του κτιρίου μαζί με τους δώδεκα σκελετούς βρισκόταν καθισμένο στην καρέκλα του ακόμα ένα πτώμα, αυτό του Toymaker στραγγισμένο από κάθε σταγόνα αίματος…


Λίγη ώρα αργότερα…

Η ώρα ήταν προχωρημένη… σχεδόν ξημέρωνε… Ο Spy χτυπούσε τώρα την πόρτα της οικίας του David Lang… O συλλέκτης άνοιξε την πόρτα…
-Τι συμβαίνει;
-Βρήκα το βιβλίο…
-Πως; Πέρασε μέσα…
Μόλις ο Spy έκλεισε την πόρτα σήκωσε το βιβλίο και άρχισε να το χτυπάει με δύναμη στο κεφάλι του συλλέκτη… μέχρι που το κεφάλι του Lang κατέληξε να γίνει μια μάζα από αίμα, οστά και μυαλό…
Τα μάτια του Spy είχαν κοκκινίσει… Τα μάτια του Spy ήταν αυτά του Toymaker…

ΤΕΛΟΣ
.
.
.
.
.



Ήταν από τους καλύτερους ομιλητές που είχε αναδείξει η επιστημονική κοινότητα. Κάθε διάλεξη που έδινε, αποτελούσε πόλο έλξης για κάθε σοβαρά σκεπτόμενο άνθρωπο, και όλοι συνωστίζονταν για να κλείσουν μια θέση στο ακροατήριό του.

Ο Χέρμπερτ Μάντλερ, είχε μια "μαγική" ικανότητα να υπνωτίζει το κοινό του, χρησιμοποιώτας απλούς όρους και λέξεις κατανοητές, για να εξηγήσει τα πιο περίπλοκα θέματα. Και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν περίπλοκα. Οι διεθνείς συγκυρίες, δυσοίωνες όσο ποτέ, δεν άφηναν περιθώρια για λάθος χειρισμούς στις κυβερνήσεις, και οι ψύχραιμες φωνές ολοένα και λιγόστευαν.

Οι εχθροί του σπουδαίου Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών, δεν ήταν και λίγοι βέβαια. Οι απόψεις του δεν ήταν αρεστές σε όλους. Είχε συχνά κατηγορηθεί ως αιρετικός, ως πολέμιος των εθνικών συμφερόντων, ακόμα και ως προδότης. Καθώς ο ίδιος παρέμενε σταθερός στις απόψεις του, και όσο το ακροατήριό του μεγάλωνε, δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που θα ήθελαν να "εξαφανιστεί" από τη σκηνή. Τα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά, απαιτούσαν άλλου είδους προσεγγίσεις από την φιλειρηνική πολιτική που πρότεινε ο Μάντλερ. Το παιχνίδι ήταν χοντρό και με σκληρούς όρους.

..........................................

Τις τελευταίες ημέρες ο καθηγητής είχε φορτώσει πολύ το πρόγραμμά του. Απανωτές διαλέξεις, σεμινάρια, και ημερίδες γέμιζαν σχεδόν κάθε ώρα της ήδη βεβαρυμένης χρονικά εβδομάδας του. Το πρόβλημα δεν άργησε να εμφανιστεί. Στην αρχή ήταν ένα απλό βράχνιασμα. Αυτό βέβαια δεν ήταν ικανό να τον κάνει να μειώσει τις δημόσιες ομιλίες του. Όταν όμως άρχισε να συνοδεύεται από έντονο βήχα τα πράγματα χειροτέρεψαν.

Ο καθηγητής Λίμποβιτς ήταν χρόνια τώρα ο πιο επιστήθιος φίλος του. Τον συμβούλεψε να αραιώσει τις ομιλίες και να επισκεφθούν μαζί έναν γιατρό. Στο οικογενειακό τραπέζι η σύζυγος του Μάντλερ, εμφανώς ανήσυχη, τον ενθάρρυνε να κάνει το ίδιο. Υπόσχεθηκε το δεύτερο. Για το πρώτο δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Την επόμενη, οι δύο φίλοι και παλιοί συμφοιτητές, που τώρα κατείχαν έδρες στην ίδια σχολή, άκουγαν με προσοχή τον γιατρό όταν τους διάβαζε τη διάγνωση μετά από μια σειρά εξετάσεων. Βλάβη στις φωνητικές χορδές, που όμως ήταν σε πρώϊμο στάδιο ακόμα και θα μπορούσε να διορθωθεί με μια απλή επέμβαση.

Ο Λίμποβιτς βγήκε στο δρόμο εμφανώς προβληματισμένος. Ο Μάντλερ πάλι όχι. Πεισματάρης όπως πάντα, εξήγησε στο φίλο του πως θα ακολουθούσε απλώς μια συντηρητική θεραπεία με βότανα, και θα σκεφτόταν το θέμα των ομιλιών. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να διαφωνήσουν. Χαιρετήθηκαν φιλικά και έφυγαν ο καθένας για τον προορισμό του.

..........................................

Τρεις μέρες αργότερα στο Χίλτον, ο καθηγητής Χέρμπερτ Μάντλερ ήταν ο κύριος ομιλητής σε μια δεξίωση που δινόταν για τους εκπροσώπους του διεθνούς Τύπου. Τη δεξίωση αυτή τιμούσε με την παρουσία του ο Υπουργός Εξωτερικών κι έτσι η ομιλία του είχε βαρύνουσα σημασία για όλους. Στις 8:30 ακριβώς ανέβηκε στο βήμα. Χαιρέτισε τους παριστάμενους με ένα ανέκδοτο όπως συνήθιζε και ξεκίνησε να αγορεύει. Λίγα λεπτά αργότερα η βραδυά άρχισε να παίρνει μια ανεξέλεγκτη τροπή. Ο Μάντλερ έδειχνε σαφή σημάδια κόπωσης και δυσκολίας στην ομιλία που συχνά την διέκοπτε ένας παρατεταμένος βήχας. Το ακροατήριο δεν δυσανασχέτησε, μα υπήρξαν ορισμένοι που ανησύχησαν. Η ανησυχία αυτή γενικεύθηκε όταν ο Μάντλερ σωριάστηκε στο έδαφος δίπλα από το πόντιουμ, βήχωντας ακατάπαυστα.

Η γυναίκα του τινάχτηκε από τις μπροστινές θέσεις στις οποίες καθόταν και έτρεξε δίπλα του. Αυτό που είδε την τρόμαξε κυριολεκτικά. Ο άντρας της τράνταζε ολόκληρος από τον βήχα που σχεδόν τον έπνιγε, και πλέον έφτυνε αίμα με κάθε του ανάσα.

Έψαξε τον Λίμποβιτς για βοήθεια, μα δεν τον είδε πουθενά. Κόσμος άρχισε να συνωστίζεται δίπλα στον πεσμένο Μάντλερ. Ούρλιαξε να καλέσουν ασθενοφόρο.

..........................................

Τρεις ώρες αργότερα στο νοσοκομείο Μεμόριαλ, ο γιατρός που τον είχε εξετάσει πριν λίγες μέρες έβγαινε από το χειρουργείο. Έπλυνε τα χέρια του βιαστικά και κατευθύνθηκε στο γραφείο των γιατρών. Άναψε ένα τσιγάρο αμέσως και τράβηξε δυο βαθιές ρουφηξιές που του έκαψαν τα πνευμόνια. Δεν ήταν και πολύ ικανοποιημένος με αυτό που μόλις είχε κάνει.

Ένα τρίξιμο στο πάτωμα τον έκανε να γυρίσει τρομαγμένος προς τα πίσω απότομα. Το τσιγάρο του έπεσε από το χέρι.
«Όλα εντάξει γιατρέ;» είπε ο απρόσμενος επισκέπτης.
«Εντάξει», αποκρίθηκε.
«Όπως ακριβώς συμφωνήσαμε;»
«Ναι...», μονολόγησε εμφανώς φοβισμένος.
«Τότε, σ’ αυτόν εδώ τον φάκελο είναι η υπόλοιπη αμοιβή σου.»
«Δεν...»
«Δε θέλω να ακούσω κουβέντα! Η συνεργασία μας έληξε εδώ. Και για το καλό της οικογένειάς σου, θα σου υπενθυμίσω πως αυτή η συνάντηση δεν έγινε ποτέ!» είπε χαμηλόφωνα ο άλλος αλλά με έναν τόνο στη φωνή που δεν χωρούσε αμφισβήτιση.
«Ποιά συνάντηση...;» έκανε να αστειευτεί ο γιατρός, αλλά αμέσως κατάλαβε πως μιλούσε μόνος του πλέον.

Ο καθηγητής Λίμποβιτς έφυγε τρέχοντας από το νοσοκομείο χρησιμοποιώντας την πίσω είσοδο που είναι μόνο για τα σθενοφόρα.
Δεν έπρεπε να τον δει κανείς εκεί.

..........................................

Ο Χέρμπερτ Μάντλερ, σχεδόν δύο ώρες αργότερα είχε συνέλθει κάπως από την αναισθησία. Κοίταξε τριγύρω, μα δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο. Κάτι ένιωθε να τον καίει βαθιά στο λαιμό. Προσπάθησε να σηκωθεί στους αγκώνες αλλά δεν τα κατάφερε. Έκανε να φωνάξει τη γυναίκα του. Η φωνή του δεν ακούστηκε, και ζορίστηκε ακόμα περισσότερο, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει έντρομος πως δεν μπορούσε να μιλήσει καν. Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε και πάλι να αρθρώσει μια λέξη αλλά μάταια. Έβαλε μηχανικά το χέρι στο λαιμό του. Το μόνο που έπιασε ήταν γάζες και σωληνάκια από τα οποία έρρεαν διάφορα υγρά. Κανένας ήχος δεν έβγαινε από το στόμα του! Ένα υπόκωφο μουγκρητό που κατάφερε, δεν ήταν αρκετό για να ακουστεί ως τον διάδρομο...

..........................................

«Κυρία Μάντλερ, λυπάμαι πραγματικά» προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος ο γιατρός. Κρατούσε το χέρι της, ενώ εκείνη έκλαιγε με λυγμούς.

«Ο σύζυγός σας υποβλήθηκε σε μία εξαιρετικά δύσκολη επέμβαση. Δυστυχώς αναγκαστήκαμε να του αφαιρέσουμε τις φωνητικές χορδές. Ο καρκίνος ήταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο και υπήρχε κίνδυνος εξάπλωσης. Ίσως αν με είχε επισκεφθεί νωρίτερα να...» σταμάτησε.

«Δηλαδή γιατρέ... ο Χέρμπερτ... δεν...;» ψέλλισε εκείνη.

«Λυπάμαι, κυρία Μάντλερ. Ο σύζυγός σας δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ...»




.
.
.
Ο καθηγητής Λόταρ Λίμποβιτς είναι σήμερα εντεταλμένος σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών σε θέματα διεθνούς οικονομίας.
.
.
.
.
.
.



Είχε να βγει από το σπίτι πολλούς μήνες. Δεν ήταν ακριβώς ο συνηθισμένος τύπος μοναχικού ανθρώπου. Κάτι άλλο συνέβαινε.

Το σπίτι του Τζόναθαν Μος ήταν μια παμπάλαια, βρώμικη, σχεδόν έρημη σοφίτα σε κάποιο προάστιο της πόλης. Δεν είχε βεράντες και μπαλκόνια, παρά μόνο δυο παράθυρα στη πίσω μεριά που ήταν το υπνοδωμάτιο και μια μικρή αποθήκη, και από τα οποία το μόνο που μπορούσε να δει κανείς ήταν οι άθλιες συνοικίες που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Συνοικίες που στίβαζαν στα σπλάχνα τους χιλιάδες κατατρεγμένες ψυχές, ζωές κατεστραμένες, εξαθλιωμένες, χωρίς μέλλον, χωρίς ελπίδα. Ένα εν δυνάμει νεκροταφείο όπου κανείς ακόμα δεν ήξερε πως έχει ήδη πεθάνει, κι ας λιγόστευαν καθημερινά οι κάτοικοί τους.

Ο Τζόναθαν είχε κλειστεί σ’ αυτό το ιδιότυπο κάστρο του από τον προηγούμενο Δεκέμβρη, όταν βρέθηκε νεκρή στην κοίτη του ποταμού που διασχίζει την πόλη η Ελίζαμπεθ. Ο μοναδικός ίσως άνθρωπος με τον οποίο αντάλλασε μια κουβέντα κάθε τόσο τα τελευταία χρόνια. Μια κοπέλα που έσφιζε από ζωή, νέα, δροσερή, γεμάτη έρωτα και πάθος για το μέλλον. Ήταν η μόνη που ανεχόταν τη φαινομενική μιζέρια του, αυτήν την ισοπεδωτική μοναξιά που του έτρωγε τα σπλάχνα, και καθόταν ώρες ατελείωτες στα πάρκα, να ακούει με τον πιο αργό και βασανιστικό τρόπο για τους δαίμονες που τον κατέτρεχαν, για τους εφιάλτες που τον έλουζαν τα βράδυα με ιδρώτα, για αυτά που τον κρατούσαν άγρυπνο μέρες ολόκληρες μέχρι να εξαντληθεί και να σωριαστεί από την κούραση. Τον Δεκέμβρη εκείνο, σαν κάτι να τελείωσε οριστικά μέσα του, όταν είδε ένα βροχερό μεσημέρι στις ειδήσεις, το άψυχο σώμα της αγαπημένης του φίλης, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα της αστυνομίας να παίρνει το δρόμο του για το νεκροτομείο. Δεν ήξερε γιατί, και δεν θα μάθαινε ποτέ. Έσπασε και την τηλεόραση, έσπασε και κάθε συνδετικό κρίκο με τον έξω κόσμο...

Οι υπόλοιποι ένοικοι του κτιρίου δεν πλησίαζαν σχεδόν ποτέ τη σοφίτα. Ήξεραν πως κάποιος είναι μέσα, αλλά αυτό τους δημιουργούσε μια απόκοσμη ανησυχία, καθώς κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει τον παραμικρό θόρυβο απο ‘κει, κανείς δεν είχε δει άνθρωπο να μπαίνει, μήτε την παραμικρή ένδειξη ζωής μπορούσαν να αποδείξουν. Όλοι ήξεραν όμως. Το σπίτι δεν ήταν άδειο. Κι αυτό τους τρόμαζε.

......................................................

Ο Τζόναθαν Μος κάποτε λάτρευε τη βροχή. Του έδινε έμπνευση να γράφει και να συνθέτει τη μουσική του. Χρόνια πριν ήταν ένας πολύ επιτυχημένος συνθέτης. Έγραφε μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Μουσική ονειρεμένη, σαν από άλλους κόσμους βγαλμένη, μαγική. Σύντομα η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλους τους καλλιτεχνικούς κύκλους και σχεδόν αυτόματα έγινε περιζήτητος. Καμία παράσταση δεν ανέβαινε στην πόλη αν δεν έφερνε την υπογραφή του η μουσική επένδυσή της. Σχεδόν μύθος. Κανείς δεν τον έβλεπε, μιας και δεν σύχναζε ποτέ στα καλλιτεχνικά στέκια, δεν ήταν άνθρωπος των δημοσίων σχέσεων, και στο κάτω κάτω της γραφής δεν είχε και ανάγκη από διαφήμιση. Το έργο του μιλούσε από μόνο του και μόνο οι θεατρικοί παραγωγοί προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του για να κλείσουν κάποια συμφωνία, και όταν το κατάφερναν ήταν σαν να είχαν εξασφαλίσει την εμπορική επιτυχία του έργου για χρόνια μετά. Το καλύτερο; Τα κοράκια αυτά δεν έφευγαν ούτε κατά ένα δολλάριο φτωχότερα από το ραντεβού, καθώς ο ιδιόρρυθμος κύριος Μος δεν ζητούσε ποτέ χρήματα. Δεν είχε ανάγκη, έλεγε. Του αρκούσε ένα κλειστό θεωρείο για μέρα, όπου θα μπορούσε μόνος του να ακούσει ολοκληρωμένο αυτό που είχε γράψει. Παράξενος άνθρωπος, από όποια μεριά κι αν το έβλεπε κανείς.

......................................................

Μήνες τώρα η βροχή δεν είχε σταματήσει. Καλοκαίρι δεν είδε η πόλη. Σαν παρατεταμένο φθινόπωρο, μια γκρίζα βροχή κάλυπτε κάθε μέρα τον βρώμικο ουρανό της μεγαλούπολης, σκεπάζοντας μ’ αυτήν την καταθλιπτική της γαλήνη τα πάντα. Μια βροχή απαλή -ποτέ δεν ξεσπούσε- ήταν πάντα εκεί να γεμίζει τους δρόμους με απόνερα, να γεμίζει τον ορίζοντα με θαμπάδα, να μην μπορείς να διακρίνεις στα δεκαπέντα μέτρα τίποτα, πυκνή και σκοτεινή σαν κατάρα που έρπει προς τα μέσα...
Μια βροχή παράξενη όσο κι ο Τζόναθαν Μος...

......................................................

Η κατάσταση αυτή τον είχε σακατέψει ψυχικά. Δεν μπορούσε να αποσυνδέσει με τίποτα το καιρικό αυτό φαινόμενο από τον θάνατο της Ελίζαμπεθ. Κάθε σταγόνα που έπεφτε, του μείωνε κι άλλο τις αντοχές, κάθε μέρα που ξημέρωνε και πάλι βροχερή τον απέκλειε όλο και περισσότερο από τον έξω κόσμο, μέχρι που δεν ξαναμίλησε ποτέ σε κανέναν, δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, δεν έγραψε τίποτε ξανά, δεν σήκωσε ποτέ τηλέφωνο να απαντήσει. Ο Μος κατέρρεε λίγο λίγο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για αυτό.

Οι θεατρικοί επιχειρηματίες, έχοντας χάσει κι αυτοί την επαφή μαζί του, δεν κατέβαζαν τις παραστάσεις. Συνέχιζαν το ίδιο έργο και για δεύτερη σεζόν, φοβούμενοι μια εμπορική αποτυχία αν ανέβαζαν ένα άλλο, στο οποίο τη μουσική δεν θα είχε γράψει ο Μος. Ο μύθος του πούλαγε, και έπρεπε να διατηρηθεί όσο γινόταν...

Ο ιδιόρυθμος συνθέτης, ο παράξενος κύριος Τζόναθαν Μος, είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αντίστασης. Ήξερε πως το τέλος δεν ήταν μακρυά, αλλά πλέον ήταν ανίκανος να κάνει κάτι για αυτό. Δεν έτρωγε, δε φρόντιζε τον εαυτό του, δεν επικοινωνούσε. Χάζευε από το παράθυρό του, την ασταμάτητη βροχή που πλυμμήριζε τις άθλιες συνοικίες και χανόταν σε λαβύρινθους σκοτεινούς, χωρίς διέξοδο. Ο Τζόναθαν Μος έσβηνε, και ο μόνος που το ήξερε ήταν ο ίδιος. Μαζί του ξεθώριαζε σιγά σθγά κι ο μύθος του, αλλά αυτο ελάχιστα τον ένοιαζε. Η βροχή τον είχε σακατέψει, ψυχικά, συναισθηματικά και σωματικά.

......................................................

Σε λίγο θα ξημέρωνε. Το ρολόι δεν έκανε λάθος, δούλευε ακόμα σωστά. Η μούρη του κολλημένη στο τζάμι, σε μια τελευταία παράλυτη ελπίδα να ξημερώσει αλλιώς σήμερα, να δει λίγο ήλιο. Μετρούσε τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Άκουγε τις σταγόνες ακόμα, αλλά είχε μια τελευταία ελπίδα να δει τον ήλιο να σκάει ανάμεσα στα σύννεφα στο βάθος του ορίζοντα, να πάρει μιαν ανάσα, μια παράταση, να κάνει ένα ανκόρ...

Το πρώτο αμυδρό φως φάνηκε μετά από λίγο.
Στην αρχή δεν κατάλαβε. Σάστισε. Μέσα σε δευτερόλεπτα το σάστισμα μετατράπηκε σε έναν ανείπωτο τρόμο. Τινάχτηκε μακρυά από το παράθυρο σαν ηλεκτρισμένος, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε...
Κι όμως, ακόμα κι όταν το φως δυνάμωσε, αυτό που τον έκανε να σωριαστεί δεν εξαφανίστηκε. Δυνάμωνε και τον καταδίκαζε...

Η βροχή εκείνη την ημέρα δεν ήταν γκρίζα.
Κόκκινη ήταν. Κόκκινη σαν...
Αίμα”, ψυθίρισε.
...

ΑΙΜΑ!” ούρλιαξε αμέσως μετά.
Τα τζάμια είχαν βαφτεί κόκκινα, και ότι έβλεπε μπροστά του είχε πάρει αυτήν την απόκοσμη απόχρωση. Μα πως ήταν δυνατόν;
Θεέ μου... Όχι...” ήξερε πως θα ήταν τα τελευταία λόγια του. Η απόγνωση δεν είχε αργήσει να μετατραπεί σε πανικό. Κι ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος.



Η βροχή κόκκινη έλουζε τα πάντα στο οπτικό του πεδίο. Κυλούσε από τα τζάμια κι έμπαινε στο σπίτι ποτίζοντας τα σάπια πατώματα. Πλησίαζε απειλητικά προς εκείνον.
Ο Τζόναθαν Μος, έντρομος, πανικόβλητος, γεμάτος φρίκη έβαλε όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει σε μια προσπάθεια να τραβήξει προς το μέρος του μια παλιά καρέκλα. Τρέμοντας και ισορροπώντας επικίνδυνα ανέβηκε πάνω της και στάθηκε όρθιος κοιτώντας την οροφή.

Το σχοινί ήταν από καιρό εκεί. Δε θυμόταν πια. Ίσως και να το είχε αφήσει ο προηγούμενος ενοικιαστής. Ίσως και ο ίδιος σε μια στιγμή παραφροσύνης. Το πέρασε στο λαιμό του κλαίγοντας. Το έσφιξε. Κοίταξε έξω, στο τζάμι το κόκκινο υγρό σαν καταρράκτης έπνιγε όλον τον ορίζοντα.

Συγγνώμη”, είπε κι έκλεισε τα μάτια του σφιχτά.

Κλώτσησε την καρέκλα απότομα.

......................................................

Δυο μέρες αργότερα ο Θίοντορ Γκράχαμ, εξαθλιωμένος, άνεργος, πρώην μουσικοσυνθέτης θεατρικών έργων, καθόταν αμίλητος σε κάποιο γραφείο του μητροπολιτικού αστυνομικού κτιρίου. Μόλις είχε ομολογήσει τη δολοφονία της Ελίζαμπεθ Μάλλεϋ, τον προηγούμενο Δεκέμβρη, έπειτα από μια εξοντωτική ανάκριση, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρρευσε.

Οι αστυνομικοί τον είχαν βρεί την πρηγούμενη μέρα, παγωμένο και ακίνητο -αλλά όχι νεκρό- ανάμεσα σε άδειους κουβάδες κόκκινης μπογιάς, στον εξώστη του γειτονικού κτιρίου, από αυτό που ζούσε ο Τζόναθαν Μος.

Λίγες ώρες αργότερα ανακάλυψαν και το πτώμα του άτυχου και μυστηριώδους “παράφρονα”, μα δεν μπόρεσαν να απαγγείλουν καμία κατηγορία για αυτήν την “περίεργη αυτοκτονία”...


.
.
.
.
.
.

Το αληθινό κακό δε γνωρίζει φόβο




A Toymaker’s story
Hosted by Spy

*η ιστορία είναι εμπνευσμένη από μια ιδέα του mahler76.


Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο. Ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Το ημερολόγιο του Παιχνιδοποιού»… Ο εκδοτικός οίκος ήταν στην αρχή διστακτικός και δεν περίμενε πολλά από αυτή την κυκλοφορία. «Το ημερολόγιο του Παιχνιδοποιού» ήταν μια συλλογή διηγημάτων τρόμου. Στο βιβλίο δεν υπήρχε φωτογραφία του συγγραφέα, ούτε και βιογραφικό. Αναφερόταν απλά ως Toymaker…
Βέβαια αυτό που συνέβη με την κυκλοφορία του βιβλίου ήταν μοναδικό για τα εκδοτικά χρονικά… Έγινε best seller σε σύντομο χρονικό διάστημα… Ο μυστηριώδης συγγραφέας ανακηρύχθηκε σε μετρ του τρόμου και οι διακρίσεις και τα βραβεία δεν έλεγαν να σταματήσουν…Ο ίδιος δεν παρουσιαζόταν πουθενά, δεν έδωσε καμιά συνέντευξη… και όλοι έκαναν λόγο για τον ιδιόρρυθμο Toymaker…

Ο μόνος που τον είχε δει ήταν ο εκδότης του και αυτό μια φορά, όταν υπέγραψαν το συμβόλαιο σε μια απολύτως προσωπική συνάντηση. Προηγουμένως ακόμα και ο εκδότης του είχε μιλήσει μαζί του μόνο τηλεφωνικά και είχε λάβει το χειρόγραφο με mail…
«Το ημερολόγιο του Παιχνιδοποιού» περιείχε δεκατρείς ιστορίες όπως «Ο Κλόουν», «Ο Πάπας», «Το νανούρισμα», «Tarot», «Απόλυτο Σκοτάδι», «Το πορτρέτο», «Λουτρό Αίματος», «Ο Ναός»… και φυσικά «Το ημερολόγιο του Παιχνιδοποιού»…
Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως ο Toymaker ετοιμάζει το νέο του βιβλίο και πως αυτή τη φορά πρόκειται για μυθιστόρημα…δεν ανακοινώθηκε τίτλος, ούτε υπόθεση… και όλοι περίμεναν…

Τρία χρόνια μετά…

Και το μυθιστόρημα δεν είχε κυκλοφορήσει… οι φήμες έκαναν λόγο για έλλειψη έμπνευσης του Toymaker και άλλοι μιλούσαν για «πυροτέχνημα»…
Το τηλέφωνο στο γραφείο του προέδρου του εκδοτικού οίκου χτύπησε… Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Toymaker…
-Το βιβλίο έχει σχεδόν τελειώσει…
-Επιτέλους ευχάριστα νέα…
-Θέλω μόνο κάτι από σας…
-Σας ακούω…
-Να παρευρεθείτε στην ιδιωτική παρουσίαση που θα κάνω…
-Ιδιωτική;
-Οι 12 σπουδαιότεροι συγγραφείς τρόμου έχουν προσκληθεί στο σπίτι μου αυτή την Παρασκευή το βράδυ για μια πρώτη ανάγνωση…
-Φυσικά και θα έρθω…
-Ωραία, σημειώστε τη διεύθυνση…


Παρασκευή βράδυ…

Η διεύθυνση που είχε δώσει ο Toymaker οδήγησε τους καλεσμένους του σε ένα παλιό… αν όχι εγκαταλελειμμένο, πέτρινο αρχοντικό έξω από την πόλη…
Ο εκδότης του και οι 12 συγγραφείς βρέθηκαν έξω από την παλιά μεταλλική πόρτα της οικίας…
Χτύπησαν την πόρτα αλλά δεν πήραν απάντηση…
Έσπρωξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα… Στη θέα του εσωτερικού όλοι πάγωσαν…
Ήταν πράγματι εγκαταλειμμένο… και τεράστιο… Μία παλιά ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον δεύτερο όροφο…Μια στρώση σκόνης κάλυπτε το χώρο…
Παντού ήταν αναμμένα κεριά…
Ό ένας από τους συγγραφείς άρχισε να φωνάζει τον Toymaker… καμία απάντηση… Ξαφνικά νόμισαν πως άκουσαν κάποιον να πληκτρολογεί… ή τουλάχιστον το φαντάστηκαν…
«Εγώ προτείνω αφού ήρθαμε να χωριστούμε και να ρίξουμε μια ματιά»… αυτός που μίλησε ήταν ο Clive Barker… «Όσο να ναι ο Toymaker προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει και νομίζω ότι το έχει καταφέρει…»
Ο εκδότης συμφώνησε… και οι υπόλοιποι συγγραφείς…
Διασκορπίστηκαν και άρχισαν να ψάχνουν…

Το αρχοντικό ήταν πράγματι τεράστιο… νόμιζε κανείς πως τα δωμάτια του ήταν αναρίθμητα…
Ο Stephen King άνοιξε μια πόρτα… και κοίταξε μέσα… «το μπάνιο» ψιθύρισε… Τώρα έτριβε τα μάτια του γιατί δεν ήταν σίγουρος αν έβλεπε καλά… Η μπανιέρα ήταν γεμάτη με ένα κόκκινο υγρό… πλησίασε και ακούμπησε το χέρι του μέσα… «Αίμα» είπε δυνατά… Ξαφνικά ένα γυναικείο χέρι πετάχτηκε μέσα από την μπανιέρα και άρχισε να τον τραβάει… Σε λίγο ο King είχε χαθεί… κάτι τον είχε τραβήξει μέσα στην μπανιέρα η οποία μέχρι πρότινος ήταν γεμάτη αίμα και τώρα ήταν άδεια… Ο ίδιος ο King είχε εξαφανιστεί…

Ο Peter Straub βρισκόταν στο σαλόνι… Πάνω σε ένα παλιό τραπεζάκι παρατήρησε μια τράπουλα Tarot… Τράβηξε μια κάρτα… «Για να δούμε την τύχη μας…» είπε… «Ο Πάπας» διάβασε…Ξαφνικά από τον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι η μορφή ενός ιερέα έκανε την εμφάνιση της…Ήταν ένας Πάπας…Ο Πάπας στα χέρια του κρατούσε ένα σταυρό… τον οποίο κάρφωσε με δύναμη στο ανοιχτό στόμα του Straub… Αίμα πετάχτηκε παντού… Σε λίγο και οι δύο εξαφανίστηκαν και η κάρτα που κρατούσε ο Straub βρέθηκε στο κενό και έπεσε στο πάτωμα…

Ο Thomas Ligotti είχε ανεβεί στον δεύτερο όροφο… Κατά μήκος ενός διαδρόμου δεξιά και αριστερά υπήρχαν δωμάτια… Άνοιξε την πρώτη πόρτα στα δεξιά του… Στον τοίχο υπήρχε μια ξεθωριασμένη ταπετσαρία με κλόουν… Άκουσε ένα θόρυβο κάτω από το κρεβάτι… ένα παιδικό κρεβάτι… έσκυψε να δει… και είδε ένα κλόουν, ένα ζωντανό κλόουν να τον κοιτά… Δεν είχε μάτια… και στη θέση τους υπήρχαν σκουλήκια που σέρνονταν και απλώνονταν στο πρόσωπο του… αντί για δόντια είχε καρφιά… Ο κλόουν χαμογέλασε στον Ligotti πριν τον αρπάξει και τον τραβήξει κάτω από το κρεβάτι…

Ο Bentley Little βρισκόταν στην κουζίνα, τα κεριά που έκαιγαν εκείνη τη στιγμή έσβησαν… ένα κρύο ρεύμα διαπέρασε το σώμα του… Βρέθηκε στο σκοτάδι… και το σκοτάδι άρχισε να εισχωρεί μέσα του… μέχρι που ο συγγραφέας έγινε ένα με το σκοτάδι και χάθηκε… και τα κεριά άναψαν ξανά…

Ο Clive Barker όση ώρα περιπλανιόταν νόμιζε πως άκουγε ένα νανούρισμα… Ήταν αρκετά κουρασμένος για να συνεχίσει το ψάξιμο… Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο του διαδρόμου που οδηγούσε στο σαλόνι… Ξαφνικά ένιωσε τον τοίχο να κουνιέται… Γύρισε να κοιτάξει… Μέσα στον τοίχο είδε να σχηματίζονται τα πρόσωπα βρεφών… τα μικρά τους χέρια άρχισαν να ξεπροβάλουν από τον τοίχο… οι κραυγές τους νόμισε πως θα του έσπαγαν τα αυτιά… Με τα μικρά χεράκια τους τον άρπαξαν και τον τράβηξαν μέσα στον τοίχο…

Ο Dean Koontz βρέθηκε στο δωμάτιο μουσικής… Στον τοίχο πάνω από ένα κατεστραμμένο πιάνο υπήρχε ένα πορτρέτο… Πλησίασε για να δει… Δεν γνώριζε το πρόσωπο… Απεικονιζόταν μια ανδρική μορφή που κρατούσε ένα βιβλίο… Κοίταξε πιο προσεκτικά… Διάβασε τον τίτλο… «Το ημερολόγιο του Παιχνιδοποιού»…
«θεέ μου» αναφώνησε «ο Toymaker…» Το πορτρέτο τότε ζωντάνεψε και τον τράβηξε μέσα…

Ο ένας μετά τον άλλο οι συγγραφείς εξαφανίζονταν…

Ο εκδότης του Toymaker είχε μείνει μόνος στο κτίριο… Ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και άρχισε να περπατάει κατά μήκος του διαδρόμου…Φτάνοντας στο τέρμα του βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα… Την άνοιξε… Μια σκάλα οδηγούσε στη σοφίτα του κτιρίου…
Την ανέβηκε… φτάνοντας στην πόρτα της σοφίτας άκουσε κάποιον να πληκτρολογεί, κάποιον να γράφει…
Άνοιξε την πόρτα…
Μπήκε μέσα… Δεν πίστευε στα μάτια του… Απέναντι του βρισκόταν καθισμένος σε ένα γραφείο ο Toymaker… Μπροστά του είχε ανοιχτό έναν υπολογιστή… Γύρω του ήταν οι 12 συγγραφείς… ζωντανοί ή περίπου ζωντανοί… Από το σώμα του, από την πλάτη του Toymaker έβγαιναν αγγεία… δώδεκα στον αριθμό που κατέληγαν στα σώματα των συγγραφέων και από τα οποία σώματα αντλούσε αίμα που κατέληγε στον ίδιο…
-Τι έκανες; Τι είσαι;
-Έμπνευση και άλλη έμπνευση… αυτό ήθελα…
-Πως; Γιατί;
-Είναι ζωντανά… τα τέρατα μου… ζουν… αυτά με βοήθησαν… πρέπει να συνεχίσω… έχω μόνο αυτά…Το νέο μου έργο είναι έτοιμο… Το μυθιστόρημα… Το αληθινό κακό δεν γνωρίζει φόβο και έπρεπε να γίνω αυτό…
Ο εκδότης του πλησίασε προσπερνώντας τα σώματα των συγγραφέων… Ο υπολογιστής παρόλο που δεν είχε παροχή ηλεκτρικού δούλευε κανονικά…
Κοίταξε στην οθόνη… Είδε ένα άδειο έγγραφο word…
Ο Toymaker κοίταξε με τη σειρά του την οθόνη… το αίμα των συγγραφέων περνούσε μέσα του… χωρίς να αγγίξει το πληκτρολόγιο η οθόνη άρχισε να γεμίζει λέξεις… προτάσεις… σε λίγη ώρα το μυθιστόρημα ήταν έτοιμο…
Και τίτλος του «Ο συγγραφέας»…
Ο Toymaker μίλησε «Φύγε… στο mail σου θα βρεις το βιβλίο»… Θα επικοινωνήσω ξανά εγώ μαζί σου…



Ένα μήνα μετά…

Το βιβλίο σε μία εβδομάδα από τη στιγμή που κυκλοφόρησε σημείωσε εκδοτικό ρεκόρ… Λίγο αργότερα αποσύρθηκε και όλα τα αντίτυπα κάηκαν ή πετάχτηκαν όταν παρατηρήθηκε μια σειρά αυτοκτονιών και δολοφονιών μετά την ανάγνωσή του… 12 συγγραφείς του είδους δηλώθηκαν ως εξαφανισμένοι… Δεν βρέθηκαν ποτέ… Ο εκδότης αυτοκτόνησε λίγο πριν εκδοθεί «Ο συγγραφέας»… ήταν ο πρώτος που το διάβασε…
Δεν ξανάκουσε κανείς για τον Toymaker…



Μερικά χρόνια μετά…

Ένας εκδοτικός οίκος έλαβε μέσω mail ένα χειρόγραφο… είχε τον τίτλο «Η επιστροφή»…



ΤΕΛΟΣ





Σύντομα βιογραφικά συγγραφέων που αναφέρονται στην ιστορία:

*Bentley Little (γεννήθηκε το 1960 στην Arizona) Έχει γράψει ένα μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων τρόμου. Τον ανακάλυψε ο Dean Koontz. Κέρδισε τρεις φορές το βραβείο Bram Stoker. Έργα του:
The Revelation, The Mailman, The Burning , The Vanishing, The Academy
*Dean Ray Koontz (γεννήθηκε το 1945) Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος που ειδικεύεται στο θρίλερ, στο μυστήριο και τον τρόμο. Έχει στο ενεργητικό του ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων. Επίσημο site:
http://deankoontz.com/
*Thomas Ligotti (γεννήθηκε το 1953, στο Detroit, Michigan) Cult μορφή, θεωρείται από τους σπουδαιότερους συγγραφείς τρόμου με πλήθος βραβείων και διακρίσεις αν και είναι ελάχιστα γνωστός. Έργα του:
Sideshow, and Other Stories (2003), Death Poems (2004), The Shadow at the Bottom of the World (2005), Teatro Grottesco (2006)
*Stephen Edwin King (γεννήθηκε το 1947) Χαρακτηρίστηκε ως ο «Σαίξπηρ του τρόμου». Τα βιβλία του έχουν πουλήσει πάνω από 350 εκατ. παγκοσμίως και έχουν γίνει ταινίες και τηλεταινίες. Το 2003 τιμήθηκε στην Αμερική με το μετάλλιο «Distinguished Contribution to American Letters» και μπήκε στον κατάλογο με τους σπουδαιότερους συγγραφείς όλων των εποχών. Το μετάλλιο το οποίο θεωρείται η ανώτατη διάκριση στη λογοτεχνία προκάλεσε πλήθος συζητήσεων για το αν θα έπρεπε να δοθεί σε έναν συγγραφέα τρόμου. Επίσημο site:
http://www.stephenking.com/
*Peter Francis Straub (γεννήθηκε το 1943 στο Milwaukee, Wisconsin) Έχει γράψει πλήθος βιβλίων και έχει τιμηθεί πολλές φορές με πλήθος βραβείων. Έχει συγγράψει δύο βιβλία με τον King. Επίσημο site:
http://www.peterstraub.net/home.html
*Clive Barker (γεννήθηκε το 1952). Θεωρείται μαζί με τον King ο σπουδαιότερος εν ζωή συγγραφέας τρόμου. Πολυτάλαντος, ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική, το σχέδιο αλλά και τη σκηνοθεσία. O ίδιος ο King αναφέρθηκε στον Barker χαρακτηρίζοντας τον ως «το μέλλον του τρόμου». Πιο γνωστό του δημιούργημα ο Pinhead από το Hellraiser. Δηλωμένα ομοφυλόφιλος, αγωνίζεται μέχρι σήμερα για τα δικαιώματα της ομοφυλοφιλικής κοινότητας. Επίσημο site:
http://www.clivebarker.info/
.
.
.
.
.
.




Tη μέρα που γεννήθηκα χιόνιζε.

Η αλήθεια είναι πως και μια εβδομάδα νωρίτερα να είχα γεννηθεί, ή και ένα μήνα αργότερα πάλι θα χιόνιζε. Είναι βλέπετε συνηθισμένο φαινόμενο να χιονίζει τον χειμώνα στο Μόναχο. Δηλαδή όχι ακριβώς στο Μόναχο. Μια ώρα δρόμο από κει: στο Άουγκσμπουργκ. Μα κατά βάθος είναι το ίδιο. Σε όλη τη νότια Γερμανία, σε όλη τη Βαυαρία, χιόνιζε τέτοια εποχή εκείνα τα χρόνια.

Τη μέρα που με πήγαν στο γιατρό τρομαγμένοι οι γονείς μου, κοντά δύο χρονών, ήμουν σχεδόν κατακόκκινος. Προφανώς δεν ήξερα ακόμα τι σημαίνει ντροπή, άρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από πολλές εξετάσεις ο επιστήμων αποφάνθηκε πως κάτι πήγαινε πολύ καλά. Η όρασή μου. Βλέπετε, λάτρευα τα καρότα και η μητέρα μου μου έδινε τόσα πολλά, που αφενός είχε κοκκινήσει σχεδόν ανεπανόρθωτα το δέρμα μου, αφετέρου δε απέκτησα μια καταπληκτική όραση.

Τη μέρα που κόντευα να κλείσω τα σαράντα, διαπίστωσα με απέραντη ευτυχία (αλλά και λίγο τρόμο, δεν σας κρύβω) πως δύο μόνο πράγματα λειτουργούν ακόμα άψογα επάνω μου. Η όρασή μου, παρά τις ταλαιπωρίες στις οποίες την έχω εκθέσει, και ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να αποκτήσω διάδοχο. Τα υπόλοιπα, αργά και ηδονικά πνέουν τα λοίσθια. Πάλι καλά. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα.

Τη μέρα που αποφάσισα να ασχοληθώ με τη νοημοσύνη της μάζας, ήταν σαν να είχα καλέσει σπίτι για τσάι, αυτούς τους ευγενικούς κυρίους που σου φέρνουν δώρο πάντα εκείνες τις μπλούζες που τα μανίκια δένουν πίσω στην πλάτη. Δύσκολη πίστα. Και είχα ξεμείνει κι από κανονάκια.

Την ώρα που είδα πίσω από τις λέξεις των γραπτών, πίσω από τους καμβάδες των κάδρων του σπιτιού, πίσω από τα τρομαγμένα βλέματα των αδέσποτων της γειτονιάς, πίσω από τις κολακείες των καλύτερων ρητόρων, πίσω από τις άσκοπες καλημέρες γειτόνων που δεν ήξερα, κατάλαβα πως έβλεπα πολύ περισσότερα από αυτά που ήθελα, και ακόμα χειρότερα, από αυτά που άντεχα.

Τη στιγμή που είδα να αιωρούμαι σε ένα άδειο δωμάτιο, και κοιτώντας κάτω να βλέπω σ’ ένα μεταλλικό φορείο ένα πολύ οικείο σώμα που μου έμοιαζε φρικιαστικά, κι όσο κι αν φώναζα κανείς δεν άκουγε, κατάλαβα πως κάτι δραματικά συγκλονιστικό και συνάμα επαναστατικό έπρεπε να κάνω.

Έκτοτε δεν ξανάφαγα κανένα καρότο.
.
.
.
.




- Είναι αυτονόητο πως δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο, είπε.
- Εννοείται, απάντησε ο άλλος.
- Όχι, δεν εννοείται, για αυτό το λέω.
- Μα πως; Αφού είναι αυτονόητο!
- Εδώ είναι το ζήτημα, δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο.
- Ούτε αυτό;
- Ούτε.
- Και τότε γιατί εμείς το θεωρούμε έτσι;
- Βλέπεις; Δεν το θεωρούμε και οι δύο!
- Μα πως δεν το θεωρούμε και οι δύο; Αφού εσύ είπες πως είναι αυτονόητο.
- Ναι, είναι αυτονόητο πως δεν υπάρχει αυτονόητο.
- Γιατί εγώ τι είπα;
- Ότι το θεωρείς αυτονόητο αυτό.
- ...
- Άρα εσύ το θεωρείς έτσι, ενώ αυτό δεν υπάρχει.
- Μπερδεύτηκα. Ποιό;
- Το αυτονόητο.
- Μα...
- Ξέρεις, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η συζήτηση.
- Γιατί;
- Διότι μονίμως θα διαφωνούμε.
- Μα αφού συμφωνούμε κατά βάθος.
- Εδώ είναι το θέμα. Επιφανειακά συμφωνούμε. Έτσι ακούγεται. Κατά βάθος διαφωνούμε.
- Δε νομίζω. Συμφωνούμε και οι δύο πως είναι αυτονόητο να μην υπάρχουν αυτονόητα;
- Όχι! Διαφωνώ ριζικά.
- Μα εσύ το είπες...
- Ναι αλλά αν το πιστεύω πραγματικά, αποκλείεται να το θεωρώ αυτονόητο. Θα έπρεπε να το θεωρώ απλώς πρέπον. Άρα...;
- Άρα είσαι κόπανος! (δεν άντεξε άλλο)
- Μπαρδόν; ρώτησε εκείνος, με πραγματική απορία.
- Είσαι κόπανος, άρχισε να φωνάζει νευριασμένα ο άλλος.
- Γιατί;
- Γιατί δεν σε αντέχω! αντέκρουσε.
- Και επειδή δεν με αντέχεις θα πει πως εγώ είμαι κόπανος;
- Φυσικά, αφού μέχρι τώρα έχω αντέξει τα πάντα. Είναι αυτονόητο πως θα έπρεπε να αντέξω κι εσένα, προσπάθησε να ξεκαθαρίσει αλλά μάταια.
- Νάτο!
- Ποιό;
- Το αυτονόητο πάλι!
- Ααααγγγκκκρρρρ!
- Χα! Ήταν αυτονόητο πως θα αντιδράσεις έτσι!


Δεν άντεξε. Πήρε τη τσιμπίδα για το τζάκι και του την έχωσε με μανία και λύσσα στην καρδιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξεψύχησε σε ένα λουτρό αίματος. Ο άλλος πήρε με όλη τη φυσικότητα του κόσμου συγκεντρωμένη στο ύφος του το ποτήρι από το τζάκι, και κατέβασε τις δύο τελευταίες ρουφηξιές από το ποτό του.

- Αγάπη μου;
- Ναι;
- Ποιός ήταν;
- Κανείς;
- Πως κανείς; Αφού άκουσα μια ξένη φωνή.
- Εεε, δεν ήταν ξένη.
- Τι εννοείς;
- Εγώ ήμουν.
- Μα αφού η φωνή ήταν τραχιά και θυμωμένη.
- Εγώ ήμουν σου λέω!
- Και γιατί μιλούσες έτσι;
- Προσπαθούσα να κερδίσω τον άλλον. Αυτόν τον μαλάκα που έχει εγκατασταθεί εδώ και μήνες στο μυαλό μου.
- Πάλι έπινες;
- ...
- Έλα μωρό μου. Φόρα τη ρόμπα σου και τις παντόφλες. Θα κρυώσεις. Πάμε μέσα...
- Αγάπη μου...
- Τι;
- Πρέπει να με αγαπάς πολύ για να με ανέχεσαι...
- Ε, αυτονόητο δεν είναι;
- Ααααγγγκκκρρρρ!

.
.
.
.
.
.



“Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση το πόσο "καμμένος" μπορεί να είσαι για να γράφεις τόσες χαζομάρες, άλλωστε υπάρχουν πολλοί "καμμένοι" αλλά και καυμένοι στις μέρες μας.

Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι πιέζουν το μυαλό τους να βρουν κάτι να σου σχολιάσουν τόσοι πολλοί με σκοπό να φανεί ότι πέρασαν από το blog σου.

Είναι πλέον βέβαιο ότι ακόμα και την απόλυτη ασυναρτησία να γράψεις θα σου κάνουν σχόλια και θα σε εκθειάσουν.

Επειδή αυτό το σχόλιο θα το κριτικάρεις και εσύ και οι άλλοι τελειωμένοι ως κακόβουλο και κομπλεξικό το μόνο που έχω να πω είναι

Τόσο σαλιάρισμα πια δεν έχετε βαρεθεί.”



Αυτό είναι ένα σχόλιο κάποιου (ασφαλώς) “ανώνυμου”, στο χθεσινό μου post. Το αντιγράφω εδώ αυτούσιο (μαζί με τα ορθογραφικά λάθη), έτσι ώστε να έχουν την ευκαιρία να το διαβάσουν όλοι. Οπότε θα τύχει και της προσοχής που πιθανόν να επιζητά ο καταθέτης του, αφήνοντας το.

Όσον αφορά εμένα, επειδή κυριολεκτικά βαρέθηκα να διαβάζω δεξιά κι αριστερά “μανιφέστα” για τους λόγους που κάποιος ασχολείται με το blogging, και άλλα τόσα με γνώμες περί του πόσο σημαντική και χρήσιμη είναι η ανωνυμία ή/και η ψευδωνυμία, έχω να δηλώσω τα παρακάτω βαρύγδουπα:

1) Στ’ αρχίδια μου!
2) Έχω και χειρότερα πράγματα να με προβληματίζουν.
3) Χέστηκα για το αν είστε ανώνυμος ή επώνυμος.
4) Προφανώς άλλοι δεν χέστηκαν, αλλά αυτό είναι δικό τους πρόβλημα, οπότε ας το λύσουν μόνοι τους.
5) Ο μόνος λόγος που το κάνω ποστ, είναι γιατί βαριόμουν να γράψω οτιδήποτε, κι ευτυχώς το σχόλιο αυτό με λύτρωσε!
6) Στ’ αρχίδια μου, γενικότερα.
7) Σε καμία περίπτωση δεν μου αρέσει να νουθετώ, αλλά όσοι θελήσουν να ασχοληθούν με την εν λόγω αηδία, παρακαλούνται όπως μην λάβουν υπ΄’οψιν τους τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς, και να γράψουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και τις οδηγίες χρήσεως αυτού του μπλογκ (εδώ παραπλεύρως). Ψηφίστε αυτοβούλως. Δεν υπάρχει κομματική γραμμή. Δεν κινδυνεύετε με διαγραφή.
8) Μιας και μιλήσαμε για διαγραφή, εννοοείται πως δεν θα διέγραφα ποτέ ένα τέτοιο ιστορικό σχόλιο. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μου, η αναγκαστική συναναστροφή με στενοκέφαλους, μικροπρεπείς, απαίδευτους και “λίγους”, οπότε χαίρομαι ιδιαιτέρως που αυτό αποτυπώνεται και στην ψηφιακή μου παρουσία.
9) Το “καμμένος” με τιμά ιδιαίτερα. Δεν θα άντεχα με τίποτα να ήμουν άλλος ένας βαρετός, που δεν ψήθηκε καλά στο φούρνο. Καλύτερα καμμένος. Ναι.
10) Δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε κάποιος να έχει καϊλέ να φανεί ότι πέρασε από το μπλογκ μου. Δεν δίνω δώρα στις 100 συμμετοχές.
11) Στ’ αρχίδια μου, παντιοτρόπως!
12) Αν καταφέρω να γράψω την “απόλυτη” ασυναρτησία, θα έχω τουλάχιστον ένα πράγμα για το οποίο θα είμαι περήφανος. Προς το παρόν αρκούμαι σε απλές ασυναρτησίες.
13) Εντέλει, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό το σχόλιο δεν είναι ούτε κακόβουλο, ούτε κομπλεξικό. Ο άνθρωπος που το έγραψε μπορεί, το σχόλιο όμως πως θα μπορούσε; Μήπως έχει και άποψη για τις αμερικάνικες εκλογές; (το σχόλιο εννοώ...)
14) Δεν ξέρω αν το τόνισα αρκούντως μέχρι τώρα, οπότε ας το γράψω άλλη μια φορά: Στ’ αρχίδια μου, ολοκληρωτικά. Δεν πα’ να γράφετε ότι θέλετε; Η ευθύνη εδώ μέσα είναι δικιά μου. Και χέστηκα για τις συνέπειες.


Ζητώ εκ των προτέρων (μάλλον εκ των υστέρων) συγγνώμη από τους θεοσεβούμενους αναγνώστες, αλλά που και που έχω ανάγκη από λίγη εκτόνωση. Και επειδή είναι κρίμα να εκτονώνομαι σε απόντες, θα ξαναγράψω ασυναρτησίες. Προσδοκώντας βέβαια να αγγίξω την “ΑΠΟΛΥΤΗ”.
.
.
.
.
.
.

My personal songs:


Land GigsQuantcast

 

Blogger Template | Created by: Spy